Further tags

Η μολόχα είναι λέλουδο και αποτελεί το συνηθέστερο είδος Μαλάχης. Εξ ου και ο άντρας μολόχα αναφέρεται σε άρρενα φλώρο, μαμάκια και ολίγον τι μαλάκα. Το Τσι είναι ενεργειακή δύναμη που ρέει από τις οντότητες μας και χρησιμοποιείται διακαώς από κουλτουλούγκρες και έντεχνα τσικάκια με ενασχόληση την Αέριαλ γιόγκα. Σε συνδυασμό αυτά τα δύο χρησιμοποιούνται για να καταδείξουν κάποιον που δυσανασχετεί με απλές και ξεκούραστες δραστηριότητες χωρίς προφανή λόγο και αιτία.

-Μαν μου, ψήνεις κάνα μπυρόνι μετά τη δουλειά?

- Δεν νομίζω να μπορέσω ρε φίλε

- Γιατί? Θα σου χαλάσει το Τσι μωρή μολόχα?

Got a better definition? Add it!

Published

Συναντάται κατά τις βραδυνές εξόδους ως το μόνο αρσενικό ανάμεσα σε μια γυναικοπαρέα. Συνηθισμένη εικόνα ενός κακομοίρη που κυκλοφορεί δύο ή και περισσότερες κοπέλες για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς, ο ίδιος γουστάρει μία από αυτές αλλά ποτέ δεν έχει κάνει κίνηση και ούτε πρόκειται γιατί είναι φλώρος . Η αξιολύπητη παρουσία του και μόνο αποτελεί εμπόδιο στο να κάνει άλλος κίνηση.

Στην περίπτωση που κάποιος κάνει κίνηση σε παρέα με ξάδερφο:
Ένας ξάδερφος δεν είναι διατεθειμένος να αφήσει άλλο αρσενικό να κάνει κάτι, παρόλο που γνωρίζει ότι θα πάει χαράμι η γκόμενα με την πάρτη του, επιστρατεύοντας κάθε σιχαμένο μέσο προκειμένου να κάνει χαλάστρα. Σε ακραία περίπτωση είναι ικανός να το παίξει μέχρι και γκόμενος της κοπέλας, κάνοντας σκηνές ζηλοτυπίας προκειμένου να απωθήσει έναν ενδεχόμενο μνηστήρα !

Ο ξάδερφος στην καθημερινή του ζωή χαρακτηρίζεται συνήθως από έννοιες όπως φλώρος , καληνυχτάκιας , λούζερ και σπανιότερα ως αλεπούστης .

- Τι έγινε ρε με το ξανθό ,τι λέγατε ;
- Άστα ρε , χώνονταν ο ξάδερφος κάθε λίγο και δεν μας άφησε να σταυρώσουμε κουβέντα.

- Σκέφτομαι να χωθώ στην τύπισσα απέναντι .. της μιλάει όμως εκείνος ο φλώρος.
- Μη μασάς ρε , ξάδερφος θα 'ναι. Κόψε φάτσα .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αντιπαθητικός τύπος που φορτώνεται σε μια παρέα χωρίς τα μέλη της παρέας να τον έχουν προσκαλέσει. Το φόρτωμα δεν αντιλαμβάνεται την αρνητική εναντίον του διάθεση και αυτοκλήτως ακολουθεί μία παρέα ή ακόμα χειρότερα την αντιλαμβάνεται και δολίως εξακολουθεί τον εισοδισμό του. Συχνά ο όρος αποδίδεται και σε κάποιον που κάνει χαλάστρα.

1) - Πάμε για μπίρα σήμερα;
- Πάμε, αλλά πρόσεξε μην το μάθει το φόρτωμα ο Μάκης και έρθει με το ζόρι..
2) Παιδιά να έρθω μαζί σας ή γίνομαι φόρτωμα;
3) Και κει που πήγαινα να στριμώξω τη Μερόπη με πιάνει το φόρτωμα ο Μάκης και αρχίζει το μπίρι-μπίρι, ώσπου την έκανε η γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρσενικό. 'Η και εμπειριάκιας. Η μάστιγα κάθε παρέας. Πριν αναλυθεί το φαινόμενο εμπειρίας θα πρέπει να τονισθεί ότι η ύπαρξή του σίγουρα προϋπήρχε προ Νεοελληνικών μετά-ογδόνταζ χρόνων αλλά η έξαρση του φαινομένου λαμβάνει χώρα τις τελευταίες δεκαετίες.

Ο εμπειρίας είναι ένα πιο θρασύ είδος ξερόλα, με διαφορετικά ωστόσο κίνητρα, αλλά με παρόμοια απωθητικά χαρακτηριστικά για την παρέα που θα 'χει την ατυχία να τον υποστεί. Διαφέρει με τον ξερόλα στο ότι ο μεν ξερόλας θα προσπαθήσει να πείσει τα μέλη της παρέας του ότι έχει την γνώση των πραγμάτων, καταστάσεων κτλ., ο δε εμπειρίας ότι τα έχει ζήσει. Πρόκειται για το επόμενο, πιο χαρντκόρ και πιο επικίνδυνο στάδιο του ξερόλα.

Μπορεί να δημιουργήσει ακόμα και εντάσεις στην παρέα αν αμφισβητηθεί το μέγεθος ή η ποιότητα των εμπειριών που έχει παραθέσει οι οποίες κατά 99% είναι ασύστολα ψεύδη.

Ο εμπειρίας θα προσπαθήσει να σε πείσει να μην παίξεις στο ΠΡΟ-ΠΟ το Ολυμπιακός~Καλλονή άσσο, γιατί πριν χρόνια του συνέβη κάτι παρόμοιο και παρά τρίχα έχασε το 13άρι. Επίσης να μην ταξιδέψεις Βόλο το σαβ/κο γιατί πριν χρόνια (πάλι) του επιτέθηκε ένα σμήνος ανθρωποφάγων ακρίδων και στο τσακ γλίτωσε όταν έβγαλε το tactical μαχαίρι του και άρχισε να τις ακρωτηριάζει μία προς μία. Το ότι έχει γαμήσει όλες τις γκόμενες της Αθήνας, έχει πάει σε όλα τα κλαμπ από 100 φορές στο καθένα, γυμναστήριο παίζει πάγκο τα 150 για προθέρμανση (κι ας είναι σαν τσίρος), είναι το ψωμοτύρι αυτού του κρετίνου.

Στην πραγματικότητα είναι μόνος χωρίς φίλους και αγκόμενος επί μονίμου βάσεως. Αν τύχει στον δρόμο ή στην παρέα σας αυτός ο αρχικαραγκιόζης έχετε μονάχα 2 επιλογές. Ή να τον αποφύγετε αφού υποστείτε κανά δυο ψεύδη του με διακριτικό τρόπο ή να τον αρχίσετε επιτόπου στα κλωτσομπουνίδια...

- Kαλά τι μας είπε ρε ο άνθρωπας. Ότι πήγε στο Envy, έκανε λογαριασμό 500 και γάμησε 2 γκόμενες μαζί στις τουαλέτες;
- Γάμησε τον μωρέ τον εμπειριάκια. Μαλάκας ψεύτης είναι από τότε που τον ξέρω.

(από Mpiliardakias, 30/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φίλη τόσο κολλητή που της κοτσάρουμε και μια -ούμπα. Σε υπερθετικό BFF βαθμό: το κολλητουμπινάκι μ.

Μαθητική αργκό τελευταίας κοπής, σπαρταράει.

  1. σορρυ ρ κολλητουμπα μ!! απλα τ σ/κ ειχα παει στν κολλητη μ εκτοσ path κ δν μπηκα καθολου!! τ νεα;; μ ελειψεσ ρρ!!

  2. Εβελίνααααααααααααααααααα: κολλητουμπα μου :D

  3. axxxuuu to... i kollitumpa m.

(Από διάφορα σάη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται επίσης σε περιπτώσεις, όπου σε μία παρέα παρευρίσκεται μόνο μία γυναίκα απέναντι σε μία ολόκληρη τσατσάρα από άντρες, μόλις υπονομεύοντας την απόλυτη συμπάγεια του αρχιδόκαμπου, ή που έστω ο αριθμός των αντρών είναι συντριπτικά μεγαλύτερος από των γυναικών. Το ίδιο και για οικογένειες, όπου τυχαίνει να υπάρχουν πολλά αρσενικά και ελάχιστα ή ένα θηλυκό. Προφ από το γεγονός ότι η Χιονάτη είχε για παρέα επτά άντρες, ακόμη κι αν νάνους.

- Και, όπως είπαμε, απόψε θα είμαστε μόνο άντρες!
- Το ξέρω ρε συ, αλλά ο Γιώργος έχει καλέσει και τη νέα φίλη που έκανε από το Φέισμπουκ.
- Και τι θα κάνει η κοπέλα με οκτώ ψωλαραίους; Την χιονάτη;

"Η Χιονάτη και τα επτά γεροντοπαλλήκαρα", ταινία του 1960. (από Khan, 29/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε γυναικοπαρέα, ή απλά τις γυναίκες της παρέας. Ο αριθμός των υπό αναφορά γυναικών, πρέπει να είναι τουλάχιστον δύο.

Αλλά για να δικαιολογήσει αυτή η παρέα/ομάδα τον χαρακτηρισμό (και τίτλο!), πρέπει να είναι όλες εμφανίσιμες. Ή τουλάχιστον γαμήσαμπλ.

Η έκφραση είναι η γνωστή παράφραση του «πιάσε τον έναν και χτύπα τον άλλο», που αναφέρεται φυσικά σε άτομα που δεν εγκρίνουμε γενικώς, είτε εμφανισιακά, είτε σαν προσωπικότητα κ.τ.λ.

- Χθες βγήκα με τη Μαιρούλα. Έφερε μαζί της και τρεις φίλες της...
- Έλεγαν τίπτις;
- Γάμα τη μία, πήδα την άλλη ήταν τα μωρά...
- Ωραίος ρε μαλάκα, και δεν έριξες κανένα τηλέφωνο στο φιλαράκι σου να κοπιάσει και αυτός στο φτωχικό σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενοχλητικός τύπος που κολλάει απρόσκλητος σε μια παρέα και σε ξενερώνει.

Επίσης αυτός που έχει «μπαστακωθεί», βλ. μπαστακώνομαι, κατσικώνομαι επίμονα και πεισματικά σε μια θέση, έχοντας γίνει ενοχλητικός.

  1. - Πώς περάσατε χτες το βράδυ;
    - Πώς να τα περάσουμε ρε συ που είχαμε τον μπάστακα όλη την ώρα μες στα πόδια μας; Ούτε μια κουβέντα της προκοπής δεν μπορούσαμε να πούμε.

  2. Αφού στο 'χω πει ρε, όταν γράφω δε θέλω να κάθεσαι σα μπάστακας πάνω απ' το κεφάλι μου! Δε μπορώ να συγκεντρωθώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φορτικός άνθρωπος, αυτός που δεν καταλαβαίνει ότι αρχίδει και κουράδει. Έρχεται όπου πας έχοντας αυτοπροσκληθεί και γενικώς γίνεται στενός κορσές. Είναι μία ειδική και ιδιαίτερα ενοχλητική υποκατηγορία του πρήχτη.

Ο όρος αποδίδεται και με άλλες εκφράσεις: μουνόψειρα, βδέλλα, τσιμπούρι, κάποιος περισσεύεις, να μαζευτούμε να πάτε, μου έγινε ταγάρι, κολαούζος, κολαούζο.

- Να 'μαστε κι εμείς...
- Α... τα πιάσαμε τα λεφτά μας!
- Πώς είπες;
- Λέω «καλώς τον, πώς από 'δώ;»
- Ε, είπα κι εγώ «πού χάθηκε όλη η παλιοπαρέα τόσες μέρες;» και έκανα δυό, τρία, πέντε τηλεφωνάκια, μαιηλάκια, τσέκαρα φατσοβιβλίο για Checked-in και τσουπ! να 'μαι κι εγώωωω... - Την τεχνολογία μου μέσα...
- Ε;
- Λέω «κι έπεσες μέσα» μπαγάσικο...
Group SMS «Παρέα»: May day, may day magkes, eskase myti o Nwntas. Min er8ete me tpt! 8a prospa8isw na ton 3efortw8w giati einai entelws tis proskollisews kai milame argotera. Mon felek dedans...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το κρητικό αναμαζώνω, δηλ. μαζεύω κάτι, συμμαζεύω κ.λ.π.

Η αναμαζωξιάρα /- ες (πάνε συνήθως σε γκρουπάκια) είναι τα νυμφίδια που μαζεύονται μόλις μυριστούν παρέες με αξιαγάμητους άντρες (του καλλιτεχνικού σιναφιού, ισοδυναμούν και με τις λεγόμενες groupies) χωρίς να έχουν καμιά ιδιαίτερη φιλική σχέση με την εκάστοτε παρέα. Απλά «κολλάνε» για να ξεκοκαλίσουν ό,τι μπορούν, ή τις γάμησε κάποιος απ' τη παρέα και έχουν ξεμείνει στη παρέα κρατώντας διακοσμητικό ρόλο γκομενακιού, προσθέτοντας εξτρά βυζιά στη παρέα για τις δύσκολες ώρες...

  1. - Ρε, σεις ποιες είναι αυτές που έχουν πάρει όλο το τραπέζι ρε ;
    - Κατέω γω μωρέ με τις αναμαζωξιάρες που μαζώνει ο Αρτέμης ...

  2. - Πάρε τηλέφωνο ρε καμιά γκόμενα να πάμε φουλ στο Μύλο..
    - Κάτσε ρε κ όπου να 'ναι θα φανούν κι οι αναμαζωξιάρες !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified