Ο κάτοικος της Ιστιαίας, επειδή θεωρείται ότι συνηθίζουν να λένε οι Ξηροχωρίτες τη φράση "και που λες". (Δες τα ακληρήματα του Μανόλη Σέργη).
**Κιαπλεδες***(και που λες), κοινώς σκατοχουργιατοι! (Φέισμπουκ)
Ο κάτοικος της Ιστιαίας, επειδή θεωρείται ότι συνηθίζουν να λένε οι Ξηροχωρίτες τη φράση "και που λες". (Δες τα ακληρήματα του Μανόλη Σέργη).
**Κιαπλεδες***(και που λες), κοινώς σκατοχουργιατοι! (Φέισμπουκ)
Got a better definition? Add it!
Σκωπτικό προσωνύμιο για τον Μεσολογγίτη. (Δες).
Ο Ναπολέων ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ και το Μεσολογγιτάκι, ο… ψαρόμυαλος κριτής του! (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Το "Εμμανουέλα" σε πρώτη ανάγνωση παραπέμπει σε μια γυναίκα ψωλού σε βαθμό εκπόρνευσης. Όμως ο γνήσιος σλανγκιάρης* γυμνοσάλιαγκας της ασφάλτου το χρησιμοποιεί για να πειράξει ή να μειώσει αρσενικά είτε για κάποια αντιαρσενική τους ενέργεια είτε εντελώς αυθαίρετα για τον ανδρισμό τους.
Συνώνυμα/σπέκια: πουστάρα, πουσταρά, πουστράτζα, (κωλ)αδερφή, πούστη νέε, ξεκωλιάρη, γαμιόλη, ψωλορουφήχτρα, πιπαδόρε κτλπ.
Το "Εμμανουέλα" βέβαια είναι πιο ιδιαίτερο και χρησιμοποιείται κυρίως από μερακλήδες αστειάτορες μέσης ηλικίας με φωνή για ντάτσουν. Απαντάται συνήθως σε εξέδρες ποδοσφαιρικών ή μπασκετικών αγώνων, κυρίως από Β' εθνική και κάτω. Είναι εξάλλου μια λέξη που απαιτεί κοινό και ιδιαίτερη ατμόσφαιρα για να αξιοποιηθούν πλήρως οι δυνατότητες της.
Ο χαρακτηρισμός προέρχεται από τη σειρά ταινιών σοφτ πορνό "Emmanuelle" με την αψεγάδιαστη Ολλανδή και-παρθένα-και-πουτάνα Σίβλια Κριστέλ (28 Σεπτ. 1952 – 17 Oκτ. 2012)
*Το σλανγκιστής είναι πολύ ιντελεκτουέλ για τα συμφραζομενα
Σε αγώνα μπάσκετ β΄εθνικής από την εξέδρα:
-Ρε μαλάκα Σορώκο! Βγάλε τον έξω τον Υφαντή να πουμε! Τι κοιτάς μωρή Εμμανουέλα! Άντε και γαμήσου μωρή σημαδούρα!
Got a better definition? Add it!
Ο φλύαρος, ανόητος άνθρωπος. Εκ πρώτης όψεως δείχνει να προέρχεται από το ιταλικό papardelle , είδος ζυμαρικού. Ενδεχομένως η σημασία της λέξης σχετίζεται με την μορφή της παπαρδέλας, όπου πωλείται μπουρδουκλωμένη σε μπάλες και όταν βραστεί γίνεται πολύ γλιστερή και τραμπαλίζεται ξέφρενα όπως την κρατάμε. Έτσι και ένας κρετίνος πολυλογάς μας τα λέει μπερδεμένα και μορφάζει, φτιάνει, δείχνει, σείεται και κουνιέται για να προκαλέσει ενδιαφέρον.
Πάνω σε αυτή τη σύνδεση πατάει και η παπαρδέλα ως χαρακτηρισμός μιας ανοησίας που θα ακούσουμε ("την είπες την παπαρδέλα σου πάλι δεν άντεξες").
Φυσικά δε μπορεί να μην σκεφτεί κανείς το "παπάρας" όταν χρησιμοποιεί το "παπαρδέλας", οπότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι χρησιμοποιείται αντί για "παπάρας", προσθέτοντας όμως λίγο ιταλιάνικο φινετσάρισμα για να βγάζει γούστα.
-Έλα που είσαι; Στις 6 μου πες θα έρθεις, σε περιμένω μισή ώρα.
-Συγνώμη ρε, με έπιασε ο παπαρδέλας ο περιπτεράς και με άρχισε. Σκέφτεται λέει να βάλει ντελίβερι με ντρόουν για τη γειτονιά, "γιατί ο Τζεφ Μπέζος είναι πιο μάγκας να πούμε;". Ντράπηκα να τον παραπέμψω, τον βλέπω κάθε μέρα.
Got a better definition? Add it!
Αυτός/ή που επικεντρώνεται στις λεπτομέρειες χάνοντας το θέμα. Αυτό δε σημαίνει πως "σκάβει" εις βάθος, κάνοντας ενδελεχή ανάλυση μιας κατάστασης -πράγμα γενικώς θετικό. Το σκαλιστήρι δρα επιφανειακά, απλά αναμοχλεύοντας τα δεδομένα.
- Έχουμε να παρουσιάσουμε την εργασία σε μισή ώρα κι ο άλλος το σκαλιστήρι κάθεται και με ρωτάει αν πρέπει να αλλάξει γραμματοσειρά στις διαφάνειες...
Got a better definition? Add it!
Ο τύπος ο οποίος είτε είναι μεγάλος φιδέμπορας είτε εξαιρετικά γαμάτος. Είναι αυτός ο φίλος ο οποίος αφηγείται φοβερά και τρομερά σκηνικά που του συνέβησαν τα οποία είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς. Εναλλακτικά είναι ο τύπος που παραπονιέται συνέχεια και παρουσιάζει ένα τραβηγμένο επιχείρημα επειδή δε θέλει ή δε μπορεί να κάνει κάτι.
Παράδειγμα 1
-Μαλάκες καλυφτείτε, έρχεται ο ιστορίας ο Πέτρος θα μας πει ότι φάσωσε κάνα μοντέλο πάλι.
Παράδειγμα 2
-Δε θέλω να πάω σ' αυτό το μαγαζί ρε, δεν έχει τουαλέτες με πόρτες που να κλείνουν μέχρι κάτω και δε μπορώ να κατουρήσω!
-Πάμε ρε μαλάκα ιστορία να πιούμε μια μπύρα να πούμε!
Got a better definition? Add it!
Ο μπουνταλάς και ρούχλας και ενίοτε βουτυρομπεμπές άντρας ο οποίος όταν εμφανίζεται σε κοινωνικό δρώμενο είναι ντυμένος πάντα με ρούχα δωματίου-κρεβατιού. Μπορεί να χρησιμοποηθεί και καταχρηστικά για κάποιον στυλιστικά ανίδεο που θυμίζει κρεμάστρα με ρούχα.
Εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι ο συντηρητισμός και η προσκόλληση στην πατρική οικογένεια δεν επιτρέπει σε πολλούς άνδρες τον πειραματισμό με τα ρούχα και το λούκ ακόμα και στις μητροπόλεις. Σαν αποτέλεσμα οι Έλληνες είναι σίγουρα από τους πιο κακοντυμένους άντρες στον κόσμο.
Παραθέτω μέρος από εκπομπή του Γιώργου Γεωργίου για την επίσκεψη Κλίντον:
"Πήγε να τον υποδεχτεί ο υπουργός των εξωτερικών ρε.. Μ' ένα σακάκι δανεικό, τρία μανίκια μεγαλύτερο, μέχρι και τα δάχτυλα του έκρυβε. Μ' ένα μουστάκι ατροφικό, σα δεξιός ψάλτης."
-Κοίτα ρε τον πυτζάμα πως έρχεται πάλι...Ελπίζω να μας αφήσουν να μπούμε στο μαγαζί.
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του ούγκανου, βλάκα, ανεγκέφαλου. Φαίνεται να είναι της μοδός στον νεαρόκοσμο εδώ και κάποιο διάστημα. Εγώ το άκουσα πρώτη φορά εδώ και κάνα χρόνο από τον τότε σχεδόν δεκαεξάχρονο γιόκα μου (μαντέψτε πόσο είναι τώρα, πιθήκια μου).
Πάντως, ως προσεκτικό και μελετηρό παλληκάρι, τον χαρακτηρισμό δεν τον απηύθυνε στην αφεντιά μου. Πιθανότατα είχε διαβάσει στα ιντερνέτια πως οι γίββωνες, αν και δεν κατατάσσονται στους μεγάλους πιθήκους (όπως οι γορίλες), διαθέτουν ιδιαιτέρως μακριά χέρια και πόδια και μπορούν, ως κατ' εξοχήν δενδρόβιο είδος, να πηδάνε με άνεση και ταχύτητα από βιβλιοθήκη σε πολυέλαιο κι από κει σε ντουλάπια κουζίνας, ενώ εκβάλλουν διαπεραστικές κραυγές που ακούγονται σε μεγάλη απόσταση.
Τι βρίζεις ρε γίββωνα?
γυρνα τωρα εκει που ανηκεις οσο ειναι καιρος, μαλακα γιββωνα!
τωρα αντε τραβα να σκαρφαλωσεις σε κανενα δεντρο γιββωνα και ασε τους σχολιασμους
Κι όταν μιλάς για το Κόμμα μας το εργατικό, το Κόμμα της εργατιάς, της αγροτιάς και της φοιτητιάς, θα πλένεις την τρύπα σου με ασετόν κια φωσφορικό οξύ αγράμματε γίββωνα της κινεζικής ενδοχώρας.
ΠΩΣ ΕΙΣΑΙ ΕΤΣΙ ΒΡΕ ΜΑΛΑΚΑ ΓΙΒΒΩΝΑ
καθυστερημενε γιββωνα
Σκασε ρε μαλακα, βρωμιαρη, γυφτο, μαϊμου, γιββωνα, μυγα, κουραδα της λασπης.
Από τη ζούγκλα του διαδικτύου
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Διαιτητής ποδοσφαίρου. Απ' όσο μου κόβει, η ονομασία οφείλεται στην κατάμαυρη στολή των διαιτητών που θυμάμαι από τα παιδικάτα μου. Τώρα πιά δε γκζέρω τι φοράνε, νομίζω πως το έχουνε παρδαλέψει λίγο το πράμα. Ας μιλήσουν οι καθ' ύλην αρμόδιοι.
Καθαρό γκολ του Νικολαίδη ακύρωσε ο κόρακας και αμα κερδάγανε 2-0 θα έχανες το πρωτάθλημα.
Τα ασπρόμαυρα κάδρα που περιβάλλουν το πάμφτωχο ντέρμπι των Σαρδηνών, εκτός από υπέροχη αισθητική, κρύβουν και ένα ιδιότυπο σπαρταριστό χιούμορ, τύπου κόμικ, με χορογραφίες που συμμετέχουν άπαντες, αθλητές (κάθε ηλικίας), οπαδοί (μάλλον ερασιτέχνες ηθοποιοί) και φυσικά ο μαυροντυμένος κόρακας.
Στην προκειμένη περίπτωση ισχύει αυτό που έχει πει ο Μέγας Ναπολέων στην Ιωσηφίνα: «Ο φόβος φυλάει τα έρημα». Κι αυτό ισχύει για απαξάπαντες τους κόρακες. Οποιους κι αν ορίσουνε να σφυρίξουνε, σ' όποιο ματς κι αν τους βάλουνε, η δουλειά θα πάει στο σπαθί. Για πρώτη φορά στο ελληνικό ποδόσφαιρο, τα όποια λάθη θα είναι ανθρώπινα. Οταν ο διαιτητής ξέρει ότι τον περιμένουνε σε είκοσι μέρες με το γιαταγάνι για να του πάρουνε το κεφάλι όπως οι τζιχαντιστές, θα είναι τύπος και υπογραμμός.
Μας παρουσιαστηκαν ευκαιριες για γκολ πριν το 1-0 οπου χεστηκαν πανω τους. Παλικαρισιες μαχες Κοροβεση (που ο κορακας να του γαμηθει η γυναικα με ουρακονταγκο, του στερησε πολλα φαουλ) Ιλιτς επισης, και Γεωργιου.
(Όλα από το νέτι).
Got a better definition? Add it!
Published
Ο κουτός, ο χαζός, ο βλάκας.
Εκείνος που έχει χαμηλή νοημοσύνη, που δεν είναι έξυπνος.
Κατά το παρελθόν έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει γαϊδούρια.
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη στο τραγούδι "Γαϊδαράκος" λέει "Ντε, βρε γαϊδαράκο, ντε, ντε με τα γαϊδούρια τ' άλλα, γαϊδαρέ μου, κουτεντέ".
Επίσης, η Γεωργία Βασιλειάδου στο τραγούδι "Ο κυρ γάιδαρος" λέει "Ντε κυρ Μέντιο Ντε Ντε Ντε Αχ κυρ Μέντιο κουτεντέ".
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified