Selected tags

Further tags

Η άδεια που παίρνει μια εν λοχεία ούσα μητέρα, όπως όλοι ξέρουμε, λέγεται άδεια λοχείας.

Σε περιπτώσεις που αυτό επαναληφθεί σύντομα, η άδεια παρατείνεται επί το περίπου διπλάσιο, καθιστούσα την ευτυχή μητέρα απούσα από την εργασία της για χρόνια.

Η προσαύξηση αυτή μπορεί να συναχθεί ως προαγωγή από την λοχεία σε λοχία και έπειτα σε επιλοχεία.

- Καλά που είναι η Μαίρη την απέλυσαν;Έχω χρόνια να την δω στο γραφείο.

- Γέννησε στο καπάκι 2 μπέιμπια και το τράβηξε λίγο παραπάνω με την άδεια.

- Αχα άδεια επιλοχίας δηλαδή

Κατερίνα Ξαπλωτή. (από Hank, 17/06/09)Και μια λεχώνα του Picasso. (από Hank, 17/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιστί, έτσι αποκαλούνται αντικείμενα που διευκολύνουν την ζωή (κάνουν κάποιον «ακαμάτη»).

Τα τρία πιο γνωστά είναι:

  • Tο μπιλάκι που προσαρμόζεται στο τιμόνι, κυρίως των φορτηγών, και βοηθάει να στρίβεις πιο εύκολα το τιμόνι,
  • Tο αντικείμενο (ένα ξύλο που στην άκρη έχει ένα χέρι) που σε βοηθάει να ξύσεις την πλάτη σου,
  • O μικρός αυτοσχέδιος ανυψωτήρας (τροχαλία και σκοινί) που χρησιμοποιείται για να ανεβάζεις μικροπράγματα στη σκαλωσιά ή ψηλά σε όροφο. Καμιά φορά και η τροχαλία αποκαλείται ακαμάτης.
  1. - Μαλάκα, χθες μπήκα σε έναν γκόλντεν μπόϊ ταρίφα. Άκου τι εξοπλισμό είχε το τυπάκι. Πέρα από τις κλασικές θήκες για ποτήρια και κινητό, είχε βεντουζάρει ένα μπλοκ Α4 στο παρμπρίζ, ένα notebook που έδειχνε τις μετοχές, gps με φωνή της Πετρούλας, και το κορυφαίο. Σε ταξί μερσεντές, είχε και ακαμάτη στο τιμόνι!
    - Για να έχει ένα χέρι ελεύθερο να κάνει πράξεις, μάλλον!

  2. - Που 'σαι, Σαράντο! Πιάσε από την καρότσα τον ακαμάτη, να ανεβάσουμε τα εργαλεία απάνω, μη λερώσουμε τις σκάλες της κυρίας...

  3. - Μωρό μου, έλα γρήγορα, προλαβαίνεις δεν προλαβαίνεις.
    - Ήρθα. Τι θέλεις;
    - Ξύσε με γρήγορα στην πλάτη. Υποφέρω.
    - Κι εγώ τι θα πάρω ως αντάλλαγμα;
    - Τίποτα, συζυγικό καθήκον σου είναι.
    - Τότε ψάξε να βρεις τον ακαμάτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεότερη και πιο γιολαριστή εκδοχή του άραξε την πέτσα σου, σλανγκοτουμπανιζέ δια του προσφιλούς γαμοσλανγκοτέτοιου - όνι. Και για όποιον δεν κατάλαβε: τσίλαρε, κούλαρε, ηρέμησε.

Φοριέται πολύ από την σημερινή πιτσιρικαρία. Στο ιντερνέτι καταγράφεται κυρίως σε εφηβικά κοινωνικόμηδα τ. σνάπτσατ και ασκεφέμ.

1.
- Παρε καρέκλα, άραξε πετσόνι

2.
- μουσγουλη, αραξε πετσονι εχεισ σαπίσει ε;

3.
- Αραξε πετσονι μαι φρεντ ειμαιι κουκλα (δαεελη)✌

(από σφυρίζων, 24/02/15)Συνοπτικός ορισμός για σνάπτσατ (από Rebelais, 24/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη από την βόρεια Ελλάδα που δηλώνει τη κατάσταση όπου κάποιοι είναι νωθροί και οκνηροί και δεν κάνουν απολύτως τίποτα λόγο αδιαφορίας ή τεμπελιάς ή απλά δεν φέρνουν εις πέρας δουλειά την οποία έχουν αναλάβει ή είναι καθήκον τους να κάνουν. Πιθανή η χρήση της και για να περιγράψουμε αυτόν που δεν είναι δραστήριος.

- Τι γίνετε ρε Γιώργο; θα πάμε να ζητήσουμε τα λεφτά από το αφεντικό; Δεν έχω να πάρω γάλα στο παιδί...

- Που να πάμε ρε; Αφού είναι όλοι αραχταλάν εδώ μέσα, δε ξεσηκώνονται με τίποτα, τους πετάει 2 κατοστάρικα το μήνα στη μάπα ο εξηνταβελόνης και κάνουνε μόκο.


-Που 'σε ρε αραχταλάν;

-Χαχαχαχααα, αραχταλάν; τι είναι αυτό ρε; Σέρρες το πέρασες εδώ;

Got a better definition? Add it!

Published

Κατήγορία γυναικών που αν έπαιζε μπάλα θα 'ταν ο Τσιάρτας. Με λίγα λόγια ωραίες κοπέλες ιδιαίτερα κομψές και αέρινες με μια χάρη ένα κάτι που άμα θέλουν μπορούν, αλλά δε θέλουν...

Ασπαζόμενες όμως το δόγμα τσιάρτα (Έλα μωρέ ποιος τρέχει τώρα; άραξε, έχει και ίσκιο και άμα βγάλουμε 2-3 μπαλιές πέρασε η μέρα) καταλήγουν να γίνονται συχνά γκόμενες αστερίες και θεωρώντας ότι αφού είναι καλές γκόμενες το χρέος τους το 'καναν όποτε οι άντρες πρέπει να κάνουν όλοι τη δουλειά συμπεριλαμβανομένου του να καυλώνουν από μόνοι τους. Τέλος, συχνά είναι πιο βαρετές και από ούγγρο τροβαδούρο.

-Μαλάκα τι ωραία κοπελίτσα αυτή εκεί!!!
-Άσε την ξέρω... Τσιάρτας είναι... Άμα πας να τη μιλήσεις πάρε και ένα gameboy να περνάει και η ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτυπη ειδικότητα οπλίτη στον Ε.Σ, ο εικονικά νοσηλευόμενος φαντάρος που εκτελεί χρέη βοηθού σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Πρόκειται είτε για στρατιώτες που εισήχθησαν στο νοσοκομείο για κάποιο υπαρκτό πρόβλημα υγείας και παρέμειναν εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την ανάρρωσή τους, είτε για στρατιώτες που εισήχθησαν εξαρχής εκεί για προσχηματικούς λόγους. Ο γάτος μένει στο νοσοκομείο γλιτώνοντας από σκοπιές, αγγαρείες, εμπλοκές και πήξιμο, συνήθως σε νοσοκομείο κοντά στον τόπο διαμονής του και σε αντάλλαγμα εκτελεί διάφορες μικρο-εργασίες για το προσωπικό του νοσοκομείου.

- Ρε συ, είναι καλά ο Παπαδόπουλος; 2 μήνες λείπει στο νοσοκομείο.
- Ναι ρε, γι' αυτόν είναι η ζωή, τον έχουν κάνει γάτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση έχει πολλές έννοιες:

  • Κυριολεκτική: Αναφέρεται σε κάποιον ο οποίος κάθεται στον καναπέ του.
  • Αθλητική: Κάθε φίλαθλος ή οπαδός ο οποίος δεν πηγαίνει στο γήπεδο και κάθεται στον καναπέ του για πολλούς και διάφορους λόγους. Συχνά αναφέρεται ως πείραγμα προς εκείνους που η ομάδα που υποστηρίζουν έχει αποκλειστεί από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, συνεπώς είναι αναγκασμένοι να κάτσουν στον καναπέ και να δουν την αντίπαλη ομάδα που συνεχίζει την πορεία της.
  • Απραξίας: Αναφέρεται σε όσους κάθονται στον καναπέ τους και δεν κάνουν τίποτα, κοινώς κάθονται στα αυγά τους.
  • Σεξουαλικό υπονοούμενο: Από τον συνδυασμό λέξεων «καναπές» και «πέος». Αφορά όσες έχουν πρόθεση να τον φάνε.
  1. - Που θα δούμε την ταινία αγάπη μου;
    - Επί του καναπέος ρε γυναίκα. Αφού έχω ανάψει ήδη το τζάκι.

  2. - Όταν παίζαμε πέρυσι τσου-λου η ομάδα κένταγε.
    - Ναι, και τώρα πήρατε τ' αρχίδια σας απ' το Σεπτέμβρη. Τώρα κάτσε επί του καναπέος να μας δεις να προκρινόμαστε.

  3. - Τι έκανε η κυβέρνηση τόσα χρόνια που είχαμε χρέη;
    - Τίποτα. Καθότανε επί του καναπέος και έτρωγε λεφτά. Να 'ναι καλά κάτι νούμερα σαν τον μπάρμπα σου που την ψηφίζουν.

  4. - Θα μου φέρεις ένα Bloody Mary;
    - Καλά, κάτσε επί του καναπέος τώρα, να σου φέρω καμιά βότκα να τελειώνουμε, γιατί ο λούτσος μου έχει γίνει πυρηνική κεφαλή με την πάρτη σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το άθλημα του σούρσινγκ, που σημαίνει ότι σέρνομαι από καναπέ σε καναπέ, ή από καναπέ σε πολυθρόνα.

Βασική προϋπόθεση είναι ότι δεν χρησιμοποιώ τα πόδια μου, αλλά σέρνομαι με το σώμα μου σαν το φίδι.

Ιδιαίτερα δημοφιλές άθλημα στις λεγόμενες καφετέριες, στέκι όπου συναντιέται όλη η παρέα και υπάρχουν φυσικά καναπέδες.

Επίσης σούρσινγκ γίνεται και στα φοιτητόσπιτα όπου οι φοιτητές, άκα λιωμένοι φοιτητές, μετακινούνται στον χώρο με την χρήση αυτού του αθλήματος.

- Ρε μαλάκα... Πάμε έξω;;
- Κάαααααατσεεε να καταφέρουμε να κάνουμε σούρσινγκ... να πάμε στο σαλόνι να πιούμε νερό... τι έξω να πάμε είσαι με τα καλά σου;

αρκούδα που κάνει sourcing! (από sexpeer, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό cocooning, όπου cocoon = το κουκούλι του μεταξοσκώληκα, της κάμπιας κλπ.

Κάνω κοκούνινγκ σημαίνει αποκηρύσσω για ένα διάστημα φίλους, παρέες, μπαράκια κλπ και κλείνομαι μέσα στο προστατευτικό περίβλημα του σπιτιού μου όπου έχω προηγουμένως αποθηκεύσει:

  1. ποσότητα έτοιμων φαγητών, παγωτού και σοκολάτας ικανή να αντιμετωπίσει την επαύριο πυρηνικού ολοκαυτώματος.
  2. ένα καπνοχώραφο τσιγάρα, ή/και μια φυτεία - αναλόγως
  3. τα 'Φιλαράκια' - την πλήρη σειρά DVD 1994-2004, δηλ. 238 επεισόδια (πιστέψτε με, το έχω ψάξει).

Για το διάστημα που διαρκεί το κοκούνινγκ απλώς σέρνομαι από το κρεβάτι στο ψυγείο και από το ψυγείο στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση και τούμπαλιν. Δεν απαντώ στο τηλέφωνο και φυσικά δεν βγαίνω έξω - δεν έχω λόγο να πάω καν στο περίπτερο ή στην Έβγα διότι αυτά τα έχω προβλέψει.

Όταν κοκούνινγκ κάνει ένας άντρας μόνος του, κάπου στο μείγμα μπαίνει και PC ή παιχνιδομηχανή π.χ. τρεις σαιζόν Championship Manager απνευστί. Όταν κοκούνινγκ κάνει μια γυναίκα μόνη της, γίνονται απαραίτητα διάφορα χουχουλιάρικααντικείμενα, μάσκες προσώπου κλπ. Κοκούνινγκ μπορεί να κάνει κι ένα ζευγάρι, αλλά η ισορροπία είναι ασταθής και δεν διαρκεί πολύ. Μετά το αναπόφευκτο σεξ του πρώτου 24ωρου, η γυναίκα θέλει να χουχουλιάσει, ο άντρας θελει να πάει στο κομπιούτερ, καβγαδίζουν και τελικά λένε 'δεν πάμε και μια βόλτα να δούμε και κάναν άνθρωπο'. Κοκούνινγκ με πάνω από δυο άτομα π.χ. ένα ζευγάρι κι ένας φίλος/-η ή δυο ζευγάρια, καταγράφεται μεν, αλλά συνήθως μετεξελίσσεται σε πάρτι με ούζα.

Ιδανική διάρκεια για κοκούνινγκ είναι ένα Παρασκευο-σαββατο-κύριακο. Μπορεί να τραβήξει μέχρι τετραήμερο, άντε πενθήμερο, αν βολέψουν οι αργίες. Ο,τιδήποτε πάνω από πενθήμερο είναι ανησυχητικό και ελέγχεται ως σύμπτωμα κατατονικής κατάθλιψης.

Κοινωνικά, το κοκούνινγκ ανθεί σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας καθώς είναι ένας καλός τρόπος περιορισμού των εξόδων. Είναι επίσης εύσχημος τρόπος αποφυγής της ταλαιπωρίας που συνδέεται με τις εξόδους του Πάσχα, του Δεκαπενταύγουστου κλπ.

- Λέμε να πάμε Σέλι το Σαββατοκύριακο, είσαι;
- Μπα, για κοκούνινγκ με βλέπω ... οι καιροί γαρ χαλεποί ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified