Η φράση έχει πολλές έννοιες:

  • Κυριολεκτική: Αναφέρεται σε κάποιον ο οποίος κάθεται στον καναπέ του.
  • Αθλητική: Κάθε φίλαθλος ή οπαδός ο οποίος δεν πηγαίνει στο γήπεδο και κάθεται στον καναπέ του για πολλούς και διάφορους λόγους. Συχνά αναφέρεται ως πείραγμα προς εκείνους που η ομάδα που υποστηρίζουν έχει αποκλειστεί από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, συνεπώς είναι αναγκασμένοι να κάτσουν στον καναπέ και να δουν την αντίπαλη ομάδα που συνεχίζει την πορεία της.
  • Απραξίας: Αναφέρεται σε όσους κάθονται στον καναπέ τους και δεν κάνουν τίποτα, κοινώς κάθονται στα αυγά τους.
  • Σεξουαλικό υπονοούμενο: Από τον συνδυασμό λέξεων «καναπές» και «πέος». Αφορά όσες έχουν πρόθεση να τον φάνε.
  1. - Που θα δούμε την ταινία αγάπη μου;
    - Επί του καναπέος ρε γυναίκα. Αφού έχω ανάψει ήδη το τζάκι.

  2. - Όταν παίζαμε πέρυσι τσου-λου η ομάδα κένταγε.
    - Ναι, και τώρα πήρατε τ' αρχίδια σας απ' το Σεπτέμβρη. Τώρα κάτσε επί του καναπέος να μας δεις να προκρινόμαστε.

  3. - Τι έκανε η κυβέρνηση τόσα χρόνια που είχαμε χρέη;
    - Τίποτα. Καθότανε επί του καναπέος και έτρωγε λεφτά. Να 'ναι καλά κάτι νούμερα σαν τον μπάρμπα σου που την ψηφίζουν.

  4. - Θα μου φέρεις ένα Bloody Mary;
    - Καλά, κάτσε επί του καναπέος τώρα, να σου φέρω καμιά βότκα να τελειώνουμε, γιατί ο λούτσος μου έχει γίνει πυρηνική κεφαλή με την πάρτη σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πεμπτουσία του Ελληνικού τρόπου ζωής. Και με τα καλά του και με τα κακά του.

Λέξη πολυσήμαντη, ανάλογα με τα συμφραζόμενα και με τη διάθεση, που μπορεί να σημαίνει πράγματα τόσο αντιφατικά όσο και η Ελληνική καθημερινότητα.

Σε φάση πρώτη, η σημασία είναι θετική. Νωχελικά ευχάριστο χάσιμο χρόνου, συνήθως με παρέα. Χαλαρά. Άραγμα, τεμπελιά. Πλάκα, μάλλον με διάθεση ειρωνείας, κέφι. (Παράδειγμα 1).

Εξηγούμαστε για να μη παρεξηγούμαστε:

Τετράωρες φραπεδιές συνοδευόμενες από κουβέντες π.χ. για παλιές γκόμενες και καινούργιες μεταγγραφές είναι χαβαλές. Σχεδόν ορισμός. Τετ-α-τετ με το αίσθημα σε μπαράκι, έξοδος για φαγητό σε μουράτο ρεστωράν και clubbing δεν είναι χαβαλέ. Συνήθως είναι κούραση.

Μπιρίμπα απογευματινή είναι χαβαλέ, ειδικά όταν διανθίζεται με ανέκδοτα. Πόκα δεκατετράωρη, αντιθέτως, είναι δουλειά και μάλιστα σκληρή και με άγχος.

Για τα παιχνίδια στον υπολογιστή, εξαρτάται. Γενικά, ο,τιδήποτε απαιτεί να ανοίξουμε λογιστικό φύλλο σε παράπλευρο λάπτοπ για να κρατάμε λογαριασμό για το γίνεται στο παιχνίδι, δεν είναι χαβαλέ – είναι πρότζεκτ.. Ένα ήπιο shoot ‘em up, ειδικά αν υπάρχει κερκίδα, μπορεί να είναι.

Σε φάση δεύτερη, τα πράγματα αρχίζουν να παρεκτρέπονται. Η ειρωνεία γίνεται σαρκασμός (Παράδειγμα 2) και ένας γενικός τζερτζελές εξελίσσεται σε μπούγιο, σασυρμά και φασαρία (Παράδειγμα 3).

Διευκρινιστικά και πάλι:

Μιάμιση ωρίτσα υπονοούμενα για το πόσο κοντοτσούτσουνοςείναι ο Γιαννάκης μπορεί να είναι χαβαλές. Οριακά. Να ενημερώσουμε, όμως, την γκόμενα την οποίαν ψήνει ότι ο Γιαννάκης την έχει ακριβώς δέκα πόντους και το έχουμε αυτό από καλή πηγή διότι μας το είπε ο Θεμιστοκλής με τον οποίον ο Γιαννάκης ανακάλυπτε μια άλλη πλευρά του εαυτού του πριν έξι μήνες – αυτό αρχίζει να γίνεται αδιακρισία.

Να ενσκήψουμε δέκα μαντραχαλαίοι στο σπίτι της Γιολάντας το Σαββατοκύριακο που λείπουν οι γονείς της, να πιούμε όλα τα αποθέματα Τζακ του μπαμπά της και να καπνίσουμε όλους τους Μοντεχρήστους του, μπορεί να είναι χαβαλές. Αν υπάρχει καλή μουσική. Τα ανωτέρω συν να κάνουμε ώπα τον γάτο της Γιολάντας στον οποίον προηγουμένως είχαμε ταίσει τα χρυσόψαρα – αυτό κάπου παραβαίνει τους πατροπαράδοτους κανόνες της φιλοξενίας.

Σε φάση τρίτη, η σημασία είναι σαφώς αρνητική. Συλλογικός ξυσταρχιδισμός. Σύννεφο η μαλακία. Προχειρότητα. Μια στο καρφί και μια στο πέταλο. Κοροϊδία (Παράδειγμα 4).

Εννοείται ότι χαβαλέ με αυτή την κακή έννοια κάνουν μόνον οι άλλοι, ποτέ εμείς. Όταν ο δημόσιος υπάλληλος ξύνει τα αρχίδια του διαβάζοντας εφημερίδα μέχρι τις 11, ασφαλώς και κάνει χαβαλέ και είναι προσωπικά υπεύθυνος για την παράλυση της κρατικής μηχανής. Όταν εμείς κάνουμε χαβαλέ, ξύνοντας τα αρχίδια μας και διαβάζοντας εφημερίδα μέχρι τις 11.30, απλώς ασκούμε ένα κεκτημένο δικαίωμα παντός Έλληνος εργαζομένου.

Ο χαβαλές μπορεί να είναι και προσδιορισμός ατόμου. Πάλι αντιφατικά, περιγράφει είτε τύπο ωραίο και πλακατζή (Παράδειγμα 5) είτε τον απόλυτο σπασαρχίδη παραλία(Παράδειγμα 6).

Και, η λέξη “χαβαλέ”, χωρίς άρθρο, είναι και επιρρηματικός τύπος. Μπορεί να σημαίνει εύκολα, άκοπα (Παράδειγμα 7) ή, απ’την άλλη, άδικα, κρίμα, τζάμπα και βερεσέ (Παράδειγμα 8).

Λέγεται ότι ο χαβαλές υπάρχει στο DNA του Έλληνα. Αυτό είναι μάλλον αλήθεια χωρίς να σημαίνει ότι και ένας ξένος που εγκαθίσταται στην Ελλάδα δεν μπορεί να μπει στο πνεύμα και μάλιστα σχετικά γρήγορα π.χ. οι ξένοι προπονητές ποδοσφαίρου, οι περισσότεροι.

  1. - Βρεθήκαμε με τα παιδιά για καφέ και κάτσαμε μέχρι τη μία. Ωραίο χαβαλέ, μας τσάκισε ο ψηλός με τ’ανέκδοτα του ...

  2. – Καλά ρε μαλάκα, δεν ντρέπεστε λίγο; Το παιδάκι πρώτη φορά έφερνε την κοπέλα στην παρέα και σεις τον είχατε όλο το βράδυ στο χαβαλέ και στο δούλεμα ...

  3. – Έγινε χοντρός χαβαλές το Σάββατο ... φύγαμε από Τούμπα καρφί για Τσιμισκή, πέσαμε πάνω σε κάτι σκουλήκια στην Έκθεση και τους τρέξαμε μέχρι τη Διαγώνιο ...

  4. – Δεν μπορώ να καταλάβω τι χρώμα μαλακία βαράνε στο Υπουργείο ... Τέτοιο χαβαλέ δεν έχουν ξαναδεί τα μάτια μου ... τη μια ο υπεύθυνος είναι σε αναρρωτική, την άλλη η προϊσταμένη έχει πάει σε επιμορφωτικό σεμινάριο, τρεις μήνες ζητάω μια βεβαίωση και με έχουν γράψει κανονικά στην αρχίδα τους ... Τσάμπιονς Ληγκ στο χαβαλέ να γινόταν, χαλαρά θα την παίρνανε την κούπα ...

  5. – Έξω καρδιά ο μπατζανάκης σου, ε; Και τις πλακίτσες του και τα τσιπουράκια του ... πρώτος χαβαλές ο τύπος ...

  6. – Γαμώ την αγανάκτησή μου ρε Γιώργο, τι χαβαλές είσαι σε ρε αδερφάκι μου; Δεν σου είπα πριν φύγω να τηλεφώνησεις στον υδραυλικό; Μια βδομάδα στάζει η βρύση γαμώ την καταδίκη μου και το μόνο που κάνεις είναι να την κοιτάς και να μετράς τις σταγόνες ...

  7. – Δυο γκολάκια στα πρώτα είκοσι λεπτά, στο χαβαλέ το πήραμε το ματς.

  8. – Χαβαλέ τη χάσαμε τη δουλειά, πρόεδρε ... δέκα χιλιάρικα χαμηλότερη προσφορά να κάναμε θα την παίρναμε, αλλά ο δικός σου που ήξερε και καλά μας παραμύθιασε και κάτσαμε στον άξονα των Ψ ...

(από dryhammer, 05/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άδεια που παίρνει μια εν λοχεία ούσα μητέρα, όπως όλοι ξέρουμε, λέγεται άδεια λοχείας.

Σε περιπτώσεις που αυτό επαναληφθεί σύντομα, η άδεια παρατείνεται επί το περίπου διπλάσιο, καθιστούσα την ευτυχή μητέρα απούσα από την εργασία της για χρόνια.

Η προσαύξηση αυτή μπορεί να συναχθεί ως προαγωγή από την λοχεία σε λοχία και έπειτα σε επιλοχεία.

- Καλά που είναι η Μαίρη την απέλυσαν;Έχω χρόνια να την δω στο γραφείο.

- Γέννησε στο καπάκι 2 μπέιμπια και το τράβηξε λίγο παραπάνω με την άδεια.

- Αχα άδεια επιλοχίας δηλαδή

Κατερίνα Ξαπλωτή. (από Hank, 17/06/09)Και μια λεχώνα του Picasso. (από Hank, 17/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος ο φλου. Ο αραχτός. Ο ό,τι-βρέξει-ας-κατεβάσει-και-τ' αρχίδια-μου-κουνιούνται. Η έννοια της σήψης είναι έκδηλη σε αυτόν τον ορισμό.

Προέρχεται από τον γνωστό παίκτη καλαθοσφαίρισης του αμερικανικού μπασκετικού στερεώματος (NBA), Shaquille O'Neal.

Λεοπόλδος: -Ρε συ Μιμίκο... Ο Χοσέ πολύ Σαπίλ Ονίλ δεν έχει καταντήσει; Μου τη σπάει η αδιαφορία του...

Μιμικος: -Ρε Λεοπόλδε, ξεκόλλα από τη ζωή σου... Περνάει την άραγκον φάση του το παιδί... Στέι κουλ ντουντ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτοξεύεται ειρωνικά σαν βαριά μομφή αποκλειστικά προς άντρες:

  • Όταν αυτοί κόντρα στο (όχι και τόσο άδικα) βαθιά ριζωμένο στερεότυπο, είναι φανατικοί οπαδοί της ήσσονος έως καθόλου προσπάθειας χωρίς αυτή η στάση τους να έχει κάποια σχέση με το «δε θέλει κόπο· θέλει τρόπο»,
  • Όταν αυτοί έχοντας ξεφύγει απ’ ότι αρμόζει ρετροσεξουαλικώς, όχι μόνο εμφανισιακά, σε κάθε πραγματικά αρχιδάτο, έχουν υιοθετήσει σα δεύτερο πετσί την κορεκτίλα και την ατσαλάκωτη βιτρίνα των ομιλούντων κεφαλών και των γιάπηδων, τρέμοντας στο παραμικρό στραπατσάρισμά της. Άλλωστε, η εικόνα, ιδιαίτερα στα ΜΜΕ, είναι από καιρό σημαντικότερη απ’ το καθαρό κούτελο του ντόμπρου αρσενικού και το άσπιλο όνομα,
  • Όταν θέλουμε να δείξουμε σε κάποιον τζαζεμένο πως πρέπει να κουλάρει αφού δεν τρέχει μία κι επιπλέον υπάρχουν εκεί κάτω πράγματα που ζαλίζονται, υπενθυμίζοντάς του πως η ενασχόληση με τρίχες δεν αποτελεί τεκμήριο σοβαρότητας και
  • Όταν κάποιου του κατεβάσουν τη μάπα ακόμη και στις κινηματογραφικές αμερικλανιές πλέον, σπάνια μένει ανέπαφη η χωρίστρα. Οπότε, από αλάνι, μπορεί να σημαίνει αυτόν που αποφεύγει να παίξει ξύλο (και μεταφορικά), από δειλία.

Η φράση συχνά ακολουθεί το απαξιωτικό «σιγά» κι εκτοξεύεται άνετα κι εναντίον όλων όσων έχουν ξεχάσει άθελά τους τι είναι η χωρίστρα, επιτείνοντας την ειρωνεία.

Κατόπιν όλων αυτών είναι προφανές πως οι φράσεις:

  • «Χωρίς να χαλάσει η χωρίστρα» σημαίνει «χωρίς κούραση / άνετα / χαλαρά / δίχως συνέπειες»
  • «Θα χαλάσει η χωρίστρα» σημαίνει «σιγά το πράγμα» αλλά λέγεται και επιθετικά σαν γείωση όταν βαριόμαστε να κάνουμε κάτι.

Για την περιποίηση, τιθάσευση και απόδοση λάμψης στα μαλλιά, χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς διάφορες ουσίες, πολλές απ’ αυτές λιπαρές με βάση ζωικά ή φυτικά έλαια. Μεταξύ αυτών το μεδουλάρι (μεδούλι με λίπος), η λίπα (χοιρινό ξίγκι), και οι λιγότερο μπίο μπριγιαντίνη, brylcreem κι ένας σωρός πομάδες. Σήμερα διάφορα τζελ, αφροί κι εγώ δε ξέρω τι άλλο, γεμίζουν σειρές από ράφια στα απανταχού σούπερ-μάρκετ εξασφαλίζοντας περισσότερο ή λιγότερο περίτεχνα χτενίσματα που λανσάρουν διάσημοι κάθε είδους.

Λαμβάνοντας υπόψη την προσοδοφόρα προώθηση του μετροσέξουαλ τύπου, το γεγονός πως πολλοί εργαζόμενοι άντρες πλέον δεν είναι χειρώνακτες και ασφαλώς τα επίπεδα ανεργίας, δεν είναι τυχαίο πως παίζουν τα πολύ κοντινά στην έκφραση «σιγά το καλτσόν» και «σιγά μη φύγει κάνας πόντος» που εστιάζουν τη απαξίωση του ανδρισμού σε σεξουαλικό κι όχι σε άμεσα σωματικό, ψυχικό άρα στην τελική, σε ευρύτερα κοινωνικό επίπεδο.

  1. - Κανόνισε να έρθω για καμιά βόλτα από τα μέρη σου και να έχει τίποτα κοτρόνια στο πουθενά κακομοίρη μου! Εγώ τουλάχιστον του τα διέλυσα όλα για να έρθετε όλοι, και να μη σας χαλάσει η χωρίστρα στο μαλλί κουβαλώντας. Άσε που τέτοια κοτρόνια δεν έχετε εσείς από εκεί. Έχετε μόνο βουτυράκι.

  2. - Παιδιά, ούτε όταν περιμέναμε τα αποτελέσματα του ΑΣΕΠ δεν έριξα τόσο γέλιο με τον σαρκασμό της αναμονής!! Όλοι καλά, πάντα καλά!! Τον βρίσαμε, τον βρίσαμε τον Αρούλη, φοβήθηκε μην του χαλάσει η χωρίστρα απ’ τις κατάρες και πώς θα εμφανίζεται στα κανάλια!!! Με πήρε πριν λίγο κι αυτός ο θείος μου ο αιρετός και μου είπε ότι «αναγκάστηκαν να τους βγάλουν τους πίνακες μετά από πιέσεις. Δεν είχαν σκοπό για τώρα!!!!!!»

  3. - Σιγά ρε, σιγά μη χαλάσει η χωρίστρα. Έτσι αφορίστε την πολιτική και θα σας κυβερνάει ο φούφουτος. Αυτό μας έλειπε τώρα να κινδυνεύουμε από τους πολιτικοποιημένους πολίτες. (σχολιάζει την κριτική πατεράδων με που διαδηλώνουν μαζί με τα παιδιά τους).

  4. - Σύντροφοι, είστε παλικάρια. Χίλια μπράβο, τι άλλο να πω; Είστε απίθανοι! (…) Είσαστε αγωνιστές από τους λίγους. Τέτοιους μωρέ θέλουμε, όχι κυριλάτους αριστερούς με γραβατούλα που φοβούνται μη χαλάσουν τη χωρίστρα τους.
    (επικροτεί δράση υπέρ των μεταναστών που τη θεωρεί ευθεία πρόκληση εναντίων Χρυσαυγιτών, στον Αγ. Παντελεήμονα Αχαρνών).

  5. - Κρίμα τον καημένο. Του χάλασαν τη χωρίστρα. (σχολιάζει ειρωνικά την επίθεση στο βουλευτή Κ. Χατζηδάκη που επιπλέον τυγχάνει φαλακρός).

  6. - Τι μούτρα είναι αυτοί του pick n' roll. Ρε, όταν έρχεται ο ψηλός για σκριν έχει στο μυαλό του να ρολάρει και να του δώσετε καλά τη μπάλα κοντά στο καλάθι. Όχι ρε ρεμάλια, να βάλει αυτός τα στήθια του, να κοπανίσει με το σκριν του αυτόν που στο κάτω - κάτω της γραφής εσάς μαρκάρει και όχι αυτόν, για να σουτάρετε εσείς άνετοι και ωραίοι, χωρίς να χαλάσει η χωρίστρα σας από τα 5-6 μέτρα.

  7. - Γιατί συγχύζεστε; Θα χαλάσει η χωρίστρα!(…) (σχολιάζει γελοία ενδυματολογικά παράπονα).
    - Φέτα το παίρνουμε μάτια μου, αλλά για να το πάρω φέτα εκτός, πρέπει και λίγο να ξεσπάσω εντός, δε βρίσκεις;

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σωματική και πνευματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος όταν δεν είναι υποχρεωμένος να κάνει απολύτως τίποτα αλλά και δε θέλει να κάνει κάτι. Η έκφραση προέρχεται απο την αρχαία Ρώμη όπου λέγεται ότι οι πλουσιότεροι μη έχοντας , αλλά και μη θέλοντας να κάνουν κάτι απλά ξάπλωναν και έπερναν μέρος σε συμπόσια.

Απο τότε που πείρα άδεια είμαι σε ρωμαϊκή αργία. Όλη μέρα στο κρεβάτι , δε κάνω τίποτα. Βγαίνει η κούρση της δουλειάς.

Got a better definition? Add it!

Published

Νεότερη και πιο γιολαριστή εκδοχή του άραξε την πέτσα σου, σλανγκοτουμπανιζέ δια του προσφιλούς γαμοσλανγκοτέτοιου - όνι. Και για όποιον δεν κατάλαβε: τσίλαρε, κούλαρε, ηρέμησε.

Φοριέται πολύ από την σημερινή πιτσιρικαρία. Στο ιντερνέτι καταγράφεται κυρίως σε εφηβικά κοινωνικόμηδα τ. σνάπτσατ και ασκεφέμ.

1.
- Παρε καρέκλα, άραξε πετσόνι

2.
- μουσγουλη, αραξε πετσονι εχεισ σαπίσει ε;

3.
- Αραξε πετσονι μαι φρεντ ειμαιι κουκλα (δαεελη)✌

(από σφυρίζων, 24/02/15)Συνοπτικός ορισμός για σνάπτσατ (από Rebelais, 24/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified