Further tags

Το κατάστημα που πουλάει επώνυμα ρούχα και παπούτσια (αλλά και έπιπλα, ηλεκτρονικά κλπ) με εξαιρετικά (υποτίθεται) μειωμένες τιμές καθότι πρόκειται για πρόσφατα αποσυρμένα μοντέλα ή ελαφρώς ελαττωματικά.

Πολλές φίρμες ή καταστήματα έχουν τα δικά τους στοκατζίδικα (πχ. Καρούζος, Μπένετον, βγαίνετον κττ), αλλά υπάρχουν και καταστήματα εξ ορισμού τέτοια όπως πχ το factory outlet ή κάποια μικρά χωμένα από δω κι από κει σε γειτονιές που δεν πάει ο νους σου.

Τα μαγαζιά αυτά πάντα είχαν πέραση, είτε στους μη έχοντες χρήμα για πέταμα, ή σε όσους από άποψη ψωνίζουν έτσι, ή σε όσους χεστήκανε που κλάνανε για το αν αυτό που φοράνε είναι της μοδός. Σε εποχές κρίσης δε, φτουράνε ακόμα περισσότερο. Βέβαια ο λαός λέει ότι η φτήνια τρώει τον παρά, άλλο αυτό.

Από το αγγλικό stock, βέβαια.

Σς να μην συγχέεται με τα βίντατζ (vintage) ππου πουλάνε παλιά ρούχα ή/και δεύτερο χέρι.

Τα στοκατζίδικα είναι η λύση!
Όλοι έχουν δικαίωμα στο στυλ και στα επώνυμα ρούχα, αξεσουάρ και έπιπλα - κυρίως οι φοιτητές. Ευτυχώς που υπάρχουν τα στοκατζίδικα που δικαιώνουν αυτή την άποψη.

από το Λίφο (sic)

Got a better definition? Add it!

Published

Πτέρυγα της φυλακής.

Εικάζω ότι είναι αγγλισμός καθιερωμένος «από τα πάνω», καθ' ότι θυμάμαι να λέγεται έτσι σε ταινίες αγγλόφωνες, οπότε πιθανόν να εισήχθηκε από δεσμοφύλακες και άλλους και να την υιοθέτησαν και οι φυλακισμένοι μετά.

από το νετι:
...μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αίγινας, όπου όπως θυμάται ο τότε πολιτικός κρατούμενος Τάκης Μπενάς «κρατούνταν στα πειθαρχία όχι γιατί ήταν απομονωμένος σαν θανατοποινίτης, αλλά διότι οι ποινικοί κρατούμενοι δεν τον δέχτηκαν στις ακτίνες τους, απειλώντας μάλιστα να τον σκοτώσουν.

επίσης από το νέτι:
Από σήμερα το πρωί 2 ακτίνες των 40 ατόμων στις φυλακές της Κέρκυρας θα ξεκινήσουν απεργία πείνας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαγαζί ή μέρος που έχει τάση για δήθεν, για δηθενιά, και διέπεται από την ιδεολογία του υπαρκτού δηθενισμού. Συχνά χαρακτηρίζονται έτσι τρέντι εστιατόρια που αναδεικνύονται σε μέγιστες πιασοκωλερί, μόνο και μόνο επειδή έχουν λίγο καλύτερη μόστρα. Αλλά και διάφοροι πολυχώροι υπερκουλτουρίασης και ό,τι.

Για να γράφει τον τίτλο Magereio με αγγλικούς χαρακτήρες θα πρόκειται για μεγάλο δηθενάδικο. Πάω στοίχημα ότι θα μας σερβίρουν προσούτο με πεπόνι, που θα καταλαμβάνει μόνο το κέντρο ενός τεράστιου άδειου πιάτου και θα φύγουμε νηστικοί, ενώ θα μας έχουν πιάσει τον κώλο. Πάμε καλύτερα στον Πλάτανο να φάμε σαν άθρωποι...

(από Khan, 15/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι σχολές των ηλιθίων και φλώρων στην Αγγλία και στην Αμερική, οπού καταλήγουν οι παρακάτω κατηγορίες ανθρώπων (;;):

  1. φλώροι με λεφτά
  2. φλώροι και ηλίθιοι με λεφτά
  3. ηλίθιοι του τει αφισσοκόλησης-αφισσορύπανσης με λεφτά
  4. φυτά με λεφτά

όλοι οι παραπάνω προορίζονται και για πρωθυπουργοί τουλάχιστον.

Η βοϊδοσχολή του LSE

(Γιώργος Τράγκας)

(από daisy_mantroskylos, 17/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας ακόμη χαρακτηρισμός για τη φραπεδούπολη, την πόλη που λατρεύει τη ΜΠΑΟΚάρα και διεκδικεί με πάθος την αύξηση της διαμέτρου των πουρφάν φραπέ, και τη δημιουργία ενός 4ου, ξύλινου ποδιού στη Χαλκιδική για να τους χωράει όλους, την παρδαλή Θεσσαλονίκη.

Προέρχεται από το γεγονός ότι τα πεζοδρόμια και οι πλατείες της βρίθουν από συνήθως παράνομα εγκατεστημένα τραπεζοκαθίσματα αλληλοδιάδοχων καφετεριών.

- Τι να μας πουν και στο Μιλάνο, που σε 15 λεπτά έρχεται ο μετρ και σου σηκώνει τον καφέ τέλειωσες-δεν τέλειωσες; Σαν τη Τραπεζοκαθισματούπολη να αράζεις με τις ώρες σου, δεν υπάρχει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε πόλη έχει τουλάχιστον μία, στην Αθήνα όταν λέμε αμαρτωλή λεωφόρος εννοούμε την λεωφόρο Συγγρού, που φημίζεται για την πληθώρα ευαγών ιδρυμάτων στις δύο όχθες της, και όπου συχνάζουν συγγρουσιακοί τύποι. (O γούγλης βέβαια δίνει και άλλες λεωφόρους ως αμαρτωλές, αλλά κυρίως για λόγους που αφορούν σε αμαρτίες ως προς την δόμηση και χωροταξία τους).

Μπάτσοι, γουρούνια, τροχονόμοι και ο Τζίμης Πανούσης με αφορμή την οικονομική κρίση βγαίνουν και πάλι στη Συγγρού. Στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο στο νούμερο 143 της αμαρτωλής Λεωφόρου. (tzimakos.gr).

Η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών είναι ένα από τα ευαγή ιδρύματα που κοσμούν την λεωφόρο Συγγρού. (από Khan, 18/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφερόμαστε στο γενικότερο φαινόμενο ότι τα τοπωνύμια που βρίσκονται σε Πληθυντικό Αριθμό συχνά τρέπονται σε Ενικό για χάρη σλανγκίστικης χαριτωμενιάς στον λόγο.

Κλασικά παραδείγματα είναι τα: Γιάννινο αντί Γιάννενα/ Ιωάννινα, Τρίκαλο αντί Τρίκαλα, Γιαννιτσό αντί Γιαννιτσά. Από ξένα τοπωνύμια, το πιο χαρακτηριστικό είναι η Βρυξέλλα αντί για Βρυξέλλες.

Θα λέγαμε ότι έχουμε εδώ μια υπερ-δημοτική, αντίστροφη προς τον υπεραστισμό/ υπερ-καθαρεύουσα. Δηλαδή, καθώς μια σειρά από πόλεις που ήταν σε πιο αρχαΐζουσες μορφές της γλώσσας μας στον Πληθυντικό, έχουν τραπεί στην Δημοτική (ή και πιο πριν) στον Ενικό, λ.χ. αἱ Ἀθῆναι- η Αθήνα, οἱ Παρίσιοι- το Παρίσι, αἱ Πάτραι- η Πάτρα, αἱ Θῆβαι- η Θήβα, κάποιοι σύσλανγκοι σπεύδουν αυτοβούλως να ολοκληρώσουν αυτήν την διαδικασία, τρέποντας στον Ενικό και τις εναπομείνασες πόλεις που βρίσκονται ακόμη στον Πληθυντικό.

Ο Ενικός δίνει κυρίως μια μεγαλύτερη οικειότητα. Ενίοτε αυτό είναι μια υποτίμηση, μια απαξιωτική σμίκρυνση. Άλλοτε όμως δεν λέγεται υποτιμητικά, αλλά και με κάποια τρυφερότητα. Βλ. και καλό το Τρίκαλο.

Σε κάποιες πόλεις συμβαίνει το αντίστροφο, μια τροπή στον Πληθυντικό. Λ.χ. τα Λονδίνα, τα Παρίσια. Εδώ, όμως, μάλλον εννοούμε τις πόλεις που ανήκουν σε παρόμοιο τύπο μεγαλούπολης, όπως το Λονδίνο ή το Παρίσι. Άλλο εκείνο, δεν έχει να κάνει!

Πάσα: Jeanoir.

  1. στην περιοδο ζαγορακη-βρυζα αντιμετωπισαμε πολλες δυσκολιες κι αναταραχες (απανωτες αγωνιστικες φαπες την πρωτη χρονια,οδυνηρος αποκλεισμος απο θρασο,περυσι αποτυχια στα πλει-οφ,φετος αποτυχια σε γιουροπα λιγκ,αποκλεισμος απο γιαννινο). (Paokmania.gr).

  2. Για ΓιαννιτσΟ δε ψήνομαι. Μην ξεχνάμε οτι ο jan έκανε απλά μια πρόταση. Δε ''έκλεισε'' το θέμα για εκεί. Κατά τα άλλα, οπου να ναι όποτε να ναι. (Εδώ).

  3. Το αντίστροφο:
    Στα... «Λονδίνα» ο Ραγκούσης τη Δευτέρα! (Εδώ).

(από Khan, 21/02/11)τα ένδοξα Παρίσια (από Khan, 21/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτή που διαμένει και εργάζεται σε μπουρδέλο, η πόρνη. Καθώς αυτή που εργάζεται σε σπίτι, είναι από τις σχετικά χειρότερες περιπτώσεις εργατριών του σεχ λέγεται υποτιμητικά. Λ.χ. η μπουρδελιάρα διακρίνεται από την εργαζόμενη σε στούντιο ως σαφώς χειρότερή της, και σίγουρα είναι πολύ χειρότερη από κωλ-γκερλ ή από τουρίστρια. Σε χειρότερη μοίρα από την μπουρδελιάρα (δυστυχώς συχνά θύμα σεξοτράφικινγκ) μπορεί να είναι μόνο περιπτώσεις μουνιών τσοκολάτα ή καλντεριμιτζούδων.

  2. Το χαρακτηριστικό φως των μπουρδέλων, συχνά κόκκινο.

  3. Επίθετο που δηλώνει σχέση με μπουρδέλα, κυρίως μια περιοχή που έχει πολλά μπουρδέλα, ή μεταφορικά μια κατάσταση μπουρδέλο. Είναι το θηλυκό του μπουρδελιάρης, αλλά μάλλον με ευρύτερη σημασία.

  4. Στην στρατιωτική αργκό είναι ό,τι και η πουτανιάρα, δηλαδή «το κόκκινο (συνήθως) φωτάκι που υπάρχει μέσα στον θάλαμο των οπλιτών για να φωτίζει τις νύχτες» (δες). Έτσι για να αισθητοποιείται και επίσημα τι μπουρδέλο που είναι ο ελληνικός στρατός.

  1. Και για Σόνια είχε ακουστεί ότι ήταν πρώην μπουρδελιάρα. Δεν ξέρω σπίτι όμως...ούτε αν είναι αλήθεια! (Κορίτσια που αδικούνται στα ντέλα).

  2. Πω πω τίγκα στις μπουρδελιάρες είναι ο δρόμος με το σπίτι που μας άφησε η μακαρίτισσα η θεία...

  3. α. αγαπιτο μου πορνοιμερολογιο,
    ι μεγαλι μερα ειχε φτασει....ο μεγας μιστις και σκιστις μποτοφιλος ερχοταν παρεα με τισ ατιθασες ορμες του στιν μπουρδελιαρα αθινα... (Ημερολόγιο ανορθογραφιστή μπουρδελιάρη εδώ).

β. Πάντως για κάποιον που ξέρει δυο δράμια ιστορία η γκόμενα που κάνει πίπες συνεχώς είναι η ελλαδίτσα σου κατακαημένε αίολε. Σαν γκομενίτσα την βλέπουν την μπουρδελιάρα χώρα σου καημενούλη και την πασάρει ο ένας στον άλλο. (50 εκατομμύρια ευρώ δώρο στον Γκρουέφσκι από τη Ντόρα).

  1. Έχουμε και την μπουρδελιάρα και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε γαμώ το μπουρδέλο τους, γαμώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αποκλειστικά τουριστικό μέρος, θέρετρο, κατάστημα, εστιατόριο, αλλά και προϊόν (φωτογραφία, ντοκιμαντέρ, ρούχο, κόσμημα, αντικείμενο κλπ).

Είναι συνώνυμο της μέτριας έως κακής (και πάντως κιτς) πχιόττας.

- Πάμε να φάμε προς Πλάκα μεριά;
- Μπα, αηδίες είναι όλα εκεί, πολύ τούριστ.
- Ε κάτι θα βρούμε, δε μπορεί.

Got a better definition? Add it!

Published

Ομιχλώδες λόγω κάπνας χαμαιτυπείο όπου, άγνωστο γιατί, μαζεύονται όμορφες μεναγκό, δηλαδή ωραία τσιμπούκια, εξ ου το «τσιμπουκάδικο».

Να πάμε καμιά μέρα στα Εξάρχεια στον «πούστη γάτο», έχω ακούσει πως είναι καλό τσιμπουκάδικο, μαζεύει φίνα μωρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified