Further tags

Τεχνικὸ χτύπημα τῆς μπάλλας μὲ τὴ μύτη τοῦ παπουτσιοῦ, ποὺ στέλνει τὴ μπάλλα ἐκεῖ ποὺ θέλει ὁ παίκτης καὶ συνήθως αἰφνιδιάζει τοὺς ἀντιπάλους. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τὸ γκὸλ τοῦ Ρονταλντίνιο στὸν ἀγῶνα Τσέλσυ-Μπαρτσελόνα (8 Μαρτίου 2005), ὅπου πρὶν σουτάρει μὲ τὸ μυτάκι, κάνει τὴ μοναδικὴ προσποίηση "σβήνω τσιγάρο μὲ τὴ σόλα".

Γκολάρα Ροναλντίνιο

"Τύποις" προέρχεται ἀπὸ τὸ μύτο, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ὅμως "οὐσίᾳ" ἀπέχει "παρασάγγας". Εἶναι ἡ διαφορὰ τοῦ παιχταρᾶ , τῆς παιχτούρας ἀπὸ τὸν ἄμπαλο, τὸν τσουρουκά.

Ἀφοῦ ἔκανε δυὸ προσποιήσεις σὰ νὰ σβήνει τσιγάρο μὲ τὴ σὸλα, σούταρε μὲ τὸ μυτὰκι κι ἔστειλε τὴ μπάλλα στὴν ἀπέναντι γωνία, μὲ τὸν Τσὲχ νὰ μὲνει ἄγαλμα!

Καμμιὰ σχέση μὲ τὸ ψάρι μυτάκι, χιόνα ἤ οὔγαινα ( Diplodus puntazzo) τῆς οἰκογενείας τῶν σαργοειδῶν.

μυτάκι, χιόνα ἤ οὔγαινα

Ἐπίσης καμμιὰ σχέση μὲ τὴ θαυμάσια τραγουδίστρια τοῦ δημοτικοῦ καὶ τοῦ ρεμπέτικου Γεωργία Μηττάκη. Στὸ ἐξαιρετικὸ κλέφτικο ποὺ ἀκολουθεῖ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐρμηνεία της, μποροῦμε ν' ἀπολαύσουμε καὶ τὸ ὑπέροχο κλαρίνο τοῦ Γιώργου Ἀνεστόπουλου (ἠχογράφηση τοῦ 1939).

Μὲ γέλασαν μιὰ χαραυγὴ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αθλητική σλανγκιά για είδος αριστοτεχνικού σουτ ή πλασέ που περνάει πάνω από παίχτες και καταλήγει ακριβώς εκεί που θέλει ο μάστορας. Σλανγκίζεται κι ως σκαφτό, λόμπα, καντήλι και —στην υπέρτατα καγκουριάρικη μορφή του— λαμπρέτα.

Φυστικά παίζει και σε άλλα αθλήματα (μπάσκετ, μπιλιάρδο, κ.ά.)

1. Ψηλοκρεμαστό από τη σέντρα!!! Τα είδε όλα ο γκολκίπερ!

2. Το ψηλοκρεμαστό τακουνάκι του Ενγκμπακότο

Ψηλοκρεμαστός και με την κακή έννοια (από σφυρίζων, 03/04/13)Ψηλοκρεμαστή βάζει φωτιά στην Λεωφόρο. (από σφυρίζων, 03/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λεπόν, υπάρχουν τουλάστιχον τρεις μεγάλες κατηγορίες σκαφτού:

  • Στη μπάλα: είδος περίτεχνου ψηλοκρεμαστού σουτ από μικρή απόσταση: ο παίχτης κλωτσάει την μπάλα από πολύ χαμηλά, ωσάν να «σκάβει» το χόρτο.
  • Στο μπιλιάρδο: είδος πικέ όπου ο παίχτης χτυπά την μπίλια κάθετα με τη στέκα έτσι ώστε να εκσφενδονιστεί πάνω από τις μπίλιες του αντιπάλου με (συχνά) παράπλευρο θύμα την τσόχα (ασίστ: johnblack, βλ. παράδειγμα 2).
  • Έγχορδο οργανάκι του οποίο το βυζί «σκάβεται» από ένα κομμάτι ξύλου (συνήθως μπαγλαμαδάκι ή τζουράς).

    Αατα.

1. 39΄: Με ωραίο σκαφτό σουτ από το ύψος του πέναλτι ο Ζιώγας «έγραψε» το 2-0.

2. Υπάρχει επίσης και το σκαφτό χτύπημα ή σκαφτή: χτυπάς την άσπρη (στο αμερικάνικο βιλιάρδο συνήθως) με τέτοιο τρόπο ώστε να σηκωθεί στον αέρα, υπερπηδώντας τυχόν εμπόδια (μπίλιες του αντιπάλου) και να χτυπήσει το χρώμα που θες. Εννοείται πως σκαφτό παίζει μόνο σε συνοικιακά σεφαιριστήρια και πιο πολύ για το τζερτζελέ. Δε στέκει σαν επίσημος κανόνας. Το σκίσιμο τσόχας δύσκολα αποφεύγεται.

3. - Αφου υπαρχει σκαφτος μπαγλαμας και σκαφτος τζουρας, γιατι δεν υπαρχει και σκαφτο μπουζουκι; (η μηπως υπαρχει και δεν το ξερω;)
- Αν θυμάμαι καλά, το παλαιό μπουζούκι με την επιγραφή «ΑΚΡΟΝΑΥΠΛΙΑ» που ανήκει στη συλλογή Ηλία Πετρόπουλου στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη είναι σκαφτό. Το όργανο είναι πάρα πολύ βαρύ. Νομίζω πως αυτός μπορεί να είναι ένας αποτρεπτικός παράγοντας για σκαφτό μπουζούκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα στο υπερστιλάτο ιταλικό πραπρά και υπέρτατο φετίχ των Mods, αλλά στην θεαματικότερη ίσως ποδοσφαιρική καγκουριά έβερ: στην ντρίμπλα λαμπρέτα.

Πρόκειται για ελιγμό όπου ο ντριμπλαδόρος εκτινάσσει την μπάλα από πίσω του και πάνω από το κεφάλι του αμυντικού σε τροχιά 360° που θυμίζει ουράνιο τόξο. Η λαμπρέτα είναι φιγουρατζίδικη και γαμάουα αλλά - φευ! - περιορισμένης αποτελεσματικότητας και ωσεκτουτού συναντάται κυρίως σε δρόμικα παιχνίδια και λιγότερο σε επαγγελματικούς αγώνες.

Αγγλιστί: rainbow kick, γαλλιστί coup du sombrero.

1. Ο ποδοσφαιριστής της Ιντερνασιονάλ «άδειασε» τον αντίπαλο αμυντικό με την λεγόμενη ντρίμπλα «λαμπρέτα» αλλά στην συνέχεια στάθηκε άτυχος καθώς το πλασέ που επιχείρησε βρήκε στο δοκάρι.

2. «Κακιά συνήθεια» έχει γίνει στον Λεάντρο Νταμιάο η ντρίμπλα «λαμπρέτα». Ο Βραζιλιάνος άσος βρήκε την ευκαιρία να προσφέρει θέαμα στο φιλικό της Βραζιλίας με την Αργεντινή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εργασία που δεν απαιτεί ιδιαίτερες δεξιότητες αλλά είναι πολύ μανουρατζίδικη, το ψιλολόι, η χαμαλοδουλειά.

Ιδιαίτερα όταν η δουλειά είναι μορφοποίηση στο γουόρντι και πρέπει να μετακινούνται ή να αποκόπτονται πεδία. Ακόμα σε ηλεκτρολογικές εργασίες όταν η κοπή και ένωση καυλωδίων είναι το ζητούμενο.

Έχω τελειώσει τη διπλωματική μου και τώρα χέσε μέσα, πρέπει να κάτσω να τη γράψω και σιχαίνομαι την κοψεκούνα...

Ο ένας εναερίτης στον άλλο: «Άντε ρε μλκ τελείωνε με την κοψεκούνα καμιά ώρα να πάμε σπίτια μας, δεν είναι παστίτσιο. Τον έχουμε δαγκώσει δω πάνω...

Από τις προστακτικές κόψε και κούνα, βλέπε και κόψε-ράψε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τέλη δεκαετίας '70, αρχές '80 απεκαλείτο ευρέως καρότσα η σπρωχτή (και όχι κοφτή και μονοκόμματη κομιλφό) στεκιά στο μπιλιάρδο, η οποία εθεωρείτο άκυρη και ζαβολιά.

Παρεμπίπταμπλυ, κορδόνι αποκαλείται το σύνολο των πως-διάολο-τα-λένε, αυτά μωρέ τα τρύπια που είναι περασμένα στον ειδικό άβακα για να μετράνε τις καραμπόλες. Νομίζω ήταν 25 σε κάθε σειρά, άρα 1 κορδόνι= 25 καραμπόλες.

Έχω να πιάσω στέκα από τότε που έπεσε εκείνος ο ρημαδιασμένος ο μετεωρίτης και δεν ενθυμούμαι πλέον ποίαν στεκιάν περιγράφαμε ως «μπρικόλα».

Ακούει κανείς ;

- Πετράκη, κερνάς τις μπύρες έτσι ; Είχα δεν είχα δύο κορδόνια σου 'ριξα στ' αυτιά.
- Άντε ρε μαλάκα, έτσι ξέρω κι εγώ. Αφού οι μισές στεκιές σου καρότσες ήτανε ρε απατεώνα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευρηματική πατέντα που λύνει ιδιαίτερα πολύπλοκα προβλήματα χρησιμοποιώντας ευτελή εργαλεία της καθημερινότητας.

Από το τηλεοπτικό γατόνι των έητηζ Μαγκάιβερ (που μπορούσε να αφοπλίσει πυρηνικές κεφαλές με έναν ελβετικό σουγιά, δύο συνδετηράκια και λίγη μονωτική ταινία) και του σλανγκοεπιθήματος -ιά.

Αγγλιστί: MacGyverism.

Πάσα: Señor Cadmus στο Δ.Π., Βίκαρ.

- Το ξηλωνω, του βαζω διακοπτη η μηπως γινεται καμια Μαγκαιβερια σε επιπεδο BIOS ή S/W και υπακουσει στας διαταγας μου;
(εδώ)

- Ωραιος! Χρησιμοτατο μηχανημα και το κολπακι με το κομπουτερακι πολυ μαγκαιβερια!!!!
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το χώρο του ποδοσφαίρου, σημαίνει το να ντριμπλάρω κάποιον, να τον κάνω χαζό. Ο όρος καθιερώθηκε από τον Νίκο Αλέφαντο. Πράγματι, δεν είναι σπάνιες οι φορές που έχουμε ακούσει τον εν λόγω προπονητή να περιγράφει εξαιρετικά ντριμπλαρίσματα με τις φράσεις «τον ζωγράφισε», ή «τους ζωγράφισε όλους», ή «τον εζωγράφισε» κλπ.

Παρ όλ' αυτά ο όρος χρησιμοποιείται και για το κατσάδιασμα, η το μπινελίκωμα. Λέμε, π.χ. «άσε τον φώναξε ο γενικός και τον ζωγράφισε». Ουσιαστικά, όμως, πρόκειται για την ίδια λειτουργία, καθώς και στις δυο περιπτώσεις έχουμε επιβολή της υπεροχής με μη προσχηματικό, αλλά μάλλον με κραυγαλέο τρόπο.

  1. - Πω, ρε μαλάκα. Είδες πώς τους πέρασε όλους;
    -Τους ζωγράφισε.

  2. - Τι σου είπε η Μαίρη; Τσαντισμένη την άκουσα.
    - Άσε, με ζωγράφισε και είχε και δίκιο. Είχαμε ραντεβού χθες και την έστησα.

Νίκος Αλέφαντος (από panos1962, 12/11/09)Ο Πελέ "ζωγραφίζει" (από panos1962, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εξόντωση (kill) 2 ή παραπάνω παικτών της αντίπαλης ομάδας με μόνο μία σφαίρα, σε παιχνίδια FPS (συνήθως στο Counter Strike). Τις περισσότερες φορές πετυχαίνεται με sniper όπλο.

Δεν μπορείς να πεις, γαμάτη βολή δεν έριξα με το sniper; Πήρα 2 παίκτες σουβλάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καραμπόλα στο μπιλιάρδο που γίνεται με εύνοια της τύχης, αλλά και με εντελώς αδόκιμο τρόπο. Φάβα καραμπόλα έχουμε συνήθως μετά από κόντρα ή αναπήδηση της μπάλας.

  1. Έκανε σαράντα σερί με τρεις φάβες.

  2. - Μήπως πέρασες από την οδό Φαβιέρου, Νικολάκη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified