Τέλη δεκαετίας '70, αρχές '80 απεκαλείτο ευρέως καρότσα η σπρωχτή (και όχι κοφτή και μονοκόμματη κομιλφό) στεκιά στο μπιλιάρδο, η οποία εθεωρείτο άκυρη και ζαβολιά.

Παρεμπίπταμπλυ, κορδόνι αποκαλείται το σύνολο των πως-διάολο-τα-λένε, αυτά μωρέ τα τρύπια που είναι περασμένα στον ειδικό άβακα για να μετράνε τις καραμπόλες. Νομίζω ήταν 25 σε κάθε σειρά, άρα 1 κορδόνι= 25 καραμπόλες.

Έχω να πιάσω στέκα από τότε που έπεσε εκείνος ο ρημαδιασμένος ο μετεωρίτης και δεν ενθυμούμαι πλέον ποίαν στεκιάν περιγράφαμε ως «μπρικόλα».

Ακούει κανείς ;

- Πετράκη, κερνάς τις μπύρες έτσι ; Είχα δεν είχα δύο κορδόνια σου 'ριξα στ' αυτιά.
- Άντε ρε μαλάκα, έτσι ξέρω κι εγώ. Αφού οι μισές στεκιές σου καρότσες ήτανε ρε απατεώνα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης μονοστέκι. Το απόλυτο ρησπέκ στο μπιλιάρδο. Όταν ένας παίχτης καθαρίσει το τραπέζι με τη μία, χωρίς να παρεμβληθεί καθόλου ο αντίπαλός του. Αναφερόμαστε φυσικά στο αμερικάνικο μπιλιάρδο, αλλά και στο βρετανικό σνούκερ (γενικώς σε όσα μπιλιάρδα υπάρχουν τρύπες).

Το μονοστέκι αποτελεί την μπιλιαρδάδικη εκδοχή του γενικού όρου παρθένα (flawless victory). Π.χ. σε πήρα μονοστεκιά = σε πήρα παρθένα.

Πιο αναλυτικά η διαδικασία που ακολουθείται για ένα σωστό και ξεγυρισμένο μονοστέκι: καταρχήν πρέπει να επικρατήσεις στο μέτρημα, ένα είδος δοκιμασίας κατά την οποία κρίνεται ποιος εκ των δύο μονομάχων θα γευτεί την ηδονή του εναρκτήριου σπασίματος. Το σπάσιμο επιβάλλεται να είναι δυνατό αλλά και τεχνικό, ώστε οι μπίλιες να ανοίξουν και να τοποθετηθούν σε ευνοϊκά προς εκτέλεση σημεία.

Κατόπιν, κι αφού έχεις καυλώσει απ' το ηχηρό κρακ που κάνουν τα κόκαλα καθώς εξακοντίζονται στα 4 σημεία του ορίζοντος, περνάς με τεμπεσίρι (κιμωλία) την άκρη της στέκας σου, αργά αργά πάντοτε και χωρίς να βιάζεσαι. Time is on your side.

Αφού τεμπεσιριάσεις καλά τη στέκα για να αποφευχθούν πιθανά επαίσχυντα τσαφ (ήτοι στραβοστεκιές), κάνεις ντου στο τραπέζι. Με όχημά σου την λευκή μπίλια, αρχίζεις να εκτελείς τις υπόλοιπες άτυχες μπίλιες μία προς μία, στέλνοντάς τις σπίτι τους, στην τρούπα τους (κλασική αμερικλανιά: send 'em home, babe!). Το ζητούμενο σε κάθε στεκιά είναι, εκτός βέβαια από την ευστοχία, να πλασαριστείς καλά για το επόμενο χτύπημα, δλδ η άσπρη να κάτσει σε ευνοϊκή θέση ως προς την επόμενη μπίλια. Αυτό ακριβώς το πλασάρισμα ονομάζεται τζόγος, και τζόγο φέρνεις όταν ξέρεις να χρησιμοποιείς τα κατάλληλα φάλτσα (να μη βαράς δλδ ξερά την άσπρη μπίλια στο κέντρο της, αλλά στις άκρες, δίνοντάς της την επιθυμητή περιστροφή).

Σε κάθε πετυχημένο χτύπημα, καυλώνεις όλο και πιο πολύ (όσο κι αν προσπαθείς πάντα να μη το δείξεις, ώστε να φαίνεσαι και καλά έμπειρος και συνηθισμένος σε τέτοιου είδους χαϊλίκια). Στο μεταξύ, ο αντίπαλός σου βουλιάζει όλο και πιο πολύ στην καρέκλα του, καθώς βλέπει το κωλοδάχτυλο της ήττας να του γνέφει απειλητικά. Κι αν ήταν μόνο η ήττα πάει στο διάλο. Είναι επίσης η ξεφτίλα του να μην έχει ακουμπήσει καθόλου μπίλια, κι ακόμη πιο πολύ η βασανιστική σκέψη πως πληρώνει απ' την τσέπη του για να χαίρεται ο άλλος - εφόσον το στοίχημα είναι ο πάγκος - ενώ ο ίδιος κάθεται και τα ξύνει. Εννοείται πως κι ο υφιστάμενος το μονοστέκι, σκίζεται να κάνει τον αδιάφορο, και καλά σα να μην τρέχει κάστανο. Διότι ακόμη μεγαλύτερο ξεφτιλίκι απ' το να χάσεις με μονοστέκι, είναι να δείξεις αδυναμία και να χάσεις την ψυχραιμία σου.

Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποστολής κάθε μιας μπίλιας στο σπιτάκι της, το τραπέζι έχει πλέον καθαρίσει. Ο νικητής ριλαξάρει στας δάφνας του, έχοντας προσθέσει ακόμη ένα μονοστέκι στο παλμαρέ του (κι είναι πολλοί αυτοί που μετράνε τα μονοστέκια που έχουν κάνει στης ζωή τους, σαν τις γκόμενες που γάμησαν). Ο ηττημένος μανάβης έχει το άχαρο σαν το Χάρο καθήκον να κάνει τελάρο, ήτοι να στήσει ξανά τις μπίλιες προς σπάσιμο, με τη βοήθεια του ειδικού τριγώνου.

Όλα αυτά τα μικροκομματικά που εκτέθηκαν ανωτέρω, ισχύουν ασφάλουσλυ μόνο στη σφαίρα του ερασιτεχνικού μπιλιάρδου. Εκεί, στο σφαιριστήριο της γειτονιάς, ένα μονοστέκι αποτελεί συνήθως εξαιρετικό γεγονός (σα να σκάει λάστιχο από φορτηγό σε επαρχιακή πόλη κυριακάτικα ένα πράμα). Περιποιεί δόξα και τιμή στον πραγματοποιήσαντα τον άθλο, ανεβάζοντας κατακόρυφα τις μετοχές του στο μικρόκοσμο των αλητόβιων της παρακείμενης πλατείας.

Αντιθέτως, σε επαγγελματικό επίπεδο, μονοστέκια είναι κάτι το συνηθισμένο (πάντα μιλάμε για αμερικάνικο μπιλιάρδο, το σνούκερ είναι άλλη ιστορία πιο αμαρτωλή). Υπάρχουν πολλές παρτίδες που λήγουν π.χ. με 7-0 σετ, με 7 συνεχόμενα μονοστέκια. Το περίεργο όταν κονταροχτυπιούνται προφέσορες, είναι να μην τελειώσει κάποιο παιχνίδι με μονοστέκι.

(στο σφαιριστήριο)

- Για πε ρε μαλάκα τι έγινε χτες που δεν ήρθα, έχασα τίποτα;
- Τι να σου λέω τώρα... ζωγράφιζα ο πούστης, Βαν Γκογκ πρέπει να με φωνάζουν απο δω και πέρα.
- Που πάει να πει;
- Που πάει να πει τρία μονοστέκια έριξα του Λάζαρου και δύο στο Γιωργάκη τον κατσαρίδα. Τους μάδησα σε λέω, τους πήρα και τα σώβρακα, μόνο τα κλάματα δε βάλανε, ειδικά ο Λάζος.
- Αυτός ρε μαλάκα δεν είναι απλά άσχετος, είναι ο Φον Γίδης αυτοπροσώπως..
- Και λοιπόν τι να λέει; Εγώ μια φορά μόνος μου έπαιζα. Ζήτημα να πιάσανε στέκα 5 φορές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικός ορισμός υπάρχει και στο γαλλικό.

Τρόπος χτυπήματος στο μπιλιάρδο όπου ο αθλητής σηκώνει τη στέκα σχεδόν κάθετα έτσι ώστε χτυπώντας τη μπάλα αυτή να διανύσει μια πολύ κλειστή παραβολική τροχιά (κάνοντας σχεδόν στροφή U). Αν ο παίχτης είναι άσχετος συνήθως συνοδεύεται και από σκίσιμο τσόχας...

Παραλλαγή του είναι και ο φαλτσοπικές, όπου η στέκα σηκώνεται αρκετά αλλά όχι κάθετα με αποτέλεσμα η μπάλα να διανύσει μια ελαφριά καμπυλωτή τροχιά.

Άσε τους πικέδες γιατί δεν είμαστε να πληρώνουμε τσόχες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λεπόν, υπάρχουν τουλάστιχον τρεις μεγάλες κατηγορίες σκαφτού:

  • Στη μπάλα: είδος περίτεχνου ψηλοκρεμαστού σουτ από μικρή απόσταση: ο παίχτης κλωτσάει την μπάλα από πολύ χαμηλά, ωσάν να «σκάβει» το χόρτο.
  • Στο μπιλιάρδο: είδος πικέ όπου ο παίχτης χτυπά την μπίλια κάθετα με τη στέκα έτσι ώστε να εκσφενδονιστεί πάνω από τις μπίλιες του αντιπάλου με (συχνά) παράπλευρο θύμα την τσόχα (ασίστ: johnblack, βλ. παράδειγμα 2).
  • Έγχορδο οργανάκι του οποίο το βυζί «σκάβεται» από ένα κομμάτι ξύλου (συνήθως μπαγλαμαδάκι ή τζουράς).

    Αατα.

1. 39΄: Με ωραίο σκαφτό σουτ από το ύψος του πέναλτι ο Ζιώγας «έγραψε» το 2-0.

2. Υπάρχει επίσης και το σκαφτό χτύπημα ή σκαφτή: χτυπάς την άσπρη (στο αμερικάνικο βιλιάρδο συνήθως) με τέτοιο τρόπο ώστε να σηκωθεί στον αέρα, υπερπηδώντας τυχόν εμπόδια (μπίλιες του αντιπάλου) και να χτυπήσει το χρώμα που θες. Εννοείται πως σκαφτό παίζει μόνο σε συνοικιακά σεφαιριστήρια και πιο πολύ για το τζερτζελέ. Δε στέκει σαν επίσημος κανόνας. Το σκίσιμο τσόχας δύσκολα αποφεύγεται.

3. - Αφου υπαρχει σκαφτος μπαγλαμας και σκαφτος τζουρας, γιατι δεν υπαρχει και σκαφτο μπουζουκι; (η μηπως υπαρχει και δεν το ξερω;)
- Αν θυμάμαι καλά, το παλαιό μπουζούκι με την επιγραφή «ΑΚΡΟΝΑΥΠΛΙΑ» που ανήκει στη συλλογή Ηλία Πετρόπουλου στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη είναι σκαφτό. Το όργανο είναι πάρα πολύ βαρύ. Νομίζω πως αυτός μπορεί να είναι ένας αποτρεπτικός παράγοντας για σκαφτό μπουζούκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στεκάτος είναι κάποιος που παίζει μπιλιάρδο χρησιμοποιώντας τη δική του στέκα και όχι του μαγαζιού.

Είναι παράλληλα και δηλωτικό ενός παίχτη άνω του μέσου όρου αφού για να έχει κάποιος δική του στέκα, σημαίνει πως το κατέχει το άθλημα (αν και κάτι τέτοιο δε συμβαίνει πάντα).

- Να σου πω, τα παιδιά από το διπλανό τραπέζι θέλουν να μας παίξουν πάγκο.
- Άστο ρε συ, δε βλέπεις ότι είναι στεκάτοι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο μπιλιάρδο, το συνεχόμενο βάλσιμο πολλών μπιλιών.

- Χλαατς... πάρε και την κίτρινη...
- Έχεις γαμηθεί στο τζόγο ρε μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καραμπόλα στο μπιλιάρδο που γίνεται με εύνοια της τύχης, αλλά και με εντελώς αδόκιμο τρόπο. Φάβα καραμπόλα έχουμε συνήθως μετά από κόντρα ή αναπήδηση της μπάλας.

  1. Έκανε σαράντα σερί με τρεις φάβες.

  2. - Μήπως πέρασες από την οδό Φαβιέρου, Νικολάκη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός φυσικά από το προσφιλές και γνωστό σε όλους τους Έλληνες εκ Θήρας έδεσμα, στον μικρόκοσμο του συνοικιακού μπιλιαρδάδικου μεταφορικώς δηλώνει την τυχαία καραμπόλα ή τρίσποντη στο Γαλλικό μπιλιάρδο ή οποία αλλιώς θα ήταν αδύνατον να επιτευχθεί είτε για λόγους δυσκολίας, είτε για λόγους μη επαρκούς εμπειρίας/επιπέδου του παίκτη που την εξετέλεσε κτλ.
Η φάβα στο μπιλιάρδο άλλοτε είναι αποτέλεσμα καθαρής τύχης από λάθος ή στεκιάς αρχάριου παίκτη στυλ «χτυπάω την μπάλα κι όποιον πάρει ο Χάρος» αλλά μπορεί να βγει και από προφέσορα που υπολόγιζε να τις παίξει αλλιώς αλλά τελικά βγήκε η καραμπόλα ή η τρίσποντη με άλλο τρόπο.
Στις μέρες μας χρησιμοποιείται επίσης και στο Αμερικ(λ)άνικο οκτάμπαλο ή εννιάμπαλο στις αίθουσες μπιλιάρδου σαν αστεϊσμός ανάμεσα στους παίκτες. Εδώ βέβαια μιας και οι κανόνες του παιχνιδιού αλλάζουν μπορεί να βγει φάβα όταν θα μπει κατά τύχη μια μπάλα ή θα μπει άλλη από εκείνη που υπολόγιζε ο παίκτης να μπει, θα μπει η μαύρη ή η «9» με φάβα δίνοντας μια νίκη κτλ.
Όταν η φάβα ξεπροβάλλει σε μεγάλου ειδικού βάρους αναμέτρηση τιτανοκολοσσιαίων συνοικιακών προφεσόρων είθισται να ζητεί εκείνος που την καρπώθηκε(και άρα συνεχίζει να παίζει) συγνώμη λιτά μεν, με σοβαρότητα δε από τον συμπαίκτη του λέγοντας: «συγνώμη για την φάβα».
Εξαιρετικά εκνευριστικό είναι να βγαίνουν σε μια αναμέτρηση φάβες κατ' εξακολούθησην ή πραγματικά απίθανες/διαστημικές φάβες που ούτε οι κανόνες της Φυσικής θα μπορούσαν να επιτρέψουν να συμβούν στο τραπέζι. Η τελευταία είναι η λεγόμενη «σπέσιαλ» ή «με ολίγο κρεμμυδάκι».

-Πάω τουαλέτα, μην ακουμπήσεις το τραπέζι.
-Όταν πηγαίνει ο άλλος τουαλέτα ξέρεις όμως σε τί είμαι καλός.
-Σε τι;
-Βγάζω καλές φάβες!
-Χαχαχα

*(από προσωπική εμπειρία).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται σε μια παρτίδα μπιλιάρδου τύπου γαλλικό, μια καραμπόλα που βγαίνει με απροσδόκητο, κωλόφαρδο τρόπο.

Συγκεκριμένα, στο γαλλικό υπάρχουν δύο άσπρες και μία βυσσινί μπάλα και σκοπός του παίκτη είναι να χτυπήσει με μια από τις άσπρες, τις άλλες δύο. Αν αυτό συμβεί με κατάφωρη τύχη μετά από ένα αδέξιο χτύπημα, τότε μιλάμε για φάφα.

Τοκερατόμου, πάλι φάφα έβγαλε το άτομο!

Βλέπε και φάβα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αθλητική σλανγκιά για είδος αριστοτεχνικού σουτ ή πλασέ που περνάει πάνω από παίχτες και καταλήγει ακριβώς εκεί που θέλει ο μάστορας. Σλανγκίζεται κι ως σκαφτό, λόμπα, καντήλι και —στην υπέρτατα καγκουριάρικη μορφή του— λαμπρέτα.

Φυστικά παίζει και σε άλλα αθλήματα (μπάσκετ, μπιλιάρδο, κ.ά.)

1. Ψηλοκρεμαστό από τη σέντρα!!! Τα είδε όλα ο γκολκίπερ!

2. Το ψηλοκρεμαστό τακουνάκι του Ενγκμπακότο

Ψηλοκρεμαστός και με την κακή έννοια (από σφυρίζων, 03/04/13)Ψηλοκρεμαστή βάζει φωτιά στην Λεωφόρο. (από σφυρίζων, 03/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified