Further tags

Ο λεβέντης στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος στο ομώνυμο βιβλίο το συνδέει με το τουρκικό ασίκης.

  1. Με παίρνει που λες το γαργαρότεκνο που νταραβερίζομαι τελευταία στο τηλέφωνο προψές και μου λέει:
    -Μαρινάκι, λιακάδα έχει έξω πάμε για καφέ;
    -Να πάμε, του λέω γιατί είχαμε περάσει και καλά το προηγούμενο βράδυ με του λόγου του. Με νοείται!!!!
    -Που θες ομορφιά μου να πάμε για καφέ; τονε ρωτάω
    -Πεθύμισα Μοναστηράκι, μου λέει. Χαλάω εγώ χατήρι; Δε του χαλάω γιατί είναι και ασούξης παναθεμάτονε!!!
    Που να μην έσωνα που τούπα το ναι για το Μοναστηράκι. Γιατί εγώ είπα θα πάμε εκεί, ήσυχα θάναι, μια χαρά καφέ θα πιούμε. Μα τι στο διάολο; Πόσους ακόμα είχε πάρει τηλέφωνο να πάνε για καφέ στο Μοναστηράκι; Τρία μύρια κόσμος ήτανε εκεί. Τη θυμάσαι εκείνη τη πλατεία, πως τηνε λέγανε που είχαν μαζευτεί κάτι μύρια σκουρόχρωμοι ανθρώποι και διαδηλώνανε; Ταρχίρ τη λέγανε; Ταχρίρ τη λέγανε; Τέσπα κάπως έτσι τηνε λέγανε. Ε, εκεί πιο ήσυχα ήτανε!!! (Αποκατέ).

  2. Ο άλλος τύπος νευρίασε και ήταν έτοιμος να της ρίξει καμιά ταλιροκατάρα της σουφροπουρής τσατσάς αλλά σαν ασούξης σηκώθηκε κι έφυγε κι αυτός. (Απομπουρντελέ).

  3. Και η Αλέκα η αγαθόκλα αβέλει ντρέσες λουλουδάτο ξώβυζο φουστάνι χωρίς βάτες κι έχει κουρανταρισμένο το παγκρό και κουλικωμένη με ωραία χρώματα και με χαμόγελο Colgate λέει ναι στον Αλέξη τον ασούξη, ναι στον Αντώνη τη μπιτζανού, ναι στον Βαγγέλη την μπαλογουγούλφω, ναι στον Φώτη τον ροζοροβεσπάκη, ναι σε όλα……… [...] Υστεροσκριβού: Τιποτα από αυτά που είναι γραμένα παραπάνω δεν είναι αλήθεια.
    Πάω τώρα γιατί έχω να ετοιμάσω αμπελομπομπίτσες. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παπάς, ο ιερέας στα καλιαρντά εκ των βακουλή (= Εκκλησία) και πουρός.

Το βακουλή χρησιμοποιείται σε πολλές λέξεις της καλιαρντής που σχετίζονται με την Εκκλησία. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) αναφέρει ως πιθανή ετυμολογία την προέλευση από τα αβάς (abbé στα γαλλικά) και kule = πύργος στα τουρκικά.

Ο δεύτερος, σπούδασε μαθηματικός ο Μιχάλης, ήσυχο παιδί, μαζεμένο, του Θεού. Της προσευχής και της μετανοίας. Τα κατάφερε αυτός, διορίστηκε, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, πέφτει το παραδάκι, ασφαλίστηκε, έκανε και μια λατσή κρεμάλα με μια μούτζα με μπερντέ, τη νύφη μου, τη Γαρυφαλλιά. Η νύφη μου είναι ψυχικιάρα, του «Κυργιελέησον» κι αυτή και με συμπονά. Τα πάμε καλά, μου στέκεται στα δύσκολα. Στο τέλος έγινε παπάς το θεόπαιδο. Τρία αδέρφια, το καθένα κι άλλο μπαϊράκι. Ο πρώτος, καππακάππας, ο δεύτερος, βακουλοπουρός, ο τρίτος, καραλούγκρα. (Από το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη «Ο Γύρος του Θανάτου»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι μειωτικός χαρακτηρισμός για έναν επαρχιώτη που είναι χοντρός, οπότε κατά το συναμφότερον βλαχαδερού και ευχοντρίας δίνει την εικόνα ενός πολύ άξεστου ανθρώπου. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) δίνει και το αρχοντοχωριάτης ως επεξήγηση, ενώ το ετυμολογεί από το ιταλικό carne (=κρέας) που χρησιμοποιείται συχνά στα καλιαρντά. Είναι δηλαδή ο βλάχος (με την ευρεία σημασία του χωριάτη, του επαρχιώτη) που έχει πολλά περιττά κιλά/ κρέατα πάνω του.

Σκέφτομαι να στήσω χρυσελεφάντινο ανδριάντα στο με σικ γιάνκη. Είχε όλες τις προϋποθέσεις να μου ήταν συμπαθής. Έσιαξε το μπερντέ του εις την αλλοδαπή και διακατέχεται από μια προτεσταντική ηθική, σε αντίθεση με τους βλαχοκαρνιώτες μικρομέγαλους ιθαγενείς μετόχους και τις δημοσιογραφικές βουβουζέλες τους που μου προκαλούν μια α πριόρι αποστροφή. (Πολιτικό καλιάρντεμα αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει το θηλυκό, τη γυναίκα, την ηρακλιά. Ευτυχώς ετυμολογήθηκε από τη ρομανί (βλ. λήμμα Πονηρόσκυλου: <rakli, rakhli = κοπέλα, κορίτσι, κόρη – ξένη, όχι Ρομ στην καταγωγή· η Ρομ κοπέλα είναι čhaj) κι έτσι δεν χρειάζεται να κάνουμε πορτοκαλιστικές παπαρετυμολογίες από τον ήρωα Ηρακλή.

Όπως ο Ηλίας Πετρόπουλος που περιέχει μια ενδιαφέρουσα γιαλομιά στην α΄ έκδοση των Καλιαρντών (1971), αναφερόμενος σε φοβία (εννοείται των ομοφυλόφιλων προς τις γυναίκες στις οποίες αποδίδουν τα ονόματα ηρακλιά, ηρακλωτό, ηράκλω) ή και σε ειρωνεία.

Έτσι μπήκα στο μουτζότσαρδο [...] κάθησα στη μολτοκαθίστρα και άβελα μαρμαρού το ηρακλωτό... Βγήκε η Μίλα η Ρωσίδα ξανθιά με ωραίο baby doll και λυγερή κίνηση. (Από κριτική στο Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη, δηλώνει το τεκνό που είναι της απολύτου εμπιστοσύνης αυτού που το έχει για τεκνό. Προφανώς από τον μυθολογικό σκύλο Κέρβερο, που φύλαγε τις πύλες του Άδη.

Σκέφτομαι να στήσω χρυσελεφάντινο ανδριάντα στο με σικ γιάνκη. Είχε όλες τις προϋποθέσεις να μου ήταν συμπαθής. Έσιαξε το μπερντέ του εις την αλλοδαπή και διακατέχεται από μια προτεσταντική ηθική, σε αντίθεση με τους βλαχοκαρνιώτες μικρομέγαλους ιθαγενείς μετόχους και τις δημοσιογραφικές βουβουζέλες τους που μου προκαλούν μια α πριόρι αποστροφή. Από εκεί και πέρα όμως ...Δεν γνωρίζω αν μπενάβει την τσεκουράτη γλώσσα της αλήθειας του Νότη, τη γλώσσα των ψεμμάτων των αλητών-κλεφτών-πολιτικών, τη λογοτιμήτικη των Μελ Μελ & Μελ ή την απροσδιόριστη του πρίκηψ; Δεν ξέρω γιατί μας τίμησε με τη παρουσία του, όσες φορές ήταν εντός ελληνικού πλάνου. 'Ηρθε να προσκυνήσει το δέλτα της Κυριάκου; Να προμηθευτεί με Καλαματιανά σοκολοτάκια ή να βρει κάνα τιβουπί θήλυ να κρεμαστεί; Τον μόνο που μπάνισα ουκ ολίγες φορές ήταν το κερβερότεκνό του, ένα αγνώστου ταυτότητας αντικείμενο, ο οποίος είχε πιάσει στασίδι εντός του κοινοβουλίου και προσέθετε την τελευταία πινελιά γραφικότητας . Κοινώς είχε κουλάρει την παρουσία μας σε τέτοιο βαθμό, που είχαμε καταντήσει πλατινένιοι χορηγοί του αχόρταγου. (Πολιτικό καλιάρντεμα αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη εκ των κιμπάρης και πουρό (βλ. λήμματα για ετυμολογία). Ο Ηλίας Πετρόπουλος δίνει τη σημασία μερακλήςμερακλής), αλλά φαντάζομαι μπορεί να έχει όλες τις σημασίες του κιμπάρης που δίνει το Πονηρόσκυλο, κι εφόσον μιλάμε για κάποιον πουρό, πρόκειται για έναν ηλικιωμένο κιμπάρη, ο οποίος ενδέχεται να σκάει τα λεφτά του μάλλον με διάθεση χορηγού τ. suggar daddy ή πουστοπατέρα- ζάχαρη, σε τεκνά και τεκνίτσες μικρότερης οικονομικής δύναμης. Ο επίμονος κιμπαροπουρός συχνά ανταμείβεται για την επιμονή του.

Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιροκλύσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα. (Αποκατέ).
Μετάφραση κατά προσέγγιση: Στη φυλακή (ή μήπως στο μπιντιεσεμικό ντάντζιον;) κιμπάρης ηλικιωμένος με ελευθεριάζουσα και πλούσια πουτανιάρα παντρεμένη βασάνισε με (κάποιο τέλος πάντων είδος από) ένεση γέρο χωρίς προφυλακτικό και ο γέρος ο επαρχιώτης ζήτησε μαστίγιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακεφαλαιώνοντας, συγκεντρώνοντας και συμπληρώνοντας:

Η όρνιθα, η πουλάδα το μη πετάμενο πουλί κάποτε γενικευμένα οικόσιτο και νυν βιομηχανικά εκτρεφόμενο για τα αυγά και το κρέας του. Προέρχεται απ’ το θηλυκό του κοττός, κόττος που είναι ο κόκορας.

1α) (Όπως αναφέρεται και σε άλλο ορισμό) Υποτιμητικά σημαίνει τη γυναίκα την ανόητη/ελαφρόμυαλη, τη φλύαρη, την κουτσομπόλα, αυτήν που κακαρίζει διαρκώς με τις παρόμοιές της, που έχει γνώμη κι άποψη για όσα αφορούν τους άλλους γύρω της (ένα ακούει, δέκα καταλαβαίνει, εκατό διαδίδει), που χώνει τη μύτη της παντού. Σπάει νεύρα και πρήζει αρχίδια με την αδιακρισία και την σπανίως συγκαλυμμένη αγένειά της που τις εξασκεί δημόσια εκμεταλλευόμενη την ειδική μεταχείριση που απαιτεί λόγω της γυναικείας φύσης της.

Οι χώροι που συχνάζει (κομμωτήρια, στούντιο ομορφιάς, γυναικεία τμήματα γυμναστηρίων κτλ) αποκαλούνται απ’ τους άντρες - που τους αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι - κοτάδικα, κοτέτσια, κοτοπουλάδικα.

Επιπλέον, ακούγεται και το κοτοκαυγάς. Αν και πρόκειται για γυναικοκαυγά, η φάση δεν ξεφεύγει από το λεκτικό επίπεδο που όμως αφήνει άναυδους τους παρευρισκομένους άντρες για το ευφάνταστο των χαρακτηρισμών και το δριμύ των εκατέρωθεν επιθέσεων.

1β) Ως προς την περιγραφή: είναι η γυναίκα με την αναλογικά μακριά μύτη, μάτια μικρά με μικρή απόσταση μεταξύ τους, αραιά βλέφαρα και πόδια τσάκνα.

  1. Το δειλό άτομο, αυτός που κωλώνει. Είναι χειρότερο για έναν άντρα απ’ ότι για μια γυναίκα. Από αυτήν τη δειλία βγαίνουν και τα:

2α) κάθησε σαν κότα να..., που σημαίνει πως ο εν λόγω δεν αντέδρασε σε ό,τι κακό υπέστη. Κοινώς (νοηματικά): «Του την έφεραν από πίσω» για ό,τι κι αν έπαθε αν και μπορούσε να το είχε αποφύγει.

2β) οδηγεί/πηγαίνει σαν κότα (που αναφέρεται και σε άλλο ορισμό), που σημαίνει πως κάποιος οδηγεί υπερβολικά αργά και συνήθως στη μέση του δρόμου πρήζοντας τ’ αρχίδια όσων τον ακολουθούν χωρίς να μπορούν να προσπεράσουν (συνήθως, αλλά όχι μόνο, απευθύνεται σε γυναίκες οδηγούς – οπότε γίνονται αντιληπτές κι από τον ουραγό).

Αν μιλάμε για το περπάτημα κάποιας, τότε αυτή συνήθως έχει ευτραφή πισινό που τον λικνίζει κοτίσια, (μέχρις εδώ τίποτε το ιδιαίτερα σλαγκικό κατά την ταπεινή μου γνώμη).

γ) κι ο υπερθετικά μειωτικός κότα λειράτη/ με λειρί, για το χέστη άντρα (όπως αναφέρεται και σε άλλον ορισμό).

  1. Κατά Πετρόπουλο:

3α) η πουτάνα (σχετικό 2α) και

3β) ο επί χρήμασιν εκδιδόμενος κρατούμενος, που όμως σχεδόν ποτέ δεν ταυτίζεται με τον κίναιδο.

  1. Σκωπτικά δικέφαλη κότα του Βορρά είναι ο ΠΑΟΚ ενώ δικέφαλη κότα του Νότου αποκαλείται η ΑΕΚ λόγω των εμβλημάτων τους (δικέφαλοι αετοί) όπως βεβαιώνει κι από ‘δω ο Khan.

Για την πληρότητα του λήμματος και μόνον (εξού και παραθέτω επιλεκτικά παραδείγματα), αναφέρω τις γνωστότατες εκφράσεις θεωρώντας σαν πλέον πρέπον να ξεκινήσω απ’ το:

  1. Το ξέρουν κι οι κότες: Το ξέρουν οι πάντες όλοι, το ξέρει κι η κουτσή Μαρίκα.

  2. Να φαν κι οι κότες: Για κάτι που είναι μπόλικο/περισσεύει/αφθονεί.

  3. Κοιμάται με τις κότες: Για κάποιον που κοιμάται πολύ νωρίς, που δεν ξέρει να γλεντάει, που ‘ναι ξενέρωτος (σε βουκολικά περιβάλλοντα έπαιζε και το κοιμάται με τα ‘ρνίθια).

  4. Δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα: Για κάποιον που είναι παντελώς άπειρος/αδαής/άβγαλτος/βλάκας, που δεν ξέρει τι του γίνεται.

  5. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων οι κότες: Παροιμία που αναφέρεται σε όσους φεσώνονται τις συνέπειες των παράνομων πράξεων ή των ύποπτων δοσοληψιών τους συναναστρεφόμενοι άτομα που δεν είναι και πολύ σόι. Πάνω-κάτω συνώνυμο των ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.

  6. (Τα περνώ) ζωή και κότα: Τα περνάω γαμάτα, άνετα, δίχως έννοιες κι οικονομικές σκοτούρες.

  7. Αλλού τα κακαρίσματα, κι αλλού γεννούν οι κότες: Που σημαίνει πως αναπάντεχα, από αλλού περιμέναμε κάτι (συνήθως καλό) κι απ’ αλλού μας ήρθε, οπότε αν κι οι ελπίδες μας διαψεύστηκαν, δεν μείναμε τελείως απογοητευμένοι αν και τα αισθήματα προς στιγμήν, δεν ήταν ξεκάθαρα.

  8. Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;: Μοιάζει λούπα και λέγεται:

α) όταν δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη σε κάποιο δίλημμα,
β) πειρακτικά σε μπόμπιρες για να τους μπερδέψουμε, με τη μορφή «Ποιος γεννήθηκε πιο πρώτα; Το αυγό ή η κότα;»,
γ) επίσης αποτελεί και ένα είδος γείωσης με σκοπό το τέλος μιας συζήτησης μεταξύ ατόμων που λογομαχούν έντονα χωρίς να διαφωνούν ριζικά, περιγράφοντας μια σύνθετη κατάσταση που επηρεάζεται από αλληλεξαρτώμενους παράγοντες δίνοντας τους διαφορετικό βάρος ο καθένας ανάλογα από πια μεριά βλέπει τα πράγματα. (Παρεμπιπτόντως, η επιστήμη απεφάνθη πρόσφατα, υπέρ της κότας).

  1. Η παλιά/γριά κότα έχει το ζουμί: Υπονοούνται οι πεπειραμένες σεξουαλικά -το πολύ- πενηντάρες σε σχέση με τις ντεμέκ άπειρες, φρέσκιες εικοσάρες, λέγεται (από τις θιγμένες ή όσους δεν έχουν πέραση στις νεαρές ηλικίες) όταν κάποιος πιπινογάμης αμφισβητεί τις χάρες ή το αξιόγαμον των ωριμοτέρων και πιο πεπειραμένων γυναικών. Κατά μία έννοια είναι συνώνυμο του «ο παλιός είν’ αλλιώς. Γεγονός είναι πως άμα το πέρας της εμμηνόπαυσης, σε πολλές καλοστεκούμενες ανοίγει η όρεξη για κοκό και το διεκδικούν με σχετική λαιμαργία αναντίστοιχη του παρελθόντος τους.

  2. (Δεν σφάζουν την) κότα που κάνει τα χρυσά τ’ αυγά: Συνήθως αναφέρεται για τον εργατικό και παραγωγικό υπάλληλο και γενικά γι’ αυτόν που μας προσφέρει/τα φέρνει και πρέπει να τον φροντίζουμε για να μη μας φύγει. Κατά μια έννοια είναι συνώνυμο των: «Δεν χέζεις εκεί που τρως», «Δεν κατουράς εκεί που πίνεις», «Δε δαγκώνεις το χέρι που σου δίνει να φας».

  3. Η κότα σκαλίζοντας/σγκαρλίζοντας το μάτι της θα βγάλει: Λέγεται γι’ όσους μόνοι τους κάνουν κακό στον εαυτό τους, παρόμοιο με το «Με τα χεράκια μου, βγάζω τα ματάκια μου» και σαν φοβέρα με παρόμοια σημασία με το 9.

Εντελώς παραπεμπτικά:

  1. Αλανιάρα κότα: Η κότα ελευθέρας βοσκής, κλάσεις ανώτερη απ’ τις συνηθισμένες του εμπορίου αλλά κι η πουτάνα (σχετ. 3).

  2. Το (και γαμώ) πιθανώς ομόρριζο κοτάω: τολμώ, έχω θάρρος/κότσια (βλ το σχόλιο του Hank).

1α) - Θα ‘ρθεις να με πάρεις;
- Εγώ στο κοτέτσι δε σκάω μύτη να χτυπιέσαι από κάτω.
- Κοτέτσι το σπίτι της Κούλας;
- Μη με τσιγκλάς, γιατί της τα ‘χω μαζεμένα της κοτάρας της ξαδέρφης σου.
- Μα..
- Μαμούνια!! Κι αν κοτήσει να ξαναβάλει στο στόμα της τα καρντάσια μου και τη δουλειά τους θα ‘ρθώ να της ξηγήσω τ’ όνειρο αυτοπροσώπως να της πεις. Και για μένα μόκο. Γκέγκε;

1β) «Ας μην ήταν ταλεντάρα και σου ‘λεγα εγώ τι θα ‘τανε η Μέρυλ μ’ αυτήν την κοτίσια φάτσα που ‘χει».

2α). «Καλά μωρή, κάθισες σα κότα και σου χρέωσαν 200ευρώπουλα για μια σκιτζοδουλειά;»

2β). «Κάνε άκρη μωρή κότα που μου σέρνεσαι με 40 σα να ‘σαι μόνος σου στο δρόμο!! Νύχτα το πήρες ρε; Γαμώ τα διπλώματα σας, γαμώ!! Σιχτίρ!! Με γκάστρωσε ο πούστης τόση ώρα.»

2γ). «..Φωτογράφιζες άτομα χωρίς ν’ αναφέρεις ονόματα γιατί είσαι κότα λειράτη. Εάν ήσουν μάγκας μ’ αρχίδια θα ‘βαζες και τα’ όνομά σου από κάτω παλιοσουπιά!!..»

3β. ΑΣΠΡΑ ΜΟΥΡΑ, ΜΑΥΡΑ ΜΟΥΡΑ.
Μουρμούρικο - Ζεϊμπέκικο του τεκέ (1900-1910)

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, είσαι μια παλιοχαμούρα.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοχασίκλα.

Βρε, άσπρες κότες, μαύρες κότες,
βρε, όλοι άντρες γενίκανε κοκότες.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοκατσίκα.

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, μας την έσκασ’ η χαμούρα.

4α). «Ναι ιδρώσανε τα πιτσιρίκια από τις ακαδημίες του Αίαντα να λυγίσουν την δικέφαλη κότα του βορρά. Άντε και στα play off για το επόμενο σας πήδημα. Φέτος σας τελείωσαν τα λεφτά, βλέπω το Ζαγοράκη να κάνει πιάτσα για να πληρώσει τα συμβόλαια των παικτών…» (αγορασμένο)

4β) Η προϊστορία είναι με το μέρος του ΑΡΗ στις εντός έδρας αναμετρήσεις του με την δικέφαλη κότα του νότου (20 νίκες, 14, ισοπαλίες, 12 ήττες), όμως τελευταί εντός έδρας νίκη σημειώθηκε το 1999.

  1. «Βάλανε και το Γιωργάκη που δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα στα οικονομικά να κάνει κουμάντο την εταιρεία κι ύστερα κλαίγονται που πήγε άπατη».

12γ). - Πώς να πάμε μπροστά αν ο κάθε υπάλληλος τα ξύνει με μπλακεντέκερ και σταματά μόνο για να τ’ αρπάξει με το κουλό επειδή χτύπησε ένα εθνόσημο;
- Ο διεφθαρμένος πούθε ξεφύτρωσε; Απλά, βρίσκει και κάνει. Κι ο προϊστάμενός του τι; Της ψωλής του το χαβά;
- Κι οι δυο τους είναι κομματόσκυλα που τους έχωσαν απ’ το παράθυρο οι γαμημένοι πολιτικοί για ν’ αρπάξουν ψήφους και μαύρο χρήμα.
- Ας μη τους ψήφιζαν τότε!
- Πας καλά; Ποιοι; Ο προϊστάμενος, ο υπάλληλος, τα σόγια τους και τα λοιπά λαμόγια; Μα όλοι είναι διαπλεκόμενοι, γι’ αυτό τους έβγαλαν!!
- Τελικά θ’ αποφασίσεις; Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πόρνη στα καλιαρντά.

Αγνώστου ετύμου κατά τον Ηλία Πετρόπουλο. Εδώ βρίσκω την πληροφορία ότι κουρκούλω σημαίνει κυλιέμαι, ενώ εδώ ότι κουρκουλός σημαίνει κυνηγημένος εκ της τουρκικής (ας τοποθετηθούν οι τουρκολόγοι αν γνωρίζουν κάτι παραπάνω).

  1. Σας αβέλω λατσαβαλέ, αβρακιάζομαι η κουρκουλετζού, γιατί δικέλω όλες τις ζουγκλολουμπίνες, τις λούγκρες, τους γκραν τζαζμπερντεροπουρούς και θεόμπαρα που γκουρτσαλιάζουν θρονιασμένοι παραντίκ στο Γραικοκάθικο. (Από το σκετσάκι "Ένας πούστης να μιλήσει", δες μήδι).
  2. Ετέθη δε το ερώτημα αν τοιουτοτρόπως εκφράζεται και στο τσαρδί της, η κρυφοκουρκουλετζού. (Μπουντουσουμού).
  3. Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιρόκλυσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα. (Μπουντουσουμού).

Στην αρχή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικά, αυτός/ή που κάνει πεολειχία μέχρι να ξελαρυγγιαστεί, η τσιμπουκλού.

Ίσα μωρή λαρύγγω, θα πνιγείς απ' το στριγκάκι σου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα ελευθερίων ηθών, μάλλον εκ του ιταλικού libertà (=ελευθερία). Είναι καλιαρντό, αλλά όχι μόνο. Πάντως είναι παρωχημένη λέξη, παλαιική.

Δύσκολα τα πράματα
φίλε εαυτέ μου
και τα βήματά σου,
κάνουν τα πεζοδρόμια να στενάζουν.
Αβέλεις ντρέσες
και κραγιόνια στα χείλια
κόκκινά σου φοράς.
Σφήνες στα μυαλά σου
κι απολιάζεις στα μπο
των χειλιών σου τα χαμόγελα.
Βαβελιάζεις στα γραπτά σου
σούκρα βεριτά μα ποιός
να καταλάβει ποιός
και μολορουφιέσαι
συνέχεια στις σελινιές βαθιά,
τα κατόλια βρέχουν
το αγαπημένο σου μπλου τζιν
και η αγάπη που σε γέννησε
σου παίρνει αργά όλη τη δόξα πίσω.
Κόζα-στακόζα κι ο καφές
ο πρώτος
μα κι ο δεύτερος.
Ο σκύλος σου χαζεύει
από το παράθυρο μια αδέσποτη
σκύλα τροτέζα λιμπερτόζα
και το φώς της λούνας μετρήθηκε 1 λουξ.
(Καλιαρντοποίημα αποκατέ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified