Further tags

Στα καλιαρντά είναι η υδρόγειος σφαίρα, δηλαδή είτε ο πλανήτης μας όλος, είτε η υδρόγειος σφαίρα που έχουν τα παιδιά. Μια από τις πολλές ποιητικές λέξεις των καλιαρντών, δείχνει τη μικρότητα των ανθρώπων που είναι σαν μυρμήγκια πάνω σε μια μπάλα στον κόσμο και ούτε. Στον γούγλη βρίσκω μερικά χτυπήματα εκτός καλιαρντής συνάφειας, τα οποία πάντως περιλαμβάνουν κττμγ την ποιητικότητα της λέξης.

  1. Η οικογενεια Ρουσβελτ του πρωην προεδρου των Η.Π.Α. ασχολουταν με δουλεμποριο, σαν αυτα που κανει και σημερα ο σιωνισμος- μασονισμος της "διαταγης του νεου κοσμου" η'΅new world order΅,απο την κεφαλη του,τους Ροτσιλντ,--αναμιξη των πληθυσμων της γης. Mαζι με τα δουλεμπορια πανε και τα εμπορια των ναρκωτικων και αλλα πολλα. Οπως και τοτε οι Ρουσβελτ με το οπιο απο την Κινα, ετσι και σημερα με το οπιο που παραγουν οι Η.Π,Α, στο Αυγανισταν μετα την ανατιναξη της πατριδας τους απο αυτους το 2001.Παραγουν 400 φορες περισσοτερο οπιο σημερα στο Αυγανισταν απο οτι παρηγαγαν πριν το 2001 οι ντοπιοι πρεζεμποροι.Τα δουλεμπορια και την μαστρωπια κυριως τα κανουν σημερα οι Η.Π.Α. με το ισ.κρ. που ιδρυσαν και παει λεγοντας η μυρμηγκομπαλα γη μας της "ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΝΕΟΥ ΚΟΣΜΟΥ". (Εδώ).
  2. δενβ ξερω αν για μενα γραφτηκε το χαντζ ακροζ δε βόηντ, αλλά αυτές τις μέρες θελω να βροντοφωναξω αααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααα και να ριξω τη μυρμηγκομπαλα. (Εδώ).
  3. Τι μέλλει; Εγώ βλέπω.. τη Λουκία να κάνει μπαμ και να ρίχνει τη μυρμηγκόμπαλα! Μπλ..μπλ..μπλ..μπαααααμ!!! Γρρρραααάου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στόμα στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος στα Καλιαρντά (1971) δίνει την ησιόδειο ερμηνεία ότι από το στόμα αρχίζει το χάος, κάτι σαν μια άβυσσο ένα πράμα. (Ιδίως αν πρόκειται για αδηφάγο καταπιόνα). Χαρακτηριστική έκφραση είναι το κοντροσόλ στο χάος που σημαίνει φιλί στο στόμα.

Για την ιστορία, Κοντροσόλ στο Χάος λεγόταν κι ένα πολύ ενδιαφέρον περιοδικό, που κυκλοφόρησε από το 1986 ως το 1992, το έτρεχαν ο Αλέξης Μπίστικας, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου και ο Παύλος Αβούρης και έχει πλέον αποκτήσει καλτ αξία. Τώρα και σε πεντέφι.

  1. ΤΟΥ ΑΒΕΛΑ ΜΙΑ ΠΟΜΠΑ ΧΟΡΙΣ ΣΑΜΠΟ ΚΑΙ ΚΑΡΙΚΟ. ΜΕ ΦΛΟΚΑΡΕ ΣΤΟ ΧΑΟΣ Ο ΚΑΤΕΣ ΚΑΙ ΜΕ ΛΑΤΣΕΨΕ ΤΑ ΜΠΟΥΤ. (Αποκατέ).

2. Κοντροσόλ Στο Χάος. Ντάξει το ΄ξερε πια πως είχε φάει γερό κόλλημα με την πάρτη του. Έκανε και ψυχανάλυση μήπως και μετριαστεί εντός της αυτός ο χαοτικός συναισθηματικός σωρός. Αρχίδια. Έχετε, λέει, ανάγκη ν' αποτινάξετε το πατρικό πρότυπο που όλα αυτά τα χρόνια της νιότης σας επεσκίασε τη ζωή σας, γι' αυτό και τώρα ελκύεστε από άτομα της άλλης όχθης. Και τι σκατά είναι αυτή η άλλη όχθη; Απάντηση δεν πήρε. Πήρε όμως το μηχανάκι της και κατευθύνθηκε και 'κείνο το πρωινό της Τετάρτης στο καφενείο. Θα ήταν εκεί. Σίγουρα. Πάντα ήταν εκεί. Αν ήταν τυχερή θα τον πετύχαινε στο σημείο του ρητορικού του οίστρου. [...] Eκείνη, τον πλησίασε. Κόλλησε τα κόκκινα χείλη της στο αυτί του.
Εγώ είμαι από ΄κείνες που δεν αγαπούν καμία φορά στη ζωή τους πραγματικά. Σήμερα όμως θέλω να ξεκουράσω τη γλώσσα μου πάνω στη δική σου. Να γείρω το κεφάλι μου στον ώμο σου, καθώς θα σημειώνονται θανατηφόρες εκρήξεις ανάμεσα στα πόδια μου. Θέλω να μου σφίξεις το χέρι μέχρι να μυρμηγκιάσει, καθώς το ραδιόφωνο θα παίζει Στελλάκη Περπινιάδη. Να με πας μέχρι το κρεβάτι μου και να με κοιμίσεις, ψιθυρίζοντάς μου με την μπάσα καυλερή σου φωνή τη λίστα της λαϊκής. Δεν έχω αποφασίσει αν θέλω να με γαμήσεις, αλλά σίγουρα λαχταρώ να με κοιτάς ίσα μες στα μάτια, την ώρα που τα δάχτυλά μου θα 'ναι μέσα μου. Έλα να ζήσουμε μια 24ωρη πορνογραφική νουβέλα, έκφυλε πλάνητα των ονειρώξεών μου!
Εκείνος, άναψε ένα σέρτικο απ' τα δικά της και κάρφωσε το βλέμμα του στη φωτογραφία του Πλαστήρα στον απέναντι τοίχο. Μετά από 3ώρες σιωπής, εκείνη τη βροχερή Τετάρτη, τη φίλησε. Και σαν οι γλώσσες τους ν' αυτονομήθηκαν συνεχίζοντας αεικίνητες στο κολασμένο χάος του διηνεκούς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Παρακαλώ» ή η «παράκληση» στα καλιαρντά. Και «αβέλω μπακαλούμω». Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το τουρκικό bakalum που σημαίνει «ας δούμε».

Κύριε Τσίπρα σας αβέλω μπακαλούμω να πρεσάρουμε και να αβέλουμε κόντρα τέμπο σε όλους τους κατέδες. (Από το Τουίτερ με επίδραση του σκετς του Χάρρυ Κλυνν «Ένας πούστης να μιλήσει»).

Στο 0.56. (από Khan, 08/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς το ροντοσόλ στα καλιαρντά, δηλαδή το γλείψιμο. Το ροντοσόλ ταιριάζει με το κοντροσόλ (=φιλί και γλείψιμο), ενώ το ροσολιμαντέ ταιριάζει με το πιασμαντέ (=μπαλαμούτι και γλείψιμο). Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το ροσόλι (=σάλιο), που πιθανόν (όχι σίγουρα) ετυμολογείται από το ομώνυμο ιταλικό ηδύποτο (ιταλιστί rosolio).

1. Εισαι θεόλατσος και μπενάβεις μεσίκ. Τζάσε την καθε καλιάρντω, λούγκρα, και ανεμιαρα και άβελε αποκατε να αβελουμε κοντροσόλ και μπιεσμαν. Αβέλω ροσολιμαντε σε καθε διαθεσιμη μπαροτάτη σερμέλα και πούλη, κουραβέλτα, και να πισελουμε μεχρι πρωιας. Με ντέζι, ο τζασλός για εσενα και νταλκαρέτεκνο.

  1. Kουελοσφαλάετε για φακιροπίπιζες και φλοκαρίσματα ή μόνο ροσολιμαντέ; (Από μπουρδελοσάιτ).

  2. Τζασλός ο Λάτσα μαζί με τον Επιτάφιο και έβαλαν τον Λατσολίθαρο να παίρνει τηλ και να λέει ότι εάν ισάντες κάνετε Σωματείο ιμάντες θα σας κυνηγήσουμε στον γιαγκούλα. Και άρχισαν και μπενάβουν ανθυγιεινά κατσίκα και προβάτα ο βλαχοντάνας γιδοσυντηρητής και η ψαμοσκελού ότι θα βάλουν τα τρόκια να τους περιδρομιάσουν.

Δικέλεις άμα γίνει άλλο Σωματείο θα χάσει ο Φίφα τα τιντέλη τα τουρκόζουμα και την σουλάτσα με το τζους λέσι γιατί θα μειωθούν τα ντουλά. Έτσι τους άναψε χαρχάρα όταν έμαθαν τα Χαρχαρότεκνα ότι δεν θα χαλεματούν όπως πρώτα και ότι θα τζάσουν πολλά μέλη τανάκα να δώσουν τον μπερντέ για τις συνδρομές. Διότι τους έχει γίνει μπαρό και ντέζι το καλάμι και τους βγαίνει όλη η λούγκρα τώρα που δικέλουν ότι χάνουν το σουγκρό.

Τους φαίνεται κουλό ότι κάποιοι που ήταν ατζινάβωτοι και μέχρι τώρα τους αβέλαν μπιεσμάν την πούλη ξύπνησαν και θέλουν να τζάσουν.
Άρχισαν και το ροσολιμαντέ στο Πρόεδρο ότι έγιναν λατσά τεκνά και ότι δεν θα πουν άλλα μουσαντά στους Χαρχαροτεκνούς για αυτόν. Όμως με αυτό το πλευρό να πισελάσται. Τα μουσαντά το καπί και το μη μπενά Τέλος. Από εδώ και πέρα θα έχει ντουπ και νταπ για αυτό μαζέψτε τα λυσαγμάν γιατί θα έχουμε μεγάλες κέντες. (Καλιαρντογράφημα που αναλύει την πολιτική ζωή του τόπου σε στυλ ένας πούστης να μιλήσει αποκατέ).

  1. Προτιμώ πομπίνο-φραπέ και ροσολιμαντέ της σερμέλας μου από γκομενίτσες. Δεν σε μπενάβω ανθυγιεινά όμως. Μου άρεσε το ποστάκι σου πολύ. Καλές γιορτές εύχομαι φίλε. (Στρέιτ μπενάβων τα καλιαρντά αποκατέ).

Να ετυμολογείται άραγε από εδώ; Κουλό το κόβω. (από Khan, 30/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο «στρατιώτης των μονάδων καταδρομών, γιατί ζει σαν παρτιζάνος (< ιταλικό partigiano)», κατά τον Ηλία Πετρόπουλο. Μπορούμε όμως, νομίζω, να φανταστούμε ότι μπορεί να λάβει και μια κάπως ευρύτερη σημασία για να δηλώσει κάθε σέξι τεκνό που υπηρετεί στα ένδοξα στρατά.

Είδα στον ονειροκρίτη του Καζαμία μα δεν έλεγε τίποτα για το συνδυασμό κουμπάρας, Σούλη, μπροστομούνας, στρινκάκι, πισινού και ραμολί. Και τώρα δε ξέρω τι στο διάλο ήτανε εκείνο το όνειρο.
Άμα όμως ξέρεις εσύ πες μου γιατί έχω την περιέργεια να μάθω.
Πάω τώρα γιατί έχω ραντεβού με ένα παρτιζανότεκνο και δε θέλω να το στήσω. (Μαρινάκι Ζέας αποκατέ).

Πουστοαστεία ανάμεσα σε παρτιζανότεκνα πουτινιάρικα. (Μυδασίστ: Σφυρίζων) (από Khan, 15/02/14)Παρτιζανότεκνα τοξεύουν γκοντότεκνο σε πίνακα του Γιάννη Τσαρούχη. (από Khan, 15/02/14)Παρτιζανότεκνα χορεύουν γκεϊμπέκικο σε πίνακα του Γιάννη Τσαρούχη. (από Khan, 15/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξενυχτάδικο στα καλιαρντά, όπου συχνάζουν αγλαρότεκνα, αγλαροπουροί και αγλαρογκόμενες. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το στερητικό α- και το γλαρώνω.

  1. Καλέ Μαρίνα πού είσαι, γαμώ το μπελά σου. Είμαι στη μαρίνα, φοράω εφαρμοστό κοντό μπλουζάκι, έχω τη σκύλα στα χέρια, ανταύγεια στο μαλλί κι αγόρασα κι λίγο νταμί για το δρόμο, άσε που φάγαμε τα μουνιά μας με μία μούτζα από τη Τερψιθέα, αν αργήσεις να κάτσω σε κάνα αγλαρόκεντρο να περιμένω, αλλά φοβάμαι μη μου τη πέσει κάνα βαβαρότεκνο, εδώ στο Πειραιά ο δορκάκης πάει σύννεφο, το λοιπόν, γράφω εδώ στην Αθηνά μπας κι το δεις αυτή την εφταζουρνού κι κανονίσουμε. Κοίτα μη μού 'ρθεις με ισμίρ-πατσούλ, σε θέλω φρέσκια και γεμάτη κλέβα. (Αποκατέ).

  2. Καλέ, αφού άβελε γύρες με τα αγλαροπουρά στα αγλαρόκεντρα και άβελε διακόνα στο μπερντέ, τι περίμενες; (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λεβέντης στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος στο ομώνυμο βιβλίο το συνδέει με το τουρκικό ασίκης.

  1. Με παίρνει που λες το γαργαρότεκνο που νταραβερίζομαι τελευταία στο τηλέφωνο προψές και μου λέει:
    -Μαρινάκι, λιακάδα έχει έξω πάμε για καφέ;
    -Να πάμε, του λέω γιατί είχαμε περάσει και καλά το προηγούμενο βράδυ με του λόγου του. Με νοείται!!!!
    -Που θες ομορφιά μου να πάμε για καφέ; τονε ρωτάω
    -Πεθύμισα Μοναστηράκι, μου λέει. Χαλάω εγώ χατήρι; Δε του χαλάω γιατί είναι και ασούξης παναθεμάτονε!!!
    Που να μην έσωνα που τούπα το ναι για το Μοναστηράκι. Γιατί εγώ είπα θα πάμε εκεί, ήσυχα θάναι, μια χαρά καφέ θα πιούμε. Μα τι στο διάολο; Πόσους ακόμα είχε πάρει τηλέφωνο να πάνε για καφέ στο Μοναστηράκι; Τρία μύρια κόσμος ήτανε εκεί. Τη θυμάσαι εκείνη τη πλατεία, πως τηνε λέγανε που είχαν μαζευτεί κάτι μύρια σκουρόχρωμοι ανθρώποι και διαδηλώνανε; Ταρχίρ τη λέγανε; Ταχρίρ τη λέγανε; Τέσπα κάπως έτσι τηνε λέγανε. Ε, εκεί πιο ήσυχα ήτανε!!! (Αποκατέ).

  2. Ο άλλος τύπος νευρίασε και ήταν έτοιμος να της ρίξει καμιά ταλιροκατάρα της σουφροπουρής τσατσάς αλλά σαν ασούξης σηκώθηκε κι έφυγε κι αυτός. (Απομπουρντελέ).

  3. Και η Αλέκα η αγαθόκλα αβέλει ντρέσες λουλουδάτο ξώβυζο φουστάνι χωρίς βάτες κι έχει κουρανταρισμένο το παγκρό και κουλικωμένη με ωραία χρώματα και με χαμόγελο Colgate λέει ναι στον Αλέξη τον ασούξη, ναι στον Αντώνη τη μπιτζανού, ναι στον Βαγγέλη την μπαλογουγούλφω, ναι στον Φώτη τον ροζοροβεσπάκη, ναι σε όλα……… [...] Υστεροσκριβού: Τιποτα από αυτά που είναι γραμένα παραπάνω δεν είναι αλήθεια.
    Πάω τώρα γιατί έχω να ετοιμάσω αμπελομπομπίτσες. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κομμουνιστής στα καλιαρντά, ή, όπως εξηγεί ο Ηλίας Πετρόπουλος στο ομώνυμο βιβλίο, ο κόκκινος δημοκράτης, εκ του ρόζος = κόκκινος (< ροζί < γαλλικό rouge ή ιταλικό rosa = τριαντάφυλλο) και του ροβεσπάκης < Robespierre.

Και η Αλέκα η αγαθόκλα αβέλει ντρέσες λουλουδάτο ξώβυζο φουστάνι χωρίς βάτες κι έχει κουρανταρισμένο το παγκρό και κουλικωμένη με ωραία χρώματα και με χαμόγελο colggate λέει ναι στον Αλέξη τον ασούξη, ναι στον Αντώνη τη μπιτζανού, ναι στον Βαγγέλη την μπαλογουγούλφω, ναι στον Φώτη τον ροζοροβεσπάκη, ναι σε όλα……… (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).

(από Khan, 08/10/13)(από Khan, 18/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία του Ηλία Πετρόπουλου για την σύγχρονη αργκό της νεολέρας. Το 1998 ο Πετρόπουλος προανήγγειλε την συγγραφή σχετικού λεξικού:

«Τώρα ετοιμάζω τα «φλοράδικα» από τη γλώσσα των νέων. «Φλόρος» είναι μια παλιά μάγκικη λέξη που σημαίνει μαμμόθρεφτο. Ήταν εκείνα τα παιδιά που είχαν πάντα χαρτζιλίκι και ξηγιόνταν χωροφυλακίστικα. Τώρα είναι αυτοί που λένε «μη μου τη λες» (μη μου τη βγαίνεις) ή «έγινε της Πόπης», ή «αχταρμάς» ­ λέξη που προέρχεται από μέθοδο ειδικής κλοπής στα πεζοδρόμια, κ.λπ.»

Τι γνωρίζουμε για τα φλοράδικα; Δυστυχώς ελάστιχα, καθώς το γλωσσάρι παραμένει εισέτι αδημοσίευτο:

  • Σε αντίθεση με τις κλασσικές μορφές αργκό που πραγματεύτηκε ο Πετρόπουλος (ρεμπέτικα, καλιαρντά, κ.ά.), τα φλοράδικα δεν προήλθαν από κλειστές υποκουλτούρες του κοινωνικού υπογαστρίου αλλά από τις πλατιές και ετερόκλιτες μάζες τση νεολαίας. Όπως διατύπωσε το 1993, «Oι φλόροι και οι φαντάροι, οι μηχανόβιοι και τα πρεζόνια, οι γκομενάκηδες και οι μπαρόβιοι (αρκεί να ’ναι νεαροί)». Το φαινόμουνο αυτό απεικόνισε στα χειρόγραφά του (βλ. πρώτο μύδι), γράφοντας ότι «λειτουργεί όχι κάθετα αλλά άνω κάτω, σ’ όλο το κοινωνικό εύρος και προπάντων σποραδικά».
  • Σε αντίθεση με την αργκό του υποκόσμου και τα καλιαρντά, οι φλοράδικες γλωσσοπλασίες δεν είναι κρυπτικές αλλά καγκουροειδώς επιδειξιομανείς· εκφέρονται «όχι για να αποκρύψουν, αλλά, κυρίως, για να κάνουν φιγούρα».
  • Το γλωσσάρι περιλαμβάνει περίπου 6.300 λήμματα, από το αγαθοπουρό έως το στρατόκαυλο ώρα των τρελών. Τα λήμματα, σύμφωνα με το συγγραφέα, «πατάνε σταθερά πάνω στην παράδοση της λαϊκής γλώσσας, της εκφραστικής του δρόμου, της αργκοτικής ανέλιξης» και είναι συχνά μπολιασμένα συχνά με αγγλικές λέξεις και εκφράσεις.
  • Ενδεικτικά, περιλαμβάνονται νεολογισμοί τ. τα παίρνω στο κρανίο, ανακυκλωμένες σλανγκιές και γαμοσλανγκοδομές του πάλαι ποτέ υποκόσμου που παρείσφρησαν στην νεολαία (π.χ. ποδανά) αλλά και μη αργκοτικοί νεολογισμοί (π.χ. βιντεάδικο, δημοσιοσχεσίτης, χάκερ).

Ζώντας στο Παρίσι, ο Πετρόπουλος αναγνώριζε ακομπλεξάριστα ότι δεν είχε βιωματική επαφή με τα φλοράδικα. Ωσεκτουτού στηριζόταν σε δευτερογενείς πηγές με ιδιαίτερη προτίμηση σε δημοσιογραφικές τρασιές. Όπως έγραφε, «καλύτερα μαθαίνω τη ρέουσα γλώσσα από το Αθηνόραμα παρά από την Καθημερινή». Πολλοί σλάνγκοι του σλανγκρρρ θα τον τζινάβουν. Άλλοι πάλι, όχι.

Δέκα χρόνια αφότου η στάχτη του Πετρόπουλου σκορπίστηκε στους υπονόμους του Παρισιού, το «Φλοράδικα» παραμένει αδημοσίευτο. Ίσως επειδή τα χειρόγραφα επιμελούνται ακαδημαϊκοί, με την οκνηρία οποίων συχνάκις εσυφιλιάσθη (βλ. παράδειγμα 4). Στους ακαδημαϊκούς αυτούς ωστόσο οφείλουμε το σύνολο σχεδόν των πληροφοριών του ανά οθόνης λήμματος.

Βλ. επίσης: αργκό, σλανγκ, σλανγκιά, καλιαρντά, μαλλιαρή, ιδίωμα της πιάτσας.

1.
Αθελά μου χρησιμοποιώ ένα ευρύ λεξιλόγιο, που αρχίζει από το δεινό Ομηρο και φτάνει ώς τα φλοράδικα. Οταν γράφω οι λέξεις κυλάνε μ' έναν αυτοματισμό. Διορθώνω ελάχιστα τα γραπτά μου. Ο, τι μ' ενδιαφέρει είναι η ακρίβεια του περιεχομένου μιας λέξης, σε συνδυασμό με το αισθητικό χρώμα της.

2.
O Τέος Ρόμβος παρουσιάστηκε σαν η συνέχεια του Εμπειρίκου, αλλά δεν έχει καμιά λογοτεχνική σχέση με τον Εμπειρίκο. O Εμπειρίκος χρησιμοποιεί, εντέχνως, την καθαρεύουσα, ενώ ο Ρόμβος γράφει στην τρέχουσα δήθεν - δημοτική, και, ενίοτε, καταφεύγει στα φλοράδικα της σύγχρονης νεολαίας.

  1. Η πιο εύφωνη γλώσσα, η ομορφότερη, είναι η μάγκικη (π.χ. φέρτον/ε) που τη μιλούσαν ωραία οι Αρβανίτες. Τα πιο γλυκά ελληνικά τα μιλούσαν οι Σμυρνιοί, μ' αυτό π.χ. το διπλό «λάμδα» τους. Η πιο κλειστή γλώσσα είναι η γλώσσα των πρεζάκηδων, πιο κλειστή και από τα καλλιαρντά, που κατέγραψα 3.300 λέξεις. Τώρα ετοιμάζω τα «φλοράδικα» από τη γλώσσα των νέων. «Φλόρος» είναι μια παλιά μάγκικη λέξη που σημαίνει μαμμόθρεφτο. Ήταν εκείνα τα παιδιά που είχαν πάντα χαρτζιλίκι και ξηγιόνταν χωροφυλακίστικα. Τώρα είναι αυτοί που λένε «μη μου τη λες» (μη μου τη βγαίνεις) ή «έγινε της Πόπης», ή «αχταρμάς» ­ λέξη που προέρχεται από μέθοδο ειδικής κλοπής στα πεζοδρόμια, κ.λπ. (Ηλίας Πετρόπουλος, ΤΑ ΝΕΑ, 26/01/1998)

4.
Είναι αυτονόητο πως οι λεξικογράφοι που εδημοσίευσαν λίστες με φλοράδικες λέξεις, απέφυγαν επιμελώς τις αθυροστομίες. Η λέξη κουραδοκόφτης τυπώνεται εδώ για πρώτη φορά. Συνεπώς σύμφωνα με το νόμο, έχω τις σχετικές ποινικές ευθύνες, καθότι τυγχάνω πλέον ιδιοκτήτης της λέξης. Οι μικρές λίστες που προανέφερα περιέχουν μόνο 40 μέχρι 150 λέξεις, όπερ αποδεικνύει την οκνηρία των δαιμόνιων λεξικογράφων μας. Οι ίδιοι λεξικογράφοι ισχυρίζονται ότι τα Φλοράδικα βασίζονται κυρίως στα αγγλικά. Αυτό το λένε επειδή ο ασήμαντος αριθμός των λέξεων που κατέγραψαν δεν τους επιτρέπει να προβούν σε σοβαρές στατιστικές. Έχω συγκεντρώσει ως τώρα κάπου 7000 λέξεις της Γλώσσας των Νέων. Και έχω διαπιστώσει μέσα στα Φλοράδικα, μιαν ισχυρότατη παρουσία της κλασικής μας αργκό που οι ερασιτέχνες λεξικογράφοι αγνοούν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παπάς, ο ιερέας στα καλιαρντά εκ των βακουλή (= Εκκλησία) και πουρός.

Το βακουλή χρησιμοποιείται σε πολλές λέξεις της καλιαρντής που σχετίζονται με την Εκκλησία. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) αναφέρει ως πιθανή ετυμολογία την προέλευση από τα αβάς (abbé στα γαλλικά) και kule = πύργος στα τουρκικά.

Ο δεύτερος, σπούδασε μαθηματικός ο Μιχάλης, ήσυχο παιδί, μαζεμένο, του Θεού. Της προσευχής και της μετανοίας. Τα κατάφερε αυτός, διορίστηκε, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, πέφτει το παραδάκι, ασφαλίστηκε, έκανε και μια λατσή κρεμάλα με μια μούτζα με μπερντέ, τη νύφη μου, τη Γαρυφαλλιά. Η νύφη μου είναι ψυχικιάρα, του «Κυργιελέησον» κι αυτή και με συμπονά. Τα πάμε καλά, μου στέκεται στα δύσκολα. Στο τέλος έγινε παπάς το θεόπαιδο. Τρία αδέρφια, το καθένα κι άλλο μπαϊράκι. Ο πρώτος, καππακάππας, ο δεύτερος, βακουλοπουρός, ο τρίτος, καραλούγκρα. (Από το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη «Ο Γύρος του Θανάτου»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified