Selected tags

Further tags

Χρησιμοποιείται ευρύτατα στην περιοχή της Θεσσαλίας. Δηλώνει άτομο συνήθως χαμηλής μόρφωσης και καλλιέργειας, με παρουσιαστικό στα όρια της κακογουστιάς (μαλλιά & ντύσιμο) που σε παρέες διασκεδάζει κάνοντας φασαρία και ενοχλώντας τους διπλανούς του.

Στο μπαρ χθες το βράδυ ήταν ωραία, μέχρι που πλάκωσαν κάποια γκαφάλια και την πέφτανε στις σερβιτόρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σύστριγκλο που απαρτίζεται από γκέι. Ή από τελειωμένες γυναίκες που εικάζουμε ότι φοράνε στριγκ. Είναι μάχη εκ του συστάδην. Τον όρο χρησιμοποιεί ο Λάκης Λαζόπουλος.

Κάλεσε χτες ο Τριανταφυλλόπουλος για το θέμα των γκέι γάμων, Βαλλιανάτο, Χατζηστεφάνου απ' τη μία, Παπαργυρόπουλο και Ιατρόπουλο απ' την άλλη, και τον Ανευλαβή για διαιτητή. Έγινε το σύστριγκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

[σ.σ: Το λήμμα καταχωρημένο στα ποντιακά διότι έτσι ακούστηκε από τον γράφοντα.]

Η χαρούμενη φασαρία είναι η κατάσταση ενός γάμου, ενός αρραβώνα ή κάποιου άλλου ευχάριστου γεγονότος που, όταν βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, δημιουργεί μια αναταραχή, μια αναμπουμπούλα, αλλά είναι χαρούμενο, παρ' όλες τις δυσκολίες, διότι έχει να κάνει με τις πιο αισιόδοξες στιγμές του ανθρώπου.

Για την φασαρία λοιπόν έχουμε:
- να γίνουν οι συνεννοήσεις με εκκλησίες, αυτοκίνητα, νυχτερινά κέντρα, ξενοδοχεία, μπομπονιέρες, νυφικά, φωτογράφους κλπ κλπ
- να γίνει η συνεννόηση με κουμπάρους
- να μαζευτούν οι συγγενείς
- να γνωριστούν άτομα που θα γίνουν συγγενείς
- να τηρηθούν χίλια-δυο έθιμα (εννοείται όχι μόνο από «υποχρέωση»)
- να ανταλλαγούν δώρα
- να ντυθεί ο γαμπρός και η νύφη ή, για άλλα συμβάντα, να ετοιμαστούν τέλος πάντων τα πρόσωπα που θα πρωταγωνιστήσουν
- να γίνουν οι ακολουθίες, τα γλέντια και οι χοροί
- να προληφθούν τίποτα εντάσεις και παρεξηγήσεις
- να προσεχθούν από τους ψυχραιμότερους αυτοί που συγκινούνται («γάμος χωρίς κλάμα και κηδεία χωρίς γέλιο δεν γίνεται»)

Για τα πρόσωπα που οργανώνουν και υφίστανται τα παραπάνω είναι σίγουρα μια τρομερά αγχώδης αναστάτωση (βλ. «όποιος δεν πάντρεψε κόρη και δεν έχτισε σπίτι δεν ξέρει τι θα πει ζωή»), που όμως, αν όλα πάνε καλά, αφήνει ευχάριστες αναμνήσεις, εξ ου και η έκφραση.

- Δέσκαλε, έλα ας πίνουμε έναν καφέν και τερούμε και το φλυτζάν!
- Έρχομαι κυρά-Ουρανία, νά 'σαι καλά!
- Α! Ντο ελέπω αδακά! Έναν χαρούμενον φασαρίαν!
- Δηλαδή;
- Τώρα σουμάδε ειν', παντριά εν', κατ' ελέπω, κατ' θα ίνετε αλλά κι ξέρω ντο θα έν' ατό. Μια φορά αγλήγορα θα σύρουμ' το χορόν!
- Χεχε, εσύ κάπου το πας, κάποια θέλεις να μου γνωρίσεις... Θα δούμε γιαγιά, μπορεί, ποιος ξέρει...
- Μ' ανασπαλείς να καλείς κι εμάς τη γεροντάδες!

[- Δάσκαλε, έλα να πιούμε ένα καφέ και να δούμε και το φλυτζάνι!
- Έρχομαι κυρά-Ουρανία, νά 'σαι καλά!
- Α! Τι βλέπω εδώ! Μια χαρούμενη φασαρία!
- Δηλαδή;
- Τώρα αρραβώνας [σημάδια] είναι, γάμος είναι, κάτι βλέπω, κάτι θα γίνει αλλά δεν ξέρω τι θα είναι αυτό. Πάντως, γρήγορα θα χορέψουμε!
- Χεχε, εσύ κάπου το πας, κάποια θέλεις να μου γνωρίσεις... Θα δούμε γιαγιά, μπορεί, ποιος ξέρει...
- Μη ξεχάσεις να καλέσεις κι εμάς τους γέροντες!]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το βλάχικο «τζάτσι» που σημαίνει δέκα (10).

Ο μύθος λέει ότι όταν οι βλάχοι φτιάχνανε τη γλώσσα τους και ειδικά την αρίθμηση (1: ούνου, 2: ντόι, 3: τρέι... 9: νουάουα), δεν μπορούσαν να σκεφτούνε κάτι για να βαφτίσουνε το δέκα. Τότε ένας γάιδαρος πέρασε και πάτησε μια δυνατή κλανιά (ΖΑΤΣ!) και έτσι βγάλανε το δέκα τζάτσι!

Σήμερα λόγω ακριβώς της ομοιότητας με τον ήχο της κλανιάς, χρησιμοποιείται για να περιγράψει το «τάπωμα» λεκτικό ή φυσικό. Χρησιμοποιείται συνήθως στην αρχή ή στο τέλος περιπαικτικών προτάσεων.

Συνηθίζεται πιο πολύ στη Λάρισα και γενικά στη Θεσσαλία πλην Βόλου, όπως επίσης και στα ορεινά του νομού Γρεβενών.

1: Πειραγμένοι πενηντάρηδες (ένας ΠΑΣΟΚ και ένας ΝΔ) παρακολουθούν το ντιμπέιτ των πολιτικών αρχηγών.

(ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ): -Δε θα μας μιλήσετε εσείς για διαφάνεια κ. Καραμανλή!
Πασόκος στο ΝΔ φίλο του: ΖΑΤΣ! Του την είπε τώρα, την πάτησε ο δικός σας!

2: - …και του πάτησε ένα μπουκέτο ρε φίλε... ΖΑΤΣ! Παρ' τον κάτω.

Δες και ζαρτ, κλάσιμο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θόρυβος, φασαρία, δυνατός θόρυβος με την μορφή δυνατού και συνεχόμενου βόμβου.

Κάνω τσαχαλί: κάνω φασαρία για ένα θέμα (όχι με την μορφή καυγά, αλλά δίνω έκταση σε ένα θέμα).

Αναφέρεται στο θόρυβο που κάνουν τα ζώα περνώντας ανάμεσα από χορτάρια (τσάχαλα). Προέρχεται από την λέξη τσάχαλο, την οποία συναντάμε συνήθως στην περιοχή της Ηπείρου. Τσάχαλο (το): τρίμμα ξύλου, αχύρου κ.ά. (άχει – άχι: χορταράκι).

Μεταφορικά: κάτι πολύ αδύνατο και ασθενικό, π.χ. έχει χέρια σαν ~ (πάπυρος larousse, το παπυράκι).

Και στο διαδίκτυο: σκουπιδάκι, μικρόν μόριον κονιορτού (Αραβ.), τρίμμα και ό,τι ξένο σώμα αιωρείται στο νερό, στο γάλα κλπ. Από το ψίχαλο (ψυχίον) =>ψάχαλο =>τσάχαλο

Σημ. σλαγκογράφου (sic): με μεγάλη έκπληξη διαπίστωσα ότι για τη λέξη “τσαχαλί”, που είναι πολύ συνηθισμένη για μένα, δεν υπήρχε αναφορά πουθενά στο διαδίκτυο.

1 Παιδιά γιατί κάνετε όλο αυτό το τσαχαλί; Φορέστε πιτζάμες και πέστε για ύπνο.

  1. - Τι έγινε ρε Μπάμπη και κάνεις τέτοιο τσαχαλί;
    - Δεν είδες τι μου είπε η κουφάλα;
    - Άσε ρε Μπάμπη, δεν είναι για τα μούτρα σου η γκόμενα.

Συμπληρωματικά, βλ. και τσαχάλισμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η έννοια του «στ' αρχίδια μου», αλλά στην εξειδικευμένη περίπτωση του «δεν μου καίγεται καρφί εφόσον εγώ περνάω καλά τώρα».

Μπορεί να καταταχθεί και ως μία από τις αιτίες της τωρινής κατάστασής μας!

(Πρέπει, βεβαίως, να αναφέρω -για να τον τιμήσω έτσι- τον δάσκαλό μου στην οδήγηση Αρίστο, ο οποίος μου έμαθε την φράση και την σημασία της).

Στ' αρχίδια μου τα δυο που 'ναι σα καμπαναριό, και γαμάνε και χτυπάνε κι όλο τον κόσμο τον ξυπνάνε. (Τι με νοιάζει τί φασαρία κάνουν αφού εγώ γαμάω τώρα;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή γκροϊντάφ / γκρ’ντάφ.

Σύνθετο, ηχομιμητικό, φαντεζί -όπως κάθε πελοποννησιακή λεξιπλασία- επιφωνοειδές ουσιαστικό (αλλά και επίρρημα, μετοχή), εκ των γκρίνια και νταφ, όπου «νταφ» εννοείται ο κρότος (παρ. 5), η υπερβολή (παρ. 6), η έκπληξη (παρ.7), το χτύπημα (παρ.8).

Πολλαπλά λοιπόν τα νοήματα του «νταφ», λιγοστοί οι περιορισμοί, ρευστή η χρήση.

Κατά συνέπεια κι ως εκτουτού, «γκριντάφ» σημαίνει την υπερβολική γκρίνια, τη χτυπητή γκρίνια, που προκαλεί έκπληξη, που παράγει κρότο κλπ. Κοινή λοιπόν η παρανόηση. Το «νταφ» δεν είναι και «γκριντάφ».

Συντακτικά το «γκριντάφ» μπορεί να πάρει θέση υποκειμένου (παρ.1), αντικειμένου (παρ. 2), επιρρηματικού προσδιορισμού (παρ. 3), τροπικής μετοχής.

Δέον να σημειωθεί ότι η κατά τα πελοποννησιακά ειωθότα προσθήκη ελληνοπρεπούς κατάληξης στις λεξιπλασίες που λήγουν χειλοδοντουρανικόληκτα διευρύνει τη χρήση των (π.χ. γκρινταφ-ιάζω, γκρινταφ-ητό, γκρινταφ-ίαση κ.ο.κ).

  1. Το γκριντάφ πάει σύννεφο!

  2. Σταμάτα το γκριντάφ...

  3. Όλη τη νύχτα γκριντάφ...

  4. Τον πήγε γκριντάφ μέχρι τη Χαβάη.

(νταφ):
5. Εκεί που είχαμε πιει τα κρασhά μας, μερακλώgνει ο Αντωνόπ’λος, βγάνjει τη διμούτσουνjη στο τραπέζι του γάμου και Νταφ-κίχου, νταφ-κίχου, νταφ-κίχου. Μας κόπηκε η περίοδος. (όπου κίχου, η ηχώ της βοgλίδας στο καταρράχι)

  1. Τραβάει τελευταίο φύλλο και νταφ μ’απιθώνjει ένα «ρέστα» χεροπηχιάρικο. Τον κοιτάω, «γιατί ρε φούλ’ ρέστα;».. «έτσι μου καπίνjησε» μ’απαντάει. Του τραβάω κι εγώ ένα παλικαρίσhο νταφ «τα βλέπω» και δενjείχα μετά ούτε για να πάρω τσιγάρα»

  2. Αgνοίγω την πόρτα και νταφ! τι να ιδώ; Ο Κοζότ με τον Μυτίτσα μου έκαναν πάρτυ γενεθgλίων!

  3. χτύπημα: ντάφ στο κεφάλι, να. Ξερό το τσόgνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τσιρίδα που ακούγεται σε τηλεοπτικά παραθύρια ή από τηλεντελάληδες που διαλαλούν την όποια πραμάτεια τους, μετατρέποντας την τηλεόραση σε άλλο τσιριδοκούτι. Αυτός που συνηθίζει την τηλετσιρίδα χαρακτηρίζεται ως τηλετσιρίδας με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον πολιτικό Άδωνη Γεωργιάδη.

1. Σ´ έχουν πάρει κοντά τα κολλεγιόπαιδα ως τηλετσιρίδα και ενδεχομένως για να σπάνε πλάκα. Κατέβασε λίγο τον αμανέ.

2. Με τον τηλετσιρίδα υπουργό η υγεία μας είναι εξασφαλισμένη ανεξάρτητα από τη χρήση της τεχνολογίας. η κάλπη μίλησε ο λαός ψήφισε

(από Khan, 11/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπάσο τύμπανο (αγγλικά: bass drum), επίσης γνωστό ως μπότα ή κάσα (προερχόμενο από το ιταλικό cassa), είναι το μεγαλύτερο τύμπανο του συνόλου και χρησιμοποιείται για την παραγωγή βαθύφωνων τόνων. Η κάσα στην καθομιλουμένη των ντράμερ ή γενικότερα μουσικών κρουστών λέγεται και γκρανκάσα.

Συχνά γκρανκάσα λέμε μια γριά ή τουλάχιστον λέγαν οι παλαιότεροι (μπαμπαδισμός). Λογική δεν υπάρχει. Ίσως το γεγονός πως η λέξη είναι παλαιά ιταλική από την περίοδο της προκλασικής μουσικής και το συγκεκριμένο όργανο είναι μεγάλο, βαρύ και θορυβώδες, έφερε στο μυαλό των Νεοελλήνων παλαιοτέρων δεκαετιών που λίγη σχέση είχαν με μουσική παιδεία την εικόνα μιας άσχημης και γκρινιάρας ''μέγαιρας'' γριάς γυναίκας.

- Βρε την γκρανκάσα όλη μέρα γκρινιάζει.
- Πούτσο θέλει η πουτανόγρια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ραδιόφωνο στα καλιαρντά, επειδή σε ζαλίζει με τους ήχους του σαν να είναι μια φλύαρη φιλενάδα. (Προφ στην εποχή που αναπτύχθηκαν τα καλιαρντά το ραδιόφωνο ήταν το κύριο μέσο επικοινωνίας). Συνώνυμο: μπεναβοκουσκούσι.

  1. Απαπα τη ζαλίστρα την αφήνω για τη κατέ. Αυτό μου έλειπε να καταντήσω σαν κι αυτή. Όλες ίσα κι όμοια; Θα 'ρχόμανε μαρή να αβέλουμε κουσούμια αλλά μου 'χει σωθεί ο μπερντές και λέω να βγω λίγο στο καλντερίμι της χαράς μπας και βγάλω τίποτα σήμερα που είναι Σαββατόβραδο..... (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).

  2. - Λονδίνο καταντήσαμε! Λονδίνο!
    - Μη σου πω και αμέρικαν μπαρ!
    - Α κατάλαβα η ria άκουγε τη κατέ στη ζαλίστρα να παίζει μουσική και να τα χώνει!!!!! (Μαρινάκι αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified