Μονάδα μέτρησης κόκας ή πρέζας ή (σε μερικές περιπτώσεις) μπάφου.

- Ρε μαλάκα, πόσο κοκό πήρες;
- Πέντε τζι πήρα, δε φτάνουν ρε;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποσότητα ναρκωτικής ουσίας, το «πράγμα». Το φτιάξιμο. Χρησιμοποιείται κυρίως για το χασίς, συχνά δε και για σκόνες.

- Άσε, μού 'πεσε το σταφ στον δρόμο δεν έχουμε ούτε ένα τσιγάρο να πιούμε... Πίκρααα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που επιθυμεί πολύ ναρκωτική κυρίως ουσία. Το βιομηχανικό τσιγάρο ή το προερχόμενο από άλλου είδους ζαρζαβατικά.

  2. Προέρχεται από το τούρκικο harman, που είναι η έλλειψη τσιγάρου, το χαρμάνιασμα.

  3. Ρήμα: χαρμανιάζω.

  1. «Χαρμάνης είμαι απ΄το πρωί πάω για να φουμάρω...» (το λέει και το song)

  2. Ρε συ πάμε για ένα τσιγάρο, χαρμάνιασα τόση ώρα.

Μαύρα Χαρμάνια (από panos1962, 06/11/09)Χαρμάνης (από panos1962, 06/11/09)Να τελειώνουμε παιδιά, χαρμάνιασα! (από panos1962, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικός και λιγάκι απαρχαιωμένος όρος που προέρχεται ή έστω διαδόθηκε από την ιδιόλεκτο των χάπατων στα 90's και που περιγράφει την ευφοριογόνο (αγαπογόνο ίσως) ψυχοτρόπο δράση διάφορων ουσιών (με πατριάρχη το eψιλον), σε αντιδιαστολή προς την παραισθησιογόνο (που εξασφαλίζεται από τη συνομοταξία των τριπακίων).

Συντάσσεται με το «δίνω», «βγάζω», σπανιώτατα «σκάω φήλινγκ». Πιο ιδιότροπη και τώρα πιο διαδεδομένη η χρήση ως περιγραφή του γενικού κλίματος και συναισθήματος που αποπνέει ένας μέρος και μια κατάσταση.

Ακόμα πιο ιδιότροπη η χρήση του ως περιγραφή της «αύρας» ενός ατόμου (βλ. παράδειγμα).

- Τι λέει ο καινούργιος συνάδελφος; - Καλά με τον καΐλα δε βγάζεις άκρη... Τον έχωσα λίγο να βοηθήσει στο πατάρι και άρχισε και μου λέγε «Αδερφέ, το φήλινγκ σου, την αλήθεια σου να μη χάσεις, αυτό έχει σημασία». Τα πιάσαμε τα λεφτά μας λέω....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρενέργειες από ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών οφειλόμενες είτε σε νοθευμένη ποσότητα, είτε σε ελλιπή μέτρα υγιεινής κατά τη χρήση. Περιλαμβάνονται: τρέμουλο, εφίδρωση, έμετοι, σπασμοί κ.α.

- Τί έχει ο χοντρός κι είναι έτσι;
- Άσε. Μάλλον ήτανε βρώμικο το σέο κι έπαθε ντέρτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρμένο από την αγγλική λέξη drugs, που σημαίνει ναρκωτικά.

Παίζει παρτάκι με ντρόγκια το Σάββατο...

Μηδοπάσα: Jeanoir (από Khan, 30/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται, στην διάλεκτο των ναρκωτικών, όταν το stuff δεν είναι καλό.

-Χάλια η ζα (ηρωίνη), δεν την άκουσα καθόλου, κιούσπα θα ήταν.

-Kιούσπα το χόρτο (χασίσι), από κάνα νεκροταφείο θα το έμασαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό speed και κατ' επέκταση από το «σπιντάκι» (άλλως: μεθαμφεταμίνη): η κεκτημένη ταχύτητα, η υπερβολική ενέργεια που μας ξεπερνά για κάποιον λόγο -ο οποίος λόγος κάλλιστα μπορεί να είναι εσωτερική ένταση. Το ρήμα είναι σπιντάρω. Το λέμε και για αυτοκίνητα και γενικότερα με οτιδήποτε σχετίζεται με ταχύτητα.

Προφέρεται σπίdα και όχι σπίntα.
Γράφεται και με -η-.

Σήμερα το πρωί δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου... και ξαφνικά μ' έπιασε μια σπίντα άλλο πράμα, πέταγα, ούτε ξέρω πώς τα έκανα όλα μέσα σε χρόνο dt... και τώρα είμαι κομμάτια...

(από Vrastaman, 19/02/09)

βλ. και σπινταριστός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως παρατηρεί η χρήστρια Mes, το σνιφ είναι το ρούφηγμα της μύτης μετά το κλάμα. Οπότε το σνιφάρω είναι ηχομιμητική λέξη που δηλώνει την εισπνοή από την μύτη μαζί με άλλη ουσία, τα δάκρυα και μύξες στα Μικυμάου, ή συνηθέστερα κάποια ναρκωτική ουσία, όπως η κοκαΐνη. Κοινώς, το να κάνεις μυτιά ή μύτινγκ. Χρησιμοποιείται και για οτιδήποτε άλλο μπορεί να έχει λειτουργία ναρκωτικού.

Συνήθης έκφραση: σνιφάρω γραμμές.

  1. (από την Ελευθεροτυπία)
    «Τώρα σνιφάρω μόνο μουσική. Είναι πιο δυνατή από οποιαδήποτε ποσότητα κόκα».

  2. (Από βλόγιον)
    «Σνιφάρω κρατισμό.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουδεμία σχέση με το πασίγνωστο λαϊκάντζικο, τουρκαλάδικης προελεύσεως ντέρτι - dert, που σημαίνει το βάσανο, τον καημό, το μαράζι, το μεράκι και άλλα γλοιώδη που παραπέμπουν σε ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες.

Ντέρτι (dirty = βρόμικο, βρωμιά) είναι αγγλικός όρος της διεθνούς των ναρκωτικών. Είναι η δηλητηρίαση του αίματος, η πλέον συνηθισμένη αρρώστια από την ενδοφλέβια χρήση ηρωίνης, η πλέον κλασική νίλα που μπορεί να φάει κανείς από ένα βάρεμα / σουτάρισμα πρέζας.

Ο ενεσάκιας / δοσάκιας παθαίνει ντέρτι, όταν ξένα σώματα / προσμείξεις / βρομιές / μικρόβια / μύκητες παρεισφρήσουν στο ενέσιμο διάλυμα κατά το μαγείρεμα και ακολούθως περάσουν στο αίμα. Το ντέρτι είναι βέβαια όρος-ομπρέλα: ντέρτι από ντέρτι διαφέρει.

Δεν είναι εύκολο να εντοπίσεις από που προήλθε η βρομιά. Το πιο συνηθισμένο είναι να βρίσκεται ήδη στη σκόνη που ψώνισες. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, κυκλοφορεί η πλέον νοθευμένη ηρωίνη όλης της Ευρώπης (μόνο 20% κατά μ.ο. καθαρή ουσία). Ουσίες νοθείας («κοψίματος») μπορεί να είναι οτιδήποτε, από ζάχαρη και ντεπόν μέχρι κιμωλία, μαρμαρόσκονη και έτερα οικοδομικά υλικά... Βρόμικο μπορεί να είναι και το κουταλάκι επί του οποίου έλαβε χώρα το μαγείρεμα. Βρόμικο μπορεί να είναι το χρησιμοποιημένο σέο (σύριγγα-φυσούνα-γκαν) με το οποίο έγινε η ένεση. Ξένα σώματα μπορεί να είχε ακόμη και το αγνό όξινο λεμονάκι που χρησιμοποίησες ως διαλύτη.

Τα συμπτώματα του ντέρτι είναι παρόμοια με αυτά μιας γερής ίωσης: ρίγη, ζαλάδες, πυρετά, πόνοι στα κόκαλα, τάση για εμετό κλπ. Καλό είναι μόλις εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα, να πλακώσεις κανά δυό ασπιρινιές, μπας και το καταστείλεις. Αλλιώς, πάμε στα πιο χοντρά, π.χ. κάποιο φαρμάκι για τα σπασμωδικά σοκ... Το ντέρτι κρατά συνήθως αρκετές ωρίτσες, όπου πονάς ολόκληρος, ιδρώνεις και ξεϊδρώνεις, σπαρταράς σαν το ψάρι έξω απ' το νερό. Οι πρεζάκηδες παραμυθιάζονται πως σου περνάει αν ξαναπιείς στο καπάκι απ' τη βρώμικη πρέζα... Κλασικός αστικός μύθος που παίζει πολύ και για τα ξίδια.

Ως ελάχιστο μέτρο προφύλαξης από το ντέρτι, οι πρεζάκηδες ρίχνουν στο κουτάλι, αφού η σκόνη βραστεί και βρίσκεται σε υγρή μορφή, ένα κομμάτι μπαμπάκι ή ένα φίλτρο από τσιγάρο (συνήθως τα μικρούλια φιλτράκια για στριφτά). Εκεί καρφώνουν τη βελόνα και μέσω αυτού κάνουν την αναρρόφηση προς τη σύριγγα.

  1. Το απλό ντέρτι σίγουρα δεν είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να πάθει κανείς από ενδοφλέβια χρήση πρέζας. Από χρησιμοποιημένες και μη αποστειρωμένες σύριγγες κονομάς πολύ χειρότερα πράγματα: έιτζ, ηπατίτιδες, ενδοκαρδίτιδες, τέτανους.

  2. κανονίζει να προμηθεύεται τακτικά σωστά κομμένη πρέζα ώστε να μην αρωσταίνει αλλά και να μην παθαίνει ντέρτι. (Από εδώ)

  3. Συχνά οι χρήστες παθαίνουν το λεγόμενο «ντέρτι» (dirty - βρώμικο), όταν ξένα σώματα ή προσμείξεις παρεισφρύσουν στο ενέσιμο διάλυμα, με σημαντικούς κινδύνους για τη ζωή τους. (Από εδώ)

πρέζα (από johnblack, 07/08/09)Dirty: ρίγη, ζαλάδες, πυρετά, πόνοι στις δαγκάνες, ταση για εμετό κλπ.  (από Vrastaman, 07/08/09)Κίμωλος: Η "κιμωλία γη" χρησιμοποιείται για το κόψιμο της ηρωΐνης.  (από allivegp, 07/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified