Further tags

Χρησιμοποιείται στα games, κυρίως στα online. Πρόκειται για τον εξαιρετικό noob, δηλαδή ανίκανο, ανήμπορο συνήθως χαζό και εντελώς αστοιχείωτο στο να παίξει ένα συγκεκριμένο παιχνίδι...

Μπορεί να βρεθεί και ως νουμποφιντέρι, νούμπακλας, τριπλός αυτιστικός νουμπάς ή νουμπομπετόβλακας.

  1. - ΤΙ κάνεις ρε τριπλονούμπακλαααα!!!! Μόλνιρ στο huskar?!!!!??! (DOTA online game)

  2. - Παράτα το CS, είσαι αστοιχείωτος τριπλονούμπακλας!!!!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά σημαντική θέση σε εταιρία, αλλά μόνο γι' αυτόν που την κατέχει.

Προκύπτει από τη φράση «Άι φέρ'» που το εκάστοτε αφεντικό παγίως απευθύνει προς τον υφιστάμενο του. Το παιδί για όλες τις δουλειές.

- Άι φέρ' τα γκομενάκια, να τα περάσω οντισιόν. - Να φέρου και καπότες;
- Ναι ρε, φέρε και καμία δεκαριά και από αυτές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιότερα αποτελούσε μειωτικό χαρακτηρισμό των οπαδών και μελών της ομάδας του Παναθηναϊκού στη λογική ότι η ομάδα εκπροσωπούσε τα αστικά και μεγαλοαστικά στρώματα της Αθήνας, και δη των Βορείων Προαστίων, με λίγα λόγια τους φλώρους της υπόθεσης, σε αντίθεση με τον αιώνιο αντίπαλο Ολυμπιακό, που αντιπροσώπευε το λιμάνι, την εργατιά και την προσφυγιά (λέμε τώρα) ή τις προσφυγικές ομάδες της Α.Ε.Κ. και του Π.Α.Ο.Κ.

Ως προς την ετυμολογία του τζιτζιφιόγκου βρήκα εδώ την ενδιαφέρουσα (πλην όχι σίγουρη) άποψη ότι πρόκειται για νόθο σύνθετο από το τουρκικό τζιτζί (< cici = ωραίος, χαριτωμένος) και το φιόγκος.

Νικώντας οι «μαουνιέρηδες» τους «τζιτζιφιόγκους» ήταν σαν να νικούσαν οι Αποκάτω τους Αποπάνω. Ιδεολόγημα; Βεβαιότατα! Και αν, μάλιστα, κάτσεις και καλοσκεφτείς ότι «τζιτζιφιόγκοι» δεν ήσαν οι ποδοσφαιριστές του ΠΑΟ (που ήσαν μεν και εκείνοι παιδιά των λαϊκών τάξεων, αλλά έπαιζαν για την ομάδα της «καλής κοινωνίας»), τότε το συγκεκριμένο ιδεολόγημα γίνεται αφόρητο και απύθμενο.
Ωστόσο, ιδεολόγημα-ξεϊδεολόγημα, από όλη αυτή τη συγκρουσική ιστορία έβγαινε κάθε Κυριακή απόγευμα ένα συμπέρασμα: ότι ο εργατικός και προσφυγικός Πειραιάς νικά την καλοταϊσμένη Αθήνα των βολεμένων αστών. (Εδώ).

Μια χρήση του "τζιτζιφιόγκος" που έχει συζητηθεί, από πρώην (πλέον) στέλεχος του Ποταμιού. (από Khan, 02/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δημοσιογράφος ή δημοσιοκάφρος, κυρίως ο τηλεοπτικός τοιούτος, ως αναληταράς αναλισκόμενος σε μπλαμπλά σε τηλεοπτικά παραθύρια. Εν ολίγοις αυτός που μιλάει για πολλά χωρίς να λέει τίποτα ουσιαστικό, καταφεύγοντας συχνά σε μηντιακούς τουκανισμούς.

  1. Επίσης, τα Δελτία Ειδήσεων, ΔΕΝ έχουν… ειδήσεις, πια. ΔΕΝ αφορούν γεγονότα, κατά 90%- για να είμαι και λαρτζ. Κύκλοι και περιβάλλοντα, είτε της ελληνικής τρόικα είτε της ξένης, διαρρέουν επιθυμίες και σχέδια σε ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΥΣ και ΑΜΟΡΦΩΤΟΥΣ δημοσιομπλαμπλάδες (αυτοί που θέτουν την ατζέντα κάθε μέρα, ΔΕΝ γράφουν, πουθενά, τίποτα, παρά, μόνο μιλάνε), τα οποία τα αναλύουν για μέεεεερες τα «βαριά χαρτιά» των ΜΜΕ, οι αναλυταράδες αληταράδες (= σφουγγοκωλάριοι ιδιοκτητών, -που είναι σφουγγοκωλάριοι πολιτικών κι οι τελευταίοι γιουσουφάκια τραπεζιτών). Θυμίζω: θα πάρουμε ή δεν θα πάρουμε τη δόση; Από το τέλος των διακοπών, τέλος Αυγούστου, πρώτο θέμα, διαρκώς. Μέχρι το τέλος του χρόνου! Πρόσφατη διαρροή: «κατώτατος μισθός» και «απολύσεις στο δημόσιο».
    Είδηση είναι το γεγονός: ποιος, πού, πότε, γιατί. Είδηση είναι, πχ, ότι: χθες, στην Λάρισα, ΔΥΟ παιδιά, ΕΙΚΟΣΑΡΗΔΕΣ φοιτητές, πέθαναν και άλλα ΤΡΙΑ συνομήλικά τους χαροπαλεύουν, λόγω ΦΤΩΧΕΙΑΣ (= ΔΕΝ είχαν λεφτά για ηλεκτρικό ή πετρέλαιο). (Εδώ).

  2. Όμως, αντι γι' αυτά, το βράδυ θα ακούμε τους δημοσιομπλαμπλάδες να ουρλιάζουν για πράγματα που όχι μόνο το 85% του κόσμου, αλλά ούτε ΚΑΝ οι ίδιοι δεν ξέρουν! Και δώσ' του για PSI, EMFS, default, «κουρέματα», «κλειδώματα», απομειώσεις, επιτόκιο 4,8% ή 8%, βρετανικό δίκαιο, παράγωγα και δομημένα ομόλογα ασφαλιστικών ταμείων... (Εδώ).

  3. Θα πρέπει να σταματήσουν να λέγονται, -αφού δεν είναι-, δημοσιογράφοι, όσοι δουλεύουν στην Τηλεόραση. Τι σχέση έχει ένα “κανάλι” με μια εφημερίδα ή περιοδικό; Οι μεν μιλάνε οι δε ΓΡΑΦΟΥΝ. “Δημοσιομπλαμπλάδες” θα ήταν ένας περιγραφικότατα ταιριαστός όρος. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι, γιατί οι πραγματικοί δημοσιογράφοι, αυτοί που ΓΡΑΦΟΥΝ καθημερινά κι εδώ και χρόνια, ΔΕΝ προσβάλλονται- θίγονται μ’ αυτήν την κατάσταση. (Εδώ).

  4. Λεβέντης, όταν πήγε ο πονηρίας βαψομαλιάς και δημοσιομπλαμπλάς, τότε, να του κάνει πλάκα με μια πίτσα. (Εδώ).

(από Khan, 06/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aπό το φράγκα + killer. Ο τσιγκούνης. Συνώνυμα: [φραγκοφονιάς], γερο-Λαδάς.

Ο Μήτσος είναι μεγάλος φραγκοκίλερ: πήγε ραντεβού με την Καίτη και ούτε ένα καφέ δεν την κέρασε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φλύαρος, αυτός που μιλάει πολύ χωρίς να λέει τίποτα το ουσιαστικό, εκ του μπλαμπλά που αποτελεί ηχομιμητική λέξη, η οποία δηλώνει την συνομιλία. Ενίοτε δηλώνει και τον κομπορρήμονα, τον καυχησιάρη. Επίσης, όσους εξ επαγγέλματος καταφεύγουν σε ατέρμονη αναπαραγωγή ξύλινης γλώσσας, καθώς οι πολιτικοί και οι δημοσιομπλαμπλάδες.

Trivium: Ο μπλαμπλάς ήταν επίσης «παιχνιδάκι που είχε κυκλοφορήσει από την AS γύρω στο 1995. Ήταν μια μικρή συσκευούλα σε μέγεθος παλάμης που ήταν στην ουσία ένα μίνι μαγνητοφωνάκι. Μπορούσε να ηχογραφήσει λίγα δευτερόλεπτα και μετά να τα επαναλαμβάνει. Είχε ένα μεγάλο μεγάφωνο, δύο κουμπιά (ένα για να ξεκινήσει η ηχογράφηση και ένα για να παίξει η ηχογράφηση) και στο πλάι μια ροδέλα ρύθμισης της έντασης του ήχου». (Δες).

  1. Για να δούμε, θα ακούσουμε κάτι συγκεκριμένο ή θα είναι και πάλι μια σούπα από μπόλικους μπλαμπλάδες και ακατανόητα ιδεολογήματα... (Εδώ).

  2. Ο άσχετος δημοκράτης μπλαμπλάς. (Εδώ).

  3. αφιερωμενο σε όλους τους γαμιάδες μπλαμπλάδες (Εδώ).

Και μπλαμπλάκιας. Στο 1.53. Μυδασίστ: Σφυρίζων. (από Khan, 21/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος ακατάσχετα φλύαρος και, κατ' επέκταση, αερολόγος. Διακόπτει τους άλλους συνεχώς - π.χ. άσε, πού να σου λέω ή, καλά, άμα σου πω τι έπαθα ... - μονοπωλεί μονίμως την κουβέντα, λέει μόνο για να λέει και λατρεύει τον ήχο της φωνής του.

Η λέξη σχηματίζεται από το μπουρ-μπουρ (ή, μπούρου-μπούρου βλ. και μπούρου-μπούρου μαλακίες) με δεύτερο συνθετικό το -αγάς, όπου αγάς είναι ο τοπικός διοικητής ή αφέντης την εποχή της Τουρκοκρατίας. Ο μπουρμπούραγας, λοιπόν, δεν είναι απλώς πολυλογάς - είναι και ο αρχηγός των πολυλογάδων και, ωσεκτουτού, απίστευτος σπασοκλαμπάνιας.

Στον επαγγελματικό στίβο, ο μπουρμπούραγας απαντάται συχνά στους χώρους των πωλήσεων και του πι-αρ όπου διακρίνεται ως biri biri maker. Αν ακολουθήσει καριέρα πανεπιστημιακή/νομική/τηλεοπτική συχνά εξελίσσεται σε ειδικό μπουρδολόγο / παπαρολόγο. Στο οικογενειακό περιβάλλον είναι ιδιαίτερα ενοχλητικός αν έχει και άποψη για τα θέματα του νοικοκυριού - αν είναι, δηλαδή, και γυναικοθόδωρος.

Σημειωτεόν ότι ο όρος μπουρμπούραγας δέον να χρησιμοποιείται μόνον για άντρες. Μια γυναίκα μπορεί να χαρακτηρισθεί μπουρμπούρα αλλά συνηθέστερα την λέμε γλωσσού, γλωσσοκοπάνα, γαλιάντρα ή κατίνα - αν και όλα αυτά έχουν κάποιες λεπτές νοηματικές διαφορές.

- Καλέ, τι πράμα είναι αυτός ο ξάδερφος σου ... πρώτος μπουρμπούραγας ... ήρθε επίσκεψη προχτές, αρμένικη βίζιτα την έκανε ... τρεις ώρες έκατσε, γλώσσα μέσα δεν έβαλε ... μπούρου-μπούρου και μπούρου-μπούρου, μας έπρηξε ... και πανάθεμα με αν θυμάμαι ένα πράμα που μας είπε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως Flockerface ορίζεται ο άνδρας, του οποίου το κεφάλι κατά τον αυνανισμό (ή το παίξιμο του πέους του από κάποια γυναίκα) βρίσκεται εντός της ακτίνας δράσης μαλακίας, με αποτέλεσμα τα σπέρματα να εκτοξευθούν στο απροστάτευτο πρόσωπό του.

Ο φλοκοπόταμος θεωρείται ότι επιδεινώνει το συγκεκριμένο φαινόμενο.

Ο Flockerface συνήθως δε λέει σε κανέναν για την εμπειρία του υπό τον φόβο μη γίνει περίγελος στους φίλους του.

-Καλά ρε μαλάκα, πόσο καιρό είχες να τραβήξεις;
-Γάμησέ τα, είχαμε αγαμίες τον τελευταίο καιρό...
-Και έχυσες το πρόσωπό σου ρε flockerface; Ντροπή του αντρικού πληθυσμού! Απεόφοβε!
-Μην το πεις στα παιδιά όμως ρε μαλάκα, στο λέω εμπιστευτικά...

Κάνει και πρώτης τάξεως ξύρισμα (από Vrastaman, 04/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικά η ομάδα της Α.Ε.Κ. (Αθλητική Ένωση Κωνσταντινουπόλεως) ή ο οπαδός της, προφανώς λόγω της κωνσταντινοπολιτικής καταγωγής της που για πολλούς παραπέμπει σε σεράγια, χαρέμια και ταλιμπάν, γενικά σε έναν οριενταλισμό. Βλ. και χανούμι.

Σχετική και η γηπεδική ρίμα «χανούμισσα χανούμισσα, ήρθες και στον ακούμπησα».

  1. την γλιτωσες την 100αρα χανουμισσα (Εδώ).

  2. φερανε διπλό μεσα στη χανουμισσα. (Εδώ).

(από Khan, 20/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα τηλεοπτικά στούντιο ειδήσεων, η χειρίστρια γεννήτριας χαρακτήρων. Με άλλα λόγια, η κοπέλα -οι άνδρες είναι σπανιότατοι στο επάγγελμα- που κάθεται σ' ένα κομπιούτερ και ρίχνει τα σούπερ. Όπου σούπερ, είναι οι ταινίες ή κάρτες με τα γράμματα που εξηγούν ποιος μαϊντανός παπαρολόγος είναι σε κάθε παράθυρο, ποιος πανελίστας αφιερώνει αυτή τη στιγμή και πόσοι είναι οι νεκροί από τις επιθέσεις στη Βομβάη. Σε ορισμένα κανάλια, η σουπερατζού χειρίζεται επίσης και το λογισμικό που χωρίζει τα παράθυρα, φτιάχνει κάποια γραφικά κλπ. Οι σουπερατζούδες δουλεύουν υπό μεγάλη πίεση -διότι πολλά πρέπει να γίνουν ζωντανά και σε χρόνο dt και, έτσι κι αλλιώς, λόγω των ατόμων που τις περιστοιχίζουν.

Το σουπερατζού είναι κατ'αρχήν απαξιωτικό αλλά έχει καθιερωθεί. Πιο προσβλητικό είναι στην τρέχουσα το superwoman το οποίο εκφέρεται πάντα με μεγάλη δόση ειρωνείας από τους πολ μουρ συναδέλφους.

Μετά από συμπλήρωση εικοσαετίας σε αυτή τη δουλειά, οι σουπερατζούδες συνταξιοδοτούνται και η Εκκλησία μας τις ανακηρύσσει αγίες. Καμμία δεν έχει αντέξει τόσο πολύ.

- Νταξναούμ, το μάνα ρέιβερ έμεινε ... αλλά, είναι γεγονός ότι οι κοπέλες δουλεύουνε με φοβερή πίεση ...
- Ναι, ρε μαλάκα, αλλά έχουνε πλάκα ... προχτές θέλανε να πούνε «Εύα Καϊλή - τώρα» και στο σούπερ βγάλανε «Εύα Καυλή - τώρα» ...
- Πώς ήτανε εκείνο το έργο, ρε συ ... Τόρα-Τόρα-Τόρα ... τύφλα νάχει ο Μπεν Χουρ ...
- Γιατί, παιδιά, άδικο είχανε με την Καϊλή; ... Εγώ σας το λέω, δε φταίνε, οι σουπερατζούδες ... οι δημοσιοκάφροι τους τα λένε λάθος ... για να μη σου πω κι επίτηδες λάθος, για να γίνει τζόγος ...
- Σωστόστ ... σα την άλλη φορά πούχανε ρίξει «Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, φοιτητής στο Βελιγράδι» ...

(σ.σ. Όλα τα παραδείγματα είναι πραγματικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified