Η παντελώς αγάμητη γυναίκα. Τόσο πολύ, που το μουνί της έχει αραχνιάσει.
Εσύ, αραχνομούνα, θα βρεις ποτέ κανένα γκόμενο;
Η παντελώς αγάμητη γυναίκα. Τόσο πολύ, που το μουνί της έχει αραχνιάσει.
Εσύ, αραχνομούνα, θα βρεις ποτέ κανένα γκόμενο;
Βλ. και πιάνω αράχνες.
Got a better definition? Add it!
Ντεκολτέ που, παρόλο το ελπιδοφόρο βάθος του, αποκαλύπτει ένα σχεδόν επίπεδο στήθος. Το επίθετο απαντά μόνο στο ουδέτερο γένος και σχεδόν αποκλειστικά στη φράση «αβυζαλέο ντεκολτέ».
- Ωραίο το φορεματάκι της Μαρίας σήμερα ε; Σχίσιμο πίσω, ντεκολτέεε... μπράααβο το Μαράκι.
- Ναι αλλά πέρασα από δίπλα της πριν κι έριξα ματιά. Δε λέει τίποτα, το ντεκολτέ είναι αβυζαλέο...
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Αυτή που παίζει σε τσόντες.
Η Τερέζα Ορλόφσκι δεν είναι μόνο διάσημη τσοντού αλλά και γνωστή παραγωγός πορνοταινιών.
Got a better definition? Add it!
Σαββατοκύριακο-τριήμερο με την γκόμενα, για τον πούτσο... Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται όπως το πουσουκού (παρρασκευοσαββατοκύριακο)!
- Θα κάνουμε ρε τίποτα αύριο;
- Μπα δεν θα μπορώ ρε, θα φύγω για πουτσουκού...
- Ααα, κατάλαβα... τα λέμε!
Got a better definition? Add it!
Αλλιώς και χάφτας, είναι ο τύπος που τον σέρνει η γκόμενα όπου αυτή θέλει και γενικότερα τον κάνει ό,τι θέλει.
Κοίτα ρε τον χάφτα πώς τον σέρνει απ' τη μύτη...
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα κάπως μεγάλης ηλικίας που συμπεριφέρεται και ντύνεται σαν νεαρή κοπέλα και προσπαθεί ατυχώς να μιμηθεί τους σεξουαλικούς κώδικες του φλέρτ των νεαρών κοριτσιών.
Αρσενικό: πουρότεκνο, πουρογκόμενος.
-Η Χ στο Ψ σόου στην τηλεόραση κάνει τη μπέμπα και όλο χαριεντίζεται με τους παίκτες!
- Κλασική πουρογκόμενα, είναι τουλάχιστον 50 και το παίζει εικοσάρα!
Σχετικά: γρέτζω, ξεκωλόγρια, πιπινόγρια, Γρετζώρα.
Got a better definition? Add it!
Τα πολύ μικρό γυναικείο στήθος. Η λέξη αποτελείται από το γάτα + βυζιά -- βυζιά μικρά σαν της γάτας.
Τι φοράει αυτή το wonderbra; Ό,τι και να κάνει, γατόβυζα θα έχει...
Got a better definition? Add it!
Είδος ανδρός που απλώς περιφέρεται γύρω από γυναίκα, η οποία αφήνει τεχνηέντως να πλανάται στον αέρα η πιθανότητα του sex, χωρίς όμως να έχει το θάρρος για τα περαιτέρω. Αρκείται απλώς στη μυρωδιά που αναδύεται από την «ευαίσθητη περιοχή»... Σχεδόν πάντα είναι παρατρεχάμενός της και της κάνει θελήματα.
Τον έχει για θελήματα κι' αυτός αντί να την κουτουπώσει, τη μυρίζει μόνο.
Βλ. και καληνυχτάκιας, γκομενοβοσκός, μουνοβοσκός, γκομενοφύλακας, ανεμογάμης.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ιδιαίτερη κατηγορία γυναικών με ιδιαιτέρως μικρό στήθος (το επονομαζόμενο και «πλάκα») και με οπίσθια που δεν γεμίζουν ακριβώς το παντελόνι.
- Το είδες το Τζενάκι; Κουκλί μονάχο!
- Καλή φάτσα, δε λέω, αλλά αβύζου και ακώλου γωνία ρε παιδάκι μου.
Βλ. και κόντρα πλακέ, αβυζαλέο, το.
Got a better definition? Add it!