Λέξη, περιπαικτική, που περιγράφει καλές κοπέλες από κακές οικογένειες, ή κακές κοπέλες από καλές οικογένειες, ή τέλος πάντων οποιουδήποτε συνδυασμού, οι οποίες, όπως αφήνει να εννοηθεί το λήμμα, απλά είτε κερατώνουν τον σύντροφο τους, είτε γενικά την πλέκουν την κάλτσα του φαντάρου.

Παράφραση του ονόματος της ηρωίδος του γνωστού μυθιστορήματος της Λιλής Ζωγράφου, «Η αγάπη άργησε μια μέρα», που διασκευάστηκε σε σήριαλ για την ελληνική τηλεόραση το 1997 (δηλαδή Ερατώ την λέγανε αν δεν είναι obvious).

Χρησιμοποιείται και για άλλα πρόσωπα με άλλα ονόματα φυσικά, εκτός της Ερατούς.

Δεν ξέρω γιατί μου θύμισε και την φράση «πολύ καλό κορίτσι» που λέγαμε παλιά, βάζοντας ταυτόχρονα την γλώσσα μας στο μέσα μέρος του μάγουλου μας, μιμούμενοι ξέρετε τι. Δοκιμάστε το…

- Καλό κορίτσι η Αφροξυλάνθη, ε; Τυχερός, ο φίλος μας ο Γιαννάκης ο Μυλωνάς.
- Kαλά δεν λες τίποτε, και η Κερατώ τον άνδρα της με τους πραματευτάδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με την κλασσική έννοια του όρου, κερατίτιδα είναι η φλεγμονή που προσβάλλει τον κερατοειδή χιτώνα (τον εξωτερικό διάφανο χιτώνα που περιβάλλει τον βολβό του ματιού). Η ασθένεια αυτή προκαλεί κοκκίνισμα των ματιών, ενώ σε προχωρημένη version, μπορεί να παρατηρηθεί ισχυρός πόνος, θάμπωμα, απώλεια της όρασης, κλπ

Σλανγκιστί, αναφερόμαστε στην υποτιθέμενη ασθένεια που προσβάλλει τα απανταχού κερατωμένα άτομα, ένεκα του έντονου πόνου που και καλά προκαλείται, λόγω της ανάπτυξης των κεράτων.

Κι όσο το πράγμα εξακολουθεί, τόσο πιο δυνατή είναι η προσβολή από την ασθένεια, αφού τα κέρατα σχηματίζουν αλσάκι, το οποίο προστατεύει από την άγρια κακοκαιρία, προσφέροντας τη... μόνωση (μη φυσική μόνωση). Λέμε τώρα!. Κι αν το αλσάκι μεγαλώσει και γίνει κερατόδασος... ε τότε πια μιλάμε για ανίατη ασθένεια. Λέμε!

Ο Μήτσος, ο Γιώργος κι ο Βασίλης κάθονται σε ένα καφέ και συζητούν.
Μήτσος: - Αισθάνομαι ρε παιδιά, έναν πονοκέφαλο... μα τι πονοκέφαλο. Και τον αισθάνομαι συχνά ρε γαμώτο. Έχω πάει στους... γιατρούς, έχω κάνει τις... εξετάσεις, μα τίποτε δε μου βρίσκουν. Μου λένε πως είμαι κατά φαντασίαν ασθενής κι ότι πρέπει να με δει ειδικός γιαλομολόγος. Με συγχωρείτε ρε παιδιά αλλά πάω σπίτι να την πέσω λίγο γιατί έχω τρελαθεί στον πόνο.
Ο Μήτσος φεύγει. Οι άλλοι σχολιάζουν το θέμα.
Γιώργος:
- Τι να του συμβαίνει ρε; Δεν είναι τύπος που κάνει την τρίχα τριχιά.
Βασίλης:
- Φως φανάρι. Έχει προσβληθεί από κερατίτιδα.
Γιώργος:
- Μα τα μάτια του είναι φυσιολογικά.
Βασίλης:
- Τα μάτια του είναι εντάξει. Τα μάτια της γυναίκας του όμως...ε ίναι μονίμως πεταμένα έξω. Τον έχει ταράξει στις απιστίες. Μιλάμε τον έχει κάνει Αγιοβασιλιάτικο τάρανδο. Τον έχει μουρλάνει στις περικοκλάδες τον δόλιο, τον Μήτσο. Γι 'αυτό κι όταν πάνε να να βγουν τα κέρατα νέας εσοδείας, αυτός αισθάνεται τον... πονοκέφαλο. Είναι πίσω η ιατρική ρε πστ!. Δεν βρίσκει τα πλέον στοιχειώδη. Οποία κατάντια... χαχαμπουχα!

(από GATZMAN, 27/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απατάω κάποιον, τον κερατώνω. Του φοράω δηλαδή κέρατα.

Ο κακομοίρης ο Χαραλάμπης δεν θα χωράει στη πόρτα του σπιτιού του: η Μαιρούλα του τα φοράει αβέρτα με τον Χρήστο και αυτός δεν έχει πάρει χαμπάρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξενοπηδάω - ξενοπηδιέμαι: Πολύ κλασικό, αναφέρεται σε αυτόν που είναι μπερμπάντης, που τσιλημπουρδίζει, που φοράει στον σύντροφό του περικοκλάδες, γενικά που πηδοβολιέται αριστερά και δεξιά.

Δευτερευόντως, μπορεί να αναφερθεί και σε αυτόν που πηδιέται εκ πεποιθήσεως με αλλοδαπούς-ές, όπως λ.χ. τουρίστριες, τουρίστριες, κατοίκους Σουηδικής Αραβίας και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις.

Καλά ξενοπηδιέται κι ο Νώντας με Σουηδές και Νορβηγές το καλοκαίρι, αλλά κι αυτό το Λίλιαν που ξενοπηδιέται με κατοίκους του κόκκινου πλανήτη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρσενικό κριάρι έτσι λέγεται στη Σάμο. Είναι γνωστό ότι τα κριάρια έχουν κέρατα και, είναι επίσης γνωστό, ότι στα Ελληνικά νησιά αποκτούν κέρατα και πολλοί άρρενες της αλλοδαπής, μετά από τις καλοκαιρινές ιστοριούλες των γυναικών τους με τους ντόπιους επιβήτορες.

-Ρε παιδιά τι μωρό κυκλοφορεί ο Νικόλας; Σουηδέζα πρέπει νά 'ναι.
-Σίγουρα έκανε κάποιον καμπάκο.

(από northwind, 11/08/09)(από northwind, 11/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συσκευή η οποία μετράει το κέρατο που έχει φάει κάποιος.

Άσε ρε μαλάκα... Ο Λουκάς δοκίμασε το κερατόμετρο και χτύπησε κόκκινο...

(από GATZMAN, 25/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κερατάς. Προέρχεται από το λατινικό cornu (κέρατο) και σημαίνει αυτόν που η γυναίκα του τον απατά. Πώς συνδέεται το κέρατο με την εν λόγω απάτη δεν είναι γνωστό, πάντως εικάζεται ότι έχει να κάνει με τα ελάφια, καθώς οι ελαφίνες, όπως βέβαια και τα περισσότερα θηλαστικά, κατά την περίοδο του ζευγαρώματος «πάνε» με πολλούς συντρόφους.

Δεν υπάρχει αντίστοιχο λήμμα στο θηλυκό γένος, όπως εξάλλου δεν υπάρχει αντίστοιχο θηλυκό λήμμα για το «κερατάς». Συναντάται όμως το «κερατωμένη» που δηλώνει, εντούτοις, παρελθόντα χρόνο.

  1. - Είδα την Πόπη αγκαλιά με το Νίκο.
    -Τι μου λες; Κορνούτος δηλαδή ο Αλέκος;

  2. - Νομίζω ότι η Δέσποινα μου τα φοράει.
    - Κορνούτος; Γουέλκαμ του δε κλαμπ.

Τάρανδος (από panos1962, 01/11/09)Κερατάς ο Μεγαλοπρεπής. (από Khan, 02/11/09)Στο 2.28 και στο 4.30 χαρακτηριστικές χρήσεις. "Διαζύγιο αλά Ιταλικά" του Τζέρμι. (από Khan, 02/11/09)Καπέλο κορνούτου (από panos1962, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Αυτό δεν είναι slang» θα αναφωνήσει ο μέσος αναγνώστης. Και θα έχει δίκιο.

Κάποιες παρέες όμως χρησιμοποιούν τον όρο αυτόν εννοώντας ότι στην έξοδο θα συμπεριλαμβάνονται τελικά και γυναίκες - αλλά με μια σημαντική λεπτομέρεια: οι γυναίκες αυτές θα είναι οποιεσδήποτε άλλες, ΕΚΤΟΣ από τις δικές τους.

Με αυτήν την έννοια, το λήμμα προάγεται σε slang - και μάλιστα εξαιρετικής χρησιμότητας.

(μετά από πολύωρο καυγαδάκι με συνοδεία παντόφλας)
- Μα ρε μωρό μου, δεν σε καταλαβαίνω. Τόσο καιρό είμαι τύπος και υπογραμμός. Δικαιούμαι πιστεύω μετά από τόσα χρόνια να βγω επιτέλους αντροπαρέα.
- Ουφ, τέλος πάντων. Σου επιτρέπω μια τελευταία φορά, αλλά να ξέρεις ότι θα με αποζημιώσεις αδρά.

(μετά από πέντε λεπτά, στο τηλέφωνο)
- Έλα ρε μαλάκα, ΟΚ τελικά, εγώ πήρα άδεια από τη δικιά μου. Οπότε, παίρνω αμέσως την Κική να την καλέσω και να της πω να φέρει και καμιά πεινασμένη φίλη της.
- Έγινε, κι εγώ θα πω στην 25η κάβα, την Τζένη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική έκφραση. Αναφέρεται σε γκόμενα που ξέρει να γαμιέται και το κάνει διαρκώς. Σε κανέναν δε θα πει όχι. Ιδιαίτερα επιτήδεια αν βρει τον άντρα-στόχο. Χρήσιμη στους δύσκολους καιρούς αν θες να ξεμπουκώσεις.

- Χθές τη γνώρισα. Καλή κοπέλα. Αλλά λεω να το πάω σιγά σιγά.
- Τι «σιγά» μωρέ μαλάκα! Αυτή άμα τη βάλεις σε μπουκάλι θα γαμηθεί με το καπάκι!

(από HardcoreGR, 13/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κερατάς, στο πιο τρυφερό. Έγινε πολύ γνωστό από το γνωστό ανέκδοτο, οπότε κανονικά όταν το λέμε πρέπει να τσιμπάμε τον άλλο στο μάγουλο. Όπως και ο κερατάς, δεν σημαίνει μόνο τον κυριολεκτικό κερατά, αλλά και κάποιον που ζηλεύουμε, κάποιον που έχει καταφέρει κάτι.

  1. Το ανέκδοτο:
    Περιμένει κάποιος στη στάση, οπότε έρχεται ένας άγνωστος, του τσιμπάει το μάγουλο και του λέει: - Κερατούκλη!... και φεύγει. Την άλλη μέρα το ίδιο. Εκεί που περιμένει το λεωφορείο, πλησιάζει ο άγνωστος και του τσιμπάει το μάγουλο. - Κερατούκλη !... και φεύγει. Αφού έγινε το ίδιο μερικές φορές, λέει στη γυναίκα του. - Άσε ρε γυναίκα, ξέρεις τι μου συμβαίνει τις τελευταίες μέρες; Με πλησιάζει κάποιος άγνωστος με τσιμπάει στο μάγουλο και με λέει κερατούκλη. - Μη δίνεις σημασία άντρα μου. Κανένας τρελός θα είναι. Την άλλη μέρα τον πλησιάζει πάλι ο άγνωστος, του τσιμπάει το μάγουλο και του λέει. - Κερατούκλη, είσαι και μαρτυριάρης ε;;;

  2. Είναι πολύ εριστικός, αλλά γράφει ωραία ο κερατούκλης!

  3. Πσσσσσσσς! Καλά τι λέω ο κερατούκλης! Έγραψα πάλι!

  4. Πλέον η απιστία συχνά αντιμετωπίζεται από τον κερατούκλη με απάθεια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified