Further tags

Το μπάζο, καθώς και η αξύριστη.

Κόψε ρε μαγκίτη τον βαμβακούλα;! Μαλωμένη με το ξυράφι, κουμούνα και φεμινίστρια!

(από Khan, 23/09/10)Πνίχτε Λούγκρες τα Κουνέλια - Βαμβακούλας (από Cunning Linguist, 23/03/12)

Από τον υπερ-cult 80s ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Βαμβακούλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τύπισσα, στα Γιαννιώτικα.

  1. - Την είδες τη τζου του τζε;

  2. - Η τζου είναι τρελό μωρό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος χαρακτηρισμός για τα μπουζουκομούνια, που εστιάζει στο χώρο του μηχανοκίνητου αθλητισμού αντί για τις μουσικές προτιμήσεις.

Η γκαραζογκόμενα είναι η λάικα γκόμενα που κράζουμε σ' ένα γενικότερο, αλλά ποθούμε διακαώς να πηδήξουμε λόγω των συστημάτων που κουβαλάει πάνω της και του εν γένει σεξουαλικού αέρα που αποπνέει.

Φήμες θέλουν τη λέξη να σχετίζεται με το γεγονός ότι κάθε συνεργείο αυτοκινήτων που σέβεται τον εαυτό του έχει ανηρτημένο στον τοίχο ημερολόγιο με γκομενάκια που φοράνε στην χειρότερη περίπτωση πολύ μικροσκοπικά μαγιό και που οπτικώς προσομοιάζουν στις προαναφερθείσες κατηγορίες.

- Ααααχ....
- Τι αχ και βαχ ρε μαλάκα;
- Η Τασία...
- Ποια Τασία ρε; Εκείνη η γκαραζογκόμενα που γνωρίσαμε στο Γονίδη προχθές; Ξεκόλλα ρεεεε... - Τασία και τα μυαλά στα κάγκελα μεγάλε. Θέλω να της τον περτσινώσω τώρα όμως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φανατική οπαδός του Σάκη Ρουβά. Είναι αυτή που ουρλιάζει «Σάκηηηη!!!!» σε κατάσταση υστερίας, όταν αυτός βγαίνει στη σκηνή και αρχίζει τα στριφογυριστά του. Αν και η κατάληξη -ίτσα υποδηλώνει μικρή ηλικία, ωστόσο οι ρουβίτσες ανήκουν σε όλα τα ηλικιακά στρώματα, γεγονός που αποτελεί σαφή ένδειξη της γενικότερης παρακμής στον χώρο των τεχνών και του πολιτισμού...

  1. (από το myWorld.gr)
    «Μία από τις πιο όμορφες στιγμές ήταν όταν τον πλησίασε μια μικρή «ρουβίτσα», που τυχαία περνούσε έξω από το κλαμπ με τη μαμά της και φυσικά εκείνος έσκυψε και τη φίλησε.»

  2. (από forum)
    «Ρε παιδιά τώρα που το σκέφτομαι, προτιμάτε το παιδί σας ρουβίτσα ή emo; εγώ χαλαρά emo!!!!»

  3. (από www.exedrasports.gr)
    «Μάλιστα, όταν τον είδε ο Ιγκόρ Σιμπνιέφσκι ξετρελάθηκε περισσότερο και από «Ρουβίτσα» που ουρλιάζει μπρος στο δερμάτινο παντελόνι του Sakis.»

(από Khan, 25/05/14)(από Khan, 09/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα εκλεπτυσμένων ή, απλά, ακριβών εμφανισιακών γούστων.

Η τυπική κυριλογκόμενα δεν θα διάβαζε Άρλεκιν, αλλά βλέπει «Σεξ εντ δε σίτι». Γουστάρει να ακούει μπουζούκια (πρόκειται λοιπόν και για μπουζουκομούνι) ή τζαζ –αλλά σπάνια κάτι το ενδιάμεσο.

Το ενδυματολογικό της προφίλ συχνά πλησιάζει τα όρια του κιτς, υπερβαίνοντάς τα μόνο κατ' άλλες γκόμενες και ποτέ κατά τους επίδοξους εραστές της –τους οποίους, καθώς συνήθως πρόκειται για τρελό παγόμουνο, πρώτα θα τους φαλιρίσει και μετά, ίσως, τους κάτσει από φιλότιμο ή από πλήξη.

Ανομολόγητο όνειρό της, να ήταν διεθνούς φήμης σταρ και να κατοικούσε σε κάποια κοσμοπολίτικη μεγαλούπολη κατά τα στάνταρ των παραγωγών χόλιγουντ, σε διαμέρισμα που κατά το ήμισυ τουλάχιστο θα αποτελούνταν από δωμάτια-γκαρνταρόμπες, σπα και γυμναστήρια.

Προϊόντος του χρόνου η τυπική κυριλογκόμενα συσσωρεύει φαρμάκι για την ξοδευμένη της ζωή, και άνθρωποι απέναντι στους οποίους είναι ακόμα κάπως ειλικρινής μπορούν να είναι μόνο τα παιδιά της –τουλάχιστον μέχρι και αυτά να ενηλικιωθούν.

Η τυπική κυριλογκόμενα τελικά είναι από τους ανθρώπους που, κατά το κλισέ, ακόμα και αν είναι αρκετά έξυπνοι που να μπορούν να αναπτύξουν εκλεπτυσμένο γούστο, την ικανότητά τους αυτή τη διοχετεύουν αποκλειστικά στο λεγόμενο «φαίνεσθαι».

Προφανώς, μπορεί κανείς ανάλογα να μιλά και για κυριλογκόμενους.

Παράβαλε: λαμέ γκόμενα, βλαχομπούρμπερη, ταγάρι, τρέντουλο

  1. Απ' τη δεξιά πόρτα του Ντάτσουν ξεπροβάλλει ένα άπαιχτο, αλφαδιασμένο, δίμετρο, με γαλανά μάτια, σαρκώδη χείλια, φυσικά μεταξένια μαλλιά, φιδίσιο κορμί, μες στα Ντόνα Κάραν και το χρυσαφικό. Μιλάμε για την ιδανική δόση αθωότητας με υποψία προστυχιάς, ένα μωρό 20-22 ετών, κυριλάτο, με φοβερό ταμπεραμέντο και αριστοκρατική κοψιά, με το πανάκριβο φουλάρι του, το καπέλο του, με τα όλα του. Παγώνει, σας λέω, κυριολεκτικά το Κολωνάκι, παθαίνει την πλακάρα της η μπουρζουαζία: «Πού το χτύπησε τέτοιο «παιδί» ο τζίψι;». Χεράκι χεράκι ο Αθίγγανος με την άπαιχτη κυριλογκόμενα, να φιλιούνται και να κοιτάζονται τρυφερά και ν' ακούγεται σ' όλη την πλατεία ένας γδούπος (και ουχί ψίθυρος) καρδιάς που πολύ θα ζήλευε κι αυτός ακόμη ο Μανούσος Μανουσάκης. (από διαδικτυακό φόρουμ)

  2. - Χάζευα αγγελίες και βρήκα μια για ένα Fuego Turbo του '86 με 300 ευρώ, έστω πως το αμάξι δεν είναι κοτέτσι, το χτυπάω και το φέρνω στη νορμάλ μορφή του [...]. Η απορία είναι τι αντίχτυπο θα είχε σε ένα ανυποψίαστο γκομενάκι αν έσκαγα σε ραντεβού με αυτό;
    - Αν και δεν είμαι γκομενάκι απαντώ: Το ανυποψίαστο γκομενάκι θα έβγαζε ένα χλευασμό, μια υπεροψία, ένα για ποια με πέρασε, μα τι του βρήκα κτλ, όσο τσόλι και να ήταν ή όσο κυριλογκόμενα και να ήταν. (από διαδικτυακό φόρουμ)

Δες και -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προερχόμενο από τον γάλλο ποδοσφαιριστή Youri Djorkaeff, διεθνή την δεκαετία του 90, χρησιμοποιείται για να υπογραμμίσει την «ποιότητα» - ομορφιά μιας γυναίκας.

Ανεξήγητος ο λόγος που οδήγησε στην γέννηση του εν λόγω λήμματος, μάλλον πρόκειται για τον συνδυασμό της ποιότητας που χαρακτήριζε τον ποδοσφαιριστή Τζορκαέφ στο παίξιμό του, σε συνδυασμό με το εύηχο (;) και κάπως παράξενο επώνυμο που παραπέμπει σε κάτι «ευγενικό» και πολύτιμο.

- Πω πω φίλε, τζορκαέφ η γκόμενα ...

Ο Τζορκαέφ (από poniroskylo, 21/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα που δεν έχει τίποτα ωραίο πάνω της! (πάτος σε όλα)

- Ρε Σάκη, πώς σου φάνηκε η καινούρια;
- Άσε ρε φίλε, πολύ πατόλα!

Bλ. και σχετικά λήμματα μπάζο, το, μπαζόλα, μπαζόλι, το, μπαζολιό, το και μπαζόμπαζο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραγωγικότατο συνθετικό της αργκό. Σχηματίζει όνομα από λέξη που κατά τον ομιλητή χαρακτηρίζει την γυναίκα στην οποία αναφέρεται.

Η σημασία της σύνθετης λέξης φαίνεται να καθορίζεται σχεδόν αποκλειστικά από το εκάστοτε πρώτο συνθετικό, το οποίο στην πράξη μπορεί να είναι οποιοδήποτε όνομα (ουσιαστικό ή επίθετο). Το δεύτερο συνθετικό περιορίζεται στο να λειτουργεί ως απλή μετωνυμία για τη γυναίκα, η δέ χρήση του άλλοτε δίνει απλά μάγκικο τόνο, άλλοτε σεξιστικό και υποτιμητικό ή περιπαιχτικό, άλλοτε υβριστικό, άλλοτε ακόμη και έναν τόνο χαρακτηριστικής αντρικής στοργής.

Ασφαλώς, υπάρχουν και σύνθετα στα οποία το πρώτο συνθετικό αναφέρεται κυριολεκτικά στο μουνί (πιχί αραχνομούνα, βλέπε στα παραδείγματα).

Άλλοι τύποι είναι -μούνι και -μούνω. Το -μουνο διαφοροποιείται στο ότι τείνει να χρησιμοποιείται μόνον σεξιστικά, απαξιωτικά ή και υβριστικά –στην τελευταία περίπτωση χρησιμοποιείται συχνά και για άντρες: σκατόμουνο, παλιόμουνο και λοιπά. Το δέ αρσενικό -μούνης είναι σπανιότερο και είναι επίσης απαξιωτικό-υβριστικό.

Σε πολιτικά ορθότερα συμφραζόμενα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί το -γκόμενα.

Στα παραδείγματα, λέξεις που υπάρχουν ήδη σε ημέτερα λήμματα.

Και η Αλμούνα! ακα αλμουνάκι (από Hank, 11/07/09)Μαγαζάκι στην Χώρα της Άνδρου. No comments. (από Vrastaman, 12/09/10)

Σύγκρινε με -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συχωρεμένος Απόστολος Σουγκλάκος ήταν μια από τις μεγάλες καλτ μορφές της ελληνικής σκηνής κι αρένας. Η έκφραση «Σουγκλάκος» αναφέρεται σε μπιλντέρια, σφιχτερμάνους, σβάρτσους κι όλα τα υπόλοιπα δεκάδες συνώνυμα που μπορεί κανείς να βρει στο σλανγκ-τζη-αρ. Με την λεπτή διαφορά ότι ο Σουγκλάκος είναι ο πιο συμπαθής, αισθηματίας και γνήσιος λαϊκός τύπος από όλους τους παραπάνω κυρίους, και αποσπά την αγάπη μας.

Η ιστορική φράση «ποιος θα δείρει τον Σουγκλάκο;» από καλτ διαφημίσεις εγχώριου ρέστλινγκ στα '80ς σημαίνει την πρόκληση, αλλά και την ουτοπία. Είναι τελικά ένα βαθιά υπαρξιακό ερώτημα, όπως το «να ζει κανείς ή να μην ζει» κ.τ.ό.

Εναλλακτικά, «Σουγκλάκος» είναι η λεσβόγκα, με ανδροπρεπή εμφάνιση και ύφος που γυρεύει τσαμπουκάδες, επειδή απλώς δεν μπορεί κανείς να την δείρει, αλλά το πιο πιθανόν είναι να τις φας, άμα τα βάλεις μαζί της. Ο τελευταίος λεσβοχωρίστρας που έπεσε στα χέρια του Σουγκλάκου νοσηλεύεται ακόμη στην Εντατική!

  1. (Από την Βικιπαίδεια) «Η μοναδική φορά που στενοχώρησε άνθρωπο ο Σουγκλάκος, είναι τώρα με τον θάνατό του», δήλωσε ο σκηνοθέτης Νίκος Τριανταφυλλίδης για την απώλεια του 57χρονου παλαιστή-ηθοποιού Απόστολου Σουγκλάκου που επί τρεις δεκαετίες στάθηκε από τις αγαπημένες και καλτ μορφές του ελληνικού θεάματος. «Ήταν ένα αυτοδημιούργητο λαϊκό παιδί με χρυσή καρδιά που ποτέ δεν ξεστόμισε κακία για κανέναν και είχε μεγάλο πάθος για την πάλη και τον κινηματογράφο», ανέφερε ο Νίκος Τριανταφυλλίδης για τον Σουγκλάκο, που είχε εμφανιστεί σε δύο ταινίες του («Ράδιο Μόσχα», «Μαύρο γάλα») και ετοιμαζόταν να παίξει στην τρίτη που ετοιμάζει ο σκηνοθέτης με τίτλο «Αισθηματίες» (όπου θα ερμήνευε έναν από τους... αισθηματίες του τίτλου)!

  2. Την έκανε ο Πούτιν την πουτινιά του! Μπήκε στην Γεωργία, και τώρα φίλοι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι ποιος θα δείρει τον Σουγκλάκο;

  3. (Ατονιστής σε φόρουμ για θεατρική παράσταση):
    Παρασταση 3 ωρων, κουλτουρα να φυγουμε. Δεν ξερω, ωρες ωρες με πιανουν κατι φιλοσοφικα ερωτηματα τυπου αν υπαρχει θεος, τι ειναι αγαπη, αν μπορει να βρει κανεις αληθινους φιλους, ποιος θα δειρει τον Σουγκλακο, σε ποια θεση παιζει ο Ζιοβανι και χθες προστεθηκε ακομα ενα.

  4. (Αλλού στα διαδίχτυα):
    Πέντε χρόνια μετά, το ΜΕΝ 24 παρουσιάζει τα ερωτήματα που δεν πήραν ποτέ απάντηση...
    11 Σεπτεμβρίου και Θεωρίες Συνομωσίας. Δεν μάθαμε ποτέ τι πραγματικά έγινε. Απόστολος Σουγκλάκος. Δεν τον έδειρε κανείς... Το MEN 24 αποχαιρετώντας τον άρχοντα του κατς, απαντά στο ερώτημα »ποιος θα δείρει τον Σουγκλάκο«: Κανείς....

  5. -Πού πας ρε Καραμήτρο να το παίξεις λεσβοχωρίστρας, αφού την βλέπεις την Ευλαμπία τι Σουγκλάκος είναι και πως είναι διατεθειμένη να προστατεύσει την Δανάη τον ερωτά της. Τελικά τις έφαγε κι ησύχασε. Και του 'χα πει εγώ: Ποιος θα δείρει τον Σουγκλάκο;

Μη βιαστείτε να πείτε ότι βρέθηκε άνθρωπος που έδειρε τον Σουγκλάκο! (από Hank, 16/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα προέρχεται από τον συμπαθή αλλά κακάσχημο Ρώσο διεθνή μπασκετμπολίστα Μπαζάρεβιτς (έπαιξε ένα φεγγάρι και στον ΠΑΟΚ) με το χαρακτηριστικό ακριδομούστακο.

Υποσύνολο του μπάζου. Προσδιορίζει την έννοια μπάζο ως την ασχήμια η οποία εστιάζεται στο πρόσωπο κυρίως και λιγότερο στο σώμα. Ενδείκνυται σε περιπτώσεις εμφανούς τριχοφυΐας στο πρόσωπο.

Στο γραφείο!
(Βρασίδας με υψηλές προσδοκίες): - Είναι καλή η καινούρια γραμματέας;
(Στέλιος γειώνοντας εν τη γενέσει): - Σωματικώς κάτι λέει, αλλά κατά τα άλλα ο Μπαζάρεβιτς ο ίδιος!

Σύγκρινε με γκόμενα-γαρίδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified