Further tags

Η γυναίκα με το μεγάλο στήθος. Τιμής ένεκεν στην Πάμελα Άντερσον του Baywatch.

Κοίτα την Πάμελα στη δίπλα ξαπλώστρα! Με το ζόρι τη χωράει το μαγιό από πάνω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρόλος στην ταινία Carlito's Way, ενσαρκωμένος από τον ηθοποιό Luis Guzmán. Χρησιμοποιείται υποτιμητικά για την πολύ άσχημη γυναίκα, ή αλλιώς το μπάζο.

- Τι είναι αυτή που μας έφερες βρε παιδί μου! Σκέτος Πατσάνγκα!

Ο ηθοποιός Luis Guzmán ως Pachanga. (από patsis, 27/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα κάπως μεγάλης ηλικίας που συμπεριφέρεται και ντύνεται σαν νεαρή κοπέλα και προσπαθεί ατυχώς να μιμηθεί τους σεξουαλικούς κώδικες του φλέρτ των νεαρών κοριτσιών.

Αρσενικό: πουρότεκνο, πουρογκόμενος.

-Η Χ στο Ψ σόου στην τηλεόραση κάνει τη μπέμπα και όλο χαριεντίζεται με τους παίκτες!
- Κλασική πουρογκόμενα, είναι τουλάχιστον 50 και το παίζει εικοσάρα!

(από Khan, 21/05/14)(από Khan, 21/05/14)

Σχετικά: γρέτζω, ξεκωλόγρια, πιπινόγρια, Γρετζώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος χαρακτηρισμός για τα μπουζουκομούνια, που εστιάζει στο χώρο του μηχανοκίνητου αθλητισμού αντί για τις μουσικές προτιμήσεις.

Η γκαραζογκόμενα είναι η λάικα γκόμενα που κράζουμε σ' ένα γενικότερο, αλλά ποθούμε διακαώς να πηδήξουμε λόγω των συστημάτων που κουβαλάει πάνω της και του εν γένει σεξουαλικού αέρα που αποπνέει.

Φήμες θέλουν τη λέξη να σχετίζεται με το γεγονός ότι κάθε συνεργείο αυτοκινήτων που σέβεται τον εαυτό του έχει ανηρτημένο στον τοίχο ημερολόγιο με γκομενάκια που φοράνε στην χειρότερη περίπτωση πολύ μικροσκοπικά μαγιό και που οπτικώς προσομοιάζουν στις προαναφερθείσες κατηγορίες.

- Ααααχ....
- Τι αχ και βαχ ρε μαλάκα;
- Η Τασία...
- Ποια Τασία ρε; Εκείνη η γκαραζογκόμενα που γνωρίσαμε στο Γονίδη προχθές; Ξεκόλλα ρεεεε... - Τασία και τα μυαλά στα κάγκελα μεγάλε. Θέλω να της τον περτσινώσω τώρα όμως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια προσπάθεια να αποδοθεί λεκτικά το θηλυκό αντίστοιχο του κάγκουρα, όπως και τα καγκούρω και καγκουρογκόμενα (μην ξεχνάμε και το καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι).

Η καγκούρισσα έχει ένα ή περισσότερα στοιχεία από τα παρακάτω: α) Υπέρμετρο ναρκισσισμό και διάθεση κραυγαλέας αυτοπροβολής, αλλά με κακό γούστο συχνά λατέρνατιβ, β) είναι λαϊκάτζα, γ) συμπεριφέρεται όπως οι άντρες ως ladette, ή όπως το θέτει ορισμός της καγκούρισσας που κυκλοφορεί στο Φέισμπουκ: «η κοπέλα που λόγω χαμηλής αυτοεκτίμησης και περιορισμένης ομορφιάς, αναγκάζεται να συχνάζει σε αντρικά στέκια και να υιοθετεί αντρικές συνήθειες μόνο και μόνο για να της δώσει σημασία κάποιος δύσμοιρος. παραδείγματα: στριπτητζάδικα, συναυλίες μέταλ, χιπ χοπ, γήπεδο, μηχανάκια, πεσίματα σε μηχανάκια κ.α.», δ) λόγω του παραπάνω έχει μια ειδική σχέση με μηχανές.

Δεν περιγράφω άλλο καθώς ο γούγλης μας προσφέρει γλαφυρούς ορισμούς- παραδείγματα.

1. Η τρωω merenda/lacta καγκουρισσα. Κανει παντα διαιτα και εχει φαει μιση κουταλια μερεντα σε ολη της τη ζωη καταλαθος γιατι την περασε για σκατα. ΠΑΡΟΛ'ΑΥΤΑ βαζει photos στο facebook με συσκευασιες μερεντας για να φανει γλυκουλα ζουζουνιτσα που γραφει τις θερμιδες στα αρχιδια της μπροστα στην ωραια γευση. Δυστυχως υπαρχουν και δεκαπεντε σε ολη την ελλαδα που ειναι αγορια και κανουν τετοια. Λυπαμαι. Η δεν πηγαινω σε τετοια μαγαζια καγκουρισσα. Δεν εχει ουτε ενα χαμηλο παπουτσι και ουτε ενα τζιν. Θα χαρακτηρισει μαγαζια τα οποια γαμανε ως καταγωγια επειδη δεν παιζουν πριξαρχιδικη δυνατη ελληνικη και RnB μουσικη και δεν ειναι σκοτεινα και κουραστικα. Σιγουρα το να εισαι σνομπ θα σε προβαλει αρκετα. ΜΑΛΑΚΑ.
Ο/Η ειχα 1000 γκομενες/ους καγκουρας/ισσα. Οκ. Το να εισαι αντρας και να το παιζεις οτι ειχες 1000 γκομενες ειναι κατανοητο. Μαλλον, σχεδον ολοι το κανουν. Εκτος απο εμενα που λεω αληθεια ολο. Δε γινεται ομως να εισαι γκομενα και να μας το παιζεις εμπειρια. Να βαζεις status του τυπου: «Pooooo kapoious edw mesa sas exei trelanei i agamia». Οχι εισαι βρωμιαρα, μπασταρδη, πουτανα, κακουλα, και ΚΥΡΙΩΣ καγκουρας. Δεν ειναι χριστιανικα πραγματα αυτα. Ο χρυσος κανονας του American pie δεν πρεπει να σπαει.

2. Αν δεν είχε ακολουθήσει τα φώτα και τις κάμερες που της έδωσαν το κοινωνικό της στάτους, θα μπορούσε να είναι μία καγκούρισσα με φλούο κολάν και μπλουζάκι πάνω από τον αφαλό και να περιφέρεται ως συνοδηγός ενός GLX σε κάποια επαρχιακή πόλη της Ισπανίας. Ναι, με αυτό το παρουσιαστικό θα μπορούσε να είναι. Αλλά όχι.
Η Penelope Cruz έχει δώσει τόσες πτυχές μιας γυναικείας προσωπικότητας στην οθόνη που θα μπορούσε και στην πραγματική ζωή να είναι οποιαδήποτε γυναίκα.
Από ένα μικρό κορίτσι το οποίο παιχνιδίζει με το αγόρι της στο κρεββάτι, περνώντας βασανιστικά αργά τις ώρες της εφηβείας...
... μέχρι μια κολασμένη γυναίκα ενός macho εμπόρου ναρκωτικών.

3. Πάνω κάτω όπως η αρσενική της έκδοση, η Καγκούρισσα κουράστηκε να την φωνάζουν χαζογκόμενα και αποφάσισε να βάλει και αυτή το λιθαράκι της στον τοίχο από σκατά που λέγεται εναλλακτικότητα. Θα τη δούμε να φιλοσοφεί,να κράζει συνκαγκούρισσες που έχουν φωτογραφίες με duckface στο προφίλ τους, ακόμα και αν αυτή έχει φωτογραφία να την γαμάνε 3 αράπηδες. Επίσης,ανεβάζει στίχους σκυλάδικων τραγουδιών (Στα ελληνικά βεβαίως βεβαίως) και,ειδικά τώρα που αποφάσισε να τιμήσει τη γλώσσα της (Όχι τίποτα άλλο καλέ, είναι κούκλος και ο Κανάκης) κάνει συνεχώς ορθογραφικά. ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΑ..... «CixAinetAi th meRa toO agiOo ValentinOo (επειδή δε βρίσκει γκόμενο)»
Ψόφος.Απλά ψόφος.

4. ειμαι καγκουρισσα και γουσταρω τρελα!!!!!!μηχανακια φτιαγμενα, αντιανεμικο, μπανανα στη μεση, γυαλι αρνετ

5.ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΑΡΑ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ, ειπε η καγκουρισσα μπαογκζου κι επεσε για υπνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το παρτάλι (< τουρκικό partal), που σημαίνει το φθαρμένο κουρελιασμένο ύφασμα και το -γκόμενα, σημαίνει τη γυναίκα που είναι εντελώς τελείως τελευταία, δεν βλέπεται, είναι χαμηλότατης κοινωνικής και πχοιοτικής υποστάθμης, που είναι μπάζο, σαβούρα, σκουπίδω, αλλά κυρίως που βγάζει μια κοινωνικο-πολιτισμική υπανάπτυξη. Που τέσπα για να πας μαζί της πρέπει να πιεις τόσο που τελικά δεν μπορείς να πας μαζί της ή με οποιαδήποτε άλλη φορ δατ μάτερ (το double-bind της παρταλογκόμενας).

  1. Ρε παπάρα που δεν σε χωράνε τα ρούχα απο το πάχος, που έχεις να γαμήσεις από την εποχή που ο Νώε μάζευε τα μαϊμούδια για να διασώσει το είδος σου, πας να το παίξεις γαμιάς και πλούσιος ρε ρετάλι από τελευταίο ύφασμα μαγαζιού σε εκποίηση στα παιδάκια εδώ μέσα και να αποδείξεις ότι αν έχει κάποιος λεφτά πηδάει κάθε παρταλογκόμενα ξεκωλοδευτεράντζα, σαν αυτές που συναναστρέφεσαι και βαπτίζεις "μουνάρα" στα βαθιά σου όνειρα μετά από χρήση των ψυχοφαρμάκων που ρουφάς; Ζώο!. Ούτε αυτές δεν σου κάθονται, που είναι οι φώτο ρε ταμτάκο που έταζες; (Από βρις-οφ στο μπου).
  2. Είναι μια παρταλογκόμενα που μόνο αν ήσουν 10 χρόνια ναυαγός σε νησί του Ειρηνικού θα σκεφτόσουν να την πηδήξεις. (Από βρισ-οφ σε σόσιαλ μήδεια).
  3. Η καθε παρταλογκόμενα που την κάνει από την Φλώρινα και πάει Ξεσσαλονίκη ειτε για Σ/Κ είτε για να σπουδάσει και μας σπάει τον πούτσο με Check Ins και φωτογραφίες από το πόσο γαμάτα περνάει και πόσο χαίρεται που είναι στην γαμώπολη, ας της πει κάποιος ότι πρώτον είναι σαν να την έκλασε δεινόσαυρος όταν κάνει ντάκφεϊς και γράφει από πάνω "με τα φρεντουλίνιαζ μου" (καλά μακράν χειρότερο είναι όταν βγάζει φωτό με φόντο τον Λευκό Πύργο και γράφει "Εμένα αγάπη μου, δεν θα με κάνεις ποτέ να κλάψω") και δεύτερον, να μην δείχνει πόσο αγάμητη παρθένα είναι και ήρθε στη Θεσσαλονίκη να γαμηθεί από το χωριό της το αρμενο-αμμοχώρι και κάθε φορά που βλέπει γκόμενο που δεν βρωμάει σαν στάβλος, στάζει το μουνί της μέλι. Γκόμενα της πούτσας που νομίζεις ότι έγινες κάποια, τράβα μωρή να πλύνεις κάνα πιάτο μωρή αρκουδιάρα. (Από κράξιμο στο Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατηγορία γυναικών που είναι τουλάχιστον εμφανίσιμες και αν και δεν αξίζουν τέτοια τύχη χαρακτηρίζονται και ως νηστίσιμες.

Αυτές οι γυναίκες αν και φαινομενικά είναι μια χαρά γαμεύσιμες έχουν ένα μικρό προβληματάκι... Διαθέτουν ευαισθησία και συμπεριφορά ανάλογη του MR T και του Hulk Hogan. Επιπλέον, πολλές από αυτές ανιχνεύονται χωρίς να είναι καν στο οπτικό σου πεδίο γιατί όταν γελάν τρέμουν οι κάμποι και τα βουνά. Συναντιέται μια κατηγορία γυναικών με το τρομακτικό γέλιο (γνωστή και ως Βασίλη Μπορμπόκη) που κατά τ' άλλα είναι μια χαρά. Αλλά πάλι έχουμε ένα extra μικρό προβληματάκι: κανείς δεν επέζησε να μας πει πώς αντιδρούν στην περίπτωση του οργασμού τους.

- Πω μαλάκα πονάν τα μυαλά μου, ζαλίζομαι...
- Τι έγινε ρε πήγες γήπεδο;
- Όχι ρε μαλάκα ήμουν για καφέ και έσκασε ένας μπορμπόκης από δίπλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπάζο, καθώς και η αξύριστη.

Κόψε ρε μαγκίτη τον βαμβακούλα;! Μαλωμένη με το ξυράφι, κουμούνα και φεμινίστρια!

(από Khan, 23/09/10)Πνίχτε Λούγκρες τα Κουνέλια - Βαμβακούλας (από Cunning Linguist, 23/03/12)

Από τον υπερ-cult 80s ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Βαμβακούλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που μας δίνει δύο περιπτώσεις. α) καράτι-βιόλα. β) καρά-τιβιόλα.

α) καράτι-βιόλα.
Στην πρώτη περίπτωση: έχουμε το καράτι που είναι μονάδα καθαρότητας του χρυσού και μέτρο βάρους πολύτιμων λίθων και, μεταφορικά, κάνει πιο μεγάλο το μέγεθος, στο οποίο αναφέρετα,ι και το βιόλα που έχει πολλές σημασίες:

  1. μουσικό όργανο με χαρακτηριστικό σχήμα.
  2. γυναικάρα με πολλές καμπύλες.
  3. γυναίκα χαζή, χαζοβιόλα.
  4. λουλούδι βιολέτα.
  5. γυναίκα όμορφη και φρέσκια σαν λουλούδι.

Σύμφωνα με τους ως άνω ορισμούς ερμηνεύουμε την καρατιβιόλα:

  1. μουσικό όργανο με ήχο πολλών καρατίων.
  2. γυναικάρα που περπατά και τρίζει η γη που πατά και την αξιολογείς με πολλά καράτια.
  3. γυναίκα που δεν είναι απλώς βλάκας, αλλά πανύβλακας.
  4. άνθος που η μυρωδιά του δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη.
  5. γυναίκα πανέμορφη σαν λουλούδι.

β) καρά-τιβιόλα.
Στην β' περίπτωση: έχουμε το τουρκικής προέλευσης «καρά», που επιτείνει την σημασία της λέξης που την ακολουθεί και την «τιβιόλας» από το τιβι, που σημαίνει αυτόν που αποχαυνώνεται στην τηλεόραση και απενεργοποιεί τις λίγες λειτουργίες του εγκεφάλου του. Συνεπώς καρατιβιόλα εδώ, είναι η κατάσταση αυτού που έχει πέσει το μυαλό του σε λήθαργο.

  1. Πω πω μανάρι μου εσύ! Τι καρατιβιόλα είσαι εσύ!
  2. Μην του μιλάς... μετακόμισε από τη νιρβάνα στην καρατιβιόλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμοί:

  1. Το γνωστό ψάρι (δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση).

  2. Το υπόλοιπο του τελειωμένου τσιγάρου. Εξ ου και γόπινγκ (παράδειγμα 1).

  3. Η ανάξια λόγου γυναίκα. Συνήθως πολύ κοντή (έως 145 cm), άσχημη (βλ. σπάω καθρέφτες) και προκαλεί σεξουαλική αποστροφή (ντεκαβλέ), (παράδειγμα 2).

  4. Για όσους θυμούνται τον απίστευτο χαβαλέ στα συνοικιακά τσοντάδικα της νιότης μας: γόπες ονομάζαμε τους θεατές της πλατείας. Κι αυτό γιατί κατά τη διάρκεια της παράστασης συνηθίζαμε να ρίχνουμε αλεύρι από τον εξώστη στην πλατεία, με αποτέλεσμα όταν άναβαν τα φώτα να είναι οι από κάτω σαν αλευρωμένα ψάρια, έτοιμα για τηγάνι.

  1. Ρε μαλάκες, μην πετάτε τις γόπες κάτω. Γι αυτό μας έχουν σκίσει στο γόπινγκ.

  2. Ρε Βαγγέλη, πώς ήταν έτσι η φίλη της Λουκίας; Εντελώς γόπα δικέ μου.

  3. Στο τσοντάδικο (αφού τελείωσε η παράσταση):
    Από την πλατεία: - Ρε κωλόπαιδα, πάλι αλεύρι πετάγατε; Θα σας γαμήσω.
    Από τον εξώστη: - Θα μας κλάσεις τα αρχίδια μωρή γόπα !!!! ΜΟΥΑΧΑΧΑΧΑ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified