Further tags

Λέμε στο μπάρμπα να ανοίξει τη βάνα για να τρέξει το νερό.
Μπορεί να υπάρχει σχέση με γνωστή ηθοποιό.

- Νικολάκη, έτοιμο το ντεπόζιτο αγορίνα μου;
- Ναι... σε μισό... έλα γαμώτη μου, σφίξε κολορακόρ... ναιαιαι... έλαααα... Οκ, έτοιμος. Για άνοιξε τώρα τη βάνα μπάρμπα!

(από prasas, 14/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(1) Στις παλιότερες γενεές, την εποχή του «Ζεν πρεμιέ»του ελληνικού κινηματογράφου, δήλωνε τον πολύ ωραίο άντρα.

(2) Στις μέρες μας, μετά το επεισόδιο με το ψυχιατρείο, η έννοια άλλαξε στο «τρελός».

(1) κορίτσια..... ο Μπάρκουλης!!! (κλασική ατάκα)

(2) Τι είναι αυτά που λες ρε;; Καλά, Μπάρκουλης είσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση για μεθύστακες εμπνευσμένη από τον αθάνατο ελληνικό ήρωα των ταινιών του 50-60.

Κάθε μέρα ο γέρος μου γυρνάει μεθυσμένος. Έχει γίνει Ορέστης Μακρής.

(από rigo21, 07/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έλληνας πρωταγωνιστής ταινιών πορνό. Τον έλεγαν Τέλη, αλλά η φάτσα του έφερνε λίγο σε Σιλβέστερ Σταλόνε.

Τέλης Σταλόνε: - Γλύψε την κεντρική αρτηρία!»
Γυναίκα πορνοστάρ: - Σλουρπ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλίθιος, γκαφατζής μπάτσος - wannabe (λ.χ. ερευνητής, αστυνομικός συντάκτης / ανταποκριτής) ή κανονικός. Προκύπτει από τον πασίγνωστο χαρακτήρα - αντι-ήρωα της σειράς ταινιών «Ο Ροζ Πάνθηρας», τον οποίο είχε ενσαρκώσει μοναδικά ο αξέχαστος Peter Sellers.

«Χμμμμ, για να παίρνεις donations θα πρέπει να έχεις μια νομική υπόσταση (είτε με του μορφή οργανισμού ή ιδρύματος/ εταιρίας ) Anyway είναι δουλειά των δικηγόρων αυτή, αλλά δεν νοείται προσωποκράτηση για τέτοιου είδους οικονομικά »αδικήματα« (γιατί άλλου είδους αδικήματα δεν μπορούν να στοιχειοθετηθούν - οι κλουζώ της δίωξης »ηλεκτρονικού εγκλήματος« (sic) πρώτα συλλαμβάνουν και μετά ψάχνουν για το αδίκημα. Εκτός και αν μιλάμε για preemptive συλλήψεις που θα πρέπει να αποδείξουν ότι είναι και τρομοκρατική οργάνωση το torrent seeding )»

σχόλιο σε φόρουμ (λινκ)

(από Jonas, 07/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο τελείως φαλακρός, ο καραφλάζ. Ετυμολογείται μάλλον από το γουλί (κουρεμένος με την ψιλή), αλλά οι κακές γλώσσες λένε ότι έχει να κάνει με τον γνωστό αστέρα του Χόλιγουντ Γιουλ Μπρίνερ που έδειξε το δρόμο.

Επίσης, γιούλης.

  1. - Στο ταμείο θα δεις έναν γκιούλη. Σ' αυτόν θα πας.

  2. - Ρε συ, νιώθω άσχημα με τη μαλλούρα. Όλοι γκιούληδες είναι εδώ μέσα.

  3. - Είναι δυνατόν; Πιο πολλά σαμπουάν από μένα έχει ο γκιούλης. Τι τα κάνει μου λες;

Yuliy "Yul" Borisovich Brynner (από panos1962, 29/10/09)Pierluigi Collina (από panos1962, 29/10/09)Ό άξιοτερος όλων (από BuBis, 29/10/09)Ceci n\'est pas Γκουζγκούνης (από Vrastaman, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση απορίας που χρησιμοποιούμε για να δείξουμε την αγανάκτησή μας σε άτομο που καθυστερεί χαρακτηριστικά να ολοκληρώσει κάποια ενέργεια.

Έγινε γνωστή χάρη στην εμβληματική φυσιογνωμία του μεγάλου πρωταγωνιστή του ελληνικού κινηματογράφου, Μπόκολη.

  1. - Τι θα γίνει Μπόκολη; Θά 'ρθεις καμία φορά; Μισή ώρα σε περιμένω στην πλατεία και... ψιχαλίζει!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλάμα, πολύ κλάμα, όπως έκλαιγε η Μάρθα Βούρτση στις ταινίες.

- Συνάδελφε, τηλεφώνησε η τάδε, είπε ότι θα περάσει αύριο, θέλει να ζητήσει αναστολή του πλειστηριασμού της Τετάρτης.
- Ωχ, πάλι Μάρθα Βούρτση θα έχουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας ο χτυπημένος από τη ζωή και τις κακουχίες της που παίζει μπουζούκι για να παρηγορηθεί.

Ο όρος έχει βγεί από τον μεγάλο ηθοποιό του έθνους Νίκο Ξανθόπουλο, από την ομώνυμη ταινία Γιακουμής - μια Ρωμαίικη καρδιά.

Συνήθως χρησιμοποιείται για αυτούς οι οποίοι κλαίγονται συνεχώς για την πάρτη τους, με απώτερο σκοπό να τους λυπηθείς και να τους καβατζώσεις (κυρίως οικονομικά). Συνηθίζεται η έναρξη της κλάψας να γίνεται με την λέξη: «Μάνααα...», αφού συνήθως κλαίγονται στη μάνα τους για λύπηση και χαρτζιλίκι.

Υπάρχει φυσικά και η δεύτερη και σημαντικότερη χρήση, η οποία αναφέρεται σε υπερβολικά πλούσια ή νεόπλουτα άτομα, με απαραίτητη προϋπόθεση την κατοχή σκάφους ως μουνοπαγίδα. Συνήθως κυκλοφορούν με πουλοβεράκι στους ώμους και σορτσάκι Nautica και κόβουν βόλτες στις μαρίνες σε ακτίνα κοντινή στο σκάφος. Μιλάνε στο κινητό μεγαλόφωνα και κανονίζουνε το επόμενο μπακουροπάρτυ στο σκάφος. (Ο Γιακουμής της ταινίας κοιμότανε σε βάρκα και όλο το story έπαιζε γύρω από αυτό).

Η χρήση αυτή του όρου γίνεται με εντελώς αντίστροφη λογική από αυτήν του αγαπητού παιδιού του λαού! Σε αντίθεση με τον Ξανθόπουλο - που ήταν χαμάλης στο καρνάγιο - τα άτομα αυτά συνήθως δεν δουλεύουν.

  1. Τάσος: - Ρε συ Πάμπο, πού να σου λέω τι έπαθα... Πάνω που ερχόμουνα με πιάνει λάστιχο, παίρνω λεωφορείο και μου κλέβουνε το πορτοφόλι, με πιάνει εισπράκτορας και τρώω πρόστιμο, το κινητό δεν έχει μονάδες και δεν έχω και τηλεκάρτα! Έχεις κάνα ψιλό για δανεικά; και θα στα φέρω αύριο...
    Πάμπος: - Πού 'σαι Γιακουμή; Το μπουζουκάκι σου και σ' άλλη παραλία...

  2. - Μαλάκα, τι σκάφος είναι αυτό που έχει το πουρέιντζερ;;;;
    - Ναι, ναι... Γιακουμής ο δικός σου...!

(από GATZMAN, 21/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που του ρίχνουν σφαλιάρες. Ο σφαλιαροεισπράκτορας. Έκφραση εμνευσμένη από τον αγαπημένο κωμικό των παλιών ελληνικών ταινιών Αλέκο Τζανετάκο.

- Πέταξε μια βλακεία και τον κάνανε τζανετάκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified