Ρακλό σημαίνει: «Το Ελληνάκι» στα γύφτικα (τσιγγάνικα για ευγένεια). Χρησιμοποιείται για να τονίσουν την ελληνική καταγωγή κάποιου, αν και τις περισσότερες φορές υποτιμητικά.
-Τι ντικές το ρακλό; Περνά ζωή και κότα!
Ρακλό σημαίνει: «Το Ελληνάκι» στα γύφτικα (τσιγγάνικα για ευγένεια). Χρησιμοποιείται για να τονίσουν την ελληνική καταγωγή κάποιου, αν και τις περισσότερες φορές υποτιμητικά.
-Τι ντικές το ρακλό; Περνά ζωή και κότα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η πόρνη στα καλιαρντά.
Αγνώστου ετύμου κατά τον Ηλία Πετρόπουλο. Εδώ βρίσκω την πληροφορία ότι κουρκούλω σημαίνει κυλιέμαι, ενώ εδώ ότι κουρκουλός σημαίνει κυνηγημένος εκ της τουρκικής (ας τοποθετηθούν οι τουρκολόγοι αν γνωρίζουν κάτι παραπάνω).
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα ελευθερίων ηθών, μάλλον εκ του ιταλικού libertà (=ελευθερία). Είναι καλιαρντό, αλλά όχι μόνο. Πάντως είναι παρωχημένη λέξη, παλαιική.
Δύσκολα τα πράματα
φίλε εαυτέ μου
και τα βήματά σου,
κάνουν τα
πεζοδρόμια να στενάζουν.
Αβέλεις ντρέσες
και κραγιόνια στα
χείλια
κόκκινά σου φοράς.
Σφήνες στα μυαλά σου
κι απολιάζεις στα
μπο
των χειλιών σου τα χαμόγελα.
Βαβελιάζεις στα γραπτά σου
σούκρα βεριτά μα ποιός
να καταλάβει ποιός
και μολορουφιέσαι
συνέχεια στις σελινιές βαθιά,
τα κατόλια βρέχουν
το αγαπημένο
σου μπλου τζιν
και η αγάπη που σε γέννησε
σου παίρνει αργά όλη τη
δόξα πίσω.
Κόζα-στακόζα κι ο καφές
ο πρώτος
μα κι ο δεύτερος.
Ο σκύλος σου χαζεύει
από το παράθυρο μια αδέσποτη
σκύλα
τροτέζα λιμπερτόζα
και το φώς της λούνας μετρήθηκε 1
λουξ.
(Καλιαρντοποίημα αποκατέ)
Got a better definition? Add it!
Καλιαρντή λέξη εκ των κιμπάρης και πουρό (βλ. λήμματα για ετυμολογία). Ο Ηλίας Πετρόπουλος δίνει τη σημασία μερακλής (ή μερακλής), αλλά φαντάζομαι μπορεί να έχει όλες τις σημασίες του κιμπάρης που δίνει το Πονηρόσκυλο, κι εφόσον μιλάμε για κάποιον πουρό, πρόκειται για έναν ηλικιωμένο κιμπάρη, ο οποίος ενδέχεται να σκάει τα λεφτά του μάλλον με διάθεση χορηγού τ. suggar daddy ή πουστοπατέρα- ζάχαρη, σε τεκνά και τεκνίτσες μικρότερης οικονομικής δύναμης. Ο επίμονος κιμπαροπουρός συχνά ανταμείβεται για την επιμονή του.
Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και
ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε
με νταμιροκλύσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα
κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα.
(Αποκατέ).
Μετάφραση κατά προσέγγιση: Στη φυλακή (ή μήπως στο
μπιντιεσεμικό ντάντζιον;) κιμπάρης ηλικιωμένος με ελευθεριάζουσα και
πλούσια πουτανιάρα παντρεμένη βασάνισε με (κάποιο τέλος πάντων
είδος από) ένεση γέρο χωρίς προφυλακτικό και ο γέρος ο επαρχιώτης
ζήτησε μαστίγιο.
Got a better definition? Add it!
Ο υπουργός της κυβέρνησης στα καλιαρντά. Από το ιταλικό ministro και το πουρό της ρομανί.
Πάλι θα κάνει μινιστροπουρό τη γιδοτεκνοσυντήρητη ο πρωτονταβάς;
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι ο μαζοχιστής, ο μαζόχας. Προέρχεται από το ντέζι (εκ του γαλλικού désirer= επιθυμώ, ποθώ) και από το ντουπ που σημαίνει το ξύλο (ηχομιμητικό). Δηλαδή αυτός ή αυτή που ποθεί να τρώει ξύλο.
Όντις ήπαγε στο Αδελφοχώρι, με ντεζολαχτάρες και ντεζοντουπούδες αβέλει ντουπ τα πλήκτρα. (Μπουντουσουμού).
Got a better definition? Add it!
Ο αρραβωνιαστικός, ο μνηστήρας στα καλιαρντά, πιθανόν εκ του ιταλικού fidanzato.
Ὁ Ζηνόβιεφ εἶναι φιλέλληνας, ὄχι ντεζολαχτάρας σὰν τὸ σουάντες φινεντζάρη, ποὺ τουζούρ ντοὺπ σαφρὰνς... Σκέτος μπάϋρον εἶναι. (Παράδειγμα Αἴαντος).
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι ο καυλιάρης, για την ακρίβεια αυτός που έχει γεμάτα τα αρχίδια του, τα μπελερίνια του, τα (μ)πελέ του (εκ της ρομανί). Το πλένο- ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το ισπανικό pleno για το γεμάτο, ενώ ανάλογα έχουμε σε όλες τις λατινογενείς γλώσσες.
Got a better definition? Add it!
Ο τεμπέλης, ο νωθρός, ο μαχμουρλής, ο εις κατάστασιν σπαρίλης ευρισκόμενος, ο σπαριλόμπεης. Μάλλον εκ του ψαριού σπάρος (βλ. και σπαρίλα). Ο σπαρίλας είναι όχι τόσο ο οριστικά και αμετάκλητα τεμπέλης/ ατάλαντος/ μη μοτιβαρισμένος, αλλά μάλλον πιο πολύ αυτός που βαριέται να κάνει μια μικροδουλειά, έχει νωθρότητα σε μικρολεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, βρίσκεται σε μουντ απραξίας.
Got a better definition? Add it!