Further tags

Σε συμπλήρωση του έτερου ορισμού, λέγεται για τον άνθρωπο προχωρημένης ηλικίας γενικά. Για κάποιον που περιμέναμε ότι θα είχε ήδη πεθάνει, αλλά παραδόξως ζει. Αλλά και ειδικότερα, για κάποιον που έχει παγιώσει στο πρόσωπό του μία ανέκφραστη έκφραση σαν μάσκα. Ο λόγος μπορεί να είναι ότι έχει χρησιμοποιήσει αισθητικές μεθόδους συντήρησης, όπως μπότοξ, που του έχουν αλλοιώσει την εκφραστική του προσώπου. Ή μπορεί να έχει πάθει και μια σειρά από εγκεφαλικά ή Αϊζεν(χ)άουερ ή άνοια, που του έχουν προσδώσει μία απόκοσμη έκφραση αλλούφο. Όταν μαζεύονται πολλές μούμιες μαζί, γίνεται τουταγχαμός.

  1. Θα ψήφιζα τη Μαριάννα Βαρδινογιάννη για Πρόεδρο. Γιατί; Δεν κάνει η μούμια για Πρόεδρος; Εδώ έχουμε τον Παπούλια! (Μακελειό).
  2. Σε λίγο καιρό, η Μέγκαν Φοξ θα μπορεί να παίξει μόνο στην Μούμια.

Τουταγχαμός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολιτικός χαρακτηρισμός για τον Ναιοέλληνα που θέλει να μείνουμε στην Ευρωζώνη ή στην Ευρωπαϊκή Ένωση πάση θυσία, -θα πει (σύμφωνα πάντα με τους χρησιμοποιούντες την έκφραση) πάση ανθρωπο-θυσία ή πάση θυσία των άλλων-, για τον ευρωμαϊντανό.

Ο όρος εγκαινιάστηκε στα συλλαλητήρια του Ιουνίου και Ιουλίου 2015 υπέρ της παραμονής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, επέζησε όμως πέραν αυτών για να δηλώσει κάποιον που οι πολιτικές του θέσεις διαμορφώνονται υπό το βάρος της απόλυτης προτεραιότητας του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της Ελλάδας, ακόμη και εις βάρος άλλων σημαντικών προτεραιοτήτων. Κατά κανόνα χρησιμοποιείται από ιδεολογικούς αντιπάλους ως ελαφρός μειωτικός χαρακτηρισμός. Οι μενουμευρώπηδες κατηγορούνται από τους χρησιμοποιούντες την έκφραση ως ανήκοντες σε δύο μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων: Είτε πρόκειται για ευρωπανηλίθιους που καίτη ευρωπαλαιστές λατρεύουν με φανατισμό ως ευρωταλιμπάν το [ευρωπέος]8 την ιδιότητα του να είσαι Ευρωπαίος. Είτε για λαμόγια που κρύβουν υπό τον μανδύα του φιλοευρωπαϊσμού τα ταξικά τους συμφέροντα. Οι μενουμευρώπηδες έχουν βέβαια διάφορες απαντήσεις, αλλά τέσπα εδώ μας ενδιαφέρουν τα γλωσσικά έως και ρητορικά στοιχεία της πολιτικής, μην επεκταθούμε.

Μενουμευρώπισσες για τακουνιστές

  1. ΠΟΣΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΦΙΛΟΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ «ΜΕΝΟΥΜΕΥΡΩΠΗΔΕΣ»? [...] Ήδη και μόνο από το παραπάνω, βλέπω χιλιάδες «μενουμευρώπηδες» στη φυλακή, καθώς, στην Ελλάδα, το να αφήνεις επί μήνες απλήρωτους τους εργαζόμενους την ίδια στιγμή που έχεις φροντίσει στους προσωπικούς σου λογαριασμούς να έχεις εκατ. χιλιάδες ευρώ, συγκαταλέγεται στις… επιχειρηματικές αρετές. Αν τώρα προσθέσουμε και τα υπόλοιπα κακουργήματα, (όπως πχ. ΕΣΠΑ και διαφόρων τύπων επιδοτήσεις σε μαϊμού επιχειρήσεις που μετατρέπονται σε προσωπικές περιουσίες), μίζες σε διαγωνισμούς κλπ, σίγουρα το ΟΧΙ θα έβγαινε με 99,9% αφού οι κρατούμενοι δεν ψηφίζουν. (Εδώ).
  2. Προφανώς οι μενουμευρώπηδες προσέλαβαν επικοινωνιολογο απ' τα Λιντλ. (Από το Τουίτερ).
  3. Υπάρχει κανένας μενουμευρώπης που δεν θα πληρώσει ΕΝΦΙΑ, εισφορές ΟΑΕΕ και φόρους; (Μας ψεκάζουν).
  4. Αναμένοντας με έντονη ανησυχία τις εξελίξεις και μη πηγαίνοντας για μπάνιο (νταξ, δεν υπάρχει σάλιο, αλλά από κάπου πρέπει να πιαστώ ευπρόσωπα), έβγαλα το μεσημέρι με Τούμπα Λίμπρε (ρετσίνα-coca cola, κανείς δεν έχει σπουδάσει Σαλονίκη δω μέσα;) και με ανάλυση του Μαρξισμού, σε κλασσικό εικονογραφημένο- δεν είν'εποχή τώρα να κυκλοφορούν τα πρωτότυπα, να σε βουτήξει κάνας Μενουμευρώπης στο δρόμο, να 'χεις ντράβαλα. (Εδώ).
  5. Μη φοβάσαι μαν! Μενουμευρώπης είναι κι αυτός, κρύψε τη χατζάρα σου! (Μπανάθα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει αυτόν που είναι φανατικός με το Ευρώ, την Ευρωζώνη ή την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ένταξη ή παραμονή σε αυτές, και γενικότερα με την ευρωπαϊκή ιδέα. Κυρίως, όμως, με το Ευρώ και την Ευρωζώνη. Ο φανατισμός του φτάνει σε τέτοιο σημείο, ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί ταλιμπάν, δηλαδή φανατικότατος έως τα όρια του θεούσου, ή και ασυλλόγιστος σταρχιδιστής πρόθυμος για κάθε ταλιμπανιά (βλ. και λοιπές σλανγκικές σημασίες του ταλιμπάν). Για τους ορίτζιναλ ταλιμπάν (<αραβικό tālib= μαθητής, επειδή ήταν αρχικά ιεροσπουδαστές σε πακιστανικές θρησκευτικές σχολές) δες εδώ.

Ο όρος είναι ειρωνικός, ιδίως γιατί η ευρωπαϊκή ιδέα έχει συνδεθεί με τα ιδεώδη του Διαφωτισμού, της ορθολογικής σκέψης και της εκκοσμίκευσης στους αντίποδες του θρησκευτικού φανατισμού. Οι χρησιμοποιούντες ειρωνικά τον όρο θίγουν ακριβώς το ότι ορισμένοι έχουν φανατική σχέση με την ευρωπαϊκή ιδέα όντας σε εσωτερική αντίφαση με τα πιστεύω τους, αφού τα πιστεύουν ακριβώς με τρόπο που αντιφάσκει προς το περιεχόμενό τους. Παρόμοιες χρήσεις είναι βεβαίως πολύ συνήθεις σήμερα, αφού ο φανατισμός των υποτιθέμενων ορθολογιστών και ευρωπαϊστών ή δυτικόφιλων που ταλιμπανίζουν ασύστολα είναι πολύ σύνηθες θέμα σε παρόμοιες λεξιπλασίες. Έχει θιγεί και στα λήμματα διαφωτιστάν, μουτζαχεντίν, μεταρρυθμιστάν, ευρωπαϊστάν, εκσυγχρονιστάν, φωταδιστής κ.ά.

Plot twist ινσέψιο: Ο συριζοταλιμπάν που είναι πλέον ευρωταλιμπάν.

Πάσα (Δ.Π.): Σφυρίζων.

  1. Να ξεφορτωθούμε τη δυναστεία των Ευρωταλιμπάν και τους προϊσταμένους τους! (Εργατικός Αγώνας).
  2. "Την Ευρώπη θέλομεν κι ας τρώγωμεν εξαντλημένα 20ευρα από τα Α.Τ.Μ. της Eurobank." -Αγνώστου Ευρωταλιμπάν. (Από το Φέισμπουκ).
  3. Οι ΤσιπροΣυριζαίοι, η Αριστερά των ευρωταλιμπαν, αυτοι που σε καθε συνδικατο στηριζουν τα σκυλια των βιομηχανων της ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ, αυτοι που βοηθησαν για να περασει ο κοινονικος διαλογος των μαφιοζων του ΣΕΒ εκαναν συλλαλητηριο (Ζούγκλα).
  4. Προς τούτο επιστρατεύθηκε και ο γυιός του Ψυχάρη (και ελέω ΔΟΛ βουλευτής της ΝΔ), ο οποίος με την ορμή του γιάπη- ευρωταλιμπάν έριξε την πατσαβούρα στα μούτρα του Μανιτάκη κατηγορώντας τον ότι "θα μείνει στην ιστορία, ως ο υπουργός προστάτης των επίορκων των κοπανατζήδων και των τεμπέληδων". (Εδώ).
  5. Το Μπλε Μήλο δεν είναι ιστολόγιο που έχει μία και ενιαία ιδεολογική γραμμή. Οι συντάκτες του και οι αναγνώστες του προέρχονται από ποικίλες ιδεολογικές αφετηρίες. Από αναρχοελευθεριακούς (κυρίως πρώην εκ ΦιΣ), ευρωταλιμπάν φιλελεύθερους μέχρι και ακραιφνείς συντηρητικούς. Εγώ ανήκω στην τελευταία κατηγορία. (Πχόρουμ).

Ευρωμαϊντάν και θρησκεία Σκύψε ευρωπευλογημένη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατευθείαν από το χώρο της πολιτικής παραφιλολογίας.

Εξόχως μειωτικός χαρακτηρισμός. Επιφυλάσσεται σε βουλευτές και λοιπά στελέχη του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, προσδεδεμένους στο άρμα της Ντόρας Μπακογιάννη. Προσδεδεμένοι σε βαθμό αφοσίωσης και αφοσιωμένοι σε βαθμό αηδίας.

Οι ντοράκηδες είναι πολλοί. Άλλωστε το 90% των εν ενεργεία γαλάζιων βουλευτών, δημάρχων, νομαρχών, συνδικαλιστών κλπ στήριξε Ντόρα στις χθεσινές εκλογές. Κάποιοι ωστόσο είχαν άλλη άποψη...

Κυρίως όμως, όταν γίνεται λόγος για ντοράκηδες, «φωτογραφίζονται» ορισμένα μεγαλοστελέχη, συνήθως εκ παντέρμης Κρήτης ορμώμενοι: Βουλγαράκης, Μεϊμαράκης, Κωστής Χατζηδάκης κ.α. Par excellence οι δύο πρώτοι, γνωστοί γόηδες και μπήχτηδες. Τα πρωτοπαλίκαρα, κάτι σαν Ηρακλείς του στέμματος ένα πράμα...

Οι φαρμακόγλωσσες λένε πως κατά το παρελθόν, αρκετοί ντοράκηδες είχαν σεξουαλικές σχέσεις με την Κυρία, στην προσπάθεια τους να αποκτήσουν την εύνοια του μπαμπά της. Ποτέ όμως δεν την αγάπησαν πραγματικά. Οι φήμες αυτές αναπαρήχθησαν προσφάτως από την καινούρια εφημερίδα του Μάκη, η Ντόρα όμως άσκησε αγωγή και ζητάει 3 μύρια ευρά αποζημίωση για ψυχική οδύνη και ηθική βλάβη κ.λ.π.. Όταν τη ρώτησαν τι θα κάνει τόσα λεφτά, απάντησε με άνεση πως τα θέλει για να εξασφαλίσει τα γεράματά της. Μπιλίβ ιτ.

  1. Kavala Blogs » Το Μποστάνι » ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΑΠΟ EMAΣ ΣΤΗΝ κ. ΝΤΟΡΑ... ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΤΟΡΑΚΗΔΕΣ.... (ΜΕΡΑ ΠΟΥΝΑΙ). Βλ. εδώ.

  2. Οι… Ντοράκηδες!
    Προκαλεί εντύπωση η εμμονή κάποιων «μεγαλοδημοσιογράφων», προοδευτικής, υποτίθεται, απόκλισης να κόπτονται υπέρ της ενότητας της Νέας Δημοκρατίας, χαρακτηρίζοντας μέχρι και... «διχαστική» την προχθεσινή πρωτοβουλία Αβραμόπουλου.
    Βλ. εδώ.

  3. Ντοράκηδες kαι σαμαρικοί στην Κ.Ο.
    Η ΒΕΝΤΕΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΔΟΧΗΣ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
    Βλ. εδώ.

Επίσης βλ. ντορίτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των φοιτητής και της γαμοσλανγκοτέτοιας (ετικετοποιήσιμης;) κατάληξης -(α)μπουρας, που ο σύσσλανγκος εδώ ετυμολογεί από το berrü = άντρας στα αλβανικά (ας επιβεβαιώσουν ή διαψεύσουν οι επαΐοντες).

Ο φοιτητάμπουρας, επομένως, είναι ο φοιτητής που είναι αλητάμπουρας, κοπριτάμπουρας, αρχιδάμπουρας, ενίοτε χλιδάμπουρας όταν πηγαίνει σε πάρτι της ΔΑΠ, είναι μέλος των συλλόγων Σ.Κα.Πα.Π. και Σπα.Πα.Πε., δεν είναι επιμελής, αναλώνεται είτε σε παρτάκια με επίπεδο-ΔΑΠεδο είτε στην αριστεροχαρά της ένταξης σε πολιτικές νεολέρες, όπου μπορεί να διαπρέψει και ως σταλινογαμπρός και γενικώς ευχαριστιέται τα νιάτα του ή και τα άντα του αν είναι απαταιώνιος φοιτητής.

  1. Άει μωρή τσουτσού που θες και χαρτομάντιλα, κάτσε διάβασε.... μια ζωη φοιτητάμπουρας. (Εδώ).
  2. Στην εξεταστική οι φοιτητές διαβάζουν.Εγώ ως φοιτητάμπουρας βλέπω Daria. Άντε και καλό σεπτέμβρη. (Εδώ).
  3. Πάει τώρα ο μπάι κιούριους φοιτητάμπουρας με φάτσα κυπρίου κεμπαμπτζή και κακάδι στο μούσι (ομάζ αυτό, ξέρει ποιος) να κάμει τον καμπόσο σε ποιόν; Στον Βόλφγκανγκ τον Σόιμπλε. Έλα μουνί στον τόπο σου. (Εδώ).
  4. Συριζαίος άεργος φοιτητάμπουρας: με τα capital controls επιτέλους υποφέρει ο Βαρδινογιάννης όπως υπέφερε ο λαός τόσα χρόνια. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μισός άνθρωπος και μισός θέατρο. Πώς λέμε λυκάνθρωπος, βατραχάνθρωπος κλπ;

Τιμητικός τίτλος για ηθοποιό απο τους ομοίους του, είναι ένα σκαλοπάτι πριν αναγορευθεί «Ιερό Τέρας» (μαλαματοκαπνισμένη εικόνα του Αη-Γκοτζίλλα απονέμεται μετά θάνατον).


Πρόκειται για γαλλισμό (τί άλλο;) εκ του homme de théâtre = θεατρικός συγγραφέας ή ηθοποιός που άφησε το στίγμα (και σίγουρα το σμήγμα) του, απά στο σανιδένιο πάνθεον του Θέσπι.

Οι νεοέλληνες όμως, πάσχουν από στραβισμό εννοιών: κλασσικός ή απλώς παλιός; Διαχρονικός ή παρωχημένος; Αντίκα ή παλιατσαρία; Πρέπει στο λεωφορείο να σηκωθεί με το στανιό ένας κατάκοπος μαθητής που τρέχει από φροντιστήριο σε φροντιστήριο, από σεβασμό προς έναν κοτσονάτο κωλόγερα;

Τα συνώνυμα και τα επίθετα δεν υπάρχουν για μόστρα.

Ακόμα και στον στρατό, η ιδιότητα του παλιού έχει μόνον ονομαστική αξία (βλ. εδώ). Αλλά, ο στρατός έχει συγκεκριμένο αντικείμενο (προετοιμασία για πόλεμο), ενώ στην Τέχνη ο καθένας μπορεί να πει την παρόλα του, ιδίως άμα περάσουνε τα χρόνια. Έπειτα, ο θεσμός της παραγραφής (καλλιτεχνικών και μη) ατοπημάτων, πολύ μας έχει ταλαιπωρήσει...

Άλλωστε, το γεγονός ότι οι περισσότεροι Έλληνες ηθοποιοί είναι γνωστοί όχι απ’ το θέατρο αλλά από την ελληνική τηλεόρα που ανακυκλώνει μια στιμμένη λεμονόκουπα επί 5 δεκαετίες τώρα (τις ίδιες και τις ίδιες ταινίες, δηλ. ένα 2 % του κινηματογραφικού πλούτου), δεν σημαίνει ότι ήταν και τίποτις της προκοπής, ούτε καν ως cult ή έστω kitsch value. Τί να πει το Μπόλιγουντ δηλαδή;

Είτε μοσκομούνα/ -ης που, ενώ ματοκυλιόταν η Ελλάδα, έτρωγε πάστα στου Ζωναρά, γεγονός για το οποίον κοκκορεύεται κι αποπάνω αναδρομικά, μιας και σήμερα έχουν πέραση οι «γόνοι» (και νεωστί δεν εννοείται μόνον το καλαμαράκι) ένεκα τσουρογκλαμουριάς, είτε ανανήψας φτωχο-μπουλουκτσής, που γυρεύει να εξαργυρώσει τα οδοιπορικά του για τις ατέλειωτες πεζοπορίες από και προς εξαθλιωμένα χωριά, χιλιόμετρο το χιλιόμετρο, ο τίτλος αποδίδεται έτσι κι αλλιώς, με βάση μόνο τις «ώρες πτήσης», όπως παλιά το χρυσό ρολόι στις αγγλοσαξονικές επιχειρήσεις, ως δώρο για το long service

Σήμερα, οι ηθοποιοί γίνονται γνωστοί από διαφημίσεις και τηλεοπτικές προχειράντζες. Όταν θα τους έχουμε φάει στη μάπα καμιά 50αριά χρόνια, δεν θα εκπλαγεί κανείς αν αρχίσουν κι αυτοί με την σειρά τους τις «αναδρομές», με υγρά μάτια...

Πάντως, αν ο χαρακτηρισμός αποδίδεται όταν ο καλλιτέχνης βλέπει τα ραδίκια ανάποδα, τότε τον καλύπτει το εξαγνιστικό πέπλο της παροιμίας, οπότε άμε βγάλε άκρη τί κουμάσι ήτανε ο λεγάμενος, ενώ αν πρόκειται για το ωραίον (τέως ασθενές) φύλον, υπάγεται στην υποκατηγορία Μεγάλη Κυρία («του Θεάτρου» –η άλλη υποκατηγορία είναι «του Πενταγράμμου»), μιας και στην γλώσσα μας ο άνθρωπος δεν έχει δυο γένη (η θεατράνθρωπος;), ούτε και θα ήταν εύηχο το «θεατρανθρωπίνα»...

Κι αυτός ο χαρακτηρισμός συνήθως έρχεται μετά τον Χάροντα από συναδέλφους, που ευελπιστούν να χρισθούν κι αυτοί με την σειρά τους θεατράνθρωποι-Ιερά Τέρατα-Μεγάλες Κυρίες κλπ, είτε από τους επιζώντες, είτε από τους νεότερους συναδέλφους τους. Έτσι είναι. Αν δεν πας στις κηδείες των άλλων, δεν θα ’ρθουν κι αυτοί στην δική σου...

Όμως, δεδομένου ότι τελευταία οι άνθρωποι του θεάτρου βιάζονται κομμάτι ν’ αποδώσουν αλλήλοις τον τίτλο τιμής εν ζωή, το είδος του ζώντος θεατρανθρώπου συγκεντρώνει εν πολλοίς κάποια δομικά χαρακτηριστικά.

Ιδού λοιπόν, ο θεατράνθρωπος:

• Είναι πάλιουρας και το επικαλείται πομπωδώς σε κάθε ευκαιρία (και τί να μας πείτε τώρα εσείς οι νέοπες, όπως επετέθη μουσικά υπέρβαρος νοσταλγός της Επιθεώρησης σε αδερφίστικο «Ποια παίζει τώρα-τί να παίξει τώρα»).
• Συνήθως είναι από τους ελάχιστους επιζώντες της γενιάς του, οπότε λέει ό,τι του κατέβει.
• Αν είναι από γνωστή οικογένεια (θεατρική ή μη), το λιβανίζει μέχρι να του βγει η ψυχή (κι οι γλείφτες οι δημοσιογράφοι δεν παραλείπουν να φτυαρίσουν κώκ στο καμίνι της ματαιοδοξίας).
«Κόλλησε το μικρόβιο του θεάτρου» από μικρός (στάνταρ).
• Παραθέτει ένα σωρό άχρηστες πληροφορίες για την Παλαιά Αθήνα (κι ας μην μεγάλωσε εκεί), αλλά θυμάται «με συγκίνηση» και κάθε άλλη πόλη, όπου «τον λάτρεψε το κοινό» (κι ας μην ήταν καν πρωταγωνιστής).
Βγάζει στο σφυρί απομνημονεύματα της οιασδήποτε καριέρας του, σε ημι-καταποντισμένους εκδοτικούς οίκους (τζίρος να γίνεται).
• Θεωρεί εαυτόν Τάλω της Τέχνης (του;), μη και την κλέψει ή την μάθει ή καταλάβει κανας άλλος. Και την φυλάει καλά.
• Συχνά μπαίνει στο τηγάνι και σπάει τ’ αυγά, χωρίς να δίδει εξηγήσεις.
• Διατυμπανίζει ότι βοηθά νέους-φερέλπιδες καλλιτέχνες, που οφείλουν να τσαμπουνάνε μ’ ευγνωμοσύνη τ’ όνομά του, όπου σταθούν κι όπου βρεθούν.
• Καμιά φορά του δίνουν εκεί καμιάν εκπομπή (σε πεθαμένη τηλεοπτική ζώνη) ή καμιά ψωρο-στήλη σ’ εφημερίδα, να μην τους πρήζει τ’ αρχίδια.
• Περιφέρει το σαρκίο του σε τηλετραπεζώματα, όπου κουτσοπίνει, ψευτοχορεύει και φωτογραφίζεται με χωροφυλακίστικα χαμόγελα. • Σιχαίνεται και φθονεί τους συναδέλφους του, πετώντας πού και πού καμιά σπόντα «χαριτολογώντας».
• Αναφέρεται στην «καινούρια του δουλειά» (ίσαμε πεντακόσιες φορές).
«Πάει πολύ καλά και φέτος». • «Κάνει» θέατρο. • «Κάνει» είσπραξη.
«Καταθέτει την ψυχούλα του» (όπως παπαγαλίζουν κι οι μελάτοι παραγωγοί των ερτζιανών).
• Επιμένει ν’ ανεβαίνει στο σανίδι μέχρι να τα κορδώσει (πράγμα που δεν συμμερίζονται οι νεώτεροί του).
• Έχει (ή το μαράζι του είναι να) παίξει στην Επίδαυρο.
Κλαψουρίζει που δεν τονε παίρνουνε οι νέοι παραγωγοί, να παίξει (και να «διδαχθούν» απ’ αυτόν!), μετά από «τόσα που έχει προσφέρει» στην Τέχνη.
• Δίνει συμβουλές στου νέους, που υποχρεούνται να τον ατενίζουν με δέος από κάτω προς τα πάνω, σαν σε τσόντα πριν την Μετάληψη. • Δηλώνει δίκην επαΐοντος ότι «ο κόσμος έχει ξυπνήσει και ζητάει το ποιοτικό» (δηλ. το δικό του έργο) ή γκρινιάζει που «στην Ελλάδα ο κόσμος είναι απαίδευτος και δεν πολυπάει θέατρο» (στο δικό του).
• Ευχαριστεί για τα καλά λόγια. Είναι η αγάπη του κόσμου που του δίνει δύναμη να συνεχίσει. Είναι αυτός και οι φίλοι του, ο τάδε, ο δείνα κλπ και πολλά άλλα νέα, ταλαντούχα παιδιά (πού να τα θυμάται τώρα όλα). • «Γίνεται πολύ κέφι στα καμαρίνια» και • «Το εισπράττει αυτό ο κόσμος». • Οι θύμησές του πάντα εμπεριέχουν Κατοχή ή/και Χούντα, γαρνιρισμένες με κακουχίες (βεριτάμπλ ή τραβηγμένες απ’ τα μαλλιά), φροντίζοντας καλού-κακού να μην παρίσταται συνομήλικός του.
• Προσκαλεί τον τηλε-οικοδεσπότη, με επιτόπου προφορική πρόσκληση, να πά’ να τον δει στο θέατρο (και ο τελευταίος ορκίζεται στην ψυχή του Κωσταντάρα ότι θα το πράξει σύντομα = παπάρια).
• Αναδίδει μιαν εσάνς «παλιοπαρέας», ανατρέχοντας σε ανεκδοτολογικά happenings του απώτατου παρελθόντος (πάει μισός αιώνας τουλάχιστον), που υποτίθεται ότι συνέβησαν με εγχώριες και αλλοδαπές διασημότητες (έστω και αν τις γνώρισε ως κομπάρσος).
• Καταχράται το διπλό άρθρο οικειότητας, εκμαιεύοντας κολλητηλίκι με πεθαμένους π.χ. ο Τάκης ο Χορν, ο Πήτερ ο Τουλ, με τον Μάνο τον Χατζιδάκι γνωριστήκαμε... κλπ.
• Κάποιος Μεγάλος τον «ανακάλυψε», είχε τρακ, αλλά τον διαβεβαίωσε ότι «έχει ταλέντο» –άλλοι να φοβούνται (που δεν έχουν).
• Διατυπώνει με στόμφο «σεβασμό για τους Δασκάλους του» (που εννοείται ότι δεν ζουν να μας τα πουν απ’ την καλή –κι ας τον είχαν κλασμένο, κι ας του’ χαν βγάλει το Χριστό ανάποδα εν ζωή) κλπ.
• Παρουσιάζει το πρότυπο του θεατρανθρώπου, ως συνάρτηση της παραξενιάς του (προφ για να δικαιολογήσει και δικές του κακοτροπιές), π.χ. Όσο πιο στριμμένος, αυταρχικός και κακορίζικος ο Μύστης, τόσο πιο Ιερή η Τερατοσύνη του.
• Αναπολεί μεθ’ ύφους «τα παλιά καλά χρόνια», που υπήρχε και ταλέντο και ήθος (ενώ τώρα δεν υπάρχει τίποτε) και οικτίρει τους νέους, «που έχουν να συναντήσουν ένα σωρό δυσκολίες» ή τους ψέγει ότι «έχουν όλες τις ανέσεις».
• Ενθυμείται με ζωηρές λεπτομέρειες παλιές δόξες (συγκλονιστικές ερμηνείες, κατάμεστες αίθουσες, πηχυαίους τίτλους, διθυραμβικές κριτικές, Χορούς ανακτόρων κλπ).
• Συνήθως, αν είναι Δεξιός είναι και βασιλόφρων, ή αν είναι Αριστερός, εμφανίζει την έπαρση των παλαιών αντιστασιακών (κατά πάσης στάσης), που θεωρούν ότι έκαμαν το χρέος τους προ 50ετίας και ακόμα στενάζουν οι αμφίβολες δάφνες, κάτω απ’ το βάρος της κωλάρας τους.
• Καταριέται την Πολιτεία (απ’ την οποία έχει κονομήσει της Παναγιάς τα μάτια επί προσφάτων αλλά και παλαιοτέρων -προβληματικής συνταγματικότητας- καθεστώτων), ότι ολιγωρεί περί την Τέχνη.
• Υπονοεί ότι έχει Χρέος η Πολιτεία να του κόψει μια παχυλή σύνταξη ή έστω να του απονείμει ένα μετάλλιο (βρε αδερφέ) για τις πολύτιμες υπηρεσίες του στο Έθνος.
• Κάνει επιτηδευμένη αυτοκριτική, τονίζοντας ότι «έχει ένα ελάττωμα. Δεν μπορεί να πει ψέματα» (κατά το οξύμωρο «είμαι ο πιο μετριόφρων άνθρωπος στον κόσμο»).
• Βλέπει κακία παντού σήμερα και αναρωτιέται πού θα πάει ο κόσμος.
• Κοπανάει βαρύγδουπα «αποφθέγματα» όπως ο Καραμαλής στα στερνά του, τα οποία δέον να εκλαμβάνονται ως βαθυστόχαστα.
• Μιλά με υπονοούμενα (ή χωρίς να λέει τίποτα ουσιαστικό), όπως οι πολιτικοί.
• Συστέλλει τα ματόφυλλά του, ώστε να μην διακρίνονται οι κόρες των ματιών και να καθίστανται απροσπέλαστες οι σκέψεις του, όπως οι επιχειρηματίες.
Μυξοκλαίει όταν τον αναφέρει «με αγάπη» συνάδελφος του, σε βιντεοσκοπημένη συνέντευξη.
• Όταν ακούει εγκώμια από συναδέλφους, γέρνει πίσω στο κάθισμα σαν ετοιμόγεννη και αφήνει τους άλλους να μιλούν γι’ αυτόν, διακόπτοντας πού-και-πού για να διορθώσει καμιάν ημερομηνία. • Τρέμει όταν κάποιος συνομήλικός του, θυμηθεί impromptu καμιά παλιά ιστορία-καλαμπούρι, μην αναφερθεί τίποτα αρνητικό γι’ αυτόν που θα του χαλάσει τη μανέστρα-υστεροφημία (αν και σπανίως γίνεται -συνήθως αλληλοκαλύπτονται σαν μασόνοι) και κοντανασαίνει μέχρι ν’ ακούσει το (θετικό) punchline.
• Δεν πεθαίνει με καμία Παναγία, όσων χρονών κι αν φθάσει (κορακοζώητος και κομοδινίκωμος).
• Αν πάσχει από χρονία νόσο, σεργιανάει στα μήντια με «καρτερικό» χαμόγελο, ενώ όλοι σπεύδουν να υπερθεματίσουν το «κουράγιο» και την «δύναμη ψυχής» που επιδεικνύει σ’ αυτήν την «δοκιμασία» (βλ. παρόμοια αγγλοσαξωνική παπαρδέλλα «ordeal»).
• Πριν ψοφήσει, φροντίζει ν’ αγοράσει μόνος του κιλίβαντα από σκραπ και προπληρώνει πεντ-έξι αρκουδόμαγκες να ντυθούν τσολιαδάκια στην κηδεία του, η οποία δέον να γίνει δημοσία δαπάνη και η ταφή σ’ ένα στριμοκωλιασμένο (πια) από ήρωες νεκροταφείο της Πρωτεύουσας, αλλιώς απειλεί ότι θα βρικολακιάσει.
• Όταν μπει σε νοσοκομείο, ο συνήθης λόγος είναι «μια απλή ενόχληση», η συνήθης πάθηση είναι «πνευμονικό οίδημα», εκδίδεται πάντα επίσημο ιατρικό ανακοινωθέν προς το Πανελλήνιο, η συνήθης διάγνωση είναι «τίποτα το ανησυχητικό», κατόπιν συνήθως «επιδεινώνεται αιφνιδίως η κατάσταση της υγείας του» και μετά ο συνήθης Διευθυντής της κλινικής με προπονημένη φάτσα Όλιβερ Τουίστ ανακοινώνει τελετουργικά καφέδες & κονιάκ στο κυλικείο.
• Τα ΜΜΕ κάνουν ένα σύντομο αφιέρωμα, αναφερόμενοι στην «μεγάλη απώλεια» για τη ντόπια τρικούδουνη Τέχνη, δείχνουν και κανα αμοντάριστο πλάνο, επιμένοντας στο who is who των παρισταμένων που «τον συνοδεύουν στο τελευταίο ταξίδι» (όλο και πλακώνουν τίποτα νομάρχες, παπάδες, καραβανάδες κ.α.) και ακολουθούν αθλητικά.

Αυτά.

- Πείτε μας, πώς αποφασίσατε να γίνετε ηθοποιός;
- Εμένα μ’ έβγαλε στο θέατρο ο μεγάλος ο Μάκης ο Απιθανόπουλος, που ήταν θιασάρχης στο Κεκροπέ και μεσουρανούσε εκείνην την εποχή, με τις ντάμες του, με τα φλερτ του, ήτανε τότε στα φόρτε κι οι Τζιτζιφιές με τα μαγαζιά, αξέχαστα χρόνια...
- Μεγάλη φυσιογνωμία του Ελληνικού Θεάτρου...
- Βέεεεεβαια. Ένας σωστός θεατράνθρωπος. Ήμουνα-δεν ήμουνα τότε 14 χρονών, αλλά είχα πείσμα και θέληση. Γιατί θέλει πείσμα το θέατρο, όχι σαν σήμερα, που τα έχουν όλα εύκολα οι νεότεροι. Τελοσπάντων λοιπόν, με βλέπει ο Απιθανόπουλος και μου λέει «εσύ θα παίξεις Γενοβέφα»! Εγώ τα’ χασα! Πού να το φανταστώ εγώ, ότι θα ’παιζα εγώ το νιάνιαρο, μέσα σε τόσα ονόματα, την Πατίνα την Κραξινού, τον Κίτσο τον Εμιράτ, πού να στα λέω! Και μου λέει ο Απιθανόπουλος – να, σαν τώρα το θυμάμαι – «μην τους φοβάσαι όλους αυτούς. Εσύ θα φτάσεις ψηλά, γιατί έχεις ψυχή μέσα σου!» Μάκη μου, όπου και να’ σαι, να’ σαι πάντα καλά με το χαμόγελό σου...

(δάκρυ και fade out)

Στο 1.27: τον φίλο μου τον Γιώργο ΤΟΝ Κατσιφάρα (από Khan, 10/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που χτυπάει γκόμενες κατά συρροή, που αλλάζει τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, ο Καζανόβας, ο Δον Μήτσος Κιλώτης, ο Τζέμης Μποντ τ. fuck and let die, ο φαρμακοψώλης, ο σκοτώνω. Γενικά το τελικό συστατικό -φονιάς προσδίδει σεξιστικώς ένα είδος ανδρισμού, γιατί άντρας που δεν είναι γκαζοφονιάς, ρακοφονιάς, ή, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε, και μπαζοφονιάς, δεν είναι άντρας. Σημειωτέον ότι στο -φονιάς μπορεί να υπάρχει και μια ελαφρά μειωτική χροιά, λ.χ. ο γκαζοφονιάς να είναι αυτός που πατάει γκάζι σαν ούγκανος εις βάρος της πχοιότητας της οδήγησης, έτσι κι ο γκομενοφονιάς μπορεί να είναι και -φονιάς ως σαβουρογάμης ό,τι κάτσει ή ως κάποιος που χάνει ευκαιρίες για πχοιοτικές σχέσεις μέσα στη φούρια του. Θα μπορούσαν να ειπωθούν πολλά ψυχανάλατα για τη σχέση σεξ και θανάτου, τόσο της ερωμένης, όσο και του ερώντος, αλλά προτιμώ να δώσω τον λόγο στα παραδείγματα.

  1. Ντανιέλος ο Γκομενοφονιάς. Επειδή σήμερα, εκεί που έψαχνα καμιά καλή φωτογραφία να σχολιάσω, με έπιασε μία απίστευτη πρεμούρα και σιχαμάρα με όλα τα πλαστικά βυζιά στον κόσμο της σόου βυζ (ο προσωπικός μου κρυπτονίτης), θέλω να δούμε ένα κλασικό αγόρι για να ευθυμήσουμε. [...] [Πιο χαμηλά]24. Ααααχ Όλγιες Κιρουλένκες που μας ματσαλάτε όλα τα καλά πουλιά... Στωναγμός. [...] Γιατί το πίνω το Μαρτίνι (Rosa Eske-me-nazy remix). Εις υγείαν και καλό σαββατοκύριακο. Labels: Daniel Craig, γκομενάκι, λιγούρες, ταινίες, φουσκοδεντριές. (Εδώ).
  2. Μόνο δύο εξαιρέσεις υπήρχαν. Η πρώτη ήταν ο Μιχάλης, γνωστός και σαν "Ραλίστας" ή "Αετονύχης" ή "Γκομενοφονιάς" ή "Ο ψηλός με τη Γιαμάχα" ή "Ε.Π.Μ.Κ.Α.Χ (Επίσημος Προμηθευτής μαύρου Και Άλλων χόρτων"), ο οποίος είχε πάρει απόφαση ότι δεν πρόκειται να γράψει πάνω από τρία και άρα δεν είχε κανένα άγχος. (Εδώ).

Ο Ντανιέλος ο Ουκρανιδοφονιάς του πρώτου παραδείγματος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το μειράκιο που παριστάνει τον μεγάλο, το μουστάκι του θυμίζει τρίχες απ' τ' αρχίδια, αφού.

Δες εδώ τον αρχιδομούστακο που μου θέλει και γκόμενα!

Σημείωση: Το παράδειγμα είναι από προφορική επικοινωνία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταναλωτής κριτσινιών με σουσάμι, κυρίως υπάλληλος του ΟΤΕ και μελετητής του σύμπαντος. Γεμίζει σουσάμι το γραφείο απο την υπερβολική κατανάλωση κριτσινιών.

- Χρήστο γέμισε σουσάμι το γραφείο σου πάλι.
- Άσε έφαγα 3 κιλά κριτσίνια σήμερα, έφταιγε η ευθυγράμμιση της Πανσελήνου με τον Δία.

(από ela, 01/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός των κατοίκων της Σαλαμίνας. Προέρχεται πιθανότατα από το αρβανίτικο μπακούκος (κοντόχοντρος) και σχετίζεται με την αρβανίτικη καταγωγή πολλών κατοίκων του νησιού. Απαντάται και η έκφραση Μπακαουκία στην αργκό των ναυτών που υπηρετούν στο ναύσταθμο του νησιού.

- Σειρά, πώς την περνάς στο ναύσταθμο;
- Άσε ρε φίλε, έχω κάτι μπακαούκηδες άλλο πράμα! Όλοι μαζί πιάνουν δεν πιάνουν ένα 50 IQ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified