Further tags

Ο γυμνασμένος μπόντι-μπίλντερ που το σώμα του έχει αποκτήσει τη σκληρότητα γλυπτού και οι μύες του δημιουργούν ένα ανάγλυφο.

Ο τύπος μιλάμε είναι ανάγλυφος. Μπορείς να τρίψεις στην κοιλιά του παρμεζάνα για το σπαγκέτι.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άνθρωπος που ξημεροβραδιάζεται στο γυμναστήριο, για να φτιάξει σώμα.

  1. Αν είσαι ο τύπος ο γυμναστηριακός, αυτός που προσέχει τη διατροφή του και το fitness είναι μονόδρομος, μονόδρομος είναι και το Garden Bar. (Φέισμπουκ).
  2. Όλη η αλήθεια για τους γυμναστηριακούς και τις παραλίες. (Τικ Τοκ).
  3. Πώς βιώνει ένας γυμναστηριακός την αποχή του από τον φυσικό του χώρο. (Ratpack).

Got a better definition? Add it!

Published

Λέγεται σε γυμναστήρια και παραλίες ειρωνικά για μποντιμπλντερούδες / πρησμένες / φουσκωτές / σφίχτερ-γκόμενες που έχασαν τελείως το μέτρο κι απέκτησαν τη σωματάρα του Λάινο (Lion-O) από την ομώνυμη σειρά κινούμενων σχεδίων.

Μερικές συχνάζουν στην Ερεσσό της Λέσβου. Τυχαίο; Δε νομίζω.

- Γιαδέ!! Με τρόπο. 6 και 20.
- Μαμάα!! Μια Θάντερκατ!!
- Τι 'ναι αυτό ρε πούστη μου!! Το μπούτι μου, το μπράτσο της!!
- Τη γαμάς;
- Με μεταλλαγμένα δεν έχω σχέσεις.

(από sstteffannoss, 14/11/10)Lion-O (από poniroskylo, 16/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἐπρόκειτο διὰ τόν ναρκομανῆ, ἦτοι πρεζόνιτζὰνκι, ὁ ὀποἶος εὐρίσκεται εὶς προκεχωρημένη κατάστασιν χρήσης μὲ ὄτι αὐτό συνεπάγεται. Μεταφοῥικῶς δὲ καί χιουμοριστικῶς, ἁναφέρεται εῖς ἇτομο ἑξαρτημένο από μία οὑσία διαδικασία ἦ ἑργασία.

Ὑφικλῆς: «Μὰ διὰ ὄνομα τοῦ Ὑψίστου Φιφακλῆ, εῖς πόσα γυμναστήρια εἶσαι ἑγγεγραμένος πλέον;»
Φιφακλῆς: «Εῖς τρία! Τὰ ἑπισκέπτομαι διαδοχικώς ἑπί 8 ὥρες καθημερινῶς ἐκαστο! Τῖς ὑπόλοιπες 8 κοιμῶμαι.»
Ὑφικλῆς: «Ἐ μὰ πλέον! Εῖσαι κακοπρέζονο τῆς γυμναστικὴς, gym freak ἀμερικανιστί!!!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ογκώδης μπόντι-μπίλντερ.

Βγήκε ο κρεατίλας στην παραλία να μας μοστράρει την κορμάρα.

Got a better definition? Add it!

Published

Αρσενικό που είτε είναι μοναχικό, είτε κυκλοφορεί σε αγέλες αρσενικών και είναι τούμπανο και βελόνας.

Ας αποφύγουμε καλύτερα την αγέλη με τους λύκους. Ας αλλάξουμε πεζοδρόμιο.

Got a better definition? Add it!

Published

Οι γραμμωμένοι κοιλιακοί που μοιάζουν με μπακλαβά. Επίσης, η ρυμοτομία πόλης, με εντελώς ομοιόμορφα σχεδιασμένους παραλλήλους και καθέτους δρόμους.

  1. Αν δεν φτιάξει μπακλαβαδωτό, δεν βγαίνει στην παραλία.
  2. Μου έχει λείψει το μπακλαβαδωτό του Πειραιά εδώ μέσα στο χάος της Αθήνας.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο body-builder, το μπιλντέρι, ο γυμνασμένος, ο χτισμένος.

Να αποφεύγεις τα σκληρά, να μην κολλάς στους μπιλντεράδες να διοργανώνεις ρεσιτάλ για μετανάστες και φυγάδες. (Η θεά, 1999, στίχοι: Ισαάκ Σούσης, τραγούδι: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας).

Got a better definition? Add it!

Published

Α. Προέρχεται απ’ το αργκοτικό αγγλικό dukes: γροθιές (επίσης, ο τίτλος ευγενείας «Δούκας» στον πληθυντικό).

Σημαίνει:

  1. Το μπουνίδι, το άγριο ξύλο, τις μπουκετιές.

  2. Όταν μιλάμε για άντρες:

    • αυτόν που είναι γερός και δυνατός, γεροδεμένος, χεροδύναμος και σωματαράς (κοινώς το γομάρι), με υψηλότατα επίπεδα τεστοστερόνης, τον νταή που έχει το ζωνάρι του λυμένο για καυγά, που δε μασάει και δεν αφήνει να του βγει κανένας από πάνω.
    • τον γορίλα, το μπιλντέρι, τον μποντιμπιλντερά, το μπρατσόνι, τον σφίχτερμαν, τον φουσκωτό, τον χτιστό / χτισμένο, δηλαδή κάποιον που καταφεύγει στο συνδυασμό body building–ντόπες για λόγους αυτοερωτικής επιδειξιμανίας ή και τραμπουκισμού. Προκαλεί φόβο – τρόμο, σε συμπλεγματικές γκόμενες αίσθημα ασφάλειας και σε …μερικούς λιγούρα για ξινά. Τα μπίο – ντούκια τον απεχθάνονται και τον θεωρούν (πολύ σωστά) μεταλλαγμένο με κάθε έννοια.
    • Σχετικό σφόλι: «φαρινάπ». Υπονοεί (στερεοτυπικά) μειωμένη ευφυΐα και κάποτε - κάποτε πώρωση και φανατίλα, ειδικά αν το ντούκι αποτελεί μέλος / οπαδό κάποιου είδους ομάδας / συμμορίας. Συναντάται ως σεκιουριτάς, πόρτα, νταβατζής παντός είδους και σε μέρη όπου ενδείκνυται μινιμαλιστική ένδυση, πχ πισίνες, παραλίες.
  3. Η έκφραση «είμαι ντούκι», όταν δεν συνάδει με τον υπεράνω φαινότυπο, σημαίνει πως από υγεία είμαι τετράγερος / τσιλίκι.

  4. Όταν μιλάμε για πράγματα (συνήθως μηχανοκίνητα -αλλά όλο και συχνότερα αναφέρεται και σε κάθε είδους ηλεκτρονικό εξοπλισμό κι όχι μόνο) σημαίνει πως είτε κάτι είναι πειραγμένο, είτε μοντιφαρισμένο, είτε ενισχυμένο με πρόσθετα, οπότε το μέγεθος ή η απόδοσή του να είναι εντυπωσιακή.

  5. Λέγεται και για πανέμορφες, σεξουάλες γυναίκες που ξυπνάνε το θηρίο μέσα μας.

Β. Από την φημισμένη φίρμα (και αγωνιστικών) μοτοσικλετών Ducati που κατοικοεδρεύει στην Bologna της Ιταλίας. Σημαίνει, χαϊδευτικά, μια μηχανάρα της συγκεκριμένης φίρμας.

Γ. «ντούκια», από το βενετσιάνικο ducia.

Σημαίνει:

  1. Στα ναυτικά σινάφια: σπείρες, κουλούρες σκοινιού ή συρματόσκοινου. Το «ντουκιάρω» σημαίνει: διπλώνω, μαζεύω, κουλουριάζω, τακτοποιώ (ώστε να μην μπερδεύονται), ασφαλίζω (για να μην λυθούν κατά λάθος) τα σχοινιά ώστε να ‘ναι έτοιμα για επόμενη χρήση. Επίσης, και σαν «ντουκάρω». Εμφανίζεται και σαν συνώνυμο του νετάρω, καθαρίζω, ξεθαμπώνω.

  2. Ο άρρωστος, ο κλινήρης (στα Κεφαλλονίτικα και τα Λευκαδίτικα).

  3. Ο ύπνος. Υπάρχει και το ντουκάρω : αποκοιμιέμαι (στα Κερκυραίϊκα).

Δ. Σύμφωνα με το Φουρνιώτικο Γλωσσάρι, η έκφραση «πιάνω ντούκια» σημαίνει φτάνω το βυθό της θάλασσας με βουτιά (ελεύθερη κατάδυση) και σαν απόδειξη, φέρνω πάνω μια χούφτα άμμο, φύκια ή κάποια πέτρα.

Ε. Στα λατομικά σινάφια: οι τρύπες μετά από διάτρηση σε νταμάρια.

Α.1.α. Δεν ξέρω τι λέτε, αλλά το άτομο του έδωσε και γαμώ το ντούκι!! Νοκ-ουτ κατευθείαν! (απ’ το δίχτυ)

1.β. – Ρε ‘συ; Κανά ντούκι πέφτει ή μόνο βρίζεστε; - Από πού λες ρε μαλάκα να κονόμησα τα ράμματα;
- Ε! πάρε κι από μένα το παράσημο της ανοιχτής παλάμης να μη στο χρωστάω.

Α.2.i. – Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο. Βρε αμάν!! Ποιος σου κατέβασε τη μάπα;
- Μου ‘στησαν χωσιά κάτω απ’ τη γέφυρα τα τσογλάνια που ντεμέκ τους χρωστάει το καρντάσι μου.
- Και την έβγαλες καθαρή μ’ όλα τα κόκαλα σωστά; Δεν πα να ξουριστείς λέω ‘γω;
- Στο παραπέντε για το θανατάδικο τη σκαπουλάρισα ρε μαλάκα! Να ‘ναι καλά δυο ντούκια που σκάσαν μύτη απ’ το πουθενά.
- Και καθάρισαν αυτοί για σένα;
- Ανοίξανε κεφάλια, φτύσαν δόντια.. γάμησέ τα, βγάζαν γούστα οι λεβέντες!! Χέστηκα μην έχουμε όλοι τίποτε τραβήγματα και ίσα που τους σταμάτησα πριν τους κάνουν γκράφιτι.
- Κέρασες τίποτα;
- Θεούς τους έκανα για κανά ξίδι αλλά είναι πολύ μπίο. Με Αμίτα τη βγάλαμε!!!

Α.2.ii. βλ 1ο μήδι (τα λόγια είναι περιττά)

Α.3. Ι. «…Κάναμε τα τσεκάπ μας και αφού ο καρδιολόγος μας είπε ότι είμαστε ντούκια, ντυθήκαμε κι επιστρέψαμε στο Κέντρο.…»

ΙΙ.«Δεν λαχανιάζω, είμαι ντούκι εγώ.»
(απ’ το δίχτυ)

Α.4.Ι.
«Τερατούργημα το ντούκι. Τι τα ταΐζετε ρε εκεί στον Παγασητικό;» (βλ. μήδι την ψαρούκλα)

ΙΙ. «Τα αργεντίνικα κρέατα είναι ντούκια, κάτι πρέπει να τα ταΐζουν» (για τις πελώριες φημισμένες αργεντίνικες μπριζόλες)
(απ’ το δίχτυ)

Α.5. Ι. Άσε ρε μαλάκα! Κόζαρα ένα μωρό και δεν πήρα χαμπάρι ότι οι μπροστινοί μου φρενάρανε... στον πόντο τη γλίτωσα την τράκα.
- Ρίξε περιγραφή.
- Ντούκι 20χρονο καστανό πρασινομάτικο, απ 'αυτά που κλείνουν σπίτια, εταιρείες, εκκλησίες, μοναστήρια. Έπρεπε να τρακάρω και να κατέβω να τη ζητήσω για γκαφέ σαν αποζημίωση για τη συμμετοχή της στο ατύχημα. (αγορασμένο και προσαρμοσμένο)

ΙΙ. «… ΥΓ: αυτή η δημοσιογράφος είναι ΝΤΟΥΚΙ!» (βλ. μήδι τη δημοσιογράφο(!!;;!!) Christina Pedroche) (αγορασμένο)

Β. «..Όμορφο και στριφτερό όπως όλα τα ντούκια, με άψογη οδηγική συμπεριφορά...» (Σχόλιο θαυμαστή του 4ου μηδιού)

Γ.1.β. «…Λουστραδόροι τεχνίτες θεωρούνται οι εργαζόμενοι που γνωρίζουν τα διάφορα βερνίκια, ξέρουν να χρησιμοποιούν πιστόλι, να ντουκάρουν και λουστράρουν ξύλινες επιφάνειες και παλιά ή καινούργια έπιπλα στα πλοία …»
(απ’ την κωδικοποίηση διατάξεων συλλογικών ρυθμίσεων των εργατοτεχνιτών που απασχολούνται σε ξυλουργικές εργασίες στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη)

Γ.1. Σπουδή Θαλάσσης (του Καββαδία)

Αγνάντευε απ' το κάσσαρο τη θάλασσα ο «Πυθέας»
κι όλο δεξιά και αριστερά σκουντούφλαγε βαριά.
Κι απάνω στο άρμπουρο, ο μουγγός, ο γιος της Δωροθέας,
είχε κιαλάρει δυο γυμνές γυναίκες στη στεριά. Τότε στην Πίντα κλέψαμε του Αζτέκου την κορνιόλα.
Τραγίσιο δέρμα το κορμί και μέσαθε πουρί.
Φορτίο ποντίκια και σκορπιοί τσιφάρι, στα πανιόλα.
Στο Πάλος κουβαλήσαμε το αγιάτρευτο σπυρί.

Και προσκυνώντας του μεγάλου Χάνου τ' αποκείνα
καβάλα στις μικρόσωμες Κινέζες στις πιρόγες,
-μετάξι ανάριο τρίχωμα, τριανταφυλλένιες ρώγες-
φέραμε κείνον τον κλεμμένο μπούσουλα απ' την Κίνα.

Δεμένα τα ποδάρια μας στου Πάπα τις γαλέρες
κουρσεύαμε του ωκεανού τα πόρτα ή τα μεσόγεια.
Σπέρναμε όπου περνούσαμε πανούκλα και χολέρα
μπερδεύοντας με το τρελό μας σπέρμα όλα τα σόγια.

Όπου γυναίκα, σε ναούς, καλύβα ή σε παλάτι,
σε κάσες με μπαχαρικά ή πίσω από βαρέλια,
μας καθαρίζαν τις παλιές πληγές από το αλάτι,
πότε ντυμένες στα χρυσά και πότε στα κουρέλια.

Απίκου πάντα οι άγκυρες και οι κάβοι πάντα ντούκια.(*)
Ορθοί πάντα κι αλύγιστοι στην ανεμορριπή,
μασώντας, σαν τα ζωντανά, μπανάνες και φουντούκια,
κατάβαθα πιστεύοντας: αμάρτημα η ντροπή.

Στα όρτσα να προλάβουμε. Τραβέρσο και προχώρα.
Να πάμε να ξοδέψουμε την τελευταία ριξιά
σε κείνη την απίθανη σ' όλο τον κόσμο χώρα
που τα κορίτσια το 'χουνε στα δίπλα ή και λοξά.

(*) εννοεί: τα σκοινιά πάντα τυλιγμένα σε κουλούρα, άρα όχι τεντωμένα, άρα το καράβι δεν είναι δεμένο σε λιμάνι, αλλά αρμενίζει.

Γ.2. - Πού ‘σαι τζόγια μου; - Ρεμεντιάρω τη νόνα που ‘ναι ντούκια απ’ το Σαββάτο.

Δ. - Πιάνεις ντούκια ρε, εδωνά;
- Σου φέρνω και μια γοργόνα.

Ε. «…Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η όρυξη οριζόντιων ή παραοριζόντιων διατρημάτων (ντούκια) μόνο στις περιπτώσεις της αρχικής διαμόρφωσης των βαθμίδων, της εξόρυξης όγκων μαρμάρου με χρήση πυρίτιδας …».
(από τον κανονισμό μεταλλευτικών και λατομικών εργασιών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που έχει ευφυία και τρόπους που παραπέμπουν σε απολίτιστο βάρβαρο, σε πρωτόγονο, πιθανόν εκ του επιφωνήματος ουγκ, γιατί θεωρείται ότι μόνο έτσι μπορεί να επικοινωνήσει. Συχνά τον φανταζόμαστε και ως μυώδη, ντουλάπα και μπιλντέρι. Στα παραδείγματα του γούγλη βλέπω ότι χρησιμοποιείται συνηθέστατα για τα μέλη της Χρυσής Αυγής. Εκτός από τα χρυσαύγουλα χρησιμοποιείται αρκετά για αναρχικούς μπαχαλάκηδες, μεταλλάδες και ψεκασμένους.

Χρυσαυγίτης ουγκ

  1. Άνθρωπος γεννιέσαι, ούγκανος γίνεσαι, Κασιδιάρης καταντάς. (Εδώ).
  2. Αρνηθηκε να απαντησει στις ανακριτριες ο νεοναζι ουγκανος της χρυσης αυγης. (Εδώ).
  3. Γιατί άλλο αναρχικός και άλλο απολιτίκ μπαχαλο-ούγκανος. (Εδώ).
  4. Βλέπω από την άλλη τόσους φιλελέ (βλ. παρέα Δράσης κλπ) να κινδυνολογούν ασύστολα, να βρίζουν τον κόσμο που τολμά να εκφέρει διαφορετική άποψη στους τοίχους τους και να χλευάζουν τους «ουρακοτάγκους συριζοψεκασμένους», εκφράζοντας τη βεβαιότητα ότι όποιος ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ είναι δημόσιος υπάλληλος ή αγράμματος ή αναρχικός ούγκανος ή κάποιος συνδυασμός αυτών. (Πιτσιρίκος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified