Further tags

Στην ποικιλία της Κέρκυρας είναι το ψάρι σαλιάρα (parablennius). Πιθανότατα από το ψάρι χάνος και το μέλι, λόγω της βλέννας που εκκρίνει. (Εδώ).

Πιάσαμε το πρωί μια μελιχάνα.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία της Κέρκυρας είναι ένα είδος μικρού καπονιού, που θεωρείτο το «ψάρι του φτωχού», ήταν πολύ φθηνό γιατί έχει πολλά αγκάθια. Πιθανώς από το ιταλικό -βενετικό capone.

Θα φάμε καπορονιόζους σαν να είμαστε τίποτα φτωχοί;

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία της Κέρκυρας είναι το σύνολο μικρών ψαριών που πωλούνται ανάμικτα και φθηνότερα, επειδή δεν συμφέρει να διαχωριστούν. Από το ιταλικό - ενετικό bragagna, ένα είδος διχτυού με σχήμα σάκου, παρόμοιο με την τράτα. (Δες).

Οι φτωχοί θα έχουν πάντα το μπραγάνι τους.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο Πρεβεζάνος, επειδή η σαρδέλα είναι τοπικό προϊόν.

Δεν τους άντεξε τους σαρδελάδες.

Got a better definition? Add it!

Published

Είδος ψαρέματος επιφανείας το οποίο εξασκείται πάνω σε βάρκα. Πρόκειται για κωδικοποίηση της προτροπής σε γενετήσια πράξη (κοινώς γαμήσι ή καλαφάτισμα), προκειμένου να μην αντιληφθούν τίποτα περί τούτου οι τυχόν παρευρισκόμενοι.

Καλό είναι να χρησιμοποιείται σε μέρη παραθαλάσσια ή παραλίμνια ή παραποτάμια, μιας και η πρόσκληση σε ψάρεμα σε κάποιο ορεινό θέρετρο ή κατά την διάρκεια του χειμώνα και του ψύχους θα έχει τα αντίθετα αποτελέσματα (κοινώς, θα καρφωθείτε στους υπόλοιπους).

  1. Τυπάς ο οποίος προσεγγίζει διαστημική γκόμενα σε παραθαλάσσιο μπαρ:
    - Μωράκι, τι λες; Πάμε για κανά τσαπαρί;
    - Και δεν πάμε; Θα φέρω τα δολώματα...

  2. - Εχθές το βράδυ είχα πάει για τσαπαρί...
    - Τσίμπησε-τσίμπησε;
    - Οουυυ!!! Έβγαλα μια συναγρίδα νααααά!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ομάδα του Ολυμπιακού, συνεκδοχικά από την ψαραγορά του Πειραιά. Ο χαρακτηρισμός αυτός (κάπως παλιός και όχι και τόσο συχνός σήμερα) παραπέμπει και στο κύριο παρατσούκλι των Ολυμπιακάκηδων, που είναι το γαύροι. Ως ψαραγορά δηλαδή μπορεί να εννοηθεί και καλά το μέρος όπου πωλούνται οι γαύροι.

  1. Στη δεκαετία του ’50, λ.χ., τότε που ο Ολυμπιακός έγινε και ονομάστηκε κατά γενική παραδοχή Θρύλος, δεν ήταν trendy για τον «καλό φίλαθλο» να υποστηρίζει τους «μαουνιέρηδες» και την «ψαραγορά»... δεν ήταν «comme il faut», δεν ήταν «καθώς πρέπει». (Εδώ).

  2. ολυμπι,ολυμπι,ολοι μπειτε μεσα τα πουλμαν να γεμισουμε στον πειραια να παμε τους γαυρους να γ*******
    και μετα και μετα στην ψαραγορα τους γαυρους να πουλησουμε το κυπελο να παρουμε που εμεις το αξιζαμε!!! (Ειρωνική τροπή του ύμνου του Ολυμπιακού εδώ)

(από Khan, 02/08/13)Οξύμωρον (από Khan, 02/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, το ολοθούριο (βλ. σχόλιο Αίαντος στον έτερο ορισμό και άρθρο Ν. Σαραντάκου εδώ). Πρόκειται για μαλάκιο που έχει εντυπωσιακή ομοιότητα με αγγούρι ή με ράμφος τουκάν και το οποίο χρησιμοποιείται από τους ψαράδες ως δόλωμα με εξαιρετική επιτυχία στους σαργούς και τις τσιπούρες. Όλα όσα θέλετε να μάθετε για τους ψωλιόγκους και ντρέπεστε να ρωτήσετε εδώ. Βλ. και ψωλιάγκος.

Βάλαμε για δόλωμα ψωλιόγκο μπας και πιάσουμε κανά σαργό.

(από Khan, 24/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Παράκτια μέθοδος ψαρέματος. Γίνεται με βάρκα ή με αδιάβροχη ειδική στολή. Βραδυνές ώρες με κάλμα (ήρεμη) θάλασσα, «λάδι» που λένε, να μην έχει καθόλου αέρα δηλαδή, για καλύτερη ορατότητα. Απαραίτητος εξοπλισμός στο πυροφάνι είναι η λάμπα υγραερίου ή πετρελαίου αλιείας και το καμάκι.

  2. Καψόνι στον στρατό όπου περιλούζουν οι παλιοί ένα κομμάτι χοντρό χαρτί ή ένα ρολό χαρτί τουαλέτας (στην πιο hardcore εκδοχή του καψονιού) και το τοποθετούν ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών κατά την ώρα της ανάπαυσης του νέου. Θέλει ιδιαίτερη προσοχή αφενός μεν να μην γίνει σε τελείως στριμμένο νέο ή σε στιγμή έντονης συναισθηματικής φόρτισης του νέου (στέρηση εξόδου, μετά από έντονες αγγαρειομαχίες κτλ), αφετέρου δε να μην γίνει αντιληπτό από κάποιον λίαν υπηρεσιακό καραβανά και πέσει καμπάνα στα λελέδια.

  1. - Μας ταλαιπώρησε ο καιρός χθες αλλά μας αποζημίωσε αυτό το μεγάλο έτσι;
    - Ναι αυτό το χταπόδι ήταν απ' τα μεγαλύτερα που έχουμε πιάσει, 2 καμάκια του ρίξαμε για να το ξεκολλήσουμε!

  2. - Το πυρπόλησα χθες τον [...], το πουστόνεο. Του' κανα πυροφάνι.
    - Και δεν σε έδωσε στον λοχαγό ρε λέουρα; Είσαι μορφή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επειδή τα μάτια του ροφού είναι χαρακτηριστικά μεγάλα, συνηθίζεται κατά δημώδη έκφραση ως ροφοί να χαρακτηρίζονται ομοίως άτομα με σακουλιασμένα, μεγάλα μάτια και γουρλωτά. Άτομα με αίσθηση μοσχαρίσιας απλανησιάς βλέμματος.

Παράδειγμα: Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, «το μετέωρο βλέμμα του ροφού».

Clopy paste Wikipedia, Mes, Hank, GATZMAN.

- Πώς να δεις το φως, όταν κυβερνά ροφός... (για την περίοδο 90-93, ο λόγος)

(από Dirty Talking, 10/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified