Ο χρωματισμός - κόκκινο εξωτερικώς προς μαύρο αφότου ανοίξει η τρύπα - που αποκτάει ο πρωκτός μετά βάρβαρου πρωκτικού σεξ.
-Για έλα ρε μάγκα με την όπισθεν να σου κάνω τον κώλο παπαρούνα!
Ο χρωματισμός - κόκκινο εξωτερικώς προς μαύρο αφότου ανοίξει η τρύπα - που αποκτάει ο πρωκτός μετά βάρβαρου πρωκτικού σεξ.
-Για έλα ρε μάγκα με την όπισθεν να σου κάνω τον κώλο παπαρούνα!
Got a better definition? Add it!
Κωλοτρυπίδα, σούφρα, γκρόβερ, ροδέλα, σφιγκτήρας κλπ.
Προέλευση:
Απο την προφανή ομοιότητα με τον ρόζο ενός δέντρου.
- Πολύ χαρούμενο σε βλέπω.
- Πώς να μην είμαι. Χτες βράδυ η Σούλα μου 'δωσε ρόζο!
- Σέβομαι...
Got a better definition? Add it!
Το νόστιμο, στητό, πεταχτό, σφιχτό, όμορφο, συμμαζεμένο, αλλά και θηλυκό (συνήθως) κωλαράκι. Ιδανικό για όλους. Λέγεται για άντρες και για γυναίκες. Και για παιδάκια, αλλά αυστηρά από τους γονείς τους μόνο.
Αυτή η Σούλα ρε παιδί μου... Δεν βλέπεται, αλλά έχει ένα κωλί... άλλο πράμα...
Got a better definition? Add it!
Το γνωστό και ως πιο βρωμερό μέρος στο σώμα του άνδρα.
Πρόκειται για την περιοχή ανάμεσα στο πέος και τον πρωκτό και, ειδικά το καλοκαίρι, χρειάζεται ειδική περιποίηση με το σφουγγάρι στο μπάνιο.
Eντάξει ρε μλκ, δεν της είπα να με φιλήσει και στη συνδεσμολογία!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χτύπημα στα καπούλια.
phgorapizzzmata legontai aytes oi fapes
Ο χρήστης EktoRRR λέει:
pouli diegertikes
Ο χρήστης EktoRRR λέει:
ki otan o kwlos exei psaxno
Ο χρήστης EktoRRR λέει:
palletai
Got a better definition? Add it!
Και κωλοφεράτζα . Επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου: Χρησιμοποιείται με το ρήμα παίρνω + αντικείμενο + κωλοφεράτζα.
Εκ του κώλος + φεράτζα (αγνώστου ετύμου).
Έχει σεξουαλικές παρά φύσιν προεκτάσεις και εις την παθητικήν φωνήν απεικονίζει κάποιον που τρέχει ενώ τον γαμούν καθ' οδόν (!)
Σημαίνει νικώ κατά κράτος και μτφ. γαμώ.
Συνώνυμα: παίρνω σβάρνα, πάω κάποιον γαμιώντας, πάω κάποιον πίπα κώλο (εμπλοκή) κ.τ.λ.
Έπαιξε χτές ο γαύρος με το βάζελο και τον πήρε κωλοφεράτζα. 3-0 παρθένα! Δε σταυρώσανε σέντρα, τα τσουρέκια. Τζίγγερ πούλο!
Βλ. και παραμάζωμα (παίρνω κάτι/κάποιον)
Got a better definition? Add it!
Το μουνί. Από το παλιό σλόγκαν διαφήμισης του προϊόντος «ό,τι καλύτερο για τον άντρα». Ασφάλουσλυ, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τον κώλο.
- Μου προσέφερε το Axe της.
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για μια «ιδιαίτερη» σεξουαλική στάση κατά την οποία ο ένας χμμμ... ποπός ακουμπήσει (και φιλάει) στενότατα στον άλλον (και προφανώς όχι γιατί έχουν καιρό να ειδωθούν) κυρίως χρησιμοποιούμενο από τους ομοφυλόφιλους. Η αντίστοιχη στάση στο λεσβιακό σεξ είναι ο λεγόμενος τριβαδισμός, κοινώς το πλακομούνι.
- Πως τον βλέπεις τον κωλαρά μος; Τελικά πρέπει να είναι μεγάλη αδερφάρα ο τύπος έτσι;
- Ωωω μόνο; Στα πλακοκώλια έχει master!
Got a better definition? Add it!
Είναι η ελληνική καθημερινή ονομασία του αστακοειδούς scyllarides latus (βλ. φωτό), η οποία προκύπτει από το ότι το ζωντανό αυτό κινείται χτυπώντας πάνω κάτω την ουρά / τον κώλο του.
Παρότι η λέξη ακούγεται και είναι επαρκώς σλανγκ, δεν απαντάται σε αμιγώς σλανγκική χρήση. Επιτρέπεται, ωσεκτουτού, κάθε αυτοσχεδιασμός.
Κωλοχτύπα θα μπορούσε λοιπόν να είναι το κωλοσκάμπιλο, το χαστούκι που σκάει ο άντρας στον κώλο της γυναίκας κατά τη διάρκεια του σεχ, ή, απλά, στο ανέβασμα της σκάλας, αντρική πρακτική που, κατά τη γνώμη της υποφαινομένης, προέρχεται από τον καιρό που ο άντρας καβαλούσε (με κάθε έννοια) το άλογό του ή τη μουλάρα του ή τον γάδαρο και έδινε και μια στα καπούλια για να πάρει μπρος το ζωντανό. Τώρα αν αρέσει αυτό στη γυναίκα ή όχι, είναι θέμα γούστου, ή και θέμα στιγμής.
Παίζει και σαν προστακτική: «Κωλοχτύπα με μωρό μου, κωλοχτύπα με!»
Επίσης κωλοχτυπιέσαι πχ σε χωματόδρομο με τζιπ.
(Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: το σαβουάρ βιβρ εξηγεί πως η μόνη περίπτωση κατά την οποία ο άντρας πρέπει να προηγείται της γυναίκας, είναι στις σκάλες (ανέβασμα), για έναν πολύ απλό λόγο: γιατί αλλιώς φαίνεται το βρακί της και δεν πρέπει. Πιθανόν όμως να είναι και προς αποφυγή κωλοχτυπών, λέω γω.)
Τώρα το καλοκαίρι, πριν βάλετε στο πιάτο σας χταποδάκι, αστακό ή κωλοχτύπα, σκεφτείτε το διπλά. Γιατί αυτά και άλλα μικρά θαλάσσια είδη απειλούνται με εξαφάνιση, κυρίως λόγω υπεραλίευσης.
από εδώ
- Σου έχω πει χίλιες φορές ότι μου τη σπάει να μου κάνεις κωλοχτύπες όταν ανεβαίνουμε τις σκάλες του σπιτιού μας!
- Στο κρεβάτι αλλιώς μου τά 'λεγες μωρό μου...
Got a better definition? Add it!
Κώλος + σκαμπίλι (ουσ.)
Το χτύπημα του κώλου σε ένα άλλο αντικείμενο (συνήθως πρόσωπο), αντίστοιχο του πουτσοσκάμπιλου. Συνήθως συναντάται σε γκέϊ ζευγάρια.
- Ρε μαλάκα, εκεί που ανέβαινα τη σκάλα, μπαίνει μια χοντρή μπροστά μου και μου ρίχνει και ένα κωλοσκάμπιλο...
Got a better definition? Add it!