Further tags

Το στέκι με μπιλιάρδα.

  1. Το παιχνίδι πλέον προμοτάρεται με καταλληλότερους τρόπους απ’ ό,τι παλιότερα και έχει φύγει τελείως από τα καταγώγια. Εκεί βρέθηκε επειδή τα μπιλιαρδάδικα χρειάζονται μεγάλο χώρο και στα υπόγεια ήταν πιο εύκολο να υποστηριχτούν τα ενοίκια. Θεωρώ ότι το μπιλιάρδο βρίσκεται στην καλύτερη φάση των τελευταίων ετών. (Εδώ).
  2. O Γιώργος Κλεάνθους γράφει στο Short Stories για το μπιλιαρδάδικο Roi Mat στην πλατεία Αμερικής το οποίο μεταμορφώνεται σε θεατρική σκηνή για τη site-specific παράσταση «Ρουά ματ». (Εδώ).
  3. Μπιλιαρδάδικο κανείς; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Μέρος όπου αναπτύσσεται τζόγος.

Εγώ αυτή τη μπαλαδοφτσα την θυμάμαι σε ένα μπαρμπουταδικο. (Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Το μαγαζί με φλιπεράκια, δηλαδή ηλεκτρομηχανικά παιχνίδια, όπου ο παίκτης, χειριζόμενος κάποιους μοχλούς, προσπαθεί να κατευθύνει μια μπαλίτσα ανάμεσα από κάποια εμπόδια και προς ορισμένους στόχους.

  1. Το πιο θρυλικό φλιπεράδικο της Θεσσαλονίκης έγινε 40 ετών. Ο πιο αυθεντικός... καουμπόη πόλης κάνει κουμάντο στο «Ελ Πάσο». Στο μπιλιαρδάδικο "Ελ Πάσο" στη Θεσσαλονίκη ο χρόνος έχει σταματήσει προ πολλού. Ένα μαγαζί που άνοιξε τη δεκαετία του 70, άλλαξε ιδιοκτήτες και κατέληξε στα χέρια του Χρήστου Παυλίδη, έχει μεγαλώσει γενιές και γενιές. Έχει κάτι ξεχωριστό αυτό το τεράστιο ημιυπόγειο στην Αγίου Δημητρίου. Κάτι που μόνο αν πας μπορείς να το αντιληφθείς. Μια ατμόσφαιρα που ανάλογα τη δεκαετία που διανύεις, σου δημιουργεί διαφορετικές μνήμες. Όλοι, είτε τα έχουμε ζήσει από πρώτο χέρι, είτε τα θυμόμαστε μόνο μέσω ταινιών, ή σαν αχνές μνήμες από παιδικά χρόνια με γονείς, έχουμε κάτι που μας δένει με τις προηγούμενες δεκατίες. Το μαγαζί "Ελ Πάσο" ονομάστηκε έτσι, όχι γιατί ο ιδιοκτήτης είχε σχέσεις με το Τέξας, αλλά γιατί, τότε, στα τέλη της δεκαετίας του '70, αρχές '80, τα μαγαζιά είχαν τέτοια ονόματα, καουμπόικα, εξωτικά, ξένα. Είναι γνωστά άλλωστε τα στέκια των παλιών στη Θεσσαλονίκη με αντίστοιχα ονόματα - "Αρζεντίνα", "Σάντα Μόνικα", "Σαν Σαλβαντόρ" κ.ο.κ. "Εμείς τελικά λέγαμε ότι το Ελ Πάσο λέγεται έτσι γιατί εδώ...γίνονται μονομαχίες!". Σαν καουμπόυδες λοιπόν παίζουμε μπιλιάρδο, πινγκ πονγκ και τάβλι, ενώ ψάχνουμε να βρούμε τι μας συνδέει με το χτες.(Εδώ).
  2. Το πιο αυθεντικό φλιπεράδικο. Αμέτρητες παρέες, φοιτητές, ζευγάρια αλλά και μοναχικοί πότες έχουν καθίσει στα τραπέζια του, έχουν παίξει φλίπερ και μπιλιάρδο, έχουν τεστάρει τη συγκέντρωση τους στα βελάκια, έχουν ανταλλάξει θυμωμένες μπαλιές στο πινγκ πονγκ. Ίσως πήγαινε ο πατέρας σου, ίσως εσύ, ίσως κάποιος γνωστός σου σου έχει ήδη πει για αυτό το μέρος. Αν γεννήθηκες στα 80s ή έζησες στα 80s ή αγάπησες τα 80s, είσαι ό,τι πρέπει για το Ελ Πάσο. (Εδώ).
  3. Τα χρόνια των 80s και 90s άφησαν ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους στην ποπ κουλτούρα, και στη Θεσσαλονίκη κάποιοι νοσταλγοί αυτών των δεκαετιών βρήκαν τον τρόπο να κρατήσουν ζωντανό το πνεύμα τους. Από φλιπεράδικα και arcades μέχρι vintage ρούχα και παραδοσιακά γλυκά, η πόλη φιλοξενεί αυθεντικές γωνιές που αναβιώνουν τη γοητεία εκείνων των εποχών. Ο χώρος του Ελ Πάσο, το ARCADES.GR και καταστήματα όπως το V for Vintage και το Oldd Fashion προσφέρουν μια ιδιαίτερη εμπειρία στους επισκέπτες, ενώ παράλληλα το ιστορικό ζαχαροπλαστείο στη Δορκάδα φέρνει γεύσεις από μια άλλη εποχή. Σε αυτούς τους χώρους, η Θεσσαλονίκη ζει και αναπνέει με τη ρετρό αισθητική της και τη νοσταλγία για τις εποχές που έχουν αφήσει πίσω τους κάτι μοναδικό. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Αλλιώς η γκανιότα, δηλαδή το ποσοστό που καταβάλλει αυτός που κερδίζει στη λέσχη ή στο σύστημα του παιγνίου.

Δώσαμε και τον αράπη και φύγαμε.

Got a better definition? Add it!

Published

Το ποσοστό που καταβάλλει αυτός που κερδίζει στη λέσχη ή στο σύστημα του παιγνίου.

Ετυμολογία: < (λόγιο δάνειο) γαλλική cagnotte < οξιτανική cagnoto / canhòta < δημώδης λατινική **cania* < λατινική canis (σκύλος).

0% γκανιότα (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που στο κεφάλι του έχει σκατά αντί για μυαλό, ο σκατόμυαλος. Η έμφαση είναι περισσότερο στο ότι έχει χαλάσει το μυαλό του, επειδή είναι και σκατόψυχος, είναι ένας κακός άνθρωπος, και λιγότερο σε μια σκατά εμφάνιση, όπως έχει ο σκατομούρης σκατομούτσουνος με σκατόφατσα. Σε σχέση με το σκατόψυχος, όμως, σημαίνει και ότι ως συνέπεια της σκατοψυχίας του, έχει χαλάσει το μυαλό του, έχει χάσει την πνευματική του διαύγεια, ας πούμε. Δεν είναι δηλαδή μόνο θέμα ψυχικής διάθεσης, το έχει κάψει το μυαλό του. Στον γούγλη διαπιστώνω ότι λέγεται συχνά για ανθρώπους που έχουν σκατά πολιτική τοποθέτηση, και λόγω αυτής γίνονται σκατόψυχοι, είτε είναι ναζίδια,

είτε έχουν κάποια άλλη πολιτική τοποθέτηση, όποια, με την οποία διαφωνούμε. Αγγλιστί λέγεται shithead και είναι πολύ διαδεδομένη βρισιά.

Υπάρχει επίσης ένα παιχνίδι με τράπουλα με το ίδιο όνομα, το οποίο έχει έρθει και στην Ελλάδα (δες).

  1. Ο αναρχοάπλυτος σκατοκέφαλος Σακελλαρίδης φώναζε "μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι". (Εδώ).
  2. Εντελώς ωμά και με αδιάσειστα πλέον στοιχεία, ο Αντώνης Σαμαράς είναι ένας σκατοκέφαλος. (Εδώ).
  3. Αυτός ο ματσωμένος σκατοκέφαλος που έθεσε σε κίνδυνο το μισό αυτοκινητόδρομο για να κάνει φιγούρα στη γκόμενα είναι ακόμα ελεύθερος; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός φυσικά από το προσφιλές και γνωστό σε όλους τους Έλληνες εκ Θήρας έδεσμα, στον μικρόκοσμο του συνοικιακού μπιλιαρδάδικου μεταφορικώς δηλώνει την τυχαία καραμπόλα ή τρίσποντη στο Γαλλικό μπιλιάρδο ή οποία αλλιώς θα ήταν αδύνατον να επιτευχθεί είτε για λόγους δυσκολίας, είτε για λόγους μη επαρκούς εμπειρίας/επιπέδου του παίκτη που την εξετέλεσε κτλ.
Η φάβα στο μπιλιάρδο άλλοτε είναι αποτέλεσμα καθαρής τύχης από λάθος ή στεκιάς αρχάριου παίκτη στυλ «χτυπάω την μπάλα κι όποιον πάρει ο Χάρος» αλλά μπορεί να βγει και από προφέσορα που υπολόγιζε να τις παίξει αλλιώς αλλά τελικά βγήκε η καραμπόλα ή η τρίσποντη με άλλο τρόπο.
Στις μέρες μας χρησιμοποιείται επίσης και στο Αμερικ(λ)άνικο οκτάμπαλο ή εννιάμπαλο στις αίθουσες μπιλιάρδου σαν αστεϊσμός ανάμεσα στους παίκτες. Εδώ βέβαια μιας και οι κανόνες του παιχνιδιού αλλάζουν μπορεί να βγει φάβα όταν θα μπει κατά τύχη μια μπάλα ή θα μπει άλλη από εκείνη που υπολόγιζε ο παίκτης να μπει, θα μπει η μαύρη ή η «9» με φάβα δίνοντας μια νίκη κτλ.
Όταν η φάβα ξεπροβάλλει σε μεγάλου ειδικού βάρους αναμέτρηση τιτανοκολοσσιαίων συνοικιακών προφεσόρων είθισται να ζητεί εκείνος που την καρπώθηκε(και άρα συνεχίζει να παίζει) συγνώμη λιτά μεν, με σοβαρότητα δε από τον συμπαίκτη του λέγοντας: «συγνώμη για την φάβα».
Εξαιρετικά εκνευριστικό είναι να βγαίνουν σε μια αναμέτρηση φάβες κατ' εξακολούθησην ή πραγματικά απίθανες/διαστημικές φάβες που ούτε οι κανόνες της Φυσικής θα μπορούσαν να επιτρέψουν να συμβούν στο τραπέζι. Η τελευταία είναι η λεγόμενη «σπέσιαλ» ή «με ολίγο κρεμμυδάκι».

-Πάω τουαλέτα, μην ακουμπήσεις το τραπέζι.
-Όταν πηγαίνει ο άλλος τουαλέτα ξέρεις όμως σε τί είμαι καλός.
-Σε τι;
-Βγάζω καλές φάβες!
-Χαχαχα

*(από προσωπική εμπειρία).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τέλη δεκαετίας '70, αρχές '80 απεκαλείτο ευρέως καρότσα η σπρωχτή (και όχι κοφτή και μονοκόμματη κομιλφό) στεκιά στο μπιλιάρδο, η οποία εθεωρείτο άκυρη και ζαβολιά.

Παρεμπίπταμπλυ, κορδόνι αποκαλείται το σύνολο των πως-διάολο-τα-λένε, αυτά μωρέ τα τρύπια που είναι περασμένα στον ειδικό άβακα για να μετράνε τις καραμπόλες. Νομίζω ήταν 25 σε κάθε σειρά, άρα 1 κορδόνι= 25 καραμπόλες.

Έχω να πιάσω στέκα από τότε που έπεσε εκείνος ο ρημαδιασμένος ο μετεωρίτης και δεν ενθυμούμαι πλέον ποίαν στεκιάν περιγράφαμε ως «μπρικόλα».

Ακούει κανείς ;

- Πετράκη, κερνάς τις μπύρες έτσι ; Είχα δεν είχα δύο κορδόνια σου 'ριξα στ' αυτιά.
- Άντε ρε μαλάκα, έτσι ξέρω κι εγώ. Αφού οι μισές στεκιές σου καρότσες ήτανε ρε απατεώνα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τοίχος του μπιλιάρδου σε μορφή υποκοριστικού. Προκύπτει από το «μπρικόλα» που σημαίνει το ίδιο.

Μάλλον παράγεται από το αγγλικό μπρικ (τούβλο), εξ ου και ο τοίχος. Η κατάληξη ιταλίζει όμως και ίσως να οφείλεται στο ότι το έχω ακούσει να λέγεται έτσι από επτανήσιους.

Χρησιμοποιείται μεταφορικά στη φράση «μου 'φυγε το μπρικολέτο» και έχει την έννοια ξαφνιάστηκα, εξεπλάγην, μου 'φυγε το τσερβέλο, το καφάσι, κλπ.

Η λέξη και η έκφραση κυκλοφόρησε για λίγο στα τέλη του '80 και μετά εξαφανίστηκε, τουλάχιστον εγώ δεν την ξανάκουσα. Όποιος γνωρίζει κάτι παραπάνω, ελεύθερα να συμπληρώσει και να τροποποιήσει τον ορισμό.

  1. Έλα, δεν είναι δύσκολη στεκιά, παίξε την πράσινη με μπρικόλα στη μέση και θα μπει.

  2. Τι λε ρε φίλε, δεν το πιστεύω, μού 'φυγε το μπρικολέτο!

Βλέπε και γαλλικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται σε μια παρτίδα μπιλιάρδου τύπου γαλλικό, μια καραμπόλα που βγαίνει με απροσδόκητο, κωλόφαρδο τρόπο.

Συγκεκριμένα, στο γαλλικό υπάρχουν δύο άσπρες και μία βυσσινί μπάλα και σκοπός του παίκτη είναι να χτυπήσει με μια από τις άσπρες, τις άλλες δύο. Αν αυτό συμβεί με κατάφωρη τύχη μετά από ένα αδέξιο χτύπημα, τότε μιλάμε για φάφα.

Τοκερατόμου, πάλι φάφα έβγαλε το άτομο!

Βλέπε και φάβα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified