Further tags

Το τελευταίο παιδί, το στερνοπαίδι, ή, κατά την έκφραση του Νίκου Καζαντζάκη, το στερνοβύζι. Προφ από το από και το σπόρος- σπέρμα. Πρόκειται για μια παλιά λέξη που τη βρίσκουμε σε σπουδαίους πεζογράφους μας όπως ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Στρατής Τσίρκας.

  1. Είχε κάμει έντεκα γιους και τέσσερις θυγατέρες, όλοι θεριά. Μονάχα ο στερνός, το αποσπόρι, δε φελούσε, ήταν πολλά φτενός… -Τι να τον κάνουμε; Βουλεύονταν με τη γυναίκα του. Βοσκός δεν κάνει, δεν έχει ανάκαρα να κλέψει. Ζευγάς δεν κάνει, νεφρά δεν έχει ν’ αλετρίσει. Καραβοκύρης δεν κάνει, τον πιάνει η θάλασσα…
    -Κάνει για παπάς, πρότεινε η γριά που αγαπούσε ξέχωρα το στερνοβύζι της.
    -Παπάς για δάσκαλος, παπά έχουμε, δάσκαλο δεν έχουμε στο χωριό, ας τον κάμουμε δάσκαλο…» (Νίκος Καζαντζάκης, Ο Καπετάν Μιχάλης, Αθήνα: εκδ. Δίφρος, 1955).
  2. Ύστερα από χρόνια γεννήθηκε ο Νίκος, τ' αποσπόρι. (Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1962, σ. 55).

Η παλαιά αυτή λέξη έχει ενταχθεί σε κάποια λεξικά, βλ. λ.χ. εδώ, αν και όχι σε όλα, δεν τη βρίσκω λ.χ. στον Μπάμπη. Την αναρτώ εδώ αφενός γιατί είναι μια από τις σημαντικές λέξεις της σάγκας του σπέρματος, και αφεδύο γιατί έχει κάποιες σημασιολογικές αποχρώσεις βρισιάς που δεν τις βρήκα σε λεξικά και έχουν ενδιαφέρον. Κατ' αρχήν, το αποσπόρι μπορεί να είναι γεροντόσπερμα. Μιλάμε, γενικά, κατά μία μάλλον λαϊκή φαντασία, για ένα ξεθυμασμένο σπέρμα, αδύναμο, και μπορεί να θεωρηθεί ότι το παιδί που γεννιέται από αυτό βγαίνει γιωτόμπαλο, με ειδικές δεξιότητες, κοινώς μόγκολο. Η σημασία του αποσποριού ως γιωτά υπάρχει λ.χ. στο παράδειγμα του Καζαντζάκη, που παρέθεσα. Μάλλον για παρόμοιους λόγους το αποσπόρι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βρισιά. Λ.χ. βρίσκω το παράδειγμα:

Και το σκουλήκι ανώτερό σου είναι υπάνθρωπο αποσπόρι. (Εδώ).

Μια ιδιαίτερη σημασία έχουν παραδείγματα που θίγουν ότι κάποιος είναι ο νεώτερος εκπρόσωπος ενός μεγάλου ελληνικού πολιτικού τζακιού, οπότε θίγεται αφενός ότι την αξία του την οφείλει στο τζάκι, και αφεδύο ότι είναι τρόπον τινά ο χειρότερος, ο πιο ελλειμματικός του τζακιού, ότι είναι τρόπον τινά ο ξεθυμασμένος της οικογένειας. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις ο Γεώργιος Ανδρέα Παπανδρέου, ο "ολίγιστος των Παπανδρέου", κατά τον Χρήστο Γιανναρά, αλλά και ο νεωστί εκλάμψας Κώστας Μπακογιάννης. Ανάλογα ισχύουν βεβαίως και με τα άλλα τζάκια.

Τώρα, το κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί άφθαρτο το πολιτικό αποσπόρι μιας διεφθαρμένης μέχρι το κόκκαλο δυναστείας, έτερον εκάτερον. (Εδώ).

Μερικά κλικ πιο μεταφορικώς, χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει ένα οποιοδήποτε τελευταίο έκγονο μιας κατάστασης, όπου τα στοιχεία της αρχικής κατάστασης είναι πλέον πιο ξεθυμασμένα, πιο ελλειμματικά, πιο ντεκαφεϊνέ, πιο φλώρικα, πιο ξεφτιλισμένα, πιο η τραγωδία επαναλαμβάνεται ως φάρσα κιέτσ'. Ιδιαιτέρως λέγεται για ξεφτιλισμένα έκγονα παλαιών βαρβάτων ιδεολογιών. Λ.χ. ένας σύγχρονος ναζιάρης μπορεί να αποκληθεί αποσπόρι του Χίτλερ, ή, αν μου επιτραπεί ένα πέταλο, ένας μεταμοντερνιάρης (μετα-)μαρξιστής διανοούμενος της γενιάς Μαρξ & Κόκα Κόλα μπορεί να αποκληθεί αποσπόρι του μαρξισμού κ.ο.κ.

  1. Κουτσοφλέβαρος: αστοχιάρης κι αποσπόρι του χειμώνα.. (Εδώ).
  2. Στην τεράστια απόσταση που χωρίζει τον παπά και τον επαναστάτη ο εθελοντής είναι αποσπόρι του πρώτου. (Εδώ).
  3. Κάθαρμα εξαφανίσου, αποσπόρι του Γκέμπελς. (Από διαδικτυακό βρις-οφ).
  4. Και όταν μιλάμε για κόμματα εννοούμε τα κόμματα με αρχές και προγράμματα και όχι κομματικά αποσπόρια μιας καταστροφικής λαίλαπας. (Εδώ).
  5. Ο κοσμοπολιτισμός είναι το αποσταμένο αποσπόρι του κάθε πολιτισμού. (Εδώ).

Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μια παλαιακή λέξη- ψαγμενιά, ό,τι πρέπει για λοουμπαπάδες.

"Ψάχνω σαν μαλάκας ψάχνω, της ελπίδας μου να βρω το αποσπόρι"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρακάτω κείμενο έφτασε σε μένα μέσω μέιλ (προώθηση από φίλο, προφ κυκλοφορεί τον τελευταίο καιρό αδέσποτο). Είδα ότι ένα μεγάλο μέρος είναι από δικούς μας ορισμούς ή από τμήματά τους, χωρίς όμως να γίνεται αναφορά στο σλανγκρ ή σε χρήστες. Εν πάση περιπτώσει όμως, έχει και άλλα πράγματα και είναι ένας συγκεντρωτικός κατάλογος για εκφράσεις με τη λέξη «αρχίδι», νά 'ναι καλά ο συντάκτης του που μπήκε σε τέτοιον κόπο. Το αναρτώ λοιπόν εδώ, γιατί από κάθε άποψη ανήκει σε περιβάλλον σλανγκ. Δεν έχω αλλάξει ούτε ένα «και».

================

Ο όρος «αρχίδι» προέρχεται από την λέξη «όρχις». Μέσω παραφθοράς του υποκοριστικού τού όρχι, που είναι «ορχίδιον», προέκυψε το «αρχίδιον» για να καταλήξει εκλαϊκευμένα στο κοινό μας «αρχίδι», το οποίο θεωρείται λέξη της ελληνικής αργκό γλώσσας.

Άλλες λέξεις για τους όρχεις, εκτός από τα αρχίδια, είναι οι «δίδυμοι» (αρχ.), οι «παραστάται» (βυζ.), τα «αμελέτητα», τα «μπαλάκια», τα «καρύδια», τα «ούμπαλα», η «οικογένεια», το «μαλακό υπογάστριο», τα «κάκαλα», τα «παπάρια».

Ακολουθεί η χρήση της λέξης αρχίδι και τα παράγωγά της, από την πλούσια ελληνική γλώσσα :

Αυτός είναι αρχίδι: Χαρακτηρισμός για άνθρωπο ύπουλο και κακό.

Στ' αρχίδια μου: Η κλασικότερη έκφραση αδιαφορίας.

Σταρχιδισμός: Εκφράζει την γενικότερη νοοτροπία και συνήθεια, όλα να «τα γράφουμε στ’ αρχίδια μας». Δηλαδή να αδιαφορούμε.

Γραψαρχίδης: Ο οπαδός του «σταρχιδισμού» (βλέπε από πάνω).

Σταρχιδιστάν: Η φανταστική χώρα που κατοικείται από τους σταρχιδιστές και όπου ο σταρχιδισμός είναι τρόπος ζωής. Πολύ την ταυτίζουν με το Ελλαδιστάν.

Σταρχιδιαμόλ: Το υποτιθέμενο φάρμακο που παίρνεις για να «τα γράφεις όλα στ’ αρχίδια σου». Στην αγορά κυκλοφορεί παρόμοιο σκευάσμα με το «Σταρχιδιαμόλ» (και εγκεκριμένο από τον Ε.Ο.Φ.), που φέρει το όνομα «Γραψαρχιδίνη».

Μου έπρηξες τα αρχίδια: Με ζάλισες, με κούρασες, με έφτασες στο αμήν. Όσοι το έχουν νιώσει γνωρίζουν καλά το επώδυνο της κατάστασης.

Μου ζάλισες τ' αρχίδια: Εναλλακτικά, «μου ζάλισες τον έρωτα». Παρόμοια σημασία με το παραπάνω. Δηλώνει ενόχληση και φορτικότητα.

Σπασαρχίδας: Ο φορτικός, ο ενοχλητικός, ο καταπιεστικός, ενίοτε ο καλλιμογιάννης. Αυτός που «σπάει τ’ αρχίδια» κάποιου. Αυτός, που πιθανόν, σε ειδικές περιπτώσεις, κάνει χρήση του σκευάσματος «Πρηξαρχιδίνη».

Στ' αρχίδια μας κι εμάς, Κωστής Παλαμάς: Έκφραση που δηλώνει απόλυτη αδιαφορία, με «βαριά» όμως υπογραφή. Ήταν πολύ της μόδας κατά την δεκαετία του ’80.

Αρχιδάτος: Ο πολύ άντρας, ο γενναίος, ο έχων τόλμη και γοητεία και άλλες σαπουνόπερες, ο «VIP».

Αρχιδέμπορας: Ο αεριτζής, ο κομπιναδόρος, ο προς βιοπορισμό εμπορευόμενος, αναξιόπιστα και ευτελή είδη.

Άντε ρε αρχίδι: Φράση που απευθύνεται σε τιποτένιο άνθρωπο, άτολμο, ραδιούργο, μοχθηρό, ψεύτη και ό,τι άλλο υποτιμήσεως σημαντικό. Πολύ συνήθης φράση ψιθυρίσματος στην εργοσε.

Είσαι ένα αρχίδι και μισό: Παρ’ όλο που προστίθεται μόλις μισό, η έννοια της υποτιμήσεως μεγαλώνει τουλάχιστο στο διπλό.

Αρχίδια με τη ρίγανη: Μεταφορικά, άλλα αντ’ άλλων, κυριολεκτικά, νοστιμότατο ορεκτικό («αμελέτητα»).

Αρχίδια καπαμά: Μεταφορικά βλέπε το παραπάνω λήμμα. Κυριολεκτικά, νοστιμότατο κυρίως πιάτο.

Αρχίδια μάντολες: Μεταφορικά, έκφραση που υποδηλώνει χάιδεμα, κολακεία, γλύκα. Κυριολεκτικά, νοστιμότατο επιδόρπιο.

Δεν έχει αρχίδια: Βαριά κουβέντα αμφισβήτησης ανδρισμού, θάρρους, γενναιότητας, κουράγιου κ.ο.κ.

Δεν έχει τα αρχίδια: Ηπιότερη μορφή αμφισβήτησης, που υπονοεί ότι έχει μεν αρχίδια, αλλά όχι τόσο μεγάλα όσο απαιτούνται στην συγκεκριμένη περίπτωση.

Θα μου κλάσεις τ' αρχίδια: Ελαφρώς περίεργη έως και αηδής στάση ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς την εκτέλεση της πράξης. εννοεί πως δεν θα μου κάνεις τίποτα.

Θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια: Παραλλαγή του ανωτέρω με περισσότερη όμως έμφαση και λίγο ροκοκό σκηνικό, αν φανταστεί κανείς το θέαμα μιας μάντρας γεμάτης αρχίδια… Πιο παιχνιδιάρικο…

Θα μου ξυρίσεις τα αρχίδια: Αν δεν απευθύνεστε στον αισθητικό σας, σημαίνει δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα αν και υποτιμάται εμφανώς το τι μπορεί να κάνει ο συνομιλητής κρατώντας ένα ξυράφι…

Κρέμεται απ' τα αρχίδια μου: Όταν κάποιος εξαρτάται από εμάς. Η έκφραση είναι σαφής, περιγραφική και αρκούντως αβάσταχτη…

Τ' αρχίδια μου έχουν γίνει φακές: Από το πολύ κρύο που αισθάνομαι, έχουν συσταλεί τα αρχίδια μου και έτσι το μέγεθος τους θυμίζει, καθ’ υπερβολήν, φακές.

Τα αρχίδια μου κουνιούνται: Εάν δεν υποδηλώνει γυμνό άντρα που τρέχει γυμνός, σημαίνει αδιάφορη κατάσταση.

Τα αρχίδια μου κουνιούνται ρυθμικά στον αέρα: Το ίδιο με το ανωτέρω με περισσότερη όμως έμφαση στην αδιαφορία. Πιθανή χρήση του, δηλώνει αρχίδια εκκρεμές…

Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο: Αν το φιλοσοφήσει κανείς, δεν είναι και τόσο υποτιμητικό να σου έρχονται δυο αρχίδια επιπλέον. Ίσα ίσα…

Αρχίδια καλαβρέζικα: Έκφραση που είναι αδύνατον να ερευνηθεί. Ιδιαζόντως προσβλητική για τους άρρενες κατοίκους της Καλαβρίας…

Τ' αρχίδια του Καράμπελα: Τα πλέον επώνυμα και αναγνωρίσιμα αρχίδια που συντάσσονται κυρίως μαζί με το «μουνί της Χάιδως». Αν και η έκφραση αφορά πολύ συγκεκριμένα αρχίδια, εν τούτοις σημαίνει άλλα αντ’ άλλων. Το ιστορικά εξακριβωμένο μέγεθός τους πάντως, τα έχει καταξιώσει και ως έκφραση πληθωρικότητας και βαρβατίλας.

Τσίμπα ένα αρχίδι: Σε κατατρόπωσα, σε έβαλα στην θέση σου, αλλά εν μέρει, καθώς η ολική κυριαρχία υποδηλώνεται από το «παρ’ τα αρχίδια μου τα δυο».

Πήρα τ' αρχίδια μου: Δεν πήρα τίποτα (αφού έχω ήδη ή αν δεν έχω είχα άλλες προσδοκίες), ή έφυγα άπρακτος.

Ήσουν στα αρχίδια του πατέρα σου: Ήσουν αγέννητος.

Γκόμενα με αρχίδια: Ενώ οι αναφορές στους συγκεκριμένους αδένες αποσκοπούν στην υποτίμηση, σε αυτή την περίπτωση εννοούν δυναμισμό.

Θα μου κάνεις τα τρία δύο: Ίσως η μόνη έκφραση που είναι τιμητική για τους συγκεκριμένους αδένες, υπονοώντας ότι δεν είναι και τόσο σημαντικό το τρίτο…το μακρύτερο…

Αρχίδια πατέρα: Δηλώνει ότι κάτι δεν πήγε όπως το περιμέναμε. (πχ μετατάξεις)

Περπατάει και ανοίγει αυλάκια με τα αρχίδια του: Τεχνικά υποδηλώνει μέγεθος, βαρύτητα και αρδευτική ικανότητα… Πρακτικά ανέφικτο εκτός κι αν τα πόδια είναι πολύ κοντά και το χώμα πολύ μαλακό.

Έπιασε τον παπά από τα αρχίδια: Έκφραση που υποτιμά την πράξη του υποκειμένου…

Μας έκανες τα αρχίδια τσουρέκια - μπαλόνια: Βλέπε «Μας έπρηξες τα αρχίδια». Η σημειολογική συγγένεια είναι προφανής (φούσκωσαν σαν τσουρέκια-μπαλόνια).

Αρχιδομούρης: Πάρα πολύ άσχημος.

Αρχιδόκαμπος: Πιθανή προέλευσή του από το «Αχλαδόκαμπος». Μπορεί να συνοδεύται κι απ’ τον επιθετικό προσδιορισμό «Ανθισμένος» («Ανθισμένος αρχιδόκαμπος»). Σημαίνει ότι η εν λόγω περιοχή (καφέ, μπαρ, κλπ) είναι γεμάτη άντρες (αντίθετο: μουνοθύελλα).

Αρχίδια…: Γενικώς, ότι ακολουθεί λαμβάνει υποτιμητική διάσταση (εξαίρεση: Αρχιδια-κονος)…

Με τρώνε τ’ αρχίδια μου: Δηλώνει περιφρόνηση για κάτι ή για κάποιον (π.χ. Είδα τον Γιάννη σήμερα. Γι’ αυτό με τρώγανε τ’ αρχίδια μου απ’ το πρωί).

Έχει μια οκά αρχίδια: Δηλωτικό θάρρους και ανδρισμού.

Ξύνω τα αρχίδια μου: Τεμπελιάζω.

τ' αρχίδια μου κουνιούνται: Το ίδιο με το παραπάνω, αλλά δηλώνει πιο…σοβαρή περίπτωση.

Τσολιάς στ' αρχίδια μου: Ο φορτικός, αυτός που προσπαθεί (και ενίοτε τα καταφέρνει) να κάνει κουμάντο στην ζωή μας ενώ δεν της ανήκει ούτε κατά διάνοια. Αντί του τσολιά, χρησιμοποιείται και η λέξη «κεχαγιάς».

Φτύσε τ' αρχίδια σου: Σημαίνει «δεν μας παρατάς;», «βρε δεν πας στον Διάολο;».

Κλαπαρχίδας: Αυτός, που τ’ αρχίδια του έχουν «κρεμάσει» (συνήθως λόγω ηλικίας) και χτυπάνε, δηλαδή αυτός που «του μαράθηκαν τ’ αρχίδια». Μεταφορικά: Ο οκνός, ο άχρηστος, ο ανίκανος.

Αν η γιαγιά μου είχε αρχίδια…: Δηλώνει το ουτοπικό, το ανέφικτο. Αν και σήμερα, το να έχει (υποθετικά) μια γιαγιά αρχίδια, δεν φαντάζει και τόσο ανέφικτο πλέον…

Εντός ορισμού.

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι και μουσικό όργανο, είναι και λουλούδι, αλλά εδώ μας ενδιαφέρει ως βρισιά, προερχόμενη με αποκοπή από το μαλακοβιόλα ή πιο σεμνά από το χαζοβιόλα. Στα συν του ως βρισιά το ότι ομοιοκαταληκτεί με το καριόλα.

  1. Είστε όλες ένα τσούρμο βιόλες, άλλες πουτάνες, κι άλλες καριόλες! (Ανδρική θυμο-σοφία με ρίμα).

  2. Γύρευε με ποια ξενέρωτη βιόλα τριγυρνάει.

(από Παγράτσου Κολιάτι, 06/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δοκίμως είναι η χοντρή κάλτσα που φορούσαν οι βλάχοι, και γενικότερα οι άνθρωποι της υπαίθρου, και δη οι φουστανελάδες, η οποία είναι συχνά πλεγμένη από χοντρό μαλλί και φτάνει πολύ ψηλά στο πόδι, το σκουφούνι. Συνεκδοχικώς, σημαίνει τον βλάχο άνθρωπο, τον άξεστο, τον αγροίκο. Υπάρχει ήδη στον 19ο αιώνα, όταν είχε εκδηλωθεί με μένος ο διχασμός ανάμεσα στους αστούς φραγκοφορεμένους ψαλιδόκωλους και στους εντόπιους πουστανελάδες φουστανελάδες. Βλέπω λ.χ. εδώ ότι βλαχόκαλτσες αποκαλούνταν μειωτικά οι δηλιγιαννικοί. Επίσης, στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου εδώ, βρίσκω κείμενο της εφημερίδας Βραδινή από το 1923 που διαπομπεύει με μίσος τους πρόσφυγες από τη Μικρασιατική καταστροφή οι οποίοι είχαν κατακλύσει την Αθήνα, παρομοιαζόμενη με Αφγανιστανούπολη, και όπου εμφανίζεται η λέξη.

Τζιεράκια τηγανίζονται, κωλόπανα κυματίζουν, σανιδώματα προχείρων ικριωμάτων τοποθετούνται εις τα καλύτερά μας πεζοδρόμια, μανδήλια, τσεμπέρια, βλαχόκαλτσες, τηγάνια, παλιοπάπουτσα, αντεριά, κρεμώνται εις καλύβας του αθιγγανικοτέρου είδους, χαλβάδες και ρεβανές εκτίθενται προ ευπρεπών καταστημάτων, κηπάρια δημοτικά, τα οποία είχαν αποκτήσει ολίγους καλούς πρασίνους τόνους ηρημώθησαν. Την στιγμήν οπού η πόλις μας έβαινε προς την ευπροσωποτέραν εμφάνισίν της επήλθον η αρρυθμία, η τσαπατσουλοσύνη, η ασχημία, η βαρβαρότης και έστησαν βάναυσον χορόν εις τα πλέον συχναζόμενα ευπρεπή μέρη της. [...] Νομίζω ότι πρέπει να θεωρώμεν ως αντινομίαν την εμφάνισιν των αρμοδίων χωρίς σαρίκι. Προτείνομεν, λοιπόν, να φορέσουν τούτο όλοι οι δημοτικοί μας άρχοντες, αλλά και μπουρνούζια με το μαρκούτσι του αργιλέ εις το χέρι. Τι διάβολο άρχοντες της αφγανιστανουπόλεως είναι ούτοι φορούντες λαιμοδέτην και καπέλο; (Εδώ).

Παραδείγματα, όπου ο (αρκετά απαρχαιωμένος) όρος χρησιμοποιείται συνεκδοχικά για τον αγροίκο, την μπασκλασαρία:

  1. ρε βλαχοκαλτσες αντε τηγανιστε καμια μελιτζανα στον κοιλουμπα το συζυγο που βγαζετε και γλωσσα. Κλώσσες δευτεράντζες του πεταματού, ολη μερα κι ολη νυχτα εδω μεσα, διαβαζετε και σχολιαζετε και επεμβαινετε σαν να ειναι ο σταυλος σας, παλιολινάτσες, τελευταίες! (Free Gossip).
  2. Σκέτη βλαχόκαλτσα είν` αυτός. (Εδώ).
  3. Τι περιμένεις απ' αυτή τη βλαχόκαλτσα; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαυλιστικό ενάντια στους ομογενείς Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό, χρησιμοποιείται κυρίως από Συριζαίους ενάντια στο δικαίωμα των ομογενών να ψηφίζουν στις εθνικές εκλογές.

Θα ψηφίζει ο κάθε βρομογενής από το Αστόρια που εδώ και τρεις γενιές ζει στο μιούρικα και θα του μοιράζει τα ψηφοδέλτια ο παπάς της ενορίας και δεν θα ψηφίζει ο σερβιτόρος που λιώνει ως εποχικός στα νησιά.

Got a better definition? Add it!

Published

Διαδεδομένη βρισιά γενικού χαρακτήρα.

Η κύρια, η ας πούμε πιο κυριολεκτική, σημασία της αναφέρεται σε έναν παθητικό ομοφυλόφιλο που γαμιέται.

Γαμιόλη! Όταν σου λέω να έρχεσαι θα τσακίζεσαι! ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΞΕΚΩΛΙΑΡΗ; Θα έρχεσαι αμέσως γιατί αυτό σημαίνει ότι θέλω τις τρύπες σου για να ξεκαυλώσω. (Από το Gay world).

Στο σημείο αυτό, ψάχνοντας για παράδειγμα έπαθα ινσέψιο, καθώς άγνωστός μου μπλογοτέχνης αφιέρωσε μπλογοτέχνημά του με τον χαρακτηριστικό τίτλο "Μπομπ ο Γαμιόλης" σε αυτόν που θα ήταν τόσο καμένος, ώστε να ψάξει τη λέξη γαμιόλης στο γούγλε. Εκ μέρους της καμενιάς μου, αλλά και της καμενιάς όλων των Σλάνγκων Δράκων που ψάχνουμε στον γούγλη παρόμοιες λέξεις, δέχομαι την αφιέρωση και παραθέτω απόσπασμα του κειμένου. Γιατί όλοι ξέρουμε ότι ο Μπομπ Σφουγγαράκης είναι τελειωμένη λουγκρίτσα, αλλά δεν ξέρουμε και τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες που μας αποκαλύπτει το κείμενο.

Μπομπ ο γαμιόλης [...] Ο Υπερόπτικ κάνει αυτό το ποστ για να ποτίσει με φόρο τιμής αυτόν τον άνθρωπο που στο γκούκλε πάτησε «μπομπ ο γαμιόλης» και μπήκε εδώ. Γι’αυτόν τον υπεργκούγκλερ ο Υπερόπτικ θα γράψει ΤΩΡΑ ποστ με θέμα το μπομπ το γαμιόλη, θα αναλύσει υπεροπτικά και δίχως έλεος πόσο γαμιόλης είναι ο μπομπ, πόσο τον παίρνει από κάθε τρύπα και γουστάρει, πόσο ποταπός τελειωμένος και ξεκατινιασμένος μπορεί να είναι ο Μπομπ, πόσο ξεφτιλισμένη λούγκρα τον θεωρούν όλοι στη γειτονιά. Ο Μπομπ είναι μεγάλη ψωλαρπάχτρα και αυτό είναι καιρός να το μάθουμε όλοι. Είχες δίκιο φίλε γκούγκλερ που το έψαξες λίγο παραπάνω. Και ιδού τα στοιχεία: Σήμερα δευτέρα, 8:36 το πρωί, ο Μπομπ εθεάθη να τον κολατσίζει από τρία άτομα αγνώστου ταυτότητας στο πάρκινγκ πίσω από τους κάδους της ανακύκλωσης. Ο Πάτρικ ήταν δίπλα και τράβαγε βίντεο που μετά το ανέβασε στο γιουπόρν ρήαλ τάιμ. [...] Στη διαδρομή μετά ο Μπομπ έβαλε τρικλοποδιά σε τρεις γριούλες που προσπαθούσαν να περάσουν απέναντι, έκλασε στα μούτρα του τυφλού εφημεριδοπώλη, ζωγράφισε πουτσάκια σε τρία στοπ και κατούρησε τα παρτέρια της πλατείας. Έτσι για να ξέρουμε ποιος είναι ο μπομπ. (Εδώ).

Συνεχίζοντας το καμένο γούγλισμα πέφτω σε φιλοσοφικό κείμενο περί πουστιάς και επανάστασης που μας εξηγεί πώς ο όρος γαμιόλης αποκτά μια μεταφορική διάσταση για να χαρακτηρίσει άτομο ποταπό, μπαμπέσικο, ύπουλο.

Όποιος μας τη φέρνει, όποιος μας κάνει πουστιά, χαρακτηρίζεται καριόλης, γαμιόλης, πούστης. (Περισσότερα εδώ).

Πρόκειται, επομένως, για μια γενικότατη βρισιά.

  1. "Κάψου γαμιόλη μπάτσε!". [...] Δεν λέω σε καμία περίπτωση ότι το «κάψου γαμιόλη», που ακούστηκε στο ρεπορτάζ του CNN από κάποιον ψυχανώμαλο συνάνθρωπό μας, την ώρα που η μολότοφ έσκαγε πάνω στο πρόσωπο του πεσμένου αστυνομικού της ομάδας «Δίας», εκφράζει όλους αυτούς τους ανθρώπους που κατεβαίνουν στον δρόμο και διαδηλώνουν. Σε καμία περίπτωση. (Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις, εδώ).
  2. Ποιος γαμιόλης από το περιβάλλον του Σαμαρά (σωματοφύλακας ή σύμβουλος του Μαξίμου) έχει το δικαίωμα να βγάζει προς τα έξω τόσο προσωπικές πληροφορίες και δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει; (Εδώ)

Στη συνέχεια του γουγλίσματος τρώω δεύτερη ινσέψιο, όταν βλέπω πως το λήμμα γαμιόλης φέρεται να υπάρχει σε αυτοματοποιημένα ηλεκτρονικά λεξικά ολοκληρωτικών δυστοπιών του μέλλοντος, ενώ δεν το είχε ακόμη το σλανγκρ! (ξεφτίλα).

Ο ΡομποΒό έβγαλε έναν απλό αρμονικό στα 1440 Hz και εγκαταλείποντας οριστικά τον έμμετρο λόγο, πρόσθεσε:

-Γαμάς. Δεύτερο πρόσωπο, ενικός αριθμός του ρήματος 'γαμώ'. Παραβίαση του άρθρου 6.842 παράγραφος 312 της Επαναστατικής Νομοθεσίας για την εφαρμογή της πολιτικής ορθότητας".

-Να πας να με καταγγείλεις ρε γαμιόλη! του φώναξε από το μπανιο ο Eπιθεωρητής.

-Γαμιόλης. Ονομαστική πτώση, ενικός αριθμός, του επιθέτου 'γαμιόλης, γαμιόλα'. Παραβίαση του άρθρου... Αλλά ο επιθεωρητής είχε ήδη μπει κάτω από το ντουζ. (εδώ)

Τέλος ως γαμιόλης σημαίνεται ενίοτε ο γαμιάς, ο γαμίκος και όχι ο γαμημένος. Πιθανή εξήγηση είναι ότι μπορεί το γαμώ εν προκειμένω να εννοείται με μια γενική σημασία συνουσιάζομαι, όπως στην έκφραση ποιον πρέπει να γαμήσω ή στο αγγλικάνικο fuck. Ή έχουμε το γλωσσικό φαινόμενο που θα ονόμαζα επιστημονικώς σλανγκική αλλαξοκωλιά, όταν δηλαδή ο γαμών λαμβάνει τις ονομασίες του γαμουμένου δίκην πούστη άντρα, επειδή ας πούμε είναι τυχερός που γαμάει, είναι κερατάς ή πούστης με την έννοια θαυμασμού, οπότε εν ολίγοις αποδίδουμε στον γαμούντα ονόματα του γαμουμένου για να δηλώσουμε λ.χ. την κωλοφαρδία του που γαμάει μια θεσπέσια μουνάρα, ή τον θαυμασμό μαζί με φθόνο που έχουμε για αυτόν, ή ότι πονάει τον γαμούμενο πάνω στο γαμήσι φερόμενος πούστικα και χωρίς μπέσα κ.ο.κ. Για σχετικό προβληματισμό, βλ. του πούστη. Δεν είναι πάντως σπάνιο ή παράξενο πάνω στα γαμησιάτικα μπινελίκια η γαμουμένη να φωνάζει ιαχές τ. "γάμησέ με ρε πούστη", "ξέσκισε με ρε γαμιόλη" κ.τ.ό.

  1. Τυχερός γαμιόλης γαμάει δύο υπέροχα καυλιάρικα μουνάκια. (Από πορνοσελίδα).
  2. eiste oi kaloiteroi gamo thn poutsa sou gamioli! (Από το sirina.tv).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά πρώτον, μια σημασία μάλλον νέας κοπής είναι το νησί, όπου ένα ζευγάρι πάει και κάνει τον γάμο του, κατά κανόνα σε θερινούς μήνες, έτσι, για το φολκλόρ, χωρίς να έχει κάποια ιδιαίτερη σχέση με το νησί που να δικαιολογεί κάτι τέτοιο. Γιατί το γαμονήσι είναι το νέο γαμοχώραφο. Συνήθως το κάνουν: α) Πολύ πλουσιέξ, γιατί μπορούν, και γιατί θέλουν να δώσουν μία χλιδαία νότα επίδειξης. β) Ψαγμένοι και χιπστεράδες (με ευρεία έννοια) που ψάχνουν ερ-emo-νήσια να παντρευτούν για τα μαγικά τοπία και την εξπήριανς. γ) Ορισμένες φορές, όλως αντιθέτως, νεόπτωχοι, οι οποίοι θέλουν να αποφύγουν τα έξοδα του τραπεζιού με τους συγγενείς και πάνε σε ένα ερημικό γαμονήσι να παντρευτούν εκεί σε πολύ στενό κύκλο και η τσιγκουνιά να περάσει και ως άποψη.

Βεβαίως, πρόκειται για λολοπαίγνιο με τα συγγενή γάμος (το μυστήριο, ο θεσμός) και γαμάω, όπως και τα γαμοχώραφο, γαμοβάφτιση, γαμοβάπτιση, γαμιτζής, γαμίστας, γαμοβιντεάς (και βοηθός). Καθώς και στα υπόλοιπα, μπορεί να παίξει και με τη σημασία της βρισιάς (βλ. παράδειγμα).

  1. - Έχουμε που έχουμε τα κάπιταλ κοντρόλζ, πρέπει και να κουβαληθούμε στο γαμονήσι που παντρεύεται ο ξάδερφος! - Πού παντρεύεται; - Αντίπαρο. - Σε χαλούλου; - Αν μας κάνανε και τα έξοδα διαμονής καθόλου, αλλά πρέπει να μαζεύουμε εξήντα εξήντα τα Ευρώ για να κλείσουμε δωμάτιο. Πέρα από το δώρο τους.
  2. Εγώ θα έρθω να κρατάω το πέπλο της νύφης σε όλα τα γαμονήσια που θα πας! (Από μέσο κοινωνικής δικτύωσης).

Για την κατηγορία των πλουσίων, καλά γαμονήσια είναι, νομίζω, η Σαντορίνη και η Αντίπαρος. Για τους ψαγμένους τα Κουφονήσια. Καλά γαμονήσια είναι και τα κοντινά στην Αθήνα, όπως η Κύθνος, που παίζει και στις τρεις κατηγορίες, ή τελείως κοντά η Αίγινα. Από τον γούγλη μαθαίνω ότι τρελό γαμονήσι είναι και οι Σπέτσες. Φαντάζομαι και η Ύδρα και ο Πόρος. Από την άλλη ουδέποτε έχει γίνει γάμος στην Ίφκινθο (μάλλον είναι ελευθεροσχεσίτες εκεί κιέτσ')

Στις Σπέτσες αυτό το Σαββατοκύριακο είχε εφτά γάμους! Φτώχεια, μιζέρια! Νέα μορφή τουρισμού; Τα γαμονήσια. Αποδείξεις έκοψαν στο νησί; Τις φορολογικές δηλώσεις των νιόπαντρων να τις κοιτάξουμε λίγο; Και των κουμπάρων! (Εδώ).

Από τον περίφημο γάμο της Κατερίνας Παπουτσάκη στα Κουφονήσια

Γενικότερα, βεβαίως, με το γαμονήσι βρίζουμε κι ένα οποιοδήποτε νησί. Λέγεται πολύ από κωλοφάνταρα που κράζουν Λάθος Ήταν Μάνα μου Να Ορκιστώ Στρατιώτης και περιμένουν την απολήμνωση, από φοιτητάμπουρες και μετανάστες για το νησί, από γιατρούς που κάνουν αγροτικό ή δασκάλους σε ακριτικά νησιά, από όσους δεν συμπαθούν τους κουμπάρους κ.ά.

  1. Πρωτα ο θεος μακαρι να μπορεσω να παω στο γαμονησι... δεν εχω παει ποτε..και να γυρισουμε με κανα απιστευτω εισητηριο για τους 8... βαλε το χερι σου παναγια μου. (Αναφορά στην Αγγλία στο Μπου).
  2. Και μας λένε καλαμαράδες, θες διαβατήριο για να πας στο γαμονήσι τους, δεν μας χωνεύουν γενικώς, ρε ουστ. (Από έτερο μπουρδελοσάιτ).
  3. Exo akousei diafora alla den tha kathiso na diafimiso tis pustares. Na pesei keravnos na to kapsei to gamonisi. (Βρίζοντας ένα αδερφονήσι).

Μια τρίτη σημασία, ασθενή βεβαίως και όχι παγιωμένη, την οποία βρήκα στο γούγλη, είναι το νησί όπου πάει κάποιος με ειδικό σκοπό να γαμήσει ή να γαμηθεί. Τα γαμονήσια είναι σε αυτήν την περίπτωση νησιά, που θεωρείται ότι θα είναι πιο εύκολο να κάνεις κάτι σαν one night stand up comedy που λέει κι ο Χαλικούτης ή μια αγάπη για το καλοκαίρι στάσου, μύγδαλα! κιετς. Ευτυχὠς ή δυστυχώς, γίνεται και σε εμάς σεξοτουρισμός σε μια εποχή όπου έχουμε γίνει τα γαμονήσια της Ευρώπης.

  1. Οι περισσότερες γυναίκες που χρησιμοποίησαν την εφαρμογή Travelling Woman.com, επέλεξαν την Ελλάδα για να τα φορέσουν στους συζύγους τους. Νούμερο ένα προορισμός είναι η Σαντορίνη για τις παντρεμένες που θέλουν να ζήσουν περιπέτειες με άγρια ελληνικά μωρά και στην λίστα ακολουθούν σαν «γαμονήσια» η Μύκονος, η Κρήτη, οι Σπέτσες, η Ύδρα, η Ίος, η Πάρος και η Νάξος πρόσφατα. (My Lady).
  2. Να ήταν κανένα πιο μεγάλο νησί, να τον έπαιρνες τον άνθρωπο, να τον πήγαινες στο ξενοδοχείο σου και να γίνονταν τα Κουφονήσια γαμονήσια κανονικότατα. Όταν όμως θα είναι και η παρέα σου σε απόσταση αναπνοής δεν γίνεται δεν γίνεται… Ενώ αν ήσουν στη Σαντορίνη, για παράδειγμα, τους έλεγες "πάτε εσείς στα Φυρά, εγώ έχω πονοκέφαλο σήμερα", θα έφευγαν, θα έμπαζες το τεκνό στο δωμάτιο και θα ήξερες ότι πριν από 2ωρο δεν θα επέστρεφαν να σε πιάσουν να φασκελώνεις το ταβάνι με τις πατούσες. (Gay Profusion).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της λέξης κωλογλείφτης, ο άνθρωπος που γλείφει τους πάντες και τα πάντα προκειμένου να κερδίσει την εύνοια ή την συμπάθεια τους.

- Πολύ τον αγαπάνε βλέπω τον καινούριο στην εταιρία…
- Ε βέβαια, τέτοιος γλειψαρχίδας που είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρχηγός των γουδιών. Ο μεγάλος μαλάκας. Χρησιμοποιείται και ως γουδάρχης αλλά σε πιο επίσημο λόγο.

-Καλά, πιστεύεις τον Ρουσσάκη; Αυτός ειναι μεγάααλος γούδαρχος.
Μια φορά μου είχε πει ότι τα είχε με μια Pamela!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Με την στενότερη ερμηνεία του όρου, δημοσιοκάφρος είναι ο άπληστος συντάκτης, κίτρινος εκδότης, ή τηλεδολοφόνος εισαγγελάτος ο οποίος πουλάει φτηνό εντυπωσιασμό στο βωμό του κέρδους, αψηφώντας τις παράπλευρες συνέπειες και τον ανθρώπινο πόνο που τα ρεπορτάζ του προκαλούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η σχολή Μ. Τριανταφυλλόπουλου.

  2. Με την ευρύτερη έννοια, ο όρος περιλαμβάνει σύσσωμο το δημοσιογραφικό «λειτούργημα» στην Ελλάδα, μηδέ των σοβαροφανών δημοσιογράφων τύπου Παπαχελά και Τέλλογλου εξαιρουμένων

Η πατρότητα ανήκει στον Τζιμάκο Πανούση ο οποίος προ δεκαετίας και βάλε έδωσε την ιστορική παράσταση με τίτλο Αλήτες, Ρουφιάνοι, Δημοσιοκάφροι.

Φουκαράδες δημοσιοκάφροι. Πριν καιρό ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος μας έλεγε ότι «αναγκάστηκε» να αγοράσει βίλα στην Εκάλη (μια περιοχή «με φτωχούς κατοίκους και πλούσιους κερατάδες» όπως την χαρακτήρισε) για να είναι κοντά στα «άρρωστα πεθερικά του». (από Blog)

Q. Μέγας δημοσιοκαφρος με σκατονομα κι Αλτσχαιμερ:
A. Ν. Κακαουνακης!

Q. Μεγας δημοσιοκαφρος που θυμιζει γυναικειο εσωρουχο:
A. Γ. Τραγκας!

(από Blog)

Έλα μωρέ το θέμα με τους ΕΜΟ κλπ. είναι μια μπούρδα που τη φούσκωσαν οι δημοσιοκάφροι. (από Blog)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified