Further tags

Τα γυαλιά απομίμηση των Ray Ban, αλλά από περίπτερο (στα περίπτερα της Ομόνοιας βρίσκεις τα πάντα).

-Ο πούστης ο Βαγγέλας πάλι καινούρια γυαλιά πήρε;
-Μην ψαρώνεις ρε μαλάκα, περιπτερέημπαν είναι. 5 ευρώ τα πήρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ακατέργαστου σχήματος, συνήθως μέλος σώματος κάποιου.

Ρε μαλάκα πώς είναι έτσι η γάμπα σου; Σα τσούμπα είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουζουκογκόμενα καλείται η συνηθισμένη γκόμενα που:

  • Νυχτοπερπατά σε όλους τους χώρους άνευ εξαίρεσης όπου κυκλοφορούν αμάξια τύπου Mercedes, αγωνιστικά και γενικά μουράτα.
  • Το μαλλί είναι σταθερά ντεκαπαρισμένο με καμένες τούφες από το πολύ πιστολάκι και τις πάρε να 'χεις βαφές ή extreme ανταύγειες.
  • Δεν κυκλοφορεί ποτέ χωρίς το make-up της ή το φρουτένιο lip της.
  • Ακόμα και το πρωί μπορεί να την πετύχεις με γόβα-πίπτω και με μαλλί που να μην έχει ξεφύγει ούτε τρίχα από το πιστολάκι.
  • Δεν ξέρει ποτέ απ' έξω τον αριθμό του κινητού της.
  • Τα μπλουζάκια της είναι σχεδόν όλα έτσι ώστε να αφήνουν ένα σημείο hot για εκείνη τουλάχιστον ακάλυπτο.

Πάντα όμως υπάρχουν και οι μπουζουκογκόμενες high-classάτες. Αυτές που:

  • θα κρατήσουν την Louis Vuitton τους αλλά το μαλλί θα παραμένει καμένο και το νύχι σταθερά επιμηκυμένο.
  • Χρησιμοποιούν φράσεις όπως: ρε μωρό, ρε συ, ρε κοίτα τι αμάξι έχει, αχ σταμάτα (ακόμα κι αν τίποτα δεν έχει αρχίσει αυτές το θεωρούν πολύ σέξυ).
  • Οι σχέσεις τους διαρκούν ένα μήνα το πολύ.
  • Κάθε Σάββατο πηγαίνουν σε club ή μπουζούκια και ακούνε γενικά Σάκη, μπουζουκοτράγουδα, ενώ αν τις ρωτήσεις τι είναι έντεχνο θα σου πουν όλες Χατζηγιάννης.
  • Τρελαίνονται για άντρες που φορούν mocassinia με φόρμες (έλεος), πουκάμισο οπωσδήποτε λίγο ανοιχτό το βράδυ και αρκετά τζελαρισμένοι.
  • Έχουν κάψει αρκετά έως πολλά εγκεφαλικά κύτταρα με το να διαβάζουν Cosmopolitan και να τα μαθαίνουν απ' έξω μέχρι να έρθει ο κατάλληλος για να τα εφαρμόσουν.

Ενώ ο όρος χρησιμοποιείται και για τα σκυλιά, η μπουζουκογκόμενα έχει μία πιο προσεγμένη εμφάνιση.

– Αχ ρε συ κοίτα ένα αμάξι!
– Λες να πηγαίνει στο club που πάμε;
– Σκέφτεσαι;
– Αχ σταμάτααα! Λες να μου την πέσει;
– Αυτός που το οδηγεί ή το αμάξι;
– Ε;!

(Διάλογος μπουζουκογκoμενών)

Βλ. και μπουζουκομούνι καθώς και -μούνα, -γκόμενα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει κορμάρα που φουσκώνει παντελόνια αλλά μούρη που εκτροχιάζει τρένα από την ασχήμια της .... και ωσεκτουτού η χρησιμότητά της είναι αυτή της γαρίδας: τρως το σώμα και φτύνεις το κεφάλι ...

- Κολλητέ τσέκαρε κώλο το μωρό...!!
- Το είδα αλλά η τύπισσα είναι γαριδογκόμενα, άμα γυρίσει πρόσωπο θα πάθεις εγκεφαλικό!....

βλ. επίσης γαρίδα, γκόμενα-γαρίδα, γυναίκα-γαρίδα και πεσκανδρίτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός της γνωστής έκφρασης που αναφέρεται στη μανούρα συνοδευόμενη από το αγνό ελληνικό βρωμόξυλο και στους κοινωνούς αυτής, οι τσαμπουκάδες είναι σημάδια στο κορμί των φυλακισμένων, που κάνουν οι ίδιοι, είτε με λάμα ως ξυραφιές, είτε ως τατουάζ –συμβολικά ή καλλωπιστικά– (όπως πολλές γυναίκες έκαναν μέχρι πρότινος για ομορφιά σε ορισμένα μέρη της Ελλάδας, μάλιστα υπάρχουν πολλές γιαγιάδες με τατού σε Ηπειρώτικα χωριά!), είτε με το σβήσιμο του τσιγάρου κυρίως στο εσωτερικό του αριστερού μπράτσου.

Με τους τσαμπουκάδες, οι φυλακισμένοι αφ' ενός βγάζουν το σεβντά τους, αφ' ετέρου επιδεικνύουν την ευρωστία και το ψυχικό τους σθένος, προκειμένου να λάβουν αντίστοιχη θέση στην ιεραρχία της φυλακής. Δηλαδή όσα περισσότερα σημάδια στο σώμα, τόσο μεγαλύτερη η μαγκιά. Βέβαια, όπως λέει ο Αρκάς στον ισοβίτη, αν αυτό ήταν αλήθεια, αυτός δεν θα 'πρεπε να 'χει ούτε αφαλό ...

Να μην συγχέονται με το «χαρακίρι» που κάνουν οι πρεζάκηδες, όταν τσιτώνουν την επιδερμίδα του λαιμού τους και ταυτόχρονα τραβάνε χαρακιές με λάμα, προκειμένου να μεταφερθούν στο αναρρωτήριο και να φάνε κάνα κουμπί.

Μάλλον τουρκικής προελεύσεως <τσαμπούκ = γρήγορα (βλ. τσαμπουκ-τσαμπουκ = άντε σβέλτα!).

Συνδέεται σημασιολογικά ίσως κατά το εγγλέζικο quick-tempered (γρήγορος, θερμόαιμος, έτοιμος για καβγά).

- Τον είδες το Βαγγέλη;
- Ε, τί;
- Τα χέρια του είναι γεμάτα τσαμπουκάδες. Ζόρικο αρσενικό.

Αρκάς, Ο θεός αγαπάει τον κλέφτη (από patsis, 26/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ ίσιο (και μάλιστα από τη φύση του ίσιο) αντρικό ή γυναικείο μαλλί. Συνήθως ξανθό και όχι πάρα πολύ χοντρότριχο, ούτε πολύ πυκνό, καλής όμως ποιότητας, γυαλιστερό, δεν πουτσοτριχίζει εύκολα, θέλει όμως συχνό λούσιμο γιατί λαδώνει την επομένη κιόλας. Χαρακτηρίζει κυρίως τους προερχόμενους από τις βόρειες χώρες, αλλά και -εν μέρει- από τις ΗΠΑ. Κανένα μαλλί δεν μπορεί να γίνει τόσο ίσιο με τεχνητό τρόπο.

Τα εξίσου πανέμορφα, ίσια και βαριά, μαύρα μαλλιά των προερχομένων από την Ανατολή (γυναικών), δεν λέγονται έτσι. Μάλλον γιατί το «πράσο» παραπέμπει σε κάτι το λεπτό και ανοιχτόχρωμο.

- Ωραία μαλλιά!
- Από πότε σου αρέσει το μαλλί πράσο, πάντα μου έλεγες ότι σου αρέσουν οι κατσαρομάλλες, κατάλαβα, μου λες με τρόπο ότι θέλεις να τα ισιώνω...
- Μα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπερκατσαρό μαλλί, σαν αυτό που έχουν οι νέγροι, οι αφρικανοί, εξού και το όνομα. Ο όρος προέρχεται από την αγγλική ορολογία της τρίχας (afro ή fro).

- Το άφρο μαλλί δεν είναι πια της μόδας.
- Ευτυχώς!

(από ironick, 10/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σκωπτικός χαρακτηρισμός για παλιό ή κατεστραμμένο αυτοκίνητο (δηλαδή όπως κατάντησε το ολοκαίνουριο αμάξι του Αλεξανδράκη η φίλη της Βουγιούκλως στη «Σοφερίνα» 1964), αλλά ήδη εν γένει άχρηστο μεταλλικό αντικείμενο και
    ευρύτερα οτιδήποτε μεγάλης ηλικίας (πράγμα ή και πρόσωπο) π.χ. ηλεκτρική συσκευή, πουράκλα κλπ.

  2. Παλιά έκφραση για το μακρύ ξίφος που έσερναν μαζί τους οι αξιωματικοί των σωμάτων ασφαλείας προ αιώνος και

  3. Μετωνυμικώς, περιπαιχτικό σχόλιο για τους ίδιους τους αξιωματικούς (παλιο-σακαράκας=καραβανάς).

Ιταλικής προελεύσεως (αλλά δεν θυμάμαι από πού), που υπέστη σημασιολογική φθορά με την πάροδο των χρόνων, όπως άλλωστε και η παλιοκαιρίσια λέξη γαζέτα (εφημερίδα <ιταλ. gazetta σήμερα giornale/quotidiano-a, που κληρονομήσαμε όμως από τους Τούρκους που ακόμα λεν τον δημοσιογράφο/ρεπόρτερ gazeteci=γαζετατζή ή haberci=χαμπερτζή), της οποίας η παλαιότερη χρήση αναφέρονταν σε μεγάλο στρατσόχαρτο<ιταλ. straccia carta (σεντόνι) και ιδίως τεράστιο χαρτονόμισμα μηδαμινής αξίας, (συνήθως ένεκα υποτιμήσεως της μονέδας).

Συνώνυμα: Κάρο, καρούλι, ψαροκασέλα (βλ. «Ο Ταξιτζής» με τον Χατζηχρήστο 1964), παντόφλα, καφεκούτι, σαράβαλο, μπα(γ)κατέλα, σαπάκι, κωλοκοτρωνέικο (π.χ. σουγιάς) κ.α.

- Πάμε Σαλονίκη το σουκού;
- Ναι αμέ! Με τί θα πάμε;
- Με το τουτού!
- Ποιό μωρέ; Με τί; Με τη δική σου τη σακαράκα;
- Γιατί δε σ’ αρέσει;
- Μωρέ μ’ αρέσει, αλλά μας βλέπω να τρώμε σουβλάκια στον Πασιάκο περιμένοντας την ΕΛΠΑ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδική αντρική κόμμωση που αποσκοπεί σε απόκρυψη του καραφλάζ με το μαλλί που έχει απομείνει. Συνήθως αφήνεται «ουρά» μεγάλου μήκους, η οποία, με κατάλληλη τεχνική περιβάλλει εν είδει σαρικίου το μέρος που πάσχει από αλωπεκία (καράφλα).

  1. Ω, ρε σαρίκι ο Νίκος!

  2. Φύσηξε και του' φυγε το σαρίκι, δυο μέτρα αλογοουρά.

  3. Με γεια το σαρίκι!

Μάκης Κοψίδης (από panos1962, 01/11/09)Ινδικό σαρίκι ή τουρμπάνι  (από panos1962, 01/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαμιώτικη λέξη, κετσές λέγεται το στουπί, και πιο μεταφορικά το χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε τα πολύ μπερδεμένα, απεριποίητα μαλλιά.

Τα μαλλιά μου είναι σαν κετσές, δεν πρόλαβα να χτενιστώ το πρωί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified