Selected tags

Further tags

Αυτός που έχει πολλές ελιές στο πρόσωπο.

- Ήταν μπροστά στην ουρά μαλάκα μια γκόμενα με απίστευτο κώλο, αλλά μόλις γύρισε, ξενέρωσα... Tίγκα στις θρούμπες, ίδιος Σημίτης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νέο αστυνομικό μυθιστόρημα που θα γίνει best seller!

Αυτοκτονίες, εκβιασμοί, προδοσίες, υποκλοπές...!
Οι ανασφάλειες του σύγχρονου Νεοέλληνα, πολιτικά παρασκήνια και η μαφία των media... Όλα σε ένα έργο!

Δώρο 1 DVD!


Αναφέρεται επίσης στην υπόθεση αυτοκτονίας του Χρήστου Ζαχόπουλου που ανά μια εβδομάδα παίρνει και μια νέα τροπή, αποκαλύπτωντας απο τη μία πολιτικά παρασκήνια και απο την άλλη συνομωσίες και εκβιασμούς. Όλη η κατάσταση εν τέλει που βίωσαν τα media και συνεπώς όλη η Ελλάδα απο τον Δεκέμβριο του 2007 έως σήμερα... (Φεβρουάριος 2008)

- Μας έφαγε αυτή η Ζαχοπουλιάδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ίωση που προκαλείται απο τη συνεχή παρακολούθηση τηλεόρασης με θέμα τον Ζαχόπουλο και όλα τα παρεμφερή... Προκαλείται απο τον ιό Zachopoulitious Dividii και αντιμετωπίζεται με χορήγηση αγωγής απο άντι-Ζαχοπουλικούς ιατρούς.

Ουδέν σχόλιον.

Η ζαχοπουλίτιδα μεταδίδεται σεξουαλικώς (από Vrastaman, 29/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διακρίνεται σε 3 μορφές:

- Περιστασιακή (μόνο ό,τι ακούσουμε στο ραδιόφωνο)
- Κατινοειδής (όταν κουτσομπολεύουμε αυτά που ακούμε )
- Οξεία (όταν έχουμε τάσεις αυτοκτονίας)

Ουδέν σχόλιον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Από το Μητσοτάκης και Δράκουλας = Μητσοτάκουλας.) Αυτός που προκαλεί υπερβολική ατυχία στους άλλους, ο υπερβολικά γκαντέμης. Λέγεται και σκέτο Μητσοτάκης.

  1. - Ρε Μητσοτάκουλα, ήρθες και όλο ασσόδυα φέρνω! Φτου, φτου σκόρδα, ξορκισμένος με τον απήγανο!

  2. - Είμαι τελείως Μητσοτάκης, μόλις έφτασε η σειρά μου τελείωσαν τα εισιτήρια!

(από GATZMAN, 06/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που μοιάζει με κινέζο.

Χθες το απόγευμα είδα έναν κινέζο που νόμιζα ότι ήταν αδελφός του Σημίτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Κωστάκης Καραμανλής, όπως τον αποκαλούσε η αείμνηστη Μαλβίνα Κάραλη στις τηλεοπτικές εκπομπές της (Μαλβίνα Hostess κλπ), προάγγελους των σατιρικών πολιτικών εκπομπών τύπου Αλ Τσαντίρι Νιούζ, οι οποίες και της στοίχισαν δεκάδες απολύσεις, αλλά σε μας πρόσφεραν άφθονο γέλιο και προβληματισμό.

- Βγήκε πάλι ο δάμαλος και τα έχωσε στον Τάπερμαν! (= στον Σημίτη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο επιβήτορας που αποθέωσε η Έφη Σαρρή στο αξέχαστο άσμα της.

- Τι είχαμε τι χάσαμε ψωλέο σε ξεχάσαμε.

Έφη Σαρρή uncensored! (από Hank, 14/02/09)(από Hank, 14/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν του γνωστού πρωτοκόλλου ασύρματης σύνδεσης ηλεκτρονικών συσκευών σε ακτίνα 10 μέτρων, ο όρος τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται για να περιγράψει, πολύ εύγλωττα είναι αλήθεια, αυτό που τις περασμένες δεκαετίες περιέγραφε ο όρος «πρασινοφρουρός». Πέρασαν τα χρόνια, έφυγε το ΠΑΣΟΚ, ήρθε η ΝΔ και η ψηφιακή σύγκλιση, οπότε το πάλαι ποτέ «δόντι» που χρειαζόταν για να μπεις στο δημόσιο σε συνδυασμό με το «γαλάζιο» χρώμα της νέας διακυβέρνησης οδήγησαν αναπόφευκτα στη χρήση του αθώου bluetooth για την περιγραφή του φαινομένου.

- Και βλέπω ποιον, αν έχεις το Θεό σου, ρε μαλάκα; Τον Βρασίδα, τον άχρηστο, τον ΙQ ραδικιού, στο γραφείο με γραμματέα, ταμπελάκι μπροστά με τ' όνομά του, μεγαλεία πράματα. Και μετά μου λες ΑΣΕΠ και μαλακίες τούμπανα. Bluetooth αγόρι μου, bluetooth.
- Ναι, όταν τα έκανε το ΠΑΣΟΚ 20 χρόνια με τους πρασινοφρουρούς καλά ήταν.

Βλ. και δόντι, βύσμα κονέ, χαυλιόδοντας. Σχετικά: ρουσφέτι, ρουσφετοπωλείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χώρος όπου κανονίζονται ρουσφέτια με αντάλλαγμα ψήφους, χρήματα ή άλλα ρουσφέτια. Μπορεί να είναι το πολιτικό γραφείο βουλευτή, τα τοπικά γραφεία κόμματος ή κάποιο Υπουργείο ή δημόσια υπηρεσία. Μπορεί, κατά συνεκδοχή, να αναφέρεται και σε έναν ολόκληρο πολιτικό σχηματισμό, ειδικά όταν βρίσκεται στην εξουσία και προβαίνει π.χ. σε συλλήβδην διορισμούς ημετέρων.

Ρουσφετοπώλης είναι αυτός που κάνει ή μεσολαβεί για τα ρουσφέτια.

Σχετικά λήμματα: δόντι, βύσμα, κονέ

- Τους έχει σιχαθεί η ψυχή μου όλους ... Βάλανε τους πρασινοφρουρούςσε όλα τα πόστα οι μεν, ήρθανε οι άλλοι και μας άλλαξαν τα φώτα στο bluetooth ... Δεν είναι κόμματα αυτά, ρε ... ρουσφετοπωλεία έχουν καταντήσει ...

Βλ. και χαυλιόδοντας, bluetooth

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified