Further tags

Κοντός, μικρόσωμος, μικροκαμωμένος.

-Τον είδες τον μπασμένο, ένα κι ένα μίλκο ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακός τεχνίτης.

Αυτόν φώναξες να σου διορθώσει τη βλάβη; Αυτός είναι σκιτζής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται μόνο σαν επιρρηματικό κατηγορούμενο (έφυγε σούμπιτος) ή σαν κατηγορούμενο του αντικειμένου (τον έστειλα σούμπιτο). Σημαίνει γενικά ότι κάποιος φεύγει πολύ γρήγορα, απότομα, ξαφνικά, κατευθείαν. Από το ιταλικό subito = αμέσως.

-Τελέρε μαλάκα! Ο Λέλος είναι νοσοκομείο;
-Άσε, πήγε να περάσει τον δρόμο και τον χτύπησε ένα XT! μοτοσύκ και λετόνι κομπλέντερ κι ο έτσι στο ΚΑΤ!
-Μη μου πεις! Την κλάνω σούμπιτος να τον δω! Έρχεσαι;
-Οκέικ.

Βλ. και σχετικά λήμματα καρφί, dt, πατ-κιουτ, στο καπάκι, σφαιράδην, τσακ-μπαμ, στο πιτς-φιτίλι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης.

- Μα τι ψωριάρης είναι αυτός ο Κώστας; Ακόμα και για εναν καφέ να βγει με τη κοπέλα του, ζητάει να πληρώνουν μισό - μισό. Απορώ πώς είναι μαζί του ακόμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μποξεράκι, κοινώς το περιπολικό.

- Μην πολυτρέχεις. Στα 300 μέτρα την έχει στήσει ένα μπατσικό και έτσι και μας πιάσουνε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που επιθυμεί πολύ ναρκωτική κυρίως ουσία. Το βιομηχανικό τσιγάρο ή το προερχόμενο από άλλου είδους ζαρζαβατικά.

  2. Προέρχεται από το τούρκικο harman, που είναι η έλλειψη τσιγάρου, το χαρμάνιασμα.

  3. Ρήμα: χαρμανιάζω.

  1. «Χαρμάνης είμαι απ΄το πρωί πάω για να φουμάρω...» (το λέει και το song)

  2. Ρε συ πάμε για ένα τσιγάρο, χαρμάνιασα τόση ώρα.

Μαύρα Χαρμάνια (από panos1962, 06/11/09)Χαρμάνης (από panos1962, 06/11/09)Να τελειώνουμε παιδιά, χαρμάνιασα! (από panos1962, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περισσότερο στη Θεσσαλονίκη και μία-δύο γενιές πριν, το γκαγκάν, (άπαξ αυτή τη φορά) σημαίνει κάτι ωραίο και πετυχημένο. Όπως το τζιτζί.

Πρέπει να είναι προϊόν της γενιάς των γουέστερν, αλλά σαν τον μπρούκλη, στην αρχή ήτανε ο πλούσιος ελληνοαμερικάνος, ντυμένος στην πένα, με αμάξι, που τον ζηλεύανε όλοι, ενώ μετά έγινε ο κιτσάτος, κραυγαλέος τύπος που κάνει τον καμπόσο.

  1. - Περνάμε ζωή γκαγκάν

  2. - Σου έφτιαξα το αμάξι και στο έκανα γκαγκάν!

(από joe909, 08/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη παραπέμπει σε κάποιον που, προσπαθώντας να κάτσει πάνω σε βελόνες, ανασηκώνεται συνέχεια, γιατί τον τσιμπούν και δεν μπορεί να καθίσει ήσυχα στη θέση του.

Άρα αποκαλώντας κάποιον κωλοβελόνη, αναφερόμαστε σε κάποιον:

  • Τσιγκούνη, σε κάποιον τσίπη που ανησυχεί συνεχώς και διακαώς για τη διαχείριση των εξόδων του. Αυτός είναι μόνιμα σφιγμένος και μαζεμένος, λες και τα νώτα του βάλλονται συνεχώς από βελόνες που τον τσιμπάνε θέλοντας να ανοίξουν τρύπες από τις οποίες θα αποδράσει το χρήμα του. Αισθάνεται πως τον κυνηγάει μονίμως το τέρας της σπατάλης, γι' αυτό κι αυτός δεν χαλαρώνει ποτέ, προσπαθώντας σε μόνιμη βάση να βρίσκει νέους τρόπους οικονομικής διαχείρισης. Κάνει το σκατό του παξιμάδι, αλλά όπου βρεθεί κι όπου σταθεί κοιτάει να μην πάει ούτε ένα λεπτό τού ευρώ ανεκμετάλλευτο. Έτσι ζει μιζερομίζερα και στερημένα, φυλακίζοντας τα θέλω του σε ακραίο βαθμό (βλ. παρ. 1).Σχετικά λήμματα: καβούρια έχει στις τσέπες - καβουράκιας, Σπαγκάϊ Λάμα, σπαγγοράμα, πυρετό να 'χει, δεν σου δίνει, μαντζίρης, καρφώνω τη δεκάρα στον τοίχο.
  • Πολύ νευρικό και τσιτωμένο άνθρωπο που μη μπορώντας να ηρεμήσει και να χαλαρώσει με τίποτα λόγω εσωτερικής αναστάτωσης, πετάγεται συχνά από τη θέση του, τρέχοντας πάνω κάτω, λες και χίλιες βελόνες τον τρυπούν, ωθώντας τον σε διαρκή κινητικότητα. Μπορεί να μιλάμε είτε για μόνιμη, είτε για συγκυριακή κατάσταση (π.χ: ένα πρόβλημα που έχει πάρει γιγάντιες διαστάσεις στο μυαλό του) (βλ. παρ. 2).

    Σημείωση: Για την ιστορία αξίζει να αναφερθεί πως η ονομασία Κωλοβελόνης αποδίδεται επίσης και σε τύπο καλικαντζάρου. Αυτός ο τύπος καλικάντζαρου είναι λεπτός, σουβλερός και ψηλός σα μακαρόνι και μπορεί να τρυπώνει απ’ τις κλειδαριές, αλλά κι απ’ τις τρύπες του κόσκινου... Λέμε τώρα Δες εδώ

  1. - Ρε τι κωλοβελόνης είναι αυτός;
    - Γιατί το λες;
    - Πήγε και έβγαλε από τον ηλεκτρικό πίνακα, άκουσον άκουσον, τα ενδεικτικά λαμπάκια, για να καταναλώνει λέει... λιγότερη ενέργεια. Τώρα σκέπτεται τι πατέντα να κάνει, ώστε τα νερά του μπάνιου να τροφοδοτούν το καζανάκι της τουαλέτας...
    - Μαζεύτε τον βρεεε!

  2. Στη δουλειά:
    - Ωπ... Πάλι έφυγε ο Πέτρου; Καλά τι κωλοβελόνης είναι ρε συ αυτός; Μα να μη μπορεί να κάτσει ήσυχος σε ένα σημείο; Λες και του βάζουν νέφτι στον κώλο... χα χα χα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαλαρός. Αστρίμωχτος, δεν πιέζεται από πουθενά. Ζει με μεγάλα περιθώρια, χωράει εκεί που οι άλλοι ζορίζονται. Γενικώς δεν αγχώνεται για το πόσο τον παίρνει, γιατί έχει αβάντα για πολλά ανοίγματα, χαλαρουίτα. Δεν ανησυχεί γιατί δε χρειάζεται, ζει ξέγνοιαστος χωρίς προβλήματα, τα 'χει όλα για πλάκα κι άκοπα, άπλα. Στην τελική στ' αρχίδια του γενικώς, γιατί ξέρει ότι ο κόσμος είναι δικός του, λέμε τώρα. Είναι κουλ και έτσι κουλαριστός κινείται αβίαστα. Είναι λαρτζ, είναι γαμάουα, είναι χομπίστας. (Π1)

Άνετη μπορεί να είναι μια νίκη, μία επικράτηση, ένα οτιδήποτε μπορεί να συμβεί με χαλαρότητα (άνετα) ή με στρίμωγμα (ζόρικα). (Π2)

Ο καθένας θέλει να είναι άνετος, σο αρκετοί προσπαθούν να το παίξουν, χωρίς να πείθουν πάντα. (Π3)

Ο άνετος χαρακτηρίζεται προφ από ανετιά ή και ανετίλα, όπως το δει κανείς.

Π1 - Εδώ: Έκλεψε και είναι ελεύθερος και άνετος. Δεν μπόρεσαν να τον συλλάβουν γιατί πέρασε το αυτόφωρο αν και εξιχνιάστηκαν, ύστερα από εκτεταμένες έρευνες της Ομάδας Δημόσιας Ασφάλειας του Τμήματος Ασφάλειας Δράμας δεκατέσσερις (14) περιπτώσεις διακεκριμένων κλοπών, για τις οποίες σχηματίσθηκε δικογραφία σε βάρος 44χρονου.

Π2 - Εδώ: Μία αγωνιστική πριν από τη λήξη του α' γύρου και η ΑΕΚ εξασφάλισε την πρωτιά με την άνετη νίκη της επί των Μακεδόνων Αξιού με 3-0 σετ (25-13, 25-14, 25-13)

Π3 - Εδώ: Γιώργος Νταλάρας: Το παίζει άνετος στις δηλώσεις του για τα γιαούρτια και τ' αβγά: Ήρεμος και απτόητος εμφανίζεται ο Γιώργος Νταλάρας μετά τις πρόσφατες αποδοκιμασίες σε συναυλίες του στη Νίκαια και στο Ίλιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν είναι ευχαριστημένος ποτέ και με τίποτα. Δεν χάνει ευκαιρία να γκρινιάξει, να κλαφτεί και να κατηγορήσει την μοίρα του για ό,τι συμβαίνει.

- Θα πάω για καφέ με τον Τάκη θα 'ρθεις; - Με αυτόν τον κλαψομούνη; Θα αρχίσει πάλι πως δεν έχει γκόμενα, λεφτά, όρεξη, πως δεν του αρέσει ο καιρός, η δουλειά του, ο καφές και ο κόσμος στην καφετέρια! Άσε προτιμώ να κάτσω μόνος μου καλύτερα.

(από Khan, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified