Ο εκλεπτυσμένος φραγκοφονιάς. Ο τσίπης, που δεν αφήνει δεκάρα τσακιστή να του ξεφύγει.
- Και ρε φίλε όπως φεύγαμε, τον είδα που πήρε το πουρμπουάρ που είχα αφήσει στο τραπέζι! Ο γύφτος ο φραγκοκτόνος!
Ο εκλεπτυσμένος φραγκοφονιάς. Ο τσίπης, που δεν αφήνει δεκάρα τσακιστή να του ξεφύγει.
- Και ρε φίλε όπως φεύγαμε, τον είδα που πήρε το πουρμπουάρ που είχα αφήσει στο τραπέζι! Ο γύφτος ο φραγκοκτόνος!
βλ. και φραγκοκίλερ
Got a better definition? Add it!
Τύπος αεριτζή, τρακαδόρου, που κυκλοφορεί με ακάλυπτες επιταγές.
Ο ακάλυπτος ήταν χαρακτήρας κωμικής σειράς που ενσάρκωνε ο ηθοποιός Α. Καφετζόπουλος.
Got a better definition? Add it!
Λεφτά που βγάζει κάποιος ανεπίσημα ή παράνομα, που δεν φαίνονται.
- Τελικά βρήκες καμμιά δουλειά;
- Ε όχι τίποτα φοβερό, βοηθάω ένα γνωστό μου στη δουλειά του και παίρνω κάτι μαύρα.
Got a better definition? Add it!
Στην σλανγκ της φυλακής είναι ο κρατούμενος για οικονομικά εγκλήματα που, όπως και να το κάνουμε, είναι μερικά κλικ πιο κύριλλος από τους άλλους που ο καλύτερος έχει σκοτώσει τη μάνα του. Βέβαια οι κακοί είναι έξω από την φυλακή.
Φέρανε έναν σοβαρό σήμερα...
Got a better definition? Add it!
Τα διακοσάευρα. Άκουσα και το «χλεμπονιάρικα» και το κίτιρινα. Λέγεται από ταμίες χοντρών κι όχι λιμών.
Ήδη αναφέρονται αλλού τα μωβ, τα πράσινα και τα γιοφύρια. Για τα κατοστόευρα άκουσα το «λαχανιά», αλλά επιφυλάσσομαι κάργα.
- Σκανάρησες τα κίτρινα;
- Στάκα να ξεμπερδέψω με τα μωβ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τοπικός ιδιωματισμός από την Αρκαδία για τον τσιγκούνη. Για ιδιωματισμούς από την Αρκαδία δες εδώ. Για ενδιαφέρουσες υποθέσεις για την ετυμολογία του καρμίρης δες εδώ.
Πάσα (Δ.Π.): tzagos.
Δεν δίνει του αγγέλου του νερό ο καρμιροσάκκουλος!
Got a better definition? Add it!
Ο πολύ τσιγκούνης που έχει καβούρια στις τσέπες του.
Σιγά μην κάνει ανακαίνιση στο σπίτι του. Αφού τον ξέρεις τι καβουροτσέπης που είναι!
Got a better definition? Add it!
Καλιαρντό. Σημαίνει τον ματσωμένο, τον ματσό, τον λεφτά, τον/την πλουσιέξ. Ετυμολογείται από το ιταλικό mazzo (=δεσμίδα) (<λατινικό mateola= ραβδί, μπαστούνι). Στα καλιαρντά, ματσιάρης λέγεται και ειδικότερα ο εφοριακός και ματσότσαρδο η Εφορία.
Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιροκλυσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα. Αβέλω φιόγκο του 'πανε καημόπουτσα και μπουρδοφαφλατού που να αβέλεις σε σαρμελιά και μουτζό να γίνεται και να τζάσεις στο ρουνάδικο και να βουέλεις γκάζα. Βαβέλιασα βαθιά λατινικά και ετρούσκα για να γροικάει η τζασλή να κάμει σολοφλόκιασμα.
Μετάφραση (κατά προσέγγιση): "Στη φυλακή (ή μήπως στο μπιντιεσεμικό ντάντζιον) κιμπάρης ηλικιωμένος με ελευθεριάζουσα και πλούσια πουτανιάρα παντρεμένη βασάνισε με (κάποιο τέλος πάντων είδος από) ένεση γέρο χωρίς προφυλακτικό και ο γέρος ο επαρχιώτης ζήτησε μαστίγιο. Πήγαινε να γαμηθείς με κανένα πούστη που το παίζει επιβήτορας του είπανε καϊμοπουτσα και μπουρδοφαφλατού που να γαμιέσαι με πούτσο και μουνί να γίνεται και πήγαινε στην αστυνομία να σου κάνουνε κλύσμα. Μίλησα βαθιά την ιδιωματική γλώσσα των κίναιδων για να βλέπει η τρελή και να μαλακίζεται." (Μπουντουσουμού).
Got a better definition? Add it!
Λέγεται (και) έτσι ο Εβραίος / Οβραίος / Ισραηλίτης / πεζοπόρος της Ερυθράς θάλασσας, κ.τ.ο.
Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης για να χαρακτηρίσει κάποιον τσιγγούνη ή σπαγκοραμμένο.
Με απάλειψη του καταχρηστικού διφθόγγου -ια- απαντάται και ως τσαφούτης, με το «τσα» παχύ όπως στο αγγλ. channel (=κανάλι).
Συνώνυμο: (ε)ξηνταβελόνης
Ασσίστ: Χότζας, στο μνημειώδες σχόλιο του με τις χήνες του Καπιτωλίου για το λήμμα κάνω την πάπια.
- Σου αφήνει ο μπάρμπα-Μπρίλιος τουλάστιχον κάνα μπουρμπουάρ όταν του παραδίνεις το ντιλίβερι;
- Μπα, ο τσιαφούτης, αυτός δεν δίνει ούτε τ' Αγίου του νερό.
βλ. και τσιφούτης
Got a better definition? Add it!
Τουμπανιασμένο, θεωρείται κάτι που βρίσκεται στα απώτερα όρια του. Προφ, η λέξη προέρχεται από το τέντωμα του δέρματος πάνω στο ξύλο, ώστε να κατασκευαστεί ένα αξιοπρεπές και αποτελεσματικό τύμπανο.
Βάση αυτού του χαρακτηριστικού του τύμπανου, η λέξη έχει σλανγκοποιηθεί σε άπειρους τομείς. Οι κυριότεροι από αυτούς:
auto / moto
...........
Σήμερα το έκλεισα.Πολύ καλό σαν καινούριο πραγματικά και τουμπανιασμένο με top case μπαγκαζιέρες bagster παροχή ρεύματος ψηλή ζελατίνα Givi.Ο φίλος το σκότωσε πραγματικά γιατί ήταν κοντούλης και πήρε ένα CBF
...........
γυμναστική
............
Τουμπανιασμένος δεν θα γίνει ούτως ή άλλως για΄τι η εφεδρίνη δεν προκαλεί πρήξιμο.
...........
Got a better definition? Add it!