Περνάω έγγραφα και δικαιολογητικά από τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών για σφραγίδες, επικυρώσεις και άλλα άχρηστα γραφειοκρατικά. Βλ. ΚΕΠαρισμένο έγγραφο.
Πριν καταθέσω τα δικαιολογητικά πρέπει να τα KEΠάρω πρώτα.
Περνάω έγγραφα και δικαιολογητικά από τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών για σφραγίδες, επικυρώσεις και άλλα άχρηστα γραφειοκρατικά. Βλ. ΚΕΠαρισμένο έγγραφο.
Πριν καταθέσω τα δικαιολογητικά πρέπει να τα KEΠάρω πρώτα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ζεσταίνομαι πάρα πολύ, λιώνω.
Σερβίρω ποτό.
(για τις γυναίκες)
Είμαι πολύ καβλωμένη, στάζω ποτάμια (οξύμωρο)
Καλά, σήμερα με τόση ζέστη βρήκες να κάνεις δουλειές στον κήπο; 'Αει παράτατα και πήγαινε πλύσου, στάζεις ολόκληρος. Σε λίγο έρχονται οι γείτονες για καφέ και συ θα είσαι σε τέτοιο χάλι;
- Έλα ρε συ Παναγιώτη, στάξε μου ένα τελευταίο και μετά πάω σπίτι...
... και που λες, έσκασε μύτη στο πάρτυ με περίεργο ύφος ... και κει που πήγαινα να φύγω μου πιάνει το χέρι και το βάζει κάτω από την φούστα της και, μαλάκα, όχι μόνο δεν φορούσε τίποτα αλλά έσταζε ... τα είδα όλα, σου λέω ...
- και;...
- ε τι και, δεν μπορούσε να γίνει τίποτα, δεν προλάβαινα, την πήγα και την άφησα σπίτι της.
- ΤΙΛΕΡΕΜΑΛΑΚΑ! τί μαλάκας καληνυχτάκιας είσαι συ ρε πούστη μου! Με δουλεύεις! ΟΧΙ ρε πούστη! Όχι, τον μαλάκα! Ρε τον-μαλάκα-τον-μαλάκα! (κλπκλπκλπ)
Got a better definition? Add it!
Ρήμα που αποδίδει έκφραση του προσώπου, έναν συνδυασμό απογοήτευσης και ειρωνείας, εμπνευσμένη από χαρακτηριστική φωτογραφία του γνωστού βατράχου κέρμιτ από το Muppet Show, την οποία παίρνει κάποιος όταν ακούει κάτι εντελώς άσχετο, χαζό ή ενοχλητικά απροσδόκητο. Χρησιμοποείται κυρίως από άνδρες σε περιπτώσεις χιλόπιτας ενώ όλα δείχναν θετικά.
Χθες το βράδυ γνώρισα μια κοπέλα και μιλάγαμε δύο ώρες, όλα πήγαιναν μια χαρά και την έβλεπα ότι γούσταρε κι αυτή, αλλά όταν της είπα να μου δώσει το τηλέφωνο της μου είπε «έχω αγόρι» και κερμίτιασα άσχημα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ρήμα ποικίλου και εποχικού περιεχομένου.
Μέχρι προ 6 μήνών σήμαινε κουρεύω την κόμη μου τύπου ημί αφανέ, ημί μακριά κατά τα πρότυπα της ευήθους καλλιφώνου τραγουδίστριας εκ Γεωργίας, Τάμτας.
Πλεόν χαρακτηρίζει την έχουσα κόμη τύπου κοτσίδας τελευταίας Ρωσίδας στριπτιτζούς, συνοδευόμενη από ατάλαντο γκόμενο με κακή άρθρωση του σίγμα κατά τα πρότυπα της ευθήους καλλιφώνου τραγουδίστριας εκ Γεωργίας, Τάμτας.
- Άχου το βρε το Ριτσάκι πως μεγάλωσε, δεν φαντάζεσαι.. Ψήλωσε... Ομόρφυνε... Τάμτεψε...
- Ά το χρυσό μου... Έκανε το μαλλί του σγουρό κοντό;
- Όχι, κυκλοφορεί σα Ρωσίδα και τά 'μπλεξε με τον πέμπτο ξάδερφο του Νίκου Μίχα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από το αγαπώ + -ίζω: όταν η αγάπη ανάμεσα σε 2 άτομα είναι πολύ δυνατή.
(Γαλατική έκφραση: βλ. Γαλάτης μόδιστρος, κοπτοραπτού).
- Έχει πήξει η αγάπη τους ε;
- Ναι, αγαπίζονται τρελά!
Got a better definition? Add it!
Ξεθερμάω, ξεθερμίζω: Κάνω λάντζα, πλένω πιάτα. Έκφραση από νησιά.
Ενίοτε λέγεται καί σκέτο ξεθερμίζω, αλλά μπορούμε να προσθέσουμε τα πιάτα, αν και είναι πλεονασμός γιατί εννοείται.
Έχω να ξεθερμίσω τα πιάτα και μετά θα αράξω.
Βλ. και αξεθέρμιστα
Got a better definition? Add it!
Συμμαζεύω, οργανώνω, σχηματίζω μία υπόθεση.
-Θα φορμάρει την δικογραφία και θα προχωρήσει σε δίκη.
Got a better definition? Add it!
Σύνθεση των λέξεων play + παίξε. Έχει τη σημασία του «παίξε».
(Δύο φίλοι παίζουν σκάκι)
-Φίλε,αυτή η κίνηση θέλει πολλή σκέψη...
-Έλα μην αργείς. Πλέξε!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
νικώ
σκοτώνω
ως συνθετικό πολλών εκφράσεων έχει διαφορετικές σημασίες. Βλ. παραδείγματα 4-9
Τους φάγαμε! 4-1 το σκορ!
Πήγανε να τον φάνε αλλά δεν τα κατάφεραν.
Χθες τον έφαγα και το 'φχαριστήθηκα. Τρεις μήνες είχα να γαμηθώ!
τρώω γκολ π.χ. Χθες η ομαδάρα σας έφαγε τρία και τα παίξατε ε;
τρώω τον πούλο
α. χάνω (σε παιχνίδι, κλπ)
Χθες η ομαδάρα σας έφαγε τον πούλο και τα παίξατε ε;
β. φεύγω (με διώχνουν)
-Είναι ακόμα αυτοί εκεί;
-Μπα, πήραν τον πούλο και άδειασε ο τόπος...
τρώω τον σκασμό = το βουλώνω
τρώω ξύλο, τις τρώω = με χτυπάνε, με δέρνουν
τρώω από το τρίτο το μακρύτερο = την παθαίνω, την πατάω
τρώγομαι
α. είμαι ανήσυχος, έχω αγωνία, π.χ.
Χθες η Έλλη τρωγόταν όλη μέρα, δεν ξέρω τι την έπιασε.
β. τσακώνομαι, π.χ.
Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Οι από κάτω τρωγόντουσαν και δεν με άφησαν να κλείσω μάτι.
Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Got a better definition? Add it!