Further tags

Το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να μιλήσουμε για ένα κεφάλι κουρεμένο σύρριζα, ένα φαλακρό κεφάλι ή για κούρεμα με την ψιλή. Σπάνια το συναντάμε και ως «γούλα». Η λέξη γουλί όμως έχει και άλλες έννοιες:

  1. Το μέρος της ρίζας των φυτών που τρώγεται.

  2. Το βότσαλο, εξ ου και πολλές παραλίες στην Ελλάδα έχουν αυτό το όνομα.

  3. Καθετί λείο και γυμνό σαν το κλειστό λάχανο λέγεται επίσης γουλί.

- Ο Νάσος κουρεύτηκε γουλί!
- Για πάμε να του κάνουμε σύννεφο!

(από boulgaroktonos, 23/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπέρδεγουέι / μπερδεγουέι / μπερδεγουέη: Μπερδεμένος, προβληματισμένος έως προβληματικός, πολύπλοκος ή μπερδευτικός. Χαρακτηρίζει και μπερδεψοκατάσταση. Τώρα και σε επιρρηματική χρήση τ. με τρόπο περιπεπλεγμένο.

Προφ σύνθετη λέξη γιαλαντζί αγγλιά, όπου το πρώτο συνθετικό είναι το μπέρδεμα και το δεύτερο το way που σημαίνει τρόπος.

Εναλλακτική χρήση αντί του by the way που σημαίνει επί τη ευκαιρία, ως στραβοακουσμένος στίχος (βλ. τελευταίο παράδειγμα).

Συμπληρωματική σλανγκ του μπερδεματού: μπερδεβίξ, μπερδέψαμε τα μπούτια μας, μπερδεύτηκαν τα σώβρακα με τις φανέλες, μπερδεύω την Πούτση με την Βούρτση, μπερδεύω την πούτσα με την βούρτσα, μπερδεύω τις βούρτσες με τις γκλούτσες, μπερδεύω τον τεφροδέκτη με τον σπερμοδέκτη, μπέρδεψα το πουλί σου με το πουλί του, έγινε μύλος, εντροπία, κατάσταση φραπέ, κουλουβάχατα, μπερδεψομουνιά, ρώσικη σαλάτα, σαρδάμ, παθαίνω κωλομπέρδεμα, σουμουντρούκουλου, κλπ. Παρόλη αυτή τη συμφορά με το μπέρδεμα, τα πράγματα συνήθως είναι απλά: μη μπερδεύεστε.

Δικό μας: acg: Ρε John Kar μην εισαι τοσο σκληρος. Μιλα στο κοριτσι, τι αλλο να κανει;
John Kar: Αν είναι κορίτσι. Γιατί στο Internet τα φύλα είναι λίγο μπερδεγουέϊ...

Γλωσσοδέτης: Αγγλικό μπέρδεγουεΐ: Στα Ελληνικά > 3 Ελβετίδες μάγισσες πόρνες, οι οποίες επιθυμούν εγχείριση αλλαγής φύλου, κοιτάζουν 3 κουμπιά ρολογιού Swatch. Ποια ελβετίδα μάγισσα πόρνη, η όποια επιθυμεί εγχείριση αλλαγής φύλου κοιτάζει ποιο κουμπί ρολογιού Swatch; Στα Αγγλικά (σ.ς. πέστο απέξω): > Three Swiss witch bitches, which wish το be switched, watch three Swatch watch switches. Which Swiss witch bitch which wishes to be switched, watches which Swatch watch switch;

Πολύπλοκα ρολογάκια: Ποτέ δεν συμπάθησα τους 45λεπτους χρονογράφους. Είναι μπέρδεγουεϊ. Δεν έχω καταλάβει τη σκοπιμότητά τους. Εκτός κι αν ήμουν διαιτητής ποδοσφαίρου.

Περιπεπλεγμένες κοσμοθεωρίες: Πιστεύω σ' ένα παράξενο πράγμα, που λέει πως κάποιος άνθρωπος -ή μάλλον η αύρα του- μπορεί να ζει πολλές διαφορετικές ζωές, τώρα, στο παρελθόν, αλλά και στο μέλλον, όχι απαραίτητα ταυτόχρονα, αλλά χωρίς να αποκλείεται κι αυτό. Μπερδεγουέι, ούτε κι εγώ το έχω κατανοήσει ακριβώς.

Τρελαμένος καιρός: Καιρός «Μπερδεγουέι»: Σήμερα ο καιρός είναι μπερδεμένος. Ενώ είχαμε Νοτιά, τώρα ΄χουμε Βοριά και γενικά δεν έχει αποφασίσει τι θέλει.

Ανακατεμένες σχέσεις: Κάνε sex με το...φίλο σου xωρίς αισθήματα! [...] ένε ότι τίποτα δεν είναι το ίδιο μετά από ένα βράδυ κατά το οποίο βγάζεις τα μάτια σου με τον φίλο σου. Ότι ούτε το σεξ βγαίνει καλό, κι αν βγει, η κατάσταση γίνεται μπερδεγουέι κι άλλη μια φιλία θα καταλήξει στα αζήτητα.

Νερό αντί βενζίνης; Μπερδεγουέι αυτό με το νεράκι και το υδρογόνο ακούγεται ψιλοενδιαφέρον. Πώς δουλεύει; Από το σχολείο ξέρω ότι χρειάζεται πολύ ενέργεια για να διαχωρίσεις το υδρογόνο από το οξυγόνο.

(από Galadriel, 11/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι απλά σίγουρα, αλλά κατευθείαν, αμέσως και ενθουσιωδώς. Σίγουρα προς μία κατεύθυνση και μάλιστα με τεράστια ταχύτητα - με όσα, μαλλιά, χίλια χιλιόμετρα την ώρα που λέει ο λόγος.

Ως προς τη ταχύτητα, συναφές με τα σούμπιτα, αλλά και στο καπάκι, dt, πατ-κιουτ, σφαιράδην, τσακ μπαμ, στο πιτς-φιτίλι.

Ως προς τη βεβαιότητα, αντίστοιχο ανάλογα με την περίσταση με τα αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Εδώ ενθουσιώδης βεβαιότητα: «Στην ΑΕΚ με τα χίλια» - Το ενδιαφέρον που φέρεται να έχει εκφράσει η ΑΕΚ για τον Θανάση Κανούλα έχει ενθουσιάσει τον νεαρό μέσο.

Εδώ ταχύτητα: Καλπάζει με... τα χίλια το AIDS στη χώρα μας

Εδώ βεβαιότητα και ταχύτητα και τα πάντα όλα: Λίλα με τα χίλια (μήδι 1).

Λίλα με τα χίλια σύμφωνα με τα τριφύλλια τους - Παράδειγμα 3 (από Galadriel, 09/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαιοπρεπές επίρρημα που απλώς σημαίνει πολύ.

(Σημειωτέον πως δεν είναι σωστοί οι τύποι ταμάλα, όπως λανθασμένα το γράφουν πολλοί, ούτε βεβαίως τα μάλλα! Πρόκειται για ένα ακόμα επίρρημα του στυλ τα μείζω, τα κρείττω, τα χείρω, κλπ.)

Οι νεότερες γενιές το ανακάλυψαν και το κατέστησαν σλανγκ της καθομιλουμένης, χάρη στον πασίγνωστο τηλεοπτικό καθηγητή Κωνσταντίνο Καντακουζηνό, ο οποίος δεν χάνει ευκαιρία για να διατρανώσει το διανοουμενιλίκι του μέσα από απαρχαιωμένο πλέον λεξιλόγιο που μοιάζει ακατάληπτο στους φυσιολογικούς ανθρώπους του περίγυρού του.

Αυτόματα λοιπόν η έκφραση τα μάλα παίρνει μια ειρωνική χροιά, όταν χρησιμοποιείται από μη διανοούμενο, στον καθημερινό λόγο. Μια τέτοια διάθεση ειρωνείας φανερώνει το αιώνιο χάσμα μεταξύ της λόγιας και καθομιλουμένης ελληνικής που ακόμα και σήμερα είναι ένα θέμα.

  1. Η Ελένη Μενεγάκη«συμβάλει τα μάλα στην αποβλάκωση της ελληνίδας νοικοκυράς».

  2. - Γκαρσόνα με εκνευρίζεις τα μάλα!
    - Κι εσύ τα μαλάκα!

  3. Ομάδα στο Facebook: Με εκνευρίζεις ΤΑΜΑΛΑ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περίεργη λέξη με πολλές σημασίες. Επίρρημα.

Στον Βόλο και στην ευρύτερη περιοχή λέγεται ακόμα και σήμερα με τη σημασία πράγματι, όντως.

Στη Μεσσηνία και στην Αρκαδίασημαίνει παρά ταύτα.

Άλλος το δίνει τέλος πάντων από το αραβοτουρκ. akibet (συνέπεια, αποτέλεσμα).

Στην Αχαΐα το λένε για το επιτέλους ή το ντε και καλά.

Στην Αιτωλοακαρνανία (βλ. παρ. 3) μπορεί και να έχει την έννοια ήδη.

Τη λέξη αναφέρει και ο Μακρυγιάννης.

και ναι, δεν είναι σλανγκ...

  1. Δεν ακούς, σου είπα ότι θα σπάσει εκεί όπου το έβαλες και ακουμπέτι έσπασε!

2, Ακουμπέτι, να μην τα πολυλογούμε και για να μη βαρυγκομάς, για όλα τούτα, Βεζύρη μου, έχεις, στ' αλήθεια, άξιο πιά, για το Γριπονήσι αρματολό...
«Το χρονικό μιας Μικρής Πολιτείας κι ενός Μεγάλου Ήρωα», Γ. Παπαστάμου

  1. Τι επάθανε οι ερμαδιακιές και δε γεννάνε, δεν ξέρω. Εφάγανε ακουμπέτι ούλο το αραποσίτι, εγιομίσανε τον τόπο κοτσιλιά και αυγό μπίτι.
    Δρυμώνας, Αύγουστος 2009, τοπική εφημερίδα, Βασίλειος Η. Σκανδαλής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά, χρονικό επίρρημα. Στην μπαμπαδοσλάνγκ εκδοχή του, επίκληση παρελθόντος νεωτερισμού, προοδευτικότητας, ευμάρειας και εν τέλει αποστασιοποίησης του πατρικίου ομιλούντος από τους συνχνωτιζόμενους πληβείους. Βασικά, περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.

Τοποθετείται εμφατικά στο τέλος της πρότασης.

- Φιλαράκι, το ΄76είχα πάρει με τα λεφτά από το πρώτο ταξείδι ένα Rover 2.200 με διπλά καρπυρατέρια, υδραυλικό τιμόνι και αιρ-κοντίσιο, τότε! Μετά το πάρκαρα έξω από τη μπαρμπουτίερα του Χάσου.

- Ο προπάππος σου ο Λαλα-Μάρκος κάθε δύο τρία χρόνια που έκλεινε καλά η χρονιά, έπαιρνε την κυρά-Δέσποινα παίρναν το ποστάλι και τραβούσανε Τεργέστη και από κει Βιέννη, Πράγα και Λειψία για ψώνια και βόλτες, τότε!

(από Khan, 30/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πασπαρτού εθνικό επιφώνημα (βλ. ορισμό αυτοκτονημένου) εμφανίζεται με μια ειδικότερη σημασία, ως τροπικό επίρρημα με θετική αξιολόγηση, σε περιπτώσεις του τύπου:

- Ως τις δύο η ώρα το μαγαζί ήτανε ύπνος, δεμπά να έκανε ο ντιτζέι παπάδες. Κανείς δε χόρευε, τρελή ξενέρα η φάση. Ώσπου σκάνε ξαφνικά δυο μωρά σπαθάτα, ανέβηκαν στης μπάρας την πλάτη και κάνανε το μαγαζί όπα.

Το όπα είναι, δηλαδή, μια κατάσταση ξεφαντώματος όπου πρυτανεύει το πατροπαράδοτο ελληνικό kefi. To όπα είθισται να προκύπτει αιφνιδίως και να μεταδίδεται δίκην κύματος, αναδυόμενο μέσα από φάσεις αδράνειας / νωχελικότητας / υποτονικότητας, χωρίς ωστόσο αυτό να είναι απόλυτο:

- Φέτος στον Κιάμο το μαγαζί ήτανε όπα κάθε βράδυ. Ο άνθρωπος είναι περφόρμερ, ξέρει να επικοινωνεί με το κοινό, διαδραστικός κάργα.

Υπεύθυνα για την τροπή από υπνοστεντόν σε όπα είναι, συνήθως, δίποδα εγκλήματα με μίνι φούστες και ψηλοτάκουνα.

Ο ορισμός αφιερούται τῳ φιλτάτῳ Khan.

Στον ορισμό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα σίγουρα, άνετα, οπωσδήποτε. Μάλλον και ο επιρρηματικός τύπος προέρχεται από το επίθετο, δηλ. «θα γίνει όπως μπαίνει το αεράτο καλάθι».

  1. - Καλά ρε συ και λες σε τρεισήμισι ώρες είμαστε Αθήνα;
    - Αεράτα!

  2. - Τα 'χει πάρει ο Ταπαίρνογλου στις συμβάσεις με τα υποβρύχια;
    - Αεράτα.

Δεν ξέρω γιατί το λήμμα μου θυμίζει αυτό το άζμα: (από allivegp, 15/07/11)

Δες και -άτος. Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άψογο, σε άριστη κατάσταση, τζιτζί, τζετ, κουφέτο.

Συνήθως για αντικείμενα: μηχανάκια, αμάξια, διαμερίσματα κλπ. Λιγότερο για πρόσωπα, ιδίως για ευειδείς κορασίδες, π.χ. πένα το μουνί.

Παλιότερα (σήμερα αρκετά λιγότερο) λέγαμε στην πένα, προκειμένου για κάποιον υπέρκομψα ντυμένο. Η πρόθεση κάπου χάθηκε στην πορεία (σλανγκική οικονομία) και απέμεινε το σκέτο πένα εν είδει τροπικού επιρρήματος.

Γιατί όμως πένα; Είμαι βέβαιος πως θα υπάρχουν κι άλλες απόψεις, ίσως περισσότερο τεκμηριωμένες, η δική μου ωστόσο είναι πως αναφέρεται στις πένες γραψίματος. Η καλή πένα (Mont Blanc κ.τ.τ.) είναι ένα αντικείμενο πολυτελείας. Παραπέμπει στην καλλιέργεια του κατόχου της, το λεπτουργημένο γούστο του ως φορέα πολιτισμικού κεφαλαίου. Ένα αντικείμενο κύρους. Ο Ουμπέρτο Έκο έχει αναφερθεί συχνά στην απόλαυση από την (υλική) πράξη της γραφής με μια ακριβή πένα, μια αίσθηση στιλπνότητας και πλήρωσης. Κι ο Roland Barthes έχει γράψει πολλά επί του θεμάτου, ο Khan μπορεί να μας διαφωτίσει σχετικά.

  1. Που λες είχα πλύνει χτες το αμαξάκι μου, του περνάω και το κεράκι του, πένα έγινε. Και σήμερα η κωλοβρόχα μου το έκανε μουνί.

  2. Φίλε μου το μοτέρ του είναι πένα. Έχει γράψει ελάχιστα, ο προηγούμενος ιδιοκτήτης μόνο Σ/Κ το έβγαζε για χαλαρή βόλτα με την οικογένειά του.

  3. Μου σκάει χτες η Βάσω πένα, με μινάκι ώς τις αμυγδαλές, τρίπατο γοβίδι και κόκκινο τσιμπουκόχειλο. Να τον βγάλεις έξω να τον χτυπάς στα πλακάκια.

Εκ του λατινικού penna (φτερό) (από Vrastaman, 17/05/11)Η πένα είναι πιο δυνατή από το σπαθί. Αλλά μόνο εάν ανήκει στο Τσακ Νόρρις. (από Vrastaman, 17/05/11)(από Khan, 28/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιρρηματικός προσδιορισμός που δείχνει το πέρας ενός προσώπου ή μίας κατάστασης ή φάσης. Χρησιμοποιείται όταν το πρόσωπο ή η φάση είναι στο απώτατο σημείο που είναι δυνατόν να βρίσκεται και παραπέρα δεν πάει. Έχει φτάσει σε απερίγραπτο σημείο.

Η μάνα μου έχει φτάσει να βγάζει τα πιατικά από το πλυντήριο και να τα πλένει στο χέρι. Τέρμα υστερία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified