Further tags

Η σύναξη των γιαγιάδων της γειτονιάς στα χωριά της βόρειας Ελλάδας. Σε αυτοσχέδιο πάγκο συνήθως, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, αποτελεί το σημείο αναφοράς στον μικρόκοσμο των γιαγιάδων. Η λέξη είναι σλαβικής προελεύσεως, από το ρήμα sobrat' (собрать, στα ρώσικα) που σημαίνει συγκεντρώνομαι. Λόγω γεωγραφικής εγγύτητας της Θεσ/νίκης στην πρώην Γιουγκοσλαβία μάλλον προέρχεται από το σερβικό sobrati, το οποίο αναφέρεται και σε συνελεύσεις της Βουλής, πολιτικές συνάξεις.

Έφαγες αγόρι μου; Θα πάω στο σόμπορο με την Τασούδα, θέλεις κάτι άλλο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τον άνθρωπο που βρίσκεται υπό την επήρρεια παραισθησιογόνων ουσιών. Εμπνευσμένο από τον αμυντικό της ΑΕΚ Ντάνιελ Μαϊστόροβιτς (ψιλοτρελός... πχ. έριξε ένα ξύρισμα στη μέση ενός αγώνα).

- Ρε αυτός μου έλεγε κάτι κουφά χθες.
- Ε όχι μόνο χθες... αφού είναι μονίμως μαστούροβιτς!

(από nasos, 17/03/09)

Βλ. και σχετικό λήμμα μαστουρώνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το λατινικό agito. Αυτός που κάνει δημόσια πολιτική ζύμωση. Ομιλίες και διαλέξεις, συνθήματα για την προπαγάνδιση θέσεων. Η διαδικασία λέγεται αγκιτάτσια. Ο αγκιτάτορας έχει διαφορετική αποστολή από τον ινστρούκτορα ή ινστρούχτορα μιας και ο τελευταίος ζυμώνει προσωπικά (μυστικά).

- Και που λες είμαστε όλοι οι συμβασιούχοι έξω από το υπουργείο και σηκώνεται ο Γεωργίου σε ένα πεζούλι κι αρχίζει μπλα μπλα μπλα ...
- Ρε τον Γεωργίου ... έγινε αγκιτάτορας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αυτογκόλ. Η – με άλλα λόγια – επιτομή της χαζομάρας και της ανικανότητας ή/και του υπερβάλλοντος ζήλου ή της εμφανούς διαφοράς δυναμικότητας μεταξύ των ομάδων που αναμετρούνται, ή πληθώρας άλλων λόγων στους οποίους καταλήγουν μετά από αχρείαστα (;) διεξοδική ανάλυση οι αθλητικογράφοι.

Σε ό,τι από τα παραπάνω κι αν οφείλεται το εκάστοτε αυτογκόλ, αφήνει πάντα μια ξινίλα στον οπαδό της ομάδας που το σημειώνει-και μια χαιρεκακία στον αντίπαλο. Ο Μόνιτς ξορκίζει για τους μεν την ξινίλα με χιούμορ και προσφέρει στους δε μια λάιτ εναλλακτική για καζούρα, παραπέμποντας εμμέσως στο σκοπό που εξυπηρετεί κάθε ανέκδοτο.

Το λήμμα προέρχεται από ανέκδοτο λοιπόν, και αποτελεί ένα από τα πολλά ακατέργαστα διαμάντια της ποδοσφαιρικής αργκό, καθώς οι ποδοσφαιρόφιλοι πολλά επινοούν, ακόμα περισσότερα αναπαράγουν αβίαστα, ενώ σπάνια είναι σε θέση να παράσχουν επαρκείς επεξηγήσεις για την αργκό τους.

Ο Πανούτσος σε κάποιο άρθρο του υπερασπίστηκε απόλυτα την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός τουλάχιστο φόρουμ – του χώρου του ποδοσφαίρου εν προκειμένω-όπου να μπορεί ο καθένας να εκφράζεται χωρίς να πολυσκέφτεται τις καταστροφικές εν δυνάμει συνέπειες της αστόχαστης άποψης που εξέφρασε- γιατί απλούστατα, τι είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί λέγοντας (ακόμα) μια μαλακία για τα ποδοσφαιρικά.

Να σημειωθεί ότι όταν πρωτοκυκλοφόρησε το ανέκδοτο, η ενωμένη Γιουγκοσλαβία ήταν και φτηνή αγορά και τίγκα ξέχειλη στα ταλέντα, οπότε κάθε ελληνική ποδοσφαιρική ομάδα είχε κι από έναν «πορτοφολά»- προσωνύμιο που δόθηκε από τον «Φίλαθλο» στους Σέρβους μπαλαδόρους – στους Ρουμάνους δόθηκε το «κλέφτης». Στη δε ΑΕΚ επί Μπάγεβιτς (πρώτη θητεία) μέχρι και οι σεκιουριτάδες του γηπέδου ήταν συμπατριώτες του.
Εξ ου και το εξυπνακίστικο - ψαρωτικό του ανεκδότου κι ο κύριος λόγος που αφομοιώθηκε.

Το ανέκδοτο:
- Πόσο ήρθε;
- Νικήσαμε 2-0...
- Ποιοι τα βάλανε;
- Το ένα ο Μάκης και το άλλο μόν(ο)ι τ(ου)ς
- Πήραμε Σέρβο;

Το παράδειγμα απ’ τη ζωή βγαλμένο:
«Ο Σόλι προσπάθησε να γυρίσει την μπάλα για τη Ρόζεμποργκ, που κόντραρε στον Κωστούλα και πήρε ύψος, ο Νικοπολίδης βγήκε να τη μαζέψει και για αυτό ο Ανατολάκης έσκυψε, όμως η μπάλα πέρασε πάνω από τον τερματοφύλακα του Ολυμπιακού, ο οποίος στη συνέχεια την κυνήγησε και πάνω στη γραμμή προσπάθησε να τη διώξει.Αυτή βρήκε στον Μαυρογενίδη και κατέληξε στα δίχτυα. Παιδαριώδες λάθος της άμυνας..»

- Το μαλάκα το Μόνιτς...
- Τι έκανε το νούμερο..Σκόρδο-κρομμύδι ρεεεεεεειιι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όψιμα απαξιωτικός χαρακτηρισμός του Κόμματος για τους φιλοξενούμενους στο Μπούλκες στα χρόνια του εμφυλίου.

Το Μπούλκες είναι μια πόλη στην γιουγκοσλαβική Βοϊβοντίνα όπου φιλοξενήθηκαν (με την ευγενή φροντίδα του Τίτο) κάποιες χιλιάδες έλληνες αντάρτες και στρατευμένα γυναικόπαιδα. Λειτούργησε από το 1945 έως το 1948 ως λιλιπούτεια Λαϊκή Δημοκρατία υπό την διοίκηση του Κόμματος, ένα μπέτα-τεστ για μια μελλοντικής Ελληνικής Λ.Δ.

Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, το πείραμα Μπούλκες κατά κοινή ομολογία εκφυλίστηκε σε ένα μίνι αστυνομικό κράτος / στρατόπεδο βασισμένο στο τρόμο, το δε ρήγμα τιτοϊκών - σταλινικών οδήγησε στην ακύρωση του πειράματος και στον στιγματισμό και ανακαταγραφή των μπουλκιωτώνε από τον Ζαχαριάδη.

1.
Διαχρονικά οι μεγαλύτεροι λάτρεις της «μονταζιέρας» (sic) υπήρξαν οι παλαιοκομουνιστές κατά των «συντρόφων» τους. Από τους «Αρχείους» έως τους «Εκτοολομελίτες» και από τους «Κούτβηδες» έως τους «Μπουλκιώτες». Φονικά όπλα, χωρίς αιδώ και ανθρώπινη υπόσταση.

2.
Στις 20 Μαρτίου 1947, το κλίμα αποσταθεροποιήθηκε ακόμη περισσότερο με τη δολοφονία στη Θεσσαλονίκη του ανώτατου στελέχους του ΚΚΕ, Γιάννη Ζεύγου, από έναν πρώην μπουλκιώτη μαχητή. Η σκοτεινή αυτή υπόθεση, έφερε στην επιφάνεια πολλά σενάρια συνωμοσίας.

3.
Κατά το 1950-1951, οι «Μπουλκιώτες», όπως τους ονομάζανε, στιγματίζονται άδικα στο σύνολό τους από το ΚΚΕ. Ο όρος «Μπουλκιώτης» είχε καταντήσει «πολιτική ύβρις». Στη διάρκεια της ανακαταγραφής, κατέστησαν ο προνομιακός στόχος των εκκαθαρίσεων που εξαπολύθηκαν στους κόλπους του κόμματος. Οι πραγματικοί υπεύθυνοι της τρομοκρατίας που βασίλευε στο Μπούλκες καλύφθηκαν από τις ανώτερες κομματικές αρχές.

4.
επί εξίμισι χρόνα έλιωσα παντελόνια διαβάζοντας την ιερή και βλάσφημη ιστορία της εποχής. Μίλησα, επί μακρόν, με Μπουλκιώτες, με Οπλατζήδες, με ευσεβείς και ασεβείς της πορφυρής περιπέτειας, με διανοούμενους, με περιώνυμα ή απλά στελέχη. Συμπέρασμα; Μπήκα αβέβαιος σ’ αυτήν την ιστορική δίνη και κειμενική περιπέτεια και βγήκα ακόμα πιο αβέβαιος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ανατολ. Μακεδονία (τουλάχιστον) σημαίνει τον παχύ, σωματώδη άντρα· αυτόν με τον χοντρό σβέρκο.
Συνώνυμα: τόφαλος, ξίγκι, βους.

Σύμφωνα με το λεξικό, μπισ, μπισ είναι η φωνή με την οποία φώναζαν τα γουρούνια στη νηπιακή γλώσσα και μπίσι το γουρούνι κι ο βρώμικος σαν το γουρούνι.
Ακόμη, Μπισίκια, (τα) είναι η λίμνη Βόλβη, από τα δυο παράλια χωριά της, τα Μεγάλα και Μικρά Μπισίκια.
Από το βουλγάρικο bis =γουρούνι.

Είναι και πολύ συνηθισμένο επώνυμο.

Ποιος παπάς μαρή, ο μπίσιος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κεφάλι. Τι κουβαλάει η γκλάβας α; Δεν έχει ντιπ μυαλό η γκλάβας; Η λέξη είναι σλάβικη και σημαίνει το κεφάλι και μεταφορικά η κεφαλή πχ της εξουσίας

Got a better definition? Add it!

Published

Δεν αναφερόμαστε στο Βελιγράδι, αλλά στον Βόλο, όπου δήμαρχος είναι ο Αχιλλέας Μπέος.

Το Μπέογκραντ είναι γεμάτο λάσπες, αλλά μας μάραναν τα φωτάκια που θα εγκαινιάσουν την εορταστική περίοδο. (Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Εκτός από την ακρίδα και τον βήχα (ετυμολογία: αλβανικό karkalec + -ι < βουλγαρικό скакалец < скачам / skáčam (πηδώ) +‎ -алец) είναι και η άτσαλη βουτιά σε θάλασσα ή πισίνα.

Ώπα, καρκαλέτσι!

Got a better definition? Add it!

Published

Γυναικεία πρόκληση απευθυνόμενη σε φιλικό αντρικό πρόσωπο για πλάκα με μίμηση προφοράς ...ανατολικού μπλοκ.

- Ντιμίτρι κεράσει πουτό;

(από Khan, 29/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified