Αυτός ο οποίος:
- Πηγαίνει με αλλοδαπές
- Δεν ξέρει με πόσες έχει πάει.
- Είδα τον Νίκο ρε συ προχτές!
- Τί κάνει αυτός ο μπασταρδομούνης;
- Γιατί τον λες έτσι;
- Όλο με κάτι Αφρικανοπακιστανές τη βγάζει!
Αυτός ο οποίος:
- Είδα τον Νίκο ρε συ προχτές!
- Τί κάνει αυτός ο μπασταρδομούνης;
- Γιατί τον λες έτσι;
- Όλο με κάτι Αφρικανοπακιστανές τη βγάζει!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παμπάλαιος σλανγκ όρος. Με πολλαπλές χρήσεις. Αναφέρω τις κυριότερες:
Κωλόμπαρο: Η κονσοματρίς που στο τέλος της βάρδιας της, αντί να πληρωθεί, το αφεντικό της ζητάει να πληρώσει τα ποτά που ήπιε.
Ο όρος προέρχεται από την χρηστικότητα του συγκεκριμένου συμπαθέστατου ζώου, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το γεγονός ότι πρέπει να πατάει γερά και στα τέσσερα πόδια του. Δυστυχώς, ένα κουτσό άλογο ισοδυναμεί με ένα άχρηστο στην αρχή και νεκρό στη συνέχεια άλογο.
-Ο πρόεδρος υποσχέθηκε ότι θα κάνει μεταγραφές του χρόνου. -Ποιος ξέρει τι κουτσάλογο θα μας κουβαλήσει πάλι...
-Όλα τα λεφτά στο 5, έχω πληροφορία.
-Άσε μας ρε Λάκη. Όλο σότα μας δίνεις. Ο ΤΡΕ ΜΠΙΕΝ (το 5) είναι γνωστό κουτσάλογο. εγώ σε πάω στοίχημα, ότι δεν θα τερματίσει καν...
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο της λέξης κωλογλείφτης, ο άνθρωπος που γλείφει τους πάντες και τα πάντα προκειμένου να κερδίσει την εύνοια ή την συμπάθεια τους.
- Πολύ τον αγαπάνε βλέπω τον καινούριο στην εταιρία…
- Ε βέβαια, τέτοιος γλειψαρχίδας που είναι!
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για άτομο που είναι μεγάλος τσιγκούνης, που η τσιγκουνιά του μπορεί να σκοτώσει και άνθρωπο, που δεν δίνει ούτε cent ακόμα και σε άτομα που πραγματικά χρειάζονται βοήθεια και κοιτάει πώς θα γεμίσει το πορτοφόλι του με όσο το δυνατόν περισσότερα.
Συνώνυμα: φιλάργυρος, σπαγγόραμα / σπαγγοραμένος.
- Ρε τον ματζιρόπουστα τον Άκη, του ζήτησα να μου δανείσει 1 ευρώ να πάρω τσιγάρα, και έκανε σαν υστερικός.
- Έτσι είναι φίλε, δεν είναι όλοι ανοιχτοχέρηδες σαν εμάς.
Got a better definition? Add it!
Παρτάλι-μουνί: είναι η γυναίκα - κοπέλα που πλέον έχει φτάσει στο σημείο της εξαθλίωσης από το σεξ, τις καταχρήσεις, ποτά, ξενύχτια.
Επίσης παρταλομούνα θεωρείται και η γυναίκα - κοπέλα που έχει κάνει παρτούζα.
Ρε χτες γαμήσαμε με κάτι φίλους μια πολύ παρταλομούνι ρε φίλε...
Got a better definition? Add it!
Η βρωμιάρα γκόμενα, αυτή που μετά από τον κώλο της το βάζεις στο μουνί και δε λέει τίποτα.
Φύγε από δω μωρή κωλομούνα, δε σε γαμάω χωρίς καπότα.
Got a better definition? Add it!
Κοινώς ο πουτσοκέφαλος.
Αυτός που έχει ανοιχτό το μουνοθηρευτικό του ραντάρ 24 ώρες το 24ωρο. Είναι ελληνάρας, λάγνα υστερόβουλος, ζει για να γαμάει, αναπνέει για να καβλαντίζει. Παραμένει ανάλγητος και απτόητος σε αποτυχίες και στραβοπατήματα, χαλάκι να γίνει θα το φτάσει στα άκρα για να μπει στην τρύπα που θέλει. Αντιπροσωπεύει επί το πλείστον εφήβους αμφισβητήσιμης νοημοσύνης οι οποίοι ενδίδουν στα φυσικά ζωώδη ένστικτά τους για ασύμμετρη συνουσία.
Σε αντιδιαστολή με τον πουτσοκέφαλο ο οποίος χρησιμοποιείται σε ευρύτερες φράσεις εντός πλαισίων χαβαλέ, ο ψωλοδορυφόρος αποτελεί μια σπανιότερη υποκατηγορία η οποία εμφανίζεται αποκλειστικά σε τετ-α-τετ ανδρικές συζητήσεις για ένα μουνί, ΤΟ μουνί, το οποίο έχει καθηλώσει ολόκληρη ομάδα από πουτσοκέφαλους, μεν σκόπιμα, δε απουσίας προφανούς σκοπιμότητας, τους δουλεύει όλους ψιλό γαζί.
- Έχω τρελαθεί με τη Μόνικα. Χτες στέλναμε όλη μέρα μηνύματα. Λες να ψήνεται;
- Μην είσαι χαζός. Θα σε κάνει μπαλάκι της η καριόλα. Αυτές το μόνο που θέλουν είναι 10 ψωλοδορυφόροι πάνω απ' το κεφάλι τους...
Got a better definition? Add it!
Η -μούνα που έχει πολύ ανοιχτό μουνί και ωσεκτουτού αφενός θεωρείται ως πουτάνα, και αφεδύο θεωρείται ότι το σεχ μαζί της δεν είναι απολαυστικό, γιατί μοιάζει επικίνδυνα με αερογαμία.
Ασφάλουσλυ πρόκειται για μια σεξιστική προκατάληψη, καθώς το γεγονός μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους (μορφολογική ιδιαιτερότητα, εγκυμοσύνη κ.ά.) ενώ και η ίδια η σκέψη είναι σεξιστική, αλλά καθώς εμείς εδώ δεν κορεκτολογούμε, αλλά σλανγκολογούμε, να πούμε ότι χρησιμοποιείται και ως βρισιά σε βρις-οφ και για να περιγράψει θεωρούμενες ως αηδείς σεξουαλικές εμπειρίες με σχετικά μεγαλύτερης ηλικίας (οΘντκ) μιλφάκια ή τζιλφάκια.
την πρωτη φορα που πηγα ειχε σκυψει πανω μου και κατω απο τα ποδια της εβλεπα κατι να κρεμεται και δεν μπορουσα να καταλαβω τι ειναι;;;;;;!!!!!! δεν μπορουσα να φανταστω οτι υπαρχουν τοσο μεγαλα μουνοχειλα....ασε την τελευταια φορα τα πιανει με τα χερια της και τα ανοιγει και μεσα ηταν σαν να ηταν κουφιο τοσο ανοιχτομουνα που εβαζα δαχτυλο και σχεδον δεν εβρισκε.... (Ατονιστης περιγράφει την εμπειρία του με ανοιχτομούνα σε μπουρδελοσάιτ).
- Γεια σας μάγκες!
Πιστεύετε ότι όσο πιο ανοιχτομούνα είναι η γκόμενα τόσο περισσότερο πούτσο έχει φάει; Όσο ποιο σφικτή είναι τόσο λιγότερους πούτσους έχει φάει; Η δεν ισχύει κανένα από τα δυο και είναι διάφοροι τύποι μουνιού;
- Το να ναι ανοιχτό το μουνί μπορεί να σημαίνει ότι έχει φάει πολλές πούτσες αλλά μπορεί να σημαίνει και ότι έχει γαμηθεί σχετικά πρόσφατα.. Το σφιχτό μουνί άλλες φορές σημαίνει ότι δεν έχει πάει με πολλούς και άλλες ότι έχει καιρο να...
- Bασικα μεγαλο ρολο παιζει και η μορφολογια του σωματος της καθε γκομενας.Υπαρχουνε γκομενες που ειναι απο την φυση τους στενες και αλλες πιο ανοιχτες.
- Το μουνι διακρίνει αν ο πουτσος εχει διαφορετικο ιδιοκτητη; Δηλαδη ειναι το ιδιο να εχεις φαει 50 πουτσους απο τον ιδιο γκομενο με το να φας 50 διαφορετικους πουτσους;
- Άμα μπορεί και κάνει το μουνί της φιόγκο έχει φάει πάρα πολλούς, ψάξε για άλλην.
(Διερωτήσεις στο θρεντ «Πολύ ανοιχτό μουνί= πουτάνα ή μύθος;» σε μπουρδελοσάιτ).
ΕΛΑ ΡΕ ΠΟΥΣΤΑΡΑ ΑΔΕΡΦΗ ΤΟΥ ΠΣ ΝΑ ΣΕ ΓΑΜΗΣΩ ΤΗΝ ΜΑΝΟΥΛΑ ΣΟΥ ΤΗΝ ΑΝΟΙΧΤΟΜΟΥΝΑ ΕΛΑ ΡΕ ΚΕΡΑΤΑ ΝΑ ΜΕ ΤΑ ΠΕΙΣ ΤΕΤ Α ΤΕΤ ΚΑΡΙΟΛΑΚΟ. (Από φωνακλάδικο βρις-οφ μεταξύ σαλονικιών σε άλλο σάιτ).
Got a better definition? Add it!
Ο άντρας ή γυναίκα που έχει (ή θεωρείται ότι έχει) σεξουαλικές σχέσεις ως "παθητικός" ερώμενος-η με πάρα πολλούς εραστές, οπότε θεωρείται ότι χρησιμεύει απλώς ως σκεύος ηδονής και ως τόπος εγκατάθεσης σπέρματος, χωρίς να έχει κάποια άλλη ενδιαφέρουσα ανθρώπινη ποιότητα. Χρησιμοποιείται και ως γενική σεξιστική βρισιά. Συνώνυμα: χυσοκανάτα, σπερματοκανάτα, χυσαποθήκη. Αγγλιστί: cum bucket, sperm bucket.
Καλά με τη Τζένη βρήκε να κάνει σχέση; Αυτή είναι ο χυσοκουβάς όλης της Φιλοσοφικής!
Got a better definition? Add it!
Δοκίμως είναι η χοντρή κάλτσα που φορούσαν οι βλάχοι, και γενικότερα οι άνθρωποι της υπαίθρου, και δη οι φουστανελάδες, η οποία είναι συχνά πλεγμένη από χοντρό μαλλί και φτάνει πολύ ψηλά στο πόδι, το σκουφούνι. Συνεκδοχικώς, σημαίνει τον βλάχο άνθρωπο, τον άξεστο, τον αγροίκο. Υπάρχει ήδη στον 19ο αιώνα, όταν είχε εκδηλωθεί με μένος ο διχασμός ανάμεσα στους αστούς φραγκοφορεμένους ψαλιδόκωλους και στους εντόπιους πουστανελάδες φουστανελάδες. Βλέπω λ.χ. εδώ ότι βλαχόκαλτσες αποκαλούνταν μειωτικά οι δηλιγιαννικοί. Επίσης, στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου εδώ, βρίσκω κείμενο της εφημερίδας Βραδινή από το 1923 που διαπομπεύει με μίσος τους πρόσφυγες από τη Μικρασιατική καταστροφή οι οποίοι είχαν κατακλύσει την Αθήνα, παρομοιαζόμενη με Αφγανιστανούπολη, και όπου εμφανίζεται η λέξη.
Τζιεράκια τηγανίζονται, κωλόπανα κυματίζουν, σανιδώματα προχείρων ικριωμάτων τοποθετούνται εις τα καλύτερά μας πεζοδρόμια, μανδήλια, τσεμπέρια, βλαχόκαλτσες, τηγάνια, παλιοπάπουτσα, αντεριά, κρεμώνται εις καλύβας του αθιγγανικοτέρου είδους, χαλβάδες και ρεβανές εκτίθενται προ ευπρεπών καταστημάτων, κηπάρια δημοτικά, τα οποία είχαν αποκτήσει ολίγους καλούς πρασίνους τόνους ηρημώθησαν. Την στιγμήν οπού η πόλις μας έβαινε προς την ευπροσωποτέραν εμφάνισίν της επήλθον η αρρυθμία, η τσαπατσουλοσύνη, η ασχημία, η βαρβαρότης και έστησαν βάναυσον χορόν εις τα πλέον συχναζόμενα ευπρεπή μέρη της. [...] Νομίζω ότι πρέπει να θεωρώμεν ως αντινομίαν την εμφάνισιν των αρμοδίων χωρίς σαρίκι. Προτείνομεν, λοιπόν, να φορέσουν τούτο όλοι οι δημοτικοί μας άρχοντες, αλλά και μπουρνούζια με το μαρκούτσι του αργιλέ εις το χέρι. Τι διάβολο άρχοντες της αφγανιστανουπόλεως είναι ούτοι φορούντες λαιμοδέτην και καπέλο; (Εδώ).
Παραδείγματα, όπου ο (αρκετά απαρχαιωμένος) όρος χρησιμοποιείται συνεκδοχικά για τον αγροίκο, την μπασκλασαρία:
Got a better definition? Add it!