Further tags

(Ουσιαστικό, θηλ. πληθ. γκωλάθρες)

Η μεγάλη/επιβλητική και συνάμα αξιοθαύμαστη κωλάθρα αλλά με Θεσσαλονικιώτικο αξάν και στυλ.

- Πω πω, το βλέπεις το μωρό απέναντι;
- Ναι ρε φίλε, και έχει και τέλεια γκωλάθρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δείξει το επικό άνοιγμα κώλου το οποίο έχει δημιουργηθεί έπειτα από έντονο πρωκτικό έρωτα. Παρότι το 2 ευρώ δεν είναι αρκετά μεγάλο για να υποδείξει το πραγματικό μέγεθος της κωλότρυπας, δεν παύει να είναι το μεγαλύτερο νόμισμα!

Η χρήση του γίνεται κυρίως για να υποδείξει μια πουστάρα η οποία τον παίρνει συνεχώς με την όπισθεν τόσο που της έγινε ο κώλος 2 ευρώ!

Βασίλης: - Από χτες μου έχει γίνει ο κώλος 2 ευρώ! Ούτε να κάτσω δε μπορώ! Το μόνο καλό είναι ότι ξεπέρασα το πρόβλημα της δυσκοιλιότητας μου! Να ναι καλά ο Τάκης! ΦΡΑΠ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το κλαπαρχίδης, είναι η -μούνα με διογκωμένα εξωτερικά χείλη αιδοίου. Θεωρείται σεξιστικώς ότι οφείλεται στην πολλή χρήση και ότι η κλαπομούνα είναι παρτόλα. Δεν έχει εξακριβωθεί σαφώς η σχέση με τα παλαμάκια. Αλλά στην εποχή του Pousti κανένα πρόβλημα δεν είναι άλυτο!...

Μένιος: - Της αρέσει τόσο πολύ το σεξ μαζί μου, που να φανταστείς μετά χτυπάει παλαμάκια!
Γιώργος: - Απλά η Λάουρα είναι κλαπομούνα! Αχ βρε Γιώργο, το Φραπέ slangossip τό 'χει βούκινο, κι εσύ κρυφό καμάρι!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλη μια ονομασία για το αιδοίο θηλυκού τύπου Λίλιαν.

Ετυμολογείται από το radix ('ρίζα') όπως το έλεγαν στο άξεστο Λάτιο (το agresti Latio του Οράτιου). Το λατινικό radix μας δίνει το αγγλικό radish και το γαλλικό radis, 'ραπανάκι'. Το σγουρό δίνει μια διεθνούς αναγνωρισιμότητας αίγλη (πιανίστας Δ.Σγούρος).

Η συλλογή του γνήσιου σγουρού ραδικιού απαιτεί «τράβηγμα», δηλαδή κόπο, ή τον αντίστοιχο του κόπου αντίκρυσμα, αν κάποιος μας το προσφέρει «στο πιάτο».

Συγγενή ανταγωνιστικά είδη το καυλοράπανο, το ήμερο ραδίκι, αλλά και το αντίδι (ανάλογα με το μικροκλίμα).

-Λίλιαν μ'έχεις λολάνει
και θα φάω μεγάλη φρίκη
αν δεν ξηγηθώ φιστίκι
στο σγουρό σου το ραδίκι.

(από pavleas, 12/02/09)(από pavleas, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Κορμί (με κεφαλαίο) αποτελεί απαύγασμα όλων των εξιδανικευμένων προδιαγραφών που καθιστούν ένα αμαρτωλό επιθυμητό στο τριχεπώνυμο και μη ανδρικό πλήθος.

(Αεριωθούμενη λεβεντομούνα ρωτάει τεχνοφοβικό Ελληνάρα πώς να συνδέσει το κινητό της με τον φορητό της υπολογιστή...)

... Α, δεν είναι τίποτα ... συνδέεις τα ψιψιψίνια με τα κοκοκόψαρα και οδήγα...

(Ντροπιασμένος, αλλάζει θέση και κλαίγεται σε αδιάφορο Ασιάτη συνεπιβάτη...)

.... To χάσαμε το Κορμί πατριώτηηηη...!!!!

(Διαφήμιση ΓΕΡΜΑΝΟΥ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που δεν έχει απλώς μεγάλο στήθος αλλά παραπέμπει με το ντύσιμό της σε σεξουαλικές φαντασιώσεις επ' αυτού.

- Μια ζωή ο Χάρης πρέπει να κυκλοφορεί με μια βυζού!
- Εμ πώς αλλιώς να τον προσέξουν...

Δεν ξέρω να μαγειρεύω.  (από Galadriel, 16/02/09)(από electron, 23/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μελαχρινή.

Δεν είναι γνήσια ξανθή. Είναι μαυρομούνα βαμμένη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αιδοίο.

1) Επειδή ρίχνεις ψήφο. 2) Επειδή κανείς δεν ξέρει τι θα βγει από την κάλπη. Το δεύτερο παίζεται στην εποχή των έξιτ poll, αλλά και των υπερηχογραφημάτων.

Με λίγη φαντασία παραπάνω και για τον κώλο για δύο παρόμοιους λόγους.

Ρίξ' την ψήφο αγόρι μου στην κάλπη! Ριξ' τη δαγκωτή, να βγάλεις αυτοδυναμία, να ολοκληρώσεις την τετραετία.

Όταν ο Σταύρος Θεοδωράκης εμπνέεται από το σλανγκρ. (από Khan, 20/05/14)Στο 0.55. (από Khan, 26/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλα βυζιά έχει αυτή. Συγκαλυμμένος τρόπος περιγραφής και καλά ότι δήθεν μιλάμε για ποδόσφαιρο.

Περπατάς το κορμί σου και αναστενάζει όλος ο ντουνιάς. Μεγάλη ομάδα ο Βύζας.

Βυζαντάρα λέμε!  (από Khan, 23/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το τεραστίων διαστάσεων, το εκτός λογικής και πραγματικότητας, βυζί.

Συνήθως συναντάται στις αφρατούλες γυναίκες και φημίζεται εκτός των άλλων και για το βάρος του.

Η ονομασία φυσικά παραπέμπει ευθέως στα μαστάρια των αγελάδων.

- Τί μοσχαρόβυζα είναι αυτά ρε μαλάκα; Και ο Πύρρος θα δυσκολεύονταν να τα σηκώσει!

μοοού, έκανε ο γερο-ταύρος... (από BuBis, 10/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified