Η ζημιά είτε σε προσωπικό επίπεδο, είτε η ζημιά ενός μηχανολογικού θαύματος. Δεν συνηθίζεται για έπιπλα.
Έπαθα μεγάλη αβαρία με το Μαράκι.
Το αμάξι δεν κινείται, έχει αβαρία.
Η ζημιά είτε σε προσωπικό επίπεδο, είτε η ζημιά ενός μηχανολογικού θαύματος. Δεν συνηθίζεται για έπιπλα.
Έπαθα μεγάλη αβαρία με το Μαράκι.
Το αμάξι δεν κινείται, έχει αβαρία.
Got a better definition? Add it!
Όψιμη χασισλάνγκ: όταν την ακούς χάλια και κάνεις «βαρύ κεφάλι» μετά από κάπνισμα κακής πχοιότητας χασισακίου.
Προϋπήρχε ως ιατρικός όρος από τότε που βγήκαν οι λάσπες (βλ. πρώτο παράδειγμα), κυρίως με την μορφή καρηβαρία.
Ετυμολογείται εκ των κάρα (κεφάλι) και βαριά· η παρουσία του γαμοσλανγκενεργού «καρά-» είναι παντελώς συμπτωματική.
1.
... ἀνακαίνισις καὶ καραβαρία καὶ σκάτωσις καὶ ρῖχος περὶ τήν κεφαλήν ...
(Συμεών Μάγιστρου και Φιλοσόφου του Αντιοχέως, «Φιλοσοφικά και Ιατρικά», Βερολίνο, 1842)
2.
Το «Τραγούδι της Μορφίνας»
Αυτός είμαι εγώ…
Αυτός είσαι εσύ…
Αυτό είναι το Παν.
Στοιχειωμένοι..
Παιδιά του δρόμου. ..
Έξω όλη νύχτα..
Καραβαρία…
Μπερδεμένα όλα…
Got a better definition? Add it!
Το σύνολο από λέτσους, ή κάποιος που είναι εντελώς τελείως λέτσος. Ετυμολογείται από το ιταλικό lezzo που σημαίνει δυσοσμία. Λετσαρία είναι όχι μόνο κάποιος που βρωμάει ή είναι λερωμένος, όπως είναι η αρχική ετυμολογική σημασία (βλ. λέτσος), αλλά κυρίως κάποιος που φοράει ό,τι να 'ναι, ρούχα τελείως κακόγουστα και σε μεταξύ τους τελείως αταίριαστους συνδυασμούς, που πείθουν τον θεατή του ότι δεν έχει να φορέσει άλλα, πιθανόν επειδή είναι φτωχός, και φόρεσε τέσπα ό,τι μπόρεσε να βρει ή ότι είναι τσακωμένος με το γούστο ή, ακόμη χειρότερα, ότι είναι λέτσος από άποψη.
Με λίγα λόγια είναι το αντίθετο του κυριλέ, αν και υπάρχει ένα μεταξύ, ο κυριλέτσος. Η έκφραση λέγεται συνήθως όταν περιμένουμε κάποιον λόγω των συνθηκών και της ευρύτερης συνάφειας να εμφανιστεί κυριλέ (λ.χ. σε posh club ή εστιατόριο, ή σε επίσημη περίσταση), κι αυτός εμφανίζεται ως λέτσος. Η φράση χρησιμοποιείται συχνά από μικροαστάκηδες για να χαρακτηρίσει ό,τι ξεφεύγει από τις νόρμες ενός καλοβλαμμένου μικροαστού, όπως λ.χ. συγκεντρώσεις προσφύγων ή μεταναστών, αριστερούτσικη αισθητική κ.ά.
Got a better definition? Add it!
Με το λήμμα αυτό, λήγω απ' τη μεριά μου τη "Σάγκα του Λούμπεν".
Λουμπενιά είναι τα έργα και οι μέρες του λουμπενικού, του λουμπενά, λουμπενιάρη, του λουμπενιού, αποστασιοποιημένες όμως από τους φορείς τους. Περισσότερο είναι η ιδέα της μαγκιάς, της ιδιώτευσης, της αλητείας, του περιθώριου.
Παιξε μαγκα μια πενια
να κερασει η λουμπενια
φουντα απο ΄ποιονα φουνταρει
στης χασουρας το παγκαριΝα ΄ναι η τσακιση στη πενα
στων ονειρων τα σπασμενα
απ΄ τον οριζοντα φτερα
που χωριζει τα κορμιαΛιγα λογια μετρημενα
τωρα που ΄μαι στα χαμενα
γυρω μου γυρνα ο ντουνιας
σαν απληρωτος φονιας.....λουμπενια = αλητεια
Κάποιοι έχουν εξιδανικεύσει τη λουμπενιά:
Κάποιοι χρησιμοποιούν τη λέξη πιο παραδοσιακά, παραπέμποντας στο λούμπεν.
Κάποιοι άλλοι το πιάνουν απ' τα αριστεροδεξιά του πcεκαcμένου.
(Σημείωση: Στο 2ο παράδειγμα εμφανίζεται και το "λουμπένι").
ΤΟ ΘΕΜΑ ΕΙΝΑΙ ΠΩΣ Η ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΜΗΤΙΚΟΥ ΤΑΓΜΑΤΩΣ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ ΤΟ'ΡΗΞΑΝ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΛΙΚΙ ΚΑΙ ΤΡΕΦΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΟΥΜΠΕΝΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ ΛΑΟΥ/ΦΥΛΗΣ ΜΕ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΕΣ ΜΑΛΑΚΙΕΣ ΕΝΩ ΤΟΛΑΪΣΤΩ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΕΧΕΙ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΕΣ ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΑΝΟΙΧΤΗ. (εδώ)
ΒΛΑΚΑ- ΜΑΣΟΝΕ- ΝΑΖΙ-ΟΥΣΤ, ΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΗ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ -ΕΚΤΟΣ ΕΣΑΣ ΤΑ ΛΟΥΜΠΕΝΙΑ, ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧ--ΧΧΙΧΙΧΙΧΙΧΙΧΙΧΙΧΙΧΙΧ (εδώ)
Και μερικοί συνδέουν την λουμπενιά με την απάτη, με το "πέφτω στη λούμπα (;), το κόλπο:
Like δεν κανω. Καλα σοβαρο site δεν βαρεθήκατε να ποσταρετε αυτήν
την λουμπενια??? Από δω.
Μια από τις πιο κουλαριστές εφαρμογές στο iPhone μου αυτή τη στιγμή είναι το OldBooth. Τί κάνει; Τραβάς μια φωτογραφία σου ή φωτογραφία φίλου σου και με πολύ εύκολο τρόπο μεταλλάσεσαι σε λούμπεν χαρακτήρα προηγούμενων δεκαετιών! Από αεροπόρο με κοκκόρι 3 στρέμματα στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, σε swinger στα σέξι seventies!
OldBooth, φοβερή λουμπενιά στο AppStore!
Κι επειδή ζούμε στην κατ' εξοχήν ελαπαναΐαμ χώρα, δείτε παρακάτω τί -για όνομα- θεωρούν μερικοί λουμπενιά:
Είναι συνώνυμο του λουμπεναριού.
Πόσο πιο χαμηλά να ξεπέση η κοινοβουλευτική λουμπεναρία; (εδώ)
Έχει βγει στα κοινωνικά δίκτυα όλη η λουμπεναρια των μνημονιακών ελεύθερων σκοπευτων για να μαζέψει ψήφους για το ακροδεξιο συρφετο. (εδώ)
E oχι δεν ειναι ετσι, αλλο η λουμπεναρια και αλλο αυτο το πραγμα. Η βασικη λοιπον διαφορα ειναι οτι εκει υπαρχει λχ ενα ποσοστο χ λουμπεν που εχει καργα αντικοινωνικη συμπεριφορα. Ε, εδω το ποσοστο αυτο ειναι 90% ξερω'γω γιατι ειναι τετοια η νοοτροπια! Για να το πουμε απλα, ο Αγγλος λουμπεν θα κανει μαλακια θα φαει προστιμο και θα το πληρωσει. Ο μεσος Ελληνας θα κανει μαλακια και θα βαλει κονε (πολιτικο ή whatever) για να σβησει την κληση. (εδώ)
Got a better definition? Add it!
Ελαφριά ανεμοριπή, που κάνει τη θάλασσα να ρυτιδιάζει. Την χρησιμοποιούν οι ναυτικοί και οι ψαράδες της Κύθνου. Πιστεύω πως πρέπει να χρησιμοποιείται και αλλού. (Τι λέει ο dry hammer επ' αυτού;) Πιθανή ετυμολογία από το τουρκικό ilkbahar που σημαίνει άνοιξη. (Υπάρχει και το, επίσης τουρκικό, bahriye που σημαίνει ναυτικό(ς), αλλά δεν το θεωρώ πιθανόν. Τι λένε οι τουρκομαθείς επ' αυτού;)
- Βλέπω τη θάλασσα να ρυτιδιάζει. Λες να πετάξει κανέναν αέρα;
- Δεν έχει ανάγκη! Μπαχαρίες.
Got a better definition? Add it!
ντεκαντάντσια, ντεκαντανσαρία, ντεκαντανσιανός
Όπως και η ντέκα, οι λέξεις αυτές προέρχονται "από την γαλλική décadence που σημαίνει παρακμή και προφέρεται «ντεκαντάνς»".
Στα ισπανικά προφέρεται έτσι και μάλλον από κει πήραμε την συνώνυμη ντεκαντάντσια. (Ακριβώς το ίδιο προφέρεται και στα ρωσικά (декаданс), γιαυτό σκέφτομαι μήπως επέδρασε κι εδώ η κουκουσλάνγκ...).
Κάπου εδώ όμως τελειώνουν τα δάνεια απ' την ξένην και μπαίνει μπρος το ελληνικό γλωσσικό δαιμόνιο, ώστε να δημιουργηθεί η ντεκαντανσαρία και ο ντεκαντανσιανός που φέρνουν προς λουμπεναρία και λουμπενικός, αντιστοίχως.
Η ντεκαντανσαρία εκτός από καραπαράκμα έχει επιπροσθέτως και μια κάποια προίκα κιτσαρίας, ενώ με την προσθήκη της κατάληξης -ανός, δημιουργείται εύκολο επίθετο για χρήση όπου δει.
παρακμή, ντεκαντάντσια, καραπαράκμα δεν ειναι 1η φορα αλλα παντα εκλαμβανεται σα να μην τρεχει τπτ (εδώ)
3η φορά στα Σκόπια (που ζηλευεις) κ η ίδια μελαγχολία με έπνιξε. ντεκανταντσια, όχι γοητευτική #balkan_trip
"Ντεκαντάντσια και ιντελιγκέντσια", πούλεγε κι ο αείμνηστος Ζαχαριάδης. Κρίμα. (εδώ)
...πρεπει να ταπεινωθουμε για λιγο .... το κοκορετσι ειναι μια αγνη βουκολικη και καθαρα Ελληνικη ντεκαντάντσια ... Θελω να ντυθω Γκολφω κ να ψαχνω στα λημερια να ταίσω τον Κιτσο , κρατωντας μια σουβλα κοκορετσι. (εδώ)
Συγνώμη, αλλά η δική σας πλευρά τί έχει να προσφέρει στον συγκεκριμένο τομέα; Δε λέω, τζόβενο, τυλιγμένο με σεντόνι, αγνό και αθώο, με το μαλλάκι του, με το μουσάκι, αλλά άντε να το κάνεις γούτσου μία, άντε δύο, μετά; Ενώ το ανταγωνιστικό πακέτο περιλαμβάνει φωτορυθμικά, ηχητικά εφέ, ντεκαντάντσια, τζέρτζελο. Απλά δεν τίθεται θέμα σύγκρισης. (phorum, RE: θα θέλατε να υπάρχει θεός;)
ειμαι επαρχιώτισσα εγώ παιδί μου δεν τη μπορώ αυτή τη ντεκαντανσαρία που αργώ 3 ποτά στο γύρω-γύρω (εδώ)
"Είμαι ντεκαντανσιανό ακαουν?” Τι τα θες; μια ζωή στο ντεκαντάνς ήταν η καύλα. (εδώ)
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητική έκφραση που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το σύνολο των γυναικών που υποτίθεται ότι είναι κατώτερου επιπέδου από άλλες που ανήκουν (τάχα) στην υψηλή κοινωνία. Η χρήση της λέξης γίνεται συνήθως από ανθρώπους με βαθύ μικροαστισμό, που έχουν αυταπάτες αρχοντικής καταγωγής, για να μειώσουν άλλους με χαμηλότερο γι'αυτούς κοινωνικό στάτους. Ο πραγματικός αστός άλλωστε δεν ασχολείται ποτέ μαζί τους, γιατί πολύ απλά δεν τις γνωρίζει,αφού δεν υπάρχουν στην καθημερινότητά του.
Κυριολεκτικά, η λέξη αναφέρεται στα ρούχα που φοράνε αυτές οι γυναίκες, τα λεγόμενα τσόλια, που είναι ένα στάδιο πάνω από τα κουρέλια. Μεταφορικά, η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί από μανάδες (ή και γιαγιάδες ενίοτε) που ορέγονται ένα λαμπρό μέλλον για το γιόκα τους και νύφη με παράδες και αυτός νταραβερίζεται συνέχεια με κορίτσια χαλαρότερης ηθικής και κιτσάτης εμφάνισης που μπορεί κανείς να συναντήσει αβίαστα πλειάδα τους στην πλατεία Μπουρναζίου ή ακόμα χειρότερα στην πλατεία Δέγλερη! Οι γυναίκες αυτής της συνομοταξίας διακατέχονται συνήθως από ενός είδος καλώς εννοούμενου τσαμπουκά και μιας έντονης προσωπικότητας γενικότερα και σίγουρα δεν είναι δήθεν.
- Πού θα πας σήμερα αγόρι μου;
- Μπουρνάζι.
- Πάλι με την τσολαρία θα συναναστραφείς;
- Άσε μας ρε μάνα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μαγαζί με φρουτάκια , με slot machines που λένε και στα Χανοχώρια, άκα με κουλοχέρηδες ή με ληστές με το ένα χέρι. Με άλλα λόγια το μανάβικο, η φρουτερί.
Λίγο πιο δόκιμα είναι το οπωροπωλείο, ωστόσο δεν βρήκα την λέξη ούτε σε Μπάμπη, ούτε σε Τριαντάφυλλο. Ακόμη πιο γενική σημασία φαίνεται ότι έχει στα Κυπριακά.
Λίγο πιο μεταφορικώς μπορεί να σημάνει και μια κατάσταση που μετατρέπεται σε καζίνο και τζόγο, ως μη έδει.
Got a better definition? Add it!