Further tags

αβέλω φιόγκο, δένω φιόγκο

Στα καλιαρντά σημαίνει "συνουσιάζομαι με κίναιδο που νόμιζα πως είναι επιβήτωρ" (κατά τον Ηλία Πετρόπουλο), πλην απεδείχθη ότι δεν ήταν. Περαιτέρω anal-υση στο εξαιρετικά κατατοπιστικό λήμμα φιόγκος του Αἴαντος.

  1. Αβέλω φιόγκο του 'πανε καημόπουτσα και μπουρδοφαφλατού που να αβέλεις σε σερμελιά και μουτζό να γίνεται και να τζάσεις στο ρουνάδικο και να βουέλεις γκάζα. (Μπουντουσουμού).
  2. -Αβελες καμμιά λατσή σαρμέλα?
    -Αβελα. Αβελα φιλενάς αστα... μπουτ λατσο το τσόλι.. σαρμελια γδουπα... Κουραβέλτες.. και απανωτες κουραβελτες... Λατσααααα... Αβελα πιασμαν στην μπάρα... και μπονμπον μπουτ... Γδουπα φιλενας... Γδουπα.... Αχχχχχχχ.... Θελω να τον αβελω συνεχεια.....
    -Αχ λατσά φιλενάδα... Σου αβέλει και κοντροσόλια?
    -Ολα μου τα αβελη φιλεναδα ολα... Εχει και κατι μπουτια... σφιχτα και τραγανα σαν κερασια...
    -Ax λατσά, τσόλια ολκής δύσκολα βρίσκεις. Τα πιο πολλά δένουν φιόγκο με άλλες μπαροβγαλμένες. (Καλιαρντοδιάλογος στο Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος που έχει πολύ αδρά χαρακτηριστικά και γενικά είναι επιθετικός και αρρενωπός.

-Κοίτα τον τύπο με τη χάρλεϊ, όλο σφήνες μου κάνει!
- Φαίνεται αγριόπουστας, μην του κολλάς καθόλου γιατί κινδυνεύεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τρεις μεγάλες κατηγορίες άουτινγκ:

  • Το οικειοθελές «βγάλσιμο από την ντουλάπα»:Όταν μια μέχρι πρότινος κρυφή ντουλαπίστρια εκδηλώνεται και εξέρχεται επισήμως εκ του ερμαρίου. Η γκεοσύνη άλλοτε πανηγυρίζεται εν χορδαίς και οργάνοις και άλλοτε αναδύεται πιο απλά χωρίς φτερά και τυμπανοκρουσίες.
  • Το σεξιστικό κράξιμο κάποιου υποτιθέμενου ομοφυλόφιλου από τρίτους: Φαινόμουνο βαθύτατα φασιστερό, όπως όταν η «Αυριανή» αποκαλούσε τον Μάνο Χατζηδάκι «χαμερπή ομοφυλόφιλο» και «κίναιδο ολκής», προτρέποντας τους γονείς να προστατευόσουν τα παιδιά τους «από το ηθικό ΑIDS αυτού του βρωμερού υποκειμένου» (εδώ, βλ. και παράδειγμα 2).
  • Η δημόσια παραδοχή κάποιου «ένοχου μυστικού», όχι ντε και καλά σεξουαλικής φύσεως:Όταν πιχί κάποιος παραδέχεται ότι έχει κάνει πλαστική εγχείριση, είναι άθεος, την έχει μικρή, κ.ά. (βλ. παράδειγμα 3)

    Εκ του αγγλικάνικου outing.

1.
Περιμένω να γίνει ένα άουτινγκ στους ομοφιλόφιλους συντρόφους που είναι στην κυβέρνηση (...) να βγούνε να πούνε ότι είναι ομοφιλόφιλοι όσοι είναι και είναι αρκετοί (...) Αυτός ο άνδρας ο Βαρουφάκης ο Γιάνης (...) εκεί που είχε ανάψει η κουβέντα δεν άντεξε (...) και άρχισαν να του φεύγουν τα χέρια αριστερά και δεξιά σαν κοπελίτσα, ο δε Τσακαλώτος αφέθηκε κι αυτός σαν πεταλουδίτσα (...) ο Σακελλαρίδης - προσέξτε, αυτά είναι σοβαρά σημειολογικά - φεύγει κανονικά σαν κοπέλα τελειωμένη, δηλαδή δεν μπορεί να συγκρατηθεί... (Τζίμης Πανούσης «Στο Μικρόφωνο» του e-roi.gr, 4/2/15)

2.
Αλλά και άλλοι «εθνοπροδότες» υφίστανται τακτικό «άουτινγκ» από τις ναζιστικές φυλλάδες:

  • «Η γνωστή για τις “ανωμαλίες” της Λιάνα Κανέλλη θα ”βραβευόταν” φέτος με το επαίσχυντο “βραβείο Ιπεκτσί”…» («Στόχος», 10.2.1993).%
  • Όταν κάποιοι έγραψαν σε αθηναϊκό τοίχο ότι «Ο Μεγαλέξανδρος ήταν αδελφή» -Μάρτιος 1993- τα πυρά, προφανώς, στράφηκαν εκ νέου κατά των «προδοτών ομοφυλοφίλων». «Υπερασπιζόμενος τα όσα έγραψε για τον κοσμοκράτορα μας Μεγαλέξανδρο η σπείρα των Δημητράδων, ο εραστής του Γιωργάκη Παπανδρέου, Γρηγόρης Βαλλιανάτος, παρουσίασε “πίνακα” όλων των διασήμων Ελλήνων στους οποίους απέδωσε τις δικές του ιδιότητες» (17.3.1993)

3.
Κάνω άουτινγκ για το μικρό μου πουλί, να ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι μικροτσούτσουνοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς η ψωλαρπάχτρα, αυτή που αρπάζει ψωλές στο άρπα-κόλλα, η αρπακώλα, είτε γυναίκα, είτε κόρη.

  1. Δεν πίστευε στα αυτιά του ο Παντελής αυτά που άκουσε. Ότι η Βούλα, αυτό το κοντοστούπικο, άσχημο, άβυζο κοριτσάκι, είναι γαμιάρα. Όπως δεν τον πίστευαν οι άλλοι ότι δεν είχε κάνει τίποτα με την αρπαψώλα Βούλα.
  2. ΣΚΑΡΦΑΛΩΣΕ ΣΤΗΝ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΜΟΥ ΜΟΥΝΑΡΑ ΚΑΙ ΦΑΤΗΝ! ΔΕΝ ΘΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙΣ ΝΑ ΤΗΝ ΓΛΕΙΦΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΠΙΝΕΙΣ ΤΑ ΨΩΛΟΧΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝ ΔΕΝ ΣΟΥ ΠΩ ΕΓΩ! ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΕΛΕΕΙΝΗ ΑΡΠΑΨΩΛΑ?» Τι να καταλάβω? Τι να πρωτονιώσω? Βρέθηκα ξαφνικά ανάμεσα στις μπουτάρες της να με έχει αρπάξει από το μαλλί και να τρίβει την μουνάρα της στην μούρη μου! (Αμφότερα από σάη για ενήλικες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεσβία, η τζιβιτζιλού, η πλακομούνα. Η γυναίκα που αντροφέρνει παραπάνω από το κανονικό, μερικές φορές όχι χωρίς αιτία.

Λέγεται και «αρσενίκω».

Πού πάς ρε μαλάκα, αυτή είναι αρσενικιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θηλυπρεπές άτομο αρσενικού γένους με τάσεις ανωτερότητας και υπερβολικής επιδειξιμανίας. Επίσης έτσι χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε άντρας προκαλεί, φορώντας γούνα και μεγάλα γυαλιά ενώ ταυτόχρονα αλείφεται με λάδι στην παραλία κατόπιν ολοκληρωτικής αποτρίχωσης με μηχανικά ή χημικά μέσα.

-Που πας μωρή αρχοντόπουστα;
-Α να χαθείς, εγώ είμαι καλύτερος από 'σένα και όπου θέλω πάω.

(από chrismegas, 01/03/11)Με όλο μου το σεβασμό προς τον εικονιζόμενο, νομίζω πως είναι ΤΟ παράδειγμα. (από joe909, 12/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος εξετάζεται εδώ ως ανήκων στην gay & lesbian κοινότητα.

Πρόκειται για έναν τρόπο να αυτο-οριστούν ερωτικά υποκείμενα, τα οποία δεν μπορούν ή δεν θα ήθελαν να μπουν ντε και καλά στις κατηγορίες γκέι, στρέιτ, ή και μπάι (και οι οποίοι επ' ουδενί δεν ταυτίζονται με το σύνολο της γκέι κοινότητας, αλλά είτε αποτελούν μέρος της, είτε ούτε καν).

Ο κυρίαρχος φαλλογοκεντρικός λόγος επιφυλάσσει για τους τοιούτους συμπολίτες μας ταμπελοποιήσεις, όπως οι ακόλουθες: α) Κρυφή. β) Μπάι. γ) Τα νέας κοπής μετρό, στρέι / stray και το κωστοπούλειο αγορίτσι.

Και τα τρία αποτυγχάνουν να αποδώσουν δικαιοσύνη στον αχαρτογράφητο ήρωά μας. Ως προς το πρώτο: Ο αχαρτογράφητος δεν αισθάνεται ανάγκη να βγει ντε και καλά με το στανιό από την ντουλάπα, γιατί μπορεί και να πει ντουλάπα μου είναι όλη η γη, κατά το χαλικούτειο τασάκι μου είναι όλη η γη. Ο αχαρτογράφητος αποδομεί το μέσα και το έξω της ντουλάπας διεκδικώντας μια ντουλαπική αχρωματοψία και θεωρώντας την σεξουαλικότητα ως ένα continuum το οποίο δεν μπορεί να αποδοθεί με μέσα και έξω. Αχαρτογράφητος, λοιπόν, με εμμονή στην κυριολεξία των ρηματικών επιθέτων σε -τος δεν είναι ο μη εισέτι χαρτογραφημένος α ποστεριόρι, αλλά ο α πριόρι μη δυνάμενος να χαρτογραφηθεί. Εδώ υπάρχει και μια διαφορά μεταξύ αγγλοσαξονικής και γαλλικής γκέι φιλοσοφίας. Στους πρώτους πανηγυρίζεται πολύ περισσότερο η έξοδος από την ντουλάπα και η κοινή γκέι στράτευση. Σε πολλούς Γάλλους (όχι σε όλους) κυριαρχεί αντιθέτως η άποψη του Michel Foucault ότι το να απαιτείται να βγεις από την ντουλάπα, για να σε δουν όλοι, είναι μία από τις μορφές ολοκληρωτισμού του πανοπτικού, στην οποία δεν υπάρχει κανένας λόγος να ενδώσει κάποιος. Οι Αγγλοσάξονες γκέουλες από την άλλη, κατηγόρησαν ότι αυτό το σκεπτικό συνετέλεσε μαζί με άλλους παράγοντες στο θέρισμα γκέι από AIDS στην εϊτίλα, μεγάλη κουβέντα βέβαια.

Ως προς την κατηγορία μπάι. Βασικό στοιχείο του αχαρτογράφητου (λ.χ. του ας πούμε άντρα) είναι ότι μπορεί να κάνει πολλά διαφορετικά πράγματα, όπως το να προκληθεί σεξουαλικά από μια γυναίκα και να κάνει σεξ μαζί της, αλλά εξίσου να προκληθεί και από ένα ωραίο αντρικό κορμί, και να δοκιμάσει μαζί του εναλλακτικό και εναλλασσόμενο σεχ είτε ως περσινός, είτε ως φετινός. Αντίστροφα, η γυναίκα λεσβία να γουστάρει κι έναν άντρα. Παραδοσιακά θα τους λέγαμε μπάι. Από την στιγμή, όμως, που ο ίδιος μεΓάλλος στοχαστής, ο Foucault, απο(σο)δόμησε την έννοια του μπάι, η τελευταία είναι αρκετά πασέ. Ο Foucault καταγγέλλει την έννοια του μπάι, ότι προϋποθέτει ένα δίπολο σχήμα με αυστηρές κατηγοριοποιήσεις μεταξύ γκέι και στρέιτ, και α ποστεριόρι ο μπάι είναι αυτός που συγκεντρώνει στο πρόσωπό του και τις δύο κατηγορίες. Όμως δεν υπάρχει κανένας λόγος για την δίπολη αυτή κατηγοριόποιηση in the first place. Ο Foucault διακρίνει χοντρικά τρεις μεγάλες εποχές στην Ιστορία της Σεξουαλικότητας ανάλογα με τις λέξεις που χρησιμοποιούνταν για το σεχ. Στην αρχαία Ελλάδα χρησιμοποιούσαν τον όρο ἀφροδίσια, στην χριστιανική περίοδο τον όρο σάρξ, και μόνο στη νεωτερική εποχή τον όρο σεξουαλικότητα. Μόνο ο τελευταίος όρος, που αποτελεί καθαρά νεωτερικό φαινόμενο, προϋποθέτει κατηγοριοποιήσεις ανθρώπων με βάση την σεξουαλική επιθυμία τους, ώστε να μιλάμε για στρέιτ, γκέι και μπάι. Ο μεν χριστιανικός όρος αφορά κυρίως στις πράξεις ή και σε επιθυμίες, αλλά χωρίς ουσιοκρατική κατηγοριοποίηση ενός τύπου γκέι ανθρώπου (ο σοδομισμός δηλ. θεωρείται ένας πειρασμός αμαρτίας κοινός για όλους τους ανθρώπους, και όχι για μία κατηγορία μόνο), για τους δε αρχαίους Έλληνες έννοιες όπως γκέι, μπάι και στρέιτ θα ήταν εντελώς ακατανόητες, αφού ο οποιοσδήποτε μπορούσε να ερωτευθεί και να επιθυμήσει το σώμα και την ψυχή οποιουδήποτε, και ο όρος ἀφροδίσια έπιανε τα πάντα όλα χωρίς διακρίσεις κατηγοριών.

Ως προς τον τρίτο τύπο ονοματοδοσιών. Είναι όντως πιο προχώ και το stray, που θα μπορούσε να αποδοθεί στα ελληνικά και ως αδέσποτος βγάζει και κάποιον αποφατισμό. Ωστόσο τα μεν αγορίτσι και στρέι σημαίνουν συμπερίληψη ήδη υπαρχουσών καλογραμμένων κατηγοριών, το δε μετρό μπορεί απλά να σημαίνει μια εμφάνιση και τίποτα παραπάνω.

Εν κατακαυλείδι, η λέξη αχαρτογράφητος έχει αρχίσει να παίζει και στην Ελλάδα ως ένα μέσο για να διεκδικήσει κάποιος/α αποφατισμό ως προς το μυστήριο των ἀφροδισίων (οι όροι σεξουαλικότητα ή και σεξ έχουν καταγγελθεί, όπως ανέφερα) και να αντισταθεί σε ένα ιμπεριαλιστικό κατηγοριοποιητικό βλέμμα εκ του πονηρού. Ο αχαρτογράφητος/η διεκδικεί το δικαίωμα να επιθυμεί και να σκιρτά στην θέα όμορφων κορμιών είτε είναι αντρικά είτε γυναικεία με την συμβατική έννοια είτε ό,τι.

Θα ήταν, λοιπόν, ασυνεπές με το πνεύμα του όρου να σκιαγραφήσω το συμπεριφοριακό προφίλ ενός αχαρτογράφητου. Ο εμμένων στον φαλλογοκεντρισμό αναγνώστης μπορεί να βρει τις πικάντικες λεπτομέρειες σε λήμματα όπως αγορίτσι, στρέι / stray και μετρό. Θα αναφερθώ, ωστόσο, σε μερικά σημεία των καιρών μας:

α) (Τελειω)μενάζ α τρουά. Ενώ το αναγεννησιακό (τελειω)μενάζ α τρουά, με το οποίο έχουμε γαλουχηθεί από τις τσόντες, μερικοί λογοτεχνικοί από εμάς και από τα μυθιστορήματα του Sartre και της De Beauvoir, περιλαμβάνει σχέση ενός άντρα με δύο μπάι θεόμουνα, σε πολλά σύγχρονα αφηγήματα, όχι κατ' ανάγκη πουστρομανιέρας, αλλά ίσως και πουστρονεωτερισμού βλέπουμε ένα μενάζ α τρουά νέας κοπής: Αυτό αποτελείται από έναν συνεσταλμένο, ομορφούλη άντρα τ. πουστρίγκος, συχνά κοντούλη, μία αρρενωπή γυναίκα και ένα τεκνό, είτε τύπου ήρωα ταινιών του Visconti, είτε σφ(υρ)ίχτερμαν. Το τεκνό είναι ο condilectus (= «ο συναγαπώμενος», όρος του σχολαστικού φιλόσοφου Richard de Saint-Victor για το απόγειο της αγάπης που είναι να μοιράζεσαι με τον άλλο την ίδια την δύναμη του να αγαπάς, με το να του δίνεις την ελευθερία να αγαπά ένα τρίτο πρόσωπο και να το συν-αγαπάς μαζί του, διαρρηγνύοντας τον όποιο εγωισμό διατηρείται στην δυαδική κατοπτρική σχέση). Τέτοια σκηνικά βλέπουμε συχνά στις ταινίες του Gregg Araki και του Xavier Dolan. Ένας συναφής όρος της γκέι κουλτούρας είναι το συνεργός στο έγκλημα (partner in crime) που περιγράφει την φιλία ενός γκέι και μιας λεσβίας, που κάνουν μαζί ερωτικές εξορμήσεις, διηγούνται ο ένας στον άλλο τα ερωτικά τους κατορθώματα δίκην Liaisons Dangereuses, ενίοτε δε παίζει και η φάση λεσβιτρίνας. Ορισμένοι παρουσιάζονται και ως ζευγάρι και για να υιοθετήσουν παιδί, που μετά το μεγαλώνει είτε η λεσβία με την φίλη της, είτε ο γκέι με τον δικό του.

β) Ένα είδος γκέι ή, ας πούμε, αχαρτογράφητου νέας κοπής, είναι αυτός που μπορεί να σου μιλήσει και για γκόμενες, να εκφραστεί και ενθουσιαστικά για διερχόμενο μεναγκό, όπως και να μιλήσει πολύ για στρατό, νταηλίκια κιέτσ' διατηρώντας όμως παράλληλα όλην την χάρη μιας έφηβης νεράιδας (που λέει κι ο Βράστα). Για να το θέσω μεταμοντερνιάρικα, το σημαντικό εν προκειμένω είναι το βλέμμα. Όπως μου επεσήμανε ο Jeanoir σε συζήτηση, ο άντρας ο σωστός έχει ένα ράθυμο βλέμμα, ενώ το σπινθηροβόλο, εξονυχιστικό, παν-παρατηρητικό, συναισθανόμενο βλέμμα προσιδιάζει συχνά σε άντρες που έχουν αναπτύξει περισσότερο τις θηλυκές πτυχές τους. Τώρα ο συγγραφέας Michel Houellebecq επιχειρεί με κάποιους ήρωές του μια σύνθεση. Ο Ουελμπεκιανός ήρωας είναι συχνά ένα ισχνό, κοντούλικο, ευαίσθητο και μελαγχολικό αγόρι, που σε άλλες εποχές θα αποτελούσε έναν ιδανικό πουστρίγκο. Πλην στο Παρίσι των 00'ς, επειδή μπορεί αναδεικνύεται σε μεγάλο γυναικοκατακτητή, καθώς οι γυναίκες, κατά Houellebecq θέλουν ένα πράγμα μόνο, «ένα παθιασμένο βλέμμα πάνω τους». Το παθιασμένο βλέμμα αυτό, ο αχαρτογράφητος ήρωάς μας το διαθέτει, και τον καθιστά ακαταμάχητο, πλην όχι απαραιτήτως γαμιά, καθώς η κατάθλιψη αποτρέπει τις καλές στύσεις. (Ωστόσο, οι γυναίκες είναι τόσο τρελαμένες μαζί του, που του δίνουν προθύμως φιλί της ζωής για να υπερβαθεί το πρόβλημα της αντιστυτικής κατάθλιψης).

γ) Οι αχαρτογράφητοι θάλλουν στην Ιαπωνία και αποκαλούνται ojo man. Παραθέτω αποσπάσματα από το πολύ ενδιαφέρον άρθρο εδώ. Κατ' αρχήν στην Ιαπωνία έχει λυθεί η έρις περί το καπάκι της τουαλέτας, που μας έχει απασχολήσει και στο σάη μας: «Ποσοστό μεγαλύτερο από το 40% των ενήλικων αντρών στην Ιαπωνία κάθεται στη λεκάνη της τουαλέτας για να ουρήσει! Τη λύση στο πρόβλημα έδωσε μια άλλη εταιρεία, η House Doctor, που κατασκεύασε το Angel's Knee Pillow, ένα σκαμπό που εφαρμόζεται στη λεκάνη και επιτρέπει στο χρήστη να γονατίζει σε απόσταση ασφαλείας για να αποφύγει το γνωστό πιτσίλισμα, αδιάψευστο δείγμα αντρικής παρουσίας στο σπίτι». Οι ojo men «έχουν χαρακτηριστεί «μετροσέξουαλ χωρίς την τεστοστερόνη» ή, «ίμο χωρίς τον συναισθηματισμό». Τους αποκαλούν στα γιαπωνέζικα «ότζο-μαν», δηλαδή «άντρες-κουκλίτσες», και «σοσόκου-ντάνσι», δηλαδή «χορτοφάγους άντρες» - όρος που εισήγαγε το 2007 μία αρθρογράφος για θέματα μάρκετινγκ, η Μάκι Φουκασάουα, αντιδιαστέλλοντάς τον με τον όρο «σαρκοφάγοι άντρες», ο οποίος αφορά τους παραδοσιακούς άντρες που κυνηγούν τις σαρκικές απολαύσεις (στα ιαπωνικά το σεξ αποδίδεται ως «σαρκική σχέση»)». Οι ojo-men έχουν επιδράσεις και από την χορτοφαγία του Βουδισμού, και από την αισθητική των Manga.

Να κλείσω το ούμπερ-σεντόνι με δυο αγαπημένες ατάκες αγαπημένων στοχαστών: «Στην χριστιανική εποχή ο σοδομίτης ήταν μια έκπτωση στην αμαρτία, ενώ στη νεωτερική περίοδο ο ομοφυλόφιλος γίνεται ένα είδος. [...] Οι ψυχίατροι του 19ου αιώνα τους εντομολογούν δίνοντάς τους παρδαλά βαφτιστικά ονόματα: Υπάρχουν οι επιδειξιομανείς του Lasègue, οι φετιχιστές του Binet, οι ζωόφιλοι και ζωεραστές του Krafft-Ebing, οι αυτο-μονοσεξουαλικοί του Rohleder. Θα υπάρξουν ακόμη οι μιξοσκοπόφιλοι, οι γυναικόμαστοι, οι πρεσβυόφιλοι, οι σεξοαισθητικοί και οι δυσπαρευνικές γυναίκες. Όλα αυτά τα ωραία ονόματα αιρέσεων παραπέμπουν σε μια φύση, η οποία θα ξεχνιόταν τόσο ώστε να ξεφύγει απ' το νόμο, αλλά θα θυμόταν τόσο τον εαυτό της, ώστε να συνεχίσει να παράγει είδη, ακόμη κι εκεί, όπου δεν υπάρχει καμία τάξη» (Michel Foucault, Histoire de la Sexualité I. La volonté de savoir, Gallimard, Paris 1976, σ. 59-60). «Το Κακό δεν είναι ο μη σεβασμός του ονόματος του Άλλου, είναι πολύ περισσότερο η βούληση να κατονομάσουμε με κάθε τίμημα» (Alain Badiou, Από το Είναι στο Συμβάν, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2009, σ. 64).

  1. - Δεν σε καταλαβαίνω ρε φίλε... Πηδιέσαι με την πουτανοσκουφίτσα το Τζενάκι, που είναι και γαμώ τα νυμφίδια, αλλά μου λες κι ότι καυλώνεις με τον σφίχτερμαν συγκάτοικό σου στην φοιτητική εστία. Τελικά τι είσαι, γκέι ή στρέιτ;
    - [Σοβαρό θιγμένο ύφος:] Θα προτιμούσα να βλέπω τον εαυτό μου ως αχαρτογράφητο.

Μερικά παραδείγματα από Νέτι που δεν αποδίδουν τον ορισμό, αλλά είναι συναφή:

  1. Ψηλοτάκουνα αθλητικά παπούτσια για άντρες; Αντρικές φούστες; Γυναικεία σκουλαρίκια, δαχτυλίδια και κολιέ, συνδυασμένα με γυναικείες τσάντες, ζώνες και λοιπά αξεσουάρ να στολίζουν αντρικά σώματα; Ολο και συχνότερα τον τελευταίο καιρό στους δρόμους του Τόκιο κυκλοφορούν νέοι άντρες με εμφάνιση κλεμμένη από τη γυναικεία γκαρνταρόμπα. Θα τους δεις στη Harajuku, τη χιπ και τουριστική περιοχή με τα πολλά καταστήματα μόδας και τις μπουτίκ νέων σχεδιαστών, όπου το unisex βασιλεύει, ή λίγο πιο πέρα, στην Daikanyama, την καινούργια περιοχή των οίκων μόδας, που δεν έχει ακόμα κατακλυσθεί από τουρίστες.
    Η νέα τάση αποτελεί μια εκκεντρική ματιά στην αντρική μόδα, την οποία υιοθετούν οι λίγοι μυημένοι και τολμηροί, πιάνει όμως και το σφυγμό μιας νέας εποχής στην Ιαπωνία. Σε μια κοινωνία παραδοσιακή ως προς το ρόλο των δύο φύλων, όλο και περισσότεροι νέοι άντρες αποκηρύσσουν το παραδοσιακό πρότυπο αντρικής ταυτότητας. Αν και λίγοι ακόμη θα φορέσουν αντρική φούστα, πολλοί θα περιποιηθούν τα φρύδια τους, θα διαλέξουν περίτεχνα χτενίσματα και θα φορέσουν εξεζητημένα αξεσουάρ. [...] Οχι τυχαία, οι περισσότερες αναλύσεις έχουν γραφτεί από ειδικούς του μάρκετινγκ, που ανακάλυψαν ένα νέο, αχαρτογράφητο και πολυπληθές τάργκετ γκρουπ. (Manga βγήκε για σεργιάνι).

  2. Ποια είναι γυναίκα, ποιος είναι άνδρας, και πόσος «χώρος» αχαρτογράφητος ακόμη υπάρχει ανάμεσα σε αυτές τις έννοιες όταν τον Δεκέμβριο του 1980 η Στανισλάβα Βαλασίεβιτζ έπεφτε νεκρή στη διάρκεια ανταλλαγής πυροβολισμών μεταξύ ληστών και αστυνομικών στο Κλίβελαντ του Οχάιο, η έκπληξη δεν ήταν για το πώς γίνεται μια 69χρονη να είναι συνεργός σε ένοπλη ληστεία, ούτε για το ότι η γυναίκα αυτή ήταν κάτοχος ολυμπιακών μεταλλίων, παγκοσμίων επιδόσεων στα 100 μέτρα και επίλεκτο μέλος της αμερικανικής κοινωνίας, αφού είχε πάρει την υπηκοότητα το 1947. Η τότε κοινωνία ταράχτηκε από τις πληροφορίες που διέρρευσαν, προφανώς μετά τη νεκροψία, ότι η παλιά αυτή αθλήτρια είχε ανδρικά γεννητικά όργανα. Τι έκπληξη! Και το χρυσό και το αργυρό μετάλλιο το 1932 και το 1936 λοιπόν που είχε πάρει και οι παγκόσμιες επιδόσεις και οι επίσημες αναγορεύσεις της σε αθλήτρια της χρονιάς θα έπρεπε όλα να ακυρωθούν και να ψάχνουν ποιες άλλες ήταν πιο δίκαιο να τα έχουν πάρει; (Lesbian bi mafia).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα χαρακτηρισμού προς ομοφυλόφιλους άντρες, το οποίο δηλώνει ότι λόγω της μεγάλης πίσω οπής τους, θα βούλιαζαν μέσα στο νερό.

- Δες το Τάσο πώς κουνιέται ρε!
- Καλά, αυτός βουλιάζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἀκρωνύμιο τῶν λέξεων Γαμᾶμε ,τι Βροῦμε κτὸς Πούστηδων.

Στὴ δεκαετία τοῦ ᾿60 στὸ Κολλέγιο Ἀθηνῶν ὑπῆρξε σύλλογος (ἄτυπος φυσικά) μαθητῶν μὲ τὸν τίτλο αὐτόν. Ὁ ΓΟΒΕΠ ὑπῆρξε ἀντίπαλος τοῦ ἄλλου «συλλόγου» τοῦ ἰδίου σχολείου, μὲ τίτλο ΓΟΒ (ἡ ἑρμηνεία περιττεύει). Ὁ ΓΟΒΕΠ ἦταν ἐξ ὅσων γνωρίζω πολυπληθέστερος τοῦ ΓΟΒ.

Πρβλ. καὶ σαβουρογάμης

- Μαλάκες, μετὰ τὸ φαγητὸ θὰ συνεδριάσῃ ὁ ΓΟΒΕΠ. Ἔχουμε νέο μέλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(... ο λόγος το λέει, έτσι;)

Παθητική φωνή του γαμάω, βλ. ορισμό. Επίσης πρβλ. την μεγάλη (αλλά όχι πλήρη) καταχώρηση του Τριανταφυλλίδη. Παρακάτω συμπεριλαμβάνω τόσο σλανγκ όσο και μη σλανγκ σημασίες, για λόγους πληρότητας.

γαμιέμαι

1. Πρώτον και κύριον, κάνω σεξ δεχόμενος /-η διείσδυση. Κάνω σεξ με ρόλο παθητικό, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό στο μυαλό του καθένα που χρησιμοποιεί το ρήμα.

i. - Α, φιλενάδα, εμένα όταν γαμιέμαι μου αρέσει να μου χαϊδεύει το στήθος και να με τραβάει από τα μαλλιά...
- Πώς δηλαδή;

ii. - Μπαίνω μέσα και τον πιάνω να γαμιέται με τον κολλητό του!
- Ουγκχ... Ε τον Μπάμπη...Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια...

iii. - Στις τουαλέτες του Skandinavik έχω κάνει αμαρτίες εμένα που με βλέπεις...
- Μωρή! Γαμήθηκες σε τουαλέτα;
- Όχι, αλλά κάτι τσιμπουκάκια τά ’χω πάρει...

2. Κάνω σεξ ασχέτως «ρόλου», τόσο για άντρες ή γυναίκες, ετεροφυλόφιλους ή ομοφυλόφιλους. Κυρίως στον πληθυντικό.

- Μ’ αυτήν την γυναίκα την είχα καταβρεί, ίσως ήτανε χημεία, δεν ξέρω. Γαμιόμασταν συνέχεια και γουστάραμε, πέντε λεπτά να μας άφηνες, θα ορμούσαμε ο ένας στον άλλο. Ήταν μια περίοδος που κλεινόμασταν στο σπίτι και βγαίναμε μόνο για προφυλακτικά.

3. Έχω μια σεξουαλική σχέση με κάποιον ή κάποια. Η νοηματική έμφαση στο σεξ ενίοτε υποχωρεί, κυρίως όταν μιλά κάποιος σαν αντικειμενικός παρατηρητής. Τότε σημαίνει απλώς την «ερωτική» σχέση δύο προσώπων, οπωσδήποτε και σεξουαλική, αλλά όχι μόνο. Η εξειδίκευση και ο τυχόν ηθικός χρωματισμός που προσδίδει ο ομιλών διακρίνεται στα συμφραζόμενα (συν/μο: τραβιέμαι).

i. - ... την περιπτερού έμαθα ότι τότε την πηδούσε ένας σερβιτόρος απ’ το μπαράκι απέναντι, αλλά μετά τους έπιασε στα πράσα η γκόμενά του και το διαλύσανε. Τώρα γαμιέται μ’ ένα μυστήριο τυπάκι με ένα μπλε Λαγκούνα και...
- Τι μπλε λαγκούνα και μπλου λαγκούν! Πού νοίκιασες σε ρώτησα, όχι τα σεξουαλικά της γειτονιάς σου!

ii. - Την πρώτη μου δουλειά έτσι την είχα πιάσει, επειδή ο φάδερ μού ’κοψε το χαρτζηλίκι.
- Γιατί;
- Ε, τότε γαμιόμουνα με μία από το φιλοσοφικό και είχα γράψει εξεταστικές και βιβλία στ' αρχίδια μου...

iii. - Για πες, στην πολιτική δικονομία με ποιον να κάτσω για αντιγραφή;
- Ή με τον Μπονάντζα, ή με την Μαίρη, και οι δυο δυνατοί είναι.
- Ποια Μαίρη, την ψηλή;
- Όχι την ψηλή, την άλλη, αυτήν που γαμιέται με τον Γιώργο τον πασπίτη.
- Α, οκ.

4. Είμαι άντρας ομοφυλόφιλος, είμαι πούστης, κυρίως ως επισήμανση μεταξύ τρίτων για τον σεξουαλικό μου προσανατολισμό.

- Αυτόν τον Χαρίλαο πώς τον κόβεις, γαμιέται;
- Το σηκώνει το σακάκι, χαλαρά.

5. Ξηγιέμαι σκάρτα. Αθετώ υπόσχεση. Δεν ανταποκρίνομαι σε δικαιολογημένες προσδοκίες. Εμφανίζω καταστροφικά προβλήματα (ιδίως για άψυχα).

i. - Λοιπόν, εγώ από βδομάδα θα λείπω, να ξέρεις...
- Τώρα γιατί γαμιέσαι; Πήρα εγώ ποτέ άδεια σε τέλος εξαμήνου; Όλες τις εγγραφές εγώ θα τις κάνω δηλαδή;

ii. - Να σου πω, δεν την κάνεις την μετακόμιση το άλλο σουκού γιατί μου βγήκε μια δουλίτσα;
- Μη γαμιέσαι, αφού μου τα μιλήσαμε. Ή μιλάμε ή κλάνουμε. Έχω ήδη κανονίσει με το φορτηγό, τι θα τους πω τώρα;

iii. - Το βράδυ πάμε για κάνα ποτάκι;
- Άρχισες τα δικά σου ρε υποσχεσάκια; Αφού πάλι θα γαμηθείς και θα την κάνεις με ελαφρά πάνω στο καλύτερο...

iv. - Να φέρω ταινιούλα να δούμε σπίτι σου;
- Άσε καλύτερα γιατί το πισί μου γαμιέται συνέχεια, μια το ντιβιντί, μια η κάρτα γραφικών, σου σπάει τα νεύρα.

6. Ιδίως σε στιγμιαίους χρόνους: ξεκωλώνομαι, παρουσιάζω μεγάλη κωλοφαρδία σε μια κατάσταση, στέκομαι ιδιαίτερα τυχερός.

- Πώς πάει το παιχνίδι;
- Ε πώς να πάει, γαμηθήκανε στα τρίποντα οι άλλοι, νταμπλ-σκορ μας έχουνε...

7. Υβριστικά, χωρίς κυριολεκτική σημασία (όπως όλες οι βρισιές). Η ευρεία διάδοση της χρήσης αξίζει μιας μικρής ανάλυσης:

i. Στην προστακτική, συνήθως ακολουθώντας επιφώνημα. Βλ. άι γαμήσου, άντε και γαμήσου.

- Πού ’ν’ τα δελτία ρε σκουλήκι;
- Άντε γαμήσου ρε λαχαναγορίτη, μπινέ.

ii. Στην οριστική ενεστώτα.

- Για μίλα ρε σκατόφλωρε να δούμε πώς μιλάς!
- Γαμιέσαι ρε μουνί!

iii. Σε δευτερεύουσα τελική πρόταση, εξαρτώμενη από ρήμα κίνησης.

- Εγώ πάντως πιστεύω ότι μπορούμε να τα βρούμε και...
- Να πα’ να γαμηθείς! Δεν έχουμε να βρούμε τίποτα.

iv. Σε παγιωμένες φράσεις: δε γαμιέσαι (λέω ’γω);, δε γαμιέσαι να κάνεις καριέρα;, δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσεις;, άντε γαμήσου ρε να βγάλεις όνομα, γαμήσου παραπέρα, ιά και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου και φέρε μου τα ρέστα, τράβα γαμήσου και φέρε μας και τις εισπράξεις, όταν γαμιέσαι κουνιέσαι;.

8. Εξαντλούμαι, εξουθενώνομαι, καταταλαιπωρούμαι από κάτι. Παθαίνω ζημιά. Συντρίβομαι ψυχολογικά.

i. - Γιατί είσαι έτσι ψόφιος;
- Γαμήθηκα όλη μέρα στους δρόμους να βρω φορτιστή γι’ αυτήν μπαχατέλα.

ii. - Γεια χαρά, τι κάν-
- Αυτά τα pivot tables στο excel πώς στον πούτσο γίνονται; Έχω γαμηθεί από το πρωί, έχει πάει έντεκα και αύριο υποτίθεται ότι έχω παρουσίαση. Τα νεύρα μου, τα χάπια μου κι ένα ταξί να φύγω...

iii. - Μού ’βαλε ο εγκληματίας νοθευμένη βενζίνη και γαμήθηκε ο κινητήρας, βγήκε τελείως οφ.

iv. - Φίλος πάρε ένα μπουκαλάκι κι έλα από ’δω...
- Όπα ρε, ηρέμησε. Τι παίχτηκε;
- Εκεί που καθάριζα όμορφα κι ωραία τα ντουλάπια μου, βρήκα ένα άλμπουμ με φωτογραφίες της... Γαμήθηκα...

9. Αφοσιώνομαι σε κάτι με εντατικούς ρυθμούς, τρέχω με κάτι. Φτάνω στην υπερβολή με κάτι.

i. - Τι κάνεις αυτήν την περίοδο;
- Τίποτα φίλε, γαμιέμαι στην δουλειά, έχω μπει στο τριπάκι και γουστάρω αλύπητα.
- Μαζόχα...

ii. - Με τα φωτοβολταϊκά που έλεγες εντάξει;
- Μπα, ακόμα γαμιέμαι με τις προθεσμίες και τα κωλοδικαιολογητικά.

iii. - Πώς περάσατε χθες;
- Άστα, κωλοτρυπίδι έγινα, πάλι γαμηθήκαμε στα σφηνάκια με τους άλλους τους κοπρίτες...

10. Σε φράσεις (μη υβριστικές):

i. Λεξικογραφημένες στο slang.gr: Δε γαμιέται / να πα να γαμηθεί / δεν πα να γαμηθεί, γαμιέται ο Δίας, δε γαμείς που δε γαμείς, δε γαμιέσαι να γαμήσουμε κι εμείς;, εκεί που γαμιούνται οι αράχνες, υπόθεση γαμιόμαστε, οικογένεια γαμιόμαστε, χανόμαστε - γαμιόμαστε ένα και το αυτό, τώρα γαμιέσαι χαίρεσαι, στην γέννα θα τα πούμε / γαμιέσαι κόρη χαίρεσαι, μα θα 'ρθει η γέννα και θα δεις, μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι / κι οι Βλάχοι ή έμαθαν που γαμιόμαστε μας ήρθαν κι απ’ τη Σάμο / κι απ’ τη Χίο.

ii. άι γαμήσου!: Έκφραση κατάπληξης μπροστά σε κάτι που μας αφηγούνται (συν/μο: άι στο διάλο!). Ενίοτε και ειρωνικά.

a. - Τά ’μαθες για τον τμηματάρχη; Τον παίρνει!
- Ά(ει) γαμήσου!
- Εγώ όχι, αυτός στάνταρ.

b. - Εσύ τό ’ξερες ότι ο Σούπερμαν είναι ο Κλαρκ Κεντ;
- Άι γαμήσου! Σοβαρά;

Τέλος, βλ. και: τραβογαμιέμαι, γαμημένος, κακογαμημένη, στραβογαμημένη, ναι το γαμημένο, γαμιοντουστάντενε.

11. Στον πληθυντικό και σε στιγμιαίους χρόνους: μετέχω σε συμπλοκή, φραστική ή με χειροδικίες, από την οποία κανείς από τους συμμετέχοντες δεν βγαίνει αλώβητος. Εκδηλώνω οργή με αφορμή μια διαφορά μου με άλλον και σκοπό την εκτόνωσή μου, τον εκφοβισμό του άλλου και την οριοθέτηση των θέσεων που δεν σκοπεύω να εγκαταλείψω. Συνήθως σαν απειλή και μάλιστα ακολουθούμενο συχνά από τον τοπικό προσδιορισμό «εδώ μέσα».

i. Από εδώ:
- Βγάλε τη μούρη μου από τα αβατάρ Αλέξανδρε μη γαμηθούμε εδώ μέσα!
- Σπόρε το έχω τρία χρόνια τώρα δε θα το αλλάξω επειδή σου τη βάρεσε. Άντε στη μανα σου τώρα.

ii. Από εδώ:
Η υπομονή μας τελείωσε. Να κόψουν το λαιμό τους και να παίξουν μπάλα. Άντε μη γαμηθούμε καμιά ώρα.

Σ.σ: Γαμήθηκα να τον φτιάξω τον ορισμό, μη γαμηθείτε. :-D

Θεόδωρος Πάγκαλος, "Δε γαμιέσαι πρωί-πρωί". (από patsis, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified