Παίζει ευρύτατα ως (λανθασμένη) κλητική του «φίλος», αντί για το «φίλε», με αρνητική τε και θετική σημασία.

Επ, τι έγινε φίλος;

Βλ. και φίλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αιτιατική πτώση, πληθυντικού αριθμού του οριστικού άρθρου ο, η.

Αντί των: *τους *ή ***τις***.

  1. Από τσι πούστηδοι, τι περιμένεις.

  2. Θα πάμε εκεί μι τσ' άντριδοι.

  3. Έμπλεξα με τσι πουτάνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει πιάσε. Στον αόριστο τον τσάκωσαν σημαίνει τον έπιασαν ή αλλιώς τον κάναν τσακωτό.

  1. Τσάκω δύο Johnnie Walker.

  2. Τσάκω ένα πακέτο τσιγάρα.

Τσάκω την τσαπού (ποδανιστί) (από Khan, 19/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια από τις γειώσεις της καθομιλουμένης: όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι είναι οριακή η ικανοποίηση που αντλούμε από κάτι (κατάσταση / αντικείμενο / πρόσωπο / χώρο κλπ), χρησιμοποιούμε το τρίτο ενικό της παθητικής φωνής στο ρήμα που το χαρακτηρίζει.

Εξαιρείται το «παίζεται».

  1. - Ωραία γκόμενα; - Συμπαθητική... Βλέπεται.

  2. - Καλή η μπουγάτσα;
    - Νταξ, τρώγεται.

  3. - Καλή η νέα σου δουλειά;
    - Υποφέρεται.

κλπ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικο ισοδύναμο του λοιπόν.

Το λεπόν μαζευόμαστε όλοι και την κάνουμε για μπαρότσαρκα.

Le pont, γαλλιστί. (από Vrastaman, 29/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς η γερμανική, η αγγλική γλώσσα, κλπ.

  1. - Το μιλάς το εγγλέζικο;
    - Τσατ πατ, κάτι πιάνω.

  2. Στη Ρόδο:
    - Άσε τις γκόμενες επάνω μου, τό 'χω το γαλλικό.

(από iwn, 19/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μολονότι κοντινό ως προς το μάγκικο ύφος και ήθος με τα τελέρε ...; δεμελέρε, το τιθέρε; (από το «τι θες ρε;») διαφέρει ως προς το εκφραζόμενο συναίσθημα και τη διάθεση του χρήστη: εκφράζει βιασύνη, ένταση και τσαμπουκά μάλλον, παρά νωχελιμοσύνη, χαλάρωση και οικειότητα.

Από την άλλη, και το «τιθέρε», με τη συντομία του, ενέχει την πρόθεση να τελειώσει το γρηγορότερο δυνατό η διατάραξη, ώστε να αποκατασταθεί και πάλι η ομαλότητα της νωχελίμοσύνης και αδράνειας.

Λέγεται βέβαια και σε γνήσιους τσαμπουκάδες.

Η προφορά στην πρώτη συλλαβή παίζει, άλλοτε «τι» και άλλοτε «τε».

α) ....
- Eε, τιθέρε μαλάκα... φερ' την κοακόλα ρε καραγκιόζη...
- Κατέβασε ρε μαλάκα τα παπούτσια απ' τον καναπέ...
- Ρε φερ' την κοακόλα μησεαμήσω...

β) Tιθέρε μάγκα; φασαρία θες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι ιταλικά μάθαμε από το mediterraneo, τους τουρίστες στην Ίο, και τα ιταλικά εστιατόρια.

Όλοι μας ξέρουμε τα «κάτσο», « βά φα κούλο», «ίο πουτάνα», «σαλάτα ντι βέρντε», «τζελάτο λιμόνε», «σκούζι», «αμορε μίο», «μποτζόρνο» κ.α στον προφορικό λόγο, αλλά δεν το παίζουμε και γλωσσομαθείς... Μόνο ο greek kamaki το κάνει αυτό, μπας και ρίξει όποιο θηλυκό δεν μιλάει ελληνικά.

2 φίλοι στο παγωτατζίδικο (που λόγω σαιζόν έχει ιταλίδα υπάλληλο):
- Άντε ρε, πες της κάτι από αυτά τα τηλεγραφικά ιταλικά που ξέρεις...
- Αlora, voglio crema fragola e limone.
- Τι παγωτά και πράσιν' άλογα κορίτσι μου, Τι να σου πω κούκλα μου... Δεν αφήνουμε τα παγωτά και να πάμε κάπου να σε γλύψω... Τι να λέμε τώρα, έχω πάθει πλάκα!

βλ. και me you bed

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όλο θέμα ξεκινά σε παλαιότερες εποχές, με την κατάργηση της δοτικής, οπότε και γεννιέται η ανάγκη να βρεθεί νέα λύση εκεί που μέχρι πρότινος χρησιμοποιούταν η συγκεκριμένη πτώση. Έτσι, καθημερινές φράσεις, όπως π.χ. το «λέγεις μοι», παύουν να υφίστανται και η γλώσσα αναζητά έναν νέο τρόπο έκφρασης.

Στην Βόρειο Ελλάδα προτιμήθηκε η αιτιατική ενώ στην Νότιο Ελλάδα η γενική για να δώσουν (σε νεώτερα ελληνικά) «με λες» και «μου λες», αντίστοιχα. Και οι δύο αυτοί τύποι είναι σωστοί καθώς χρησιμοποιούνται κανονικότητα μέσα στους αιώνες από τους Έλληνες. Κατά μίαν άποψη η αιτιατική είναι πιο κοντά στην δοτική οπότε, όσο παράξενο και να ακούγεται, ο βορειοελλαδίτικος τύπος (με λες) θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι πιο δικαιολογημένος.

Ο βασικότερος λόγος που σήμερα η σύνταξη με γενική θεωρείται ορθότερη (μου λες), είναι μάλλον επειδή η Νότιος Ελλάδα απελευθερώθηκε πρώτη και η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε στο νέο κράτος ήταν αυτή που μιλούσαν σε εκείνα τα μέρη. Σήμερα, ειδικά μέσω των μέσων μαζική ενημέρωσης, έχει καθιερωθεί γενικότερα ο τύπος με την γενική. Το βέβαιο είναι πως έχει περάσει στο υποσυνείδητό μας ως ο ορθός τρόπος, αν και αυτό όπως είδαμε δεν στέκει πραγματικά.

Παρεμπιπτόντως, δυο από τους λογοτέχνες που έχουν γράψει με τον συγκεκριμένο τρόπο είναι ο Κώστας Π. Καβάφης και ο Αθανάσιος Χριστόπουλος. Ας μην ξεχνάμε το εξής σημαντικό: οι νοτιοελλαδίτες, που εκφράζουν τη δοτική μέσω γενικής λέγοντας «θα σου πω κάτι», «θα της δώσω κάτι», στον πληθυντικό διαπράττουν ακριβώς το «σφάλμα» που καταλογίζουν στα εκ Βορρά αδέλφια τους, και λένε: «θα σας πω κάτι», «θα τους δώσω κάτι». Χρησιμοποιούν δηλαδή αιτιατική! Επομένως, καθαρά από απόψεως ομοιογένειας, τα βόρεια ιδιώματα είναι πιο συνεπή διότι χρησιμοποιούν αιτιατική και στον ενικό και στον πληθυντικό.

- Και με λέει ότι δεν σε έδωσε το κινητό της.
- Τι να με πει και αυτή ρε, πλάκα σπας;

Δες ακόμη: σελεμελές / σελεμελού, θεσσαλονικιώτικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για εναλλακτική προστακτική του σκύβω.

Παιδία, λέγαμε σγούψε στους φρεσκοκουρεμένους συμμαθητές μας πριν τους δώσουμε το απαραίτητο σκαμπιλάκι.

Με την απώλεια της αθωότητας που επιφέρει ο μπαμπέσης χρόνος, το σγούψε ευλογημένε/η μοιραίως αποκτά σεξουαλική χροιά.

  1. Α ΚΑΙ ΠΡΙΝ ΦΥΓΕΙΣ... ΣΓΟΥΨΕ ΑΛΛΗ ΜΙΑ... ΦΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΠΠΠΠΠΠΠΠΠΠΠ.

  2. «Και τώρα οι δυο μας. Σγούψε να σ' τον γκαγκώσω». «Βρε λύσσα κακιά!».

  3. Σγούψε ευλογημένη, στριμώξου για την «ιερή ταπείνωση».

(Από διάφορες φοράδες.)

βλ. και σκύψε ευλογημένη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified