Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ιδιαίτερη κατηγορία γυναικών με ιδιαιτέρως μικρό στήθος (το επονομαζόμενο και «πλάκα») και με οπίσθια που δεν γεμίζουν ακριβώς το παντελόνι.

- Το είδες το Τζενάκι; Κουκλί μονάχο!
- Καλή φάτσα, δε λέω, αλλά αβύζου και ακώλου γωνία ρε παιδάκι μου.

Βλ. και κόντρα πλακέ, αβυζαλέο, το.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακόμα + ρήμα στον ενεστώτα

Έκφραση για να δηλώσουμε, μέσω ειρωνείας, παράπονο ή και κριτική για την αθέτηση μιας υπόσχεσης ή μιας παροχής που μας οφειλόταν. Πολύ συχνά πρόκειται για υποσχέσεις για τις οποίες μας είχαν διαβεβαιώσει ξανά και ξανά ότι θα τηρηθούν, πριν τελικά το πάρουμε απόφαση ότι αυτό δεν θα γίνει.

Πιθανολογώ ότι από εκεί βγήκε και η έκφραση: ο υποσχεσάκιας επαναλαμβάνει «έρχομαι, έρχομαι», υποτίθεται σήμερα το απόγευμα, αύριο πρωί-πρωί, μες στο σουκού, από Δευτέρα κλπ, ώστε κάθε δεδομένη χρονική στιγμή μπορείς να πεις ότι «ακόμα έρχεται».

Βλ. και ο Χ για Υ πήγε και Υ έγινε. Επίσης βλ. και ποιον πρέπει να γαμήσω, στο Βιλαμπάχο ακόμα τρίβουν.

  1. Από εδώ:

εμείς κάναμε ΤΡΕΙΣ μήνες να πάρουμε το καροτσάκι, το καθισματάκι ακόμα ερχεται, τους το άφησα και εγώ αμανάτι και το παρήγγειλα από το νετ και ευτυχώς το έχω

  1. Από εδώ:

- Έχω δοκιμάσει να αλλάξω μπαταρία και να κάνω αυτό με τι μίζα και τα 10 δευτερόλεπτα αλλά τίποτα.
- Εγώ ξέρω τι πρέπει να κάνεις,αλλά δεν σου λέω,γιατί ακόμα έρχεσαι να μου φτιάξεις το κομπιούτερ.

  1. Από εδώ:

οι μόνες φιγούρες που μου έμειναν. μάλιστα τον he-man τον αγόρασα από παλιό κατάστημα μεταχειρισμένο πριν ένα μήνα. ο ξάδερφος μου ο χρήστος δανείστηκε παλιά το δίδυμο της φωτογραφίας και ακομα μου τα επιστρέφει!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμότατα αόριστη έκφραση-καραμέλα της καθομιλουμένης, που χρησιμοποιείται για να πει κανείς με κοινωνική κομψότητα, ότι κάτι δεν πρόκειται να γίνει ποτέ.

Ομοίως: (νταξ / θα δούμε / θα το κανονίσουμε / κάπως θα γίνει / ε-τελείωσε / στάνταρ / έγινε / θα τα βολέψουμε / μη σε νοιάζει / θα τα βρούμε / το 'χω / γκαραντί / ακούμπα πάνω μου κλπ) = αρχίδια.

Όσο δε περισσότερες αοριστολογίες χρησιμοποιούνται, τόσο πιο φλου η συνεννόηση και η πραγματοποίηση των λεγομένων όλο και ξεμακραίνει, σαν αερόμπαλα που την πήρε το κύμα (Σ.Σ. εδώ υπάρχει πόνος)...

Π.χ. βαθμηδόν:

Α. Άμα είναι, θα περάσω να σε πάρω με το αμάξι (= και μπορέλι).
Β. Άμα είναι, να κανονίσουμε, να σε πάρω με το αμάξι (= δεν το κόβω).
Γ. Άμα είναι, θα σε πάρω τηλέφωνο, να κανονίσουμε, να σε πάρω με το αμάξι (= ναι αμέ).
Δ. Άμα είναι, θα σε πάρω τηλέφωνο κάποια στιγμή, να κανονίσουμε, να σε πάρω με το αμάξι (καααλά).
Ε. Άμα είναι, παίζει να κανονίσουμε, να σε πάρω με το αμάξι. Αν δεν απαντήσω, θα σε πάρω εγώ μετά να σου πω που είμαστε, άμα είναι να 'ρθεις ( = το μόνο σίγουρο).
ΣΤ. Έλα να με πάρεις εσύ με το αμάξι (χωρίς άμα είναι)...

1.
- Για κάτσε να δω αν έχω το τηλέφωνό σου...
- Έχω εγώ το δικό σου.
- Α, εντάξει. Άμα είναι πάρε κανα τηλέφωνο να βρεθούμε!
- Εννοείται!

2.
- Πάρε καμιά μέρα την γυναίκα και τα παιδιά κι ελάτε απ' το σπίτι να φάμε!
- Ναι, άμα είναι θα κανονίσουμε!

3.
- Δε μου λες, πότε σκοπεύεις να διαβάσεις για το αυριανό;
- Άμα είναι, μόλις τελειώσει το ματς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που θέλω να προσθέσω στον υπάρχοντα ορισμό είναι η γιδιαιτερότητα να μπαίνει η έκφραση στο τέλος της πρότασης, όπως συμβαίνει και με τα αφού, γιατί, για.
Ωσεκτουτής της τοποθέτας-ουραγού, η έκφραση μοιάζει να παίρνει κάπως το νόημα του αφού και του γιατί.

Για το πολύ ενδιαφέρον αυτό φαινόμενο, που συνηθίζεται κυρίως στην βόρεια Ελλάδα, το Κτη γράφει το παρακάτω σχόλιο στο λήμμα αφού:

 «Για την πιθανή τουρκ. επιρροή με το 'αφού' στο τέλος της φράσης,ιδού τωρινή χρήση στα τούρκικα με το επειδή (çünkü) στο τέλος. Μεταφράζω κατά λέξη: Bu fotoğrafa iyi bakın.  Önceki   gün  Şırnak'ta çekildi. Kimse unutmasın, biz unutmayacağız çünkü. (Κοιτάξτε καλά  αυτή τη φωτογραφία.Τραβήχτηκε χτες στο Σιρνάκ. Να μην την ξεχάσει κανείς, εμείς δεν  θα την ξεχάσουμε επειδή)». 
  1. θα τσακωθείτε; Να φύγω άμα είναι! ΕΔΩ

  2. Παλικάρια και κοπελιές είναι ωραίο να αρωματιζόμαστε αλλά μερικοί φοράτε το κατσαριδοκτόνο. Λυπηθείτε μας άμα είναι. ΕΔΩ

  3. - Μας εχουν διαλύσει με τα κωλομνημονια, δεν εχουμε να φάμε.
    - Ω ρε φιλαράκι, αν εισαι σε τετοια κατάσταση να βοηθήσω άμα ειναι.
    - Αντε γαμησου ρε, εγω εχω κάνει τα κουμάντα μου, σας αγοράζω όλους αν θελω. #elladara ΕΔΩ

  4. Μαγειρεύουν και φασολάκια για σήμερα, εντάξει, πείτε το μου να φύγω από τώρα άμα είναι.

  5. Διάλογος μεταξύ Ανωριμου και Μελαχρινής Σαλονικιάς (δική της η κατακλείδα/ σύνοψη):
    -οτι χρειαστείς!!! Το καλο ειναι οτι έχεις αυτογνωσία!
    -το κακό;
    -οτι δεν έχω κάτι να φάω τωρα..
    -πάνε για κρέπα
    -παίζει η μπαοκαρα αφου!
    άμα είναι αφού εντάξει ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δημιουργία νεόκοπων άκλιτων ουσιαστικών μέσω της άμεσης ουσιαστικοποίησης κάποιου ρήματος. Η «ουσιαστικοποίηση» αυτή γίνεται με την προσθήκη ενός άρθρου μπροστά από το πρώτο ενικό του ρήματος (ενεστώτα κυρίως, αυτού που λειτουργεί περίπου ως απαρέμφατο), με νοηματικό αποτέλεσμα την απόδοση σε κάποιο πρόσωπο της ενέργειας του ρήματος ως ιδιότητας σε ακραίο βαθμό. Αυτός ο ακραίος βαθμός συνήθως εμπεριέχει μια ειρωνεία ως προς το πρόσωπο που αφορά.

Η αμεσότητα της «ουσιαστικοποίησης» αφορά στο ότι το νέο ουσιαστικό δεν αποκτά αυτούσια (και κλινόμενη) μορφή, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες (π.χ. διώκτης<διώκω) αλλά διατηρεί αυτή του ρήματος, άκλιτη.

Πρόκειται για συχνό φαινόμενο στην καθομιλουμένη λόγω και του εύχρηστου μηχανισμού του, ο οποίος επιτρέπει τη δυναμική δημιουργία και άλλων, μη παγιωμένων ακόμα τέτοιων ουσιαστικών, εν τη ρύμη και προς εξυπηρέτηση του λόγου.

Υφιστάμενα παραδείγματα: ο γαμάω, ο σκοτώνω, ο σκοτώνω και δεν πληρώνω, ο μπορώ, ο γαμάω και δέρνω, ο δεν κόβομαι, ο πεινάω.

Παραπλήσια και μάλλον σπανιότερα φαινόμενα είναι τόσο η ουσιαστικοποίηση επιρρήματος (π.χ. ο μάλλον), όσο και η δημιουργία ουσιαστικού από συγκεκριμένη έκφραση, με τα μέρη του λόγου περίπου να συνενώνονται (π.χ. άκλιτα: ο στ' αρχίδια μου, ή ο σας-γράφω-όλους-στον-κώλο-μου, κλινόμενα: τασπάος, σασείδας). Επίσης παραπλήσιο είναι και το φαινόμενο του «καθώς μπαίνεις», με το οποίο δημιουργείται ουσιαστικό για πράγμα (άψυχο) και όχι για πρόσωπο.

- Πάμε παιδιά ένα ρασάκι να τους πάρουμε!
- Εγώ βαριέμαι, ράσαρε μόνος σου.
- Άντε ρε κότες, όλα μόνος μου θα τα κάνω;
- Αφού είσαι ο ρασάρω και ο ξεσκίζω ρε φιλαράκι, δώσε πόνο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφοριστικό σχήμα λόγου, βασισμένο σε κάποιο αυθαίρετο κριτήριο αντροσύνης. Το μεταχειριζόμαστε, ειδικότερα, είτε για να ψέξουμε κάποιον που δεν το πληρεί, ή και για να επιδοκιμάσουμε -ενίοτε και για να δικαιολογήσουμε- κάποιον που το πληρεί (συνήθως τον εαυτό μας, ως άdρες που είμαστε).

Τα κριτήρια αντροσύνης μπορούν να πλασάρονται ως παράδοξα και προκλητικά (άντρας που δεν είναι τρύπιος, δεν είναι άντρας, μού 'παν κάποτε ότι είχε δηλώσει ο Κερτ Κομπέιν, αλλά δεν κατάφερα ποτέ να το διασταυρώσω -στο οποίο σπεύδει εξάλλου η θυμοσοφία να διευκρινίσει ότι άντρας είναι αυτός που τον έφαγε και δεν του άρεσε), έως και προχώ και ψαγμένα (άντρας που δεν έχει σκάψει το λάκο του, δεν είναι άντρας, θα σου πουν πιχί οι Τρύπες), αλλά συνήθως πρόκειται απλά για καρακλισάντζες του κερατά, αμφίβολης ή χαίρω πολύ ισχύος, απ' αυτές που ακούει κανείς απο παιδάκι στην ελλάδα τόσο συχνά όσο ας πούμε και ότι οι έλληνες επινόησαν τη δημοκρατία -όπα, λάθος· «ανακάλυψαν» το λένε (θα τη βρήκαν φαίνεται σκάβοντας εκεί κατ' απ' το Βράχο).


Άντρας που δεν έχει πέσει πάνω σε κολώνα ενώ κοίταζε κώλους, δεν είναι άντρας (εδώ)


Αντρας που δεν ξερει να χορευει σωστο ζεϊμπέκικο δεν ειναι ΑΝΤΡΑΣ! Απλα! (εδώ)


Τοσα ατομα υπαρχουν που δεν πηγαν στρατο και στην ζωη τους παρολα αυτα ειναι πρωτοι μαγκες και σωστοι ανθρωποι...αλοιμονο αν πεσω στην παγιδα αυτωνων που λενε οτι οποιος δε παει στρατο δεν ειναι αντρας! (εδώ)


Με είχε όμως συγκλονίσει μια φράση, που μου είχαν πει σε ένα ορεινό χωριό… «Δε φταίνε τα κοπέλια. Όταν η μάνα τα μεγαλώνει με τη φράση: «Ο άντρας που δεν κάνει φυλακή, δεν είναι άντρα[ς]…», ε, τι θέλεις να κάνουν σαν μεγαλώσουν; Φονικά και να πάνε φυλακή…» (εδώ)


Άντρας που δεν έχει φάει χυλόπιτα δεν είναι άντρας! (εδώ)


«Ξοδεύεις χρόνο για την οικογένειά σου. Ωραία. Γιατί ο άντρας που δεν ξοδεύει χρόνο με την οικογένειά του δεν είναι άντρας». Τα είπε όλα ο Ντον των Ντον. (εδώ)


- Για ποιον λογο πιστευετε οτι δημιουργουντε οι παραλληλες σχεσεις;; Λογω παθους;Λογω χαμηλης αυτοπεποιθησης που με αυτον τον τροπο νομιζουν οτι αξιζουν σαν ανδρες ή γυναικες;
- Γιατι θελει να εχει σχεση με την μια και να πηδαει την αλλη. Γιατι θελει να επιβεβαιωθει. Γιατι δεν εκτιμαει. Γιατι ειναι αχαριστος. Γιατι ειναι εγωιστης. Γιατι ειναι ψευτης. Γιατι ειναι δειλος. Γιατι ειναι σκατοχαρακτηρας. Γιατι...γιατι...γιατι...μεχρι το πρωι μπορω να σου γραφω. Με απλα λογια γιατι ειναι μαλακας.Και αντρας που δεν ειναι ειλικρινης για εμενα δεν ειναι αντρας. (εδώ)

(κάν' το μόνος σου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά κατά την οποία τονίζεται η ιδίοτητα του μεγέθους: Εικονική διόγκωση των όρχεων στο μέγεθος πλανητικού σώματος, η οποία προβάλλεται ως αποτέλεσμα αδιάλειπτης επανάληψης κάποιας λεκτικής (κυρίως) ή άλλης συμπεριφοράς από τρίτους.

Ρε μαλάκα, ειλικρινά τώρα, θα κόψεις να λες τις ίδιες και τις ίδιες παπαριές;; Αμάν σήμερα! Μου 'χεις κάνει τ' αρχίδια πλανήτες!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια από τις ιδιαιτερότητες της Ελληνικής Γλώσσας είναι όχι ότι προέρχεται μόνον από τον Σείριο, αλλά και ως άκρως ερωτική έχει δημιουργήσει χιλιάδες ερωτικές «φωλίτσες» στις σελίδες των άγραφων λεξικών της.

Τι Μπαμπινιώτηδες και Εμπειρίκοι, το αληθινό φιρίκι το βγάζει ο Μπάμπης ο Σουγιάς, αλλά και κάθε σλανγκικά σκεπτόμενος Έλλην.

Το τι γαμάμε δε, δεν περιγράφεται, αλλά γράφεται στα παραδείγματα του σεμνού αλλά γαμάτου αυτού λήμματος. Συνοδεύεται κυρίως από σου, μου, σας, μας και άλλα κτητικά αλλά και την λέξη γαμώ επαναλαμβανόμενη, για όσους δεν το κατάλαβαν την πρώτη φορά. Πολλές φορές γαμάμε μέσα, αν ντρεπόμαστε ή κρυώνουμε.

Η version και γαμώ, (και γαμώ το αμάξι, π.χ.) δεν καλύπτει τους σκοπούς αυτού του λήμματος, οπότε δεν την συμπεριλαμβάνω.

(από Khan, 20/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφηγηματικό μη καλολογικό στοιχείο που απαντά σε μακροσκελείς προφορικές επικίλες τις οποίες απαγγέλουν γλωσσοκοπανίζοντα και αεροκοπανίζοντα θήλεα νέας κοπής με ακροατήριο όμοιές τους. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα μόριο με το οποίο δηλώνεται το τέλος μιας κατά λέξη εξιστορούμενης συνήθως τηλεφωνικής συνομιλίας, σπανιότερα δε και συνομιλίας που είχε γίνει πρόσωπο με πρόσωπο.

Περ' από τη λειτουργία του αυτή ως ένα είδος προφορικής στίξης, το γεια γεια στο λόγο επιτελεί μια σειρά από δραματικές λειτουργίες. Προσδίδει παραστατικότητα αλλά και ένταση, καθώς πλεοναστικά υπερτονίζει τη λήξη της συνομιλίας ώστε να αφήνεται να εννοηθεί ότι αυτή αποτελεί τομή στην έως τώρα πλοκή-αφήγηση. Έτσι παίζει κι ένα ρόλο προοικονομίας, καθώς αναπλάθει τη συνθήκη ευτυχούς άγνοιας για την επερχόμενη μοίρα των συνομιλητών που λένε αμέριμνοι κι ευγενικοί γεια γεια, προκειμένου η συνέχεια της αφήγησης να την ανατρέψει άρδην. Δημιουργείται, δηλαδή, κι ένα είδος τραγικής ειρωνείας, εφόσον στο άκουσμα και μόνο του γεια γεια ο ακροατής αντιλαμβάνεται ότι κάτι θα συμβεί στους ήρωες της συνομιλίας που δεν τους ήταν τότε διαυγές.

Μέσα από την απόλυτη περιττότητά του, μπορούμε να εντοπίσουμε στο γεια γεια την πληγή από την οποία ο σημερινός προφορικός λόγος ματώνει.

Είχαμε βγει με τον Κώστα, τη Μαρία και τη Φούλα, και ξέρεις τώρα, η Μαρία γουστάρει τρελά Κώστα, και μας τα είχε πρήξει τις προηγούμενες μέρες με τη Φούλα που ήμασταν, κι εκείνο το βράδυ είχε αρχίσει να προχωράει το πράμα, ήταν από κοντά όλο το βράδυ, χορούς και τέτοια, λέω πάει, αλλά τελικά δεν έγινε τίποτα κείνο το βράδυ γιατί ήταν να 'ρθει ο μπαμπάς της να τη δει το πρωί, αλλά για να μη κρυώσει η φάση προτείνω εγώ όταν φεύγαμε ξημερώματα λέω να μαζευτούμε το βράδυ σπίτι μου να δούμε τους απαράδεκτους το ντιβιντί κι έτσι, ξέρεις, για να την πάει μετά σπίτι αυτός, έτσι κι αλλιώς η Φούλα σπίτι μου θα μου ζητούσε να κοιμηθεί σε μένα κλασικά, τον παίρνω εγώ λοιπόν το απόγευμα κατά τις 6, που είχε έρθει η Μαρία από το σπίτι, μου λέει ξεναπάρε με πιο μετά, του λέω πες μου, θα 'ρθεις, μου λέει θα 'ρθώ, του λέω άντε σε περιμένουμε εννιά εννιάμισι, οκ; οκ μου λέει, γεια γεια... Χαρές η Μαρία, μέχρι που κατά τις 7 έρχεται μήνυμα σε μένα, λέει τελικά δε θα 'ρθω, κάτι μου έτυχε, εν τω μεταξύ η Μαρία γάμησέ τα, έπεσε άσχημα και καλά δεν τη γουστάρει καθόλου, παίρνω τη Φούλα να της το πω, εν τω μεταξύ την έπαιρνα όλη μέρα το 'χε κλειστό, σε κάποια φάση το άνοιξε αλλά δεν απαντούσε, και είχα ανησυχήσει, γιατί το βράδυ είχε γίνει ψιλοσκατά, στην αρχή την έπεφτε αυτή στον Κώστα για πλάκα, μετά είχε βρει μια παρέα απ' τη σχολή, τελικά μαζί φύγαμε πάντως, τέλος πάντων μετά το είχε κλειστό όλη μέρα, την παίρνω στο σταθερό δεν απαντούσε, τι να κάνω, παίρνω τον Κώστα γιατί μένουνε πολύ κοντά, του λέω θα πας με τη μηχανή να δεις τι κάνει η Φούλα, μην έχει πάθει τίποτα, μου λέει οκ, του λέω πάρε με, μου λέει μην ανησυχείς, θα σε πάρω, γεια γεια... αν σε πήρε εσένα με πήρε κι εμένα, όλο το βράδυ τίποτα, ούτε απαντούσε στο κινητό, και η Φούλα που το 'χε ανοίξει για λίγο κι είχε πάρει τα μηνύματα κι αυτή κλειστό... Μαύρη νύχτα πέρασα με τη Μαρία, εν τω μεταξύ εγώ είχα καταλάβει, αλλά δεν έλεγα τίποτα, καταλαβαίνεις... Περνάνε δυο μέρες και τον βλέπω στη σχολή το απόγευμα στο κυλικείο, ενώ με τη Φούλα να μην έχουμε μιλήσει καθόλου, και κατευθείαν του λέω καλά του λέω, τι 'ν' αυτά που κάνεις; μου λέει τι; του λέω όταν σε πήρα προχτές με τη Φούλα ήσουνα, μου λέει τι δουλειά έχω 'γω με τη Φούλα, με ύφος, για ξεκάρφωμα, και του λέω εσύ τώρα είσαι άντρας και τότε άρχισε να μου τα χώνει, έλεγε κάτι μαλακίες που δεν τις θυμάμαι, αλλά μετά από λίγο άρχισε να γελάει μου λέει είσαι αλεπού, του λέω ναι, αλλά μ' αυτά που κάνετε εγώ φαίνομαι η ηλίθια και η παράξενη που χώνεται και ψάχνει, και τι γυρίζει και μου λέει ο μαλάκας, έλα λέει αφού σου αρέσω, του λέω είσαι ηλίθιος, ξεκόλλα του λέω, αυτός μετά έλεγε κάτι μαλακίες για μένα και τη Μαρία, του λέω μη μου ξαναμιλήσεις, μου λέει καλά, γεια γεια, και σηκώνομαι και φέυγω από το κυλικείο, κι από τότε δεν έχουμε ξαναμιλήσει, εν τω μεταξύ η Φούλα με παίρνει στο δεκάλεπτο, και μου έλεγε συγγνώμη, και ότι θα μιλήσει αυτή στη Μαρία, της λέω δε μ' ενδιαφέρει, είναι μαλάκας της λέω, μου λέει καλά θα τα ξαναπούμε το βράδυ γιατί έχω μάθημα, να μιλήσουμε της λέω, έχω πολλά να σου πω, ίσως για τελευταία φορά της λέω, ναι μου λέει, γεια γεια... Με παίρνει λοιπόν το βράδυ...

(το ως άνω ωτακουσθέν λάιβ και καταγραφέν υπό του χαλικούτου εις δημόσιον χώρον. Πραγματικός χρόνος διάρκειας εκφωνήσεως το πολύ ενάμισι λεπτό).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι πολλές οι λέξεις και οι εκφράσεις που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι έλληνες σε συνομιλίες, όταν θεωρούν τα λεγόμενα των συζητητών γελοία, εσφαλμένα, βαρετά, ανεπίκαιρα, ή ακόμη εριστικά και προσβλητικά, και τελοσπάντων, άξια γείωσης εδώ και τώρα. Αυτή η γείωση μπορεί να γίνει με δύο βασικούς τρόπους: (α) αντρίκεια και στα ίσια, σε φάση «σόρι κιόλας, αλλα δέν έχω όρεξη ν' ακούω τις παπαριές σου και θα το εκτιμούσα αν το βούλωνες», ή (β) μάγκικα και έμμεσα (σ.ς. τώρα καταλαβαίνω γιατί θα μπορούσε, όπως έχει ειπωθεί, ο Πετρόπουλος να αποκάλεσε την αργκό «γλώσσα των φλώρων»). Εδώ θα πιάσουμε τη δεύτερη κατηγορία, μιά και η πρώτη δέν χρειάζεται ανάλυση, είναι αυτό που είναι.

Τις μάγκικες αυτές ατάκες, που μπορούμε να τις πούμε ακυρωτικές, απαξιωτικές, αποστομωτικές, αφοπλιστικές, καπελωτικές, ξενερωτικές και αλλιώς ίσως, εδωπέρα θα τις λέω για συντομία γειώσεις.

Οι γειώσεις μπορούν να είναι απλές δηλώσεις, εμβόλιμες στη συζήτηση με μορφή σχολίου, ή συνηθέστερα ευθείες απαντήσεις σε ερώτημα που έχει τεθεί –πράγμα φυσιολογικό, μια και σε τέτοιες περιπτώσεις συνήθως βαριέται κανείς να γειώνει τον κάθε πρήχτη, εκτός κι' αν ο άλλος του απευθύνει σαφώς το λόγο. Απώτερος στόχος κάθε γείωσης είναι η άμεση λήξη της συζήτησης ή απλά η γελοιοποίηση του συζητητή, ενώ πολλές φορές μπορεί να λέγεται και πειραχτικά, για αστείο.

Στοιχειώδης γραμματική ανάλυση

Μία γείωση αναιρεί τα συμφραζόμενα αυτού που έχει ειπωθεί με τρόπο που να το αφήνει μετέωρο και έτσι να το απαξιώνει, να το γελοιοποιεί και τελικά να το ακυρώνει, και αυτό μπορεί να γίνει τουλάχιστον σε δύο επίπεδα, το συντακτικό και το σημασιολογικό.

Στο πρώτο, το συντακτικό, και μάλλον το πιο συνηθισμένο, η ατάκα μπορεί να είναι παρήχηση των προλεγόμενων ή και να ομοιοκαταληκτεί:

— Δέ μπορώ να το χωνέψω ρ' εσύ!... Να μου πεί εμένα που τον έχω κάνει θεό οτι με βαρέθηκε τόσους μήνες που τάχα λέει τον έπρηζα και όλο λέει του τσαμπούναγα μαλακίες;!... Άκου «του τσαμπούναγα»!... «Του τσαμπούναγα» μου είπε ρ' εσύ... Μα, «του τσαμπούναγα»;...
— Και την πούτσα μου κούναγα...
— Ορίστε;
— Λέω, πάρ' το απόφαση φιλενάδα: οτι είσαι ολίγον τί πρηχτρί, είσαι. Πάμ' παρακάτ'.

Τα συντακτικά αυτά λογοπαίγνια μπορούν να είναι πολύ αποτελεσματικές γειώσεις, μια και η σημασία που δευτερεύοντα προκύπτει είναι συνήθως χτυπητά διαφορετική από τη σημασία των προλεγόμενων.

Άλλο πολύ συχνό είδος συντακτικής γείωσης είναι μία ερώτηση να απαντιέται πάλι με ερώτηση:

— Πώς;
— Έλα;
— Τί είπες;
— Ποιός ήρθε;
— Με κοροϊδεύεις ρε;
— Εσύ τί λές;

Από την άλλη, σε σημασιολογικό επίπεδο, η ατάκα ερμηνεύει τα προλεγόμενα σε διαφορετικά συμφραζόμενα από τα αρχικά, πιχί, από μεταφορά στην κυριολεξία ή αντίστροφα:

— Πέτυχα χθές το Βούλη φίλε.
— Δέ μ' ενδιαφέρει, τά 'χω κόψει αυτά...
— Άκου ρε να σου πώ. Έχει καβατζώσει λέει πράμα πρώτης, καλαματιανό τεφαρίκι που σε στέλνει. Βάζουμ' απο μιά πενηνταρού;
— Σε στέλνει και πού σε πάει;
— Στο υπερπέραν ρε φίλε, άκου «πού σε πάει»!...
— Δέν θέλω να πάω στο υπερπέραν, πέφτει μακριά 'π' την έβγα και δέ μπορώ τους μπάφους χωρίς σοκολάτα.
— Καλά, γιατί γίνεσαι μαλάκας τώρα ρε φίλε;
— Γιατι δέ μ'ενδιαφέρει ρε σου λένε, τό 'κοψα, καταλαβαίνεις ελληνικά;!...

Η επανερμηνεία μπορεί να γίνει και σε εντελώς ασυνάρτητα συμφραζόμενα (πολύ χρήσιμος εδώ ο τιραμισουρεαλισμός), και χωρίς αυτό να είναι αποτέλεσμα συντακτικού λογοπαίγνιου:

— Έφερες πατάτες;
— Ναί.
— Και λάδι που δεν είχαμε;
— Κι' απ' αυτό.
— Κρεμμυδάκι;
— Ναί...
— Φρέσκο λέω, να βάλουμε στη σαλάτα.
— Κατάλαβα.
— Γιατι χωρίς κρεμμυδάκι δέν γίνεται σωστή η πράσινη.
— Ναί.
— Ε έφερες;
— Βασικά, πέρασα 'π' τον Μπάμπη το μανάβη και μου λέει οτι δέν έχει κρεμμυδάκι, το κάπνισε όλο χθές που ξέμειν' απο χόρτο.
— ...
— Έφερα τελοσπάντων.

Ακόμη, ατάκες που διαβρώνουν καί το συντακτικό καί το σημασιολογικό επίπεδο της κουβέντας, και μπορούν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν γειωτικά, είναι οι λετριστικές:

— Ρε ποιός Αϊνστάιν να πούμε... Τί θα ήταν ο Αϊνστάιν αν δεν ήταν ο Καραθεοδωρής, άσχετοι; Αφού κι' ο ίδιος το έγραψε, «όλα τα χρωστάω στο μεγάλο μου δάσκαλο, τον έλληνα Καραθεοδωρή».
— Όλα έ;
— Όλα. Αφού το έγραψε ο ίδιος λέμε –δέ ξέρω, στο βιβλίο του εκεί με τη θεωρία της σχετικότητας ξερω 'γώ–, έγραψε «τις θεωρίες μου και τις ιδέες μου τις οφείλω όλες στο δάσκαλό μου, τον»–
— «Έλληνα Καραθεοδωρή», εντάξει. Αλλα δέ μας λές, εσύ που τα ξέρεις αυτά: ο Καραθεοδωρή τί λέει, το σύμπαν είναι ολόπρωτο και ζινεξεριτάλ κατα την αβήλωτο;
— Έ;... τί;...
— Γιατι ρε παιδί μου λέω, αν πρόκειται για κόλνυμπαν και πέριστρο και δή το περιτάλι, στην Αστρονομία του εικοστού πρώτου αιώνα εννοώ –και μετά τον Αϊνστάιν–, τότε να το δεχτώ αυτό με τον Καραθεοδωρή.
— ...Ε... εντάξει... Κοίτα να δείς, αυτό που λές δέν το θυμάμαι τώρα καλά–
— Ε τότε παράτα τα 'φτά, και γύρνα το επιτέλους γιατι μύρισε νύχι να πούμε [παπαρολόγε ελληνάρα, σιχτίρ]...

Παγιωμένες γειώσεις

Οι γειώσεις είναι φαινόμενο γενικό στον καθημερινό λόγο και ειδικά στην αργκό, το οποίο παίρνει διαφορετικές μορφές ανάλογα με την περίσταση κάθε φορά. Πολλές απ' αυτές πάντως έχουν παγιωθεί και ακούγονται αρκετά συχνά ώστε η καταγραφή τους να 'χει νόημα –κάποιες τέτοιες ακολουθούν στα παραδείγματα (που με τη βοήθεια του κοινού, μπορούν να συμπληρώνονται με τον καιρό):

Νομίζω ότι εδώ υπάρχουν αρκετές στρατηγικές γείωσης. (από Khan, 21/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified