Μάγκικο ισοδύναμο του λοιπόν.

Το λεπόν μαζευόμαστε όλοι και την κάνουμε για μπαρότσαρκα.

Le pont, γαλλιστί. (από Vrastaman, 29/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μολονότι κοντινό ως προς το μάγκικο ύφος και ήθος με τα τελέρε ...; δεμελέρε, το τιθέρε; (από το «τι θες ρε;») διαφέρει ως προς το εκφραζόμενο συναίσθημα και τη διάθεση του χρήστη: εκφράζει βιασύνη, ένταση και τσαμπουκά μάλλον, παρά νωχελιμοσύνη, χαλάρωση και οικειότητα.

Από την άλλη, και το «τιθέρε», με τη συντομία του, ενέχει την πρόθεση να τελειώσει το γρηγορότερο δυνατό η διατάραξη, ώστε να αποκατασταθεί και πάλι η ομαλότητα της νωχελίμοσύνης και αδράνειας.

Λέγεται βέβαια και σε γνήσιους τσαμπουκάδες.

Η προφορά στην πρώτη συλλαβή παίζει, άλλοτε «τι» και άλλοτε «τε».

α) ....
- Eε, τιθέρε μαλάκα... φερ' την κοακόλα ρε καραγκιόζη...
- Κατέβασε ρε μαλάκα τα παπούτσια απ' τον καναπέ...
- Ρε φερ' την κοακόλα μησεαμήσω...

β) Tιθέρε μάγκα; φασαρία θες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι ακριβώς, όχι «σε τι φάση» ή «για τι φάση», ούτε «σε φάση».

Γενική πασπαρτού ερώτηση, διατυπώνεται προς αναζήτηση πληροφοριών από το συνομιλητή. Ο αρχικός ομιλητής ξέρει ότι δεν αρθρώνει σαφή ερώτηση και, συνεπώς, οι απαντήσεις που θα λάβει ίσως να είναι ξεκάρφωτες, αλλά από κάπου πρέπει να ξεκινήσει η έρευνά του.

Σε αυτήν την τόσο ελλειπτική πρόταση, η πιο πεζή ερμηνεία είναι να εννοείται, ως πλήρης πρόταση, η «τι φάση είναι (αυτή)», ή εναλλακτικά, «για τι φάση πρόκειται» (παράδειγμα 1). Προτείνω, ωστόσο, και την ενδιαφέρουσα εκδοχή το ουσιαστικό «φάση» να χρησιμοποιείται στη θέση του ρήματος «παίζει» (παρ. 2).

Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται μάλλον για νεολογισμό. Προσωπικά το έχω ακούσει μόνο τα τελευταία 3-4 χρόνια.

  1. Από εδώ:
    Το r5 τι φάση; λέτε ότι τραβήχτηκε με κάμερα από cinema αλλά τέλεια στημένη και ρυθμισμένη ή με κάποιο «hack» τρόπο έγινε αντιγραφή απτό δωμάτιο με τον προβολέα σε ψηφιακό μέσο;

  2. Από εδώ:
    Ερωτηση... Η sim στο 1020 ειναι κανονικου μεγεθους ή παιρνει μικροτερες sim κτλ..; Κατι διαβαζω οτι δινεις σε καταστημα να σου «κοψουν» την sim.. Τι φαση;

Βλ. και στα παραδείγματα των ορισμών για τα λήμματα πιστόλι και say hello to my little friend.

(από Khan, 17/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σχήμα (γίνεται) + όνομα σε έναρθρη γενική + (το κάγκελο), που δηλώνει συνήθως χάος, ένταση, υπερβολή.

Η αργκοτική αυτή σύνταξη φαίνεται να έχει επικρατήσει χάρη στην πασίγνωστη έκφραση γίνεται της πουτάνας το κάγκελο, και συνηθέστατα ακούγεται και χωρίς τα γίνεται και το κάγκελο.

Ειδικότερα, το όνομα πουτάνα μπορεί να αντικατασταθεί (α) από συνώνυμα (της καριόλας, της εκδιδομένης γυναικός το κιγκλίδωμα, της πόρνης), (β) από εξίσου ασαφή ονόματα (της μουρλής, της τρελής, της Πόπης, του πατεμού, του μουνιού το ξέσκισμα), αλλά και (γ) από ονόματα που αναφέρονται συγκεκριμένα στα εκάστοτε συμφραζόμενα. Αυτή η τελευταία περίπτωση είναι ίσως και η πιο ενδιαφέρουσα, καθώς δείχνει την διάδοση και παγίωση της σύνταξης.

Σχετικές φράσεις: γίνεται πανικός, γίνεται χαμός, γίνεται το έλα να δεις, γίνεται το σώσε.

  1. Στο ίντερνετ γίνεται των παραδειγμάτων το κάγκελο για της πουτάνας το σχήμα. Ατάκτως ερριμένοι τίτλοι: Του Μνημονίου το κάγκελο!, Τελικά, χθες, έγινε του ανασχηματισμού...!!, Της …δεξιάς το κάγκελο έγινε στο Αποκαλυπτικό Δελτίο του Γιάννη Παπαγιάννη, Έγινε του... ΛεΜπρον το κάγκελο!, ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΕΔΩ ........ΤΟΥ ΕΝΤΕΧΝΟΥ ΤΟ ΚΑΓΚΕΛΟ!!!!!, Της… Κομισιόν το κάγκελο θα γίνει τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα, Θα γίνει του... γκολ και λοιπά και λοιπά και λοιπά...

  2. Ρε Πίπη, τί 'ν' αυτά; είπαμε να βάλεις καμιά υποσημείωση στη μετάφραση, αλλα εσύ τό 'χεσες.
    — Γιατί ρε μαλάκα;...
    — Τι «γιατι» ρε, εδώ γίνεται της υποσημείωσης, δέ διαβάζεται αυτό το πράμα!... Κάθε πρόταση και παραπομπή, πάς καλά;...

  3. — Έμαθες τα χθεσινά; Της σύλληψης το κάγκελο έγινε.
    — Απο πού κι' ως πού ρε;... Τί κάναν τα παππούδια, πετούσαν πάπιες-μολότοφ;
    — Άσε με ρε με τα φλώρια τα κωλόμπατσα και τις μπινιές τους να πούμε...

  4. — Έλα ρε Μικέ, άιντε, «εφημερίδα» είπες κι' εφημερίδα έγινες...
    — Σόρι ρε ψηλέ... Οι άλλοι ήρθαν;
    — Μέσα είναι, τό 'χουμε ήδη στρώσει, μπέκα μέσα.
    — ...
    — Τί φάτσα ειν' αυτή ρε, ξινίλες έχεις;...
    — Πόσα χρόνια έχεις να καθαρίσεις ρε καραγκιόζη; Της μπίχλας το κάγκελο ρε π'στ', βάλε μιά ηλεκτρική, κάτι...
    — Για κουμάρι σε φέραμε ρε Μικέ, όχι για να σε γαμήσουμεκυρία, έ κυρία... Και γιά φέρε δώ να δώ, τί ένθετα έχει σήμερα;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την αρχαία ελληνική έκφραση «εις τας όρχας».

- Μαλάκα, δεν εχω λεφτά.
- Στας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όλο θέμα ξεκινά σε παλαιότερες εποχές, με την κατάργηση της δοτικής, οπότε και γεννιέται η ανάγκη να βρεθεί νέα λύση εκεί που μέχρι πρότινος χρησιμοποιούταν η συγκεκριμένη πτώση. Έτσι, καθημερινές φράσεις, όπως π.χ. το «λέγεις μοι», παύουν να υφίστανται και η γλώσσα αναζητά έναν νέο τρόπο έκφρασης.

Στην Βόρειο Ελλάδα προτιμήθηκε η αιτιατική ενώ στην Νότιο Ελλάδα η γενική για να δώσουν (σε νεώτερα ελληνικά) «με λες» και «μου λες», αντίστοιχα. Και οι δύο αυτοί τύποι είναι σωστοί καθώς χρησιμοποιούνται κανονικότητα μέσα στους αιώνες από τους Έλληνες. Κατά μίαν άποψη η αιτιατική είναι πιο κοντά στην δοτική οπότε, όσο παράξενο και να ακούγεται, ο βορειοελλαδίτικος τύπος (με λες) θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι πιο δικαιολογημένος.

Ο βασικότερος λόγος που σήμερα η σύνταξη με γενική θεωρείται ορθότερη (μου λες), είναι μάλλον επειδή η Νότιος Ελλάδα απελευθερώθηκε πρώτη και η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε στο νέο κράτος ήταν αυτή που μιλούσαν σε εκείνα τα μέρη. Σήμερα, ειδικά μέσω των μέσων μαζική ενημέρωσης, έχει καθιερωθεί γενικότερα ο τύπος με την γενική. Το βέβαιο είναι πως έχει περάσει στο υποσυνείδητό μας ως ο ορθός τρόπος, αν και αυτό όπως είδαμε δεν στέκει πραγματικά.

Παρεμπιπτόντως, δυο από τους λογοτέχνες που έχουν γράψει με τον συγκεκριμένο τρόπο είναι ο Κώστας Π. Καβάφης και ο Αθανάσιος Χριστόπουλος. Ας μην ξεχνάμε το εξής σημαντικό: οι νοτιοελλαδίτες, που εκφράζουν τη δοτική μέσω γενικής λέγοντας «θα σου πω κάτι», «θα της δώσω κάτι», στον πληθυντικό διαπράττουν ακριβώς το «σφάλμα» που καταλογίζουν στα εκ Βορρά αδέλφια τους, και λένε: «θα σας πω κάτι», «θα τους δώσω κάτι». Χρησιμοποιούν δηλαδή αιτιατική! Επομένως, καθαρά από απόψεως ομοιογένειας, τα βόρεια ιδιώματα είναι πιο συνεπή διότι χρησιμοποιούν αιτιατική και στον ενικό και στον πληθυντικό.

- Και με λέει ότι δεν σε έδωσε το κινητό της.
- Τι να με πει και αυτή ρε, πλάκα σπας;

Δες ακόμη: σελεμελές / σελεμελού, θεσσαλονικιώτικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για εναλλακτική προστακτική του σκύβω.

Παιδία, λέγαμε σγούψε στους φρεσκοκουρεμένους συμμαθητές μας πριν τους δώσουμε το απαραίτητο σκαμπιλάκι.

Με την απώλεια της αθωότητας που επιφέρει ο μπαμπέσης χρόνος, το σγούψε ευλογημένε/η μοιραίως αποκτά σεξουαλική χροιά.

  1. Α ΚΑΙ ΠΡΙΝ ΦΥΓΕΙΣ... ΣΓΟΥΨΕ ΑΛΛΗ ΜΙΑ... ΦΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΠΠΠΠΠΠΠΠΠΠΠ.

  2. «Και τώρα οι δυο μας. Σγούψε να σ' τον γκαγκώσω». «Βρε λύσσα κακιά!».

  3. Σγούψε ευλογημένη, στριμώξου για την «ιερή ταπείνωση».

(Από διάφορες φοράδες.)

βλ. και σκύψε ευλογημένη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απολεξικοποιημένα ρήματα με ευρύτατη χρήση στη σλανγκ και γενικότερα στον οικείο, ανεπίσημο λόγο.

Απολεξικοποιημένα ρήματα είναι εκείνα που, μαζί με ένα ουσιαστικό, αντικαθιστούν το μονολεκτικό ρήμα που αντιστοιχεί στο ουσιαστικό. Π.χ. αν αντί να σας ενημερώσω πούμε να σας κάνω μια ενημέρωση, το κάνω είναι απολεξικοποιημένο ρήμα: δεν έχει λεξική έννοια που να προσθέτει κάτι στην έννοια του ουσιαστικού, φέρει μόνο γραμματικές πληροφορίες (πρόσωπο, αριθμό, χρόνο, διάθεση).*

Τα ρήματα ρίχνω, τρώω και πέφτω, ως απολεξικοποιημένα, χρησιμοποιούνται ως εξής:

-ρίχνω + αντικείμενο: εκφράζει μία πράξη από τη σκοπιά εκείνου που την πράττει (ενεργητική διάθεση), π.χ. ρίχνω ξύλο [σε κάποιον] = δέρνω [κάποιον].

-τρώω + αντικείμενο: εκφράζει την ίδια πράξη, από τη σκοπιά εκείνου που τη δέχεται (παθητική διάθεση), π.χ. τρώω ξύλο [από κάποιον] = [κάποιος] με δέρνει.

-πέφτω, με υποκείμενο τη λέξη που στις δύο προηγούμενες συντάξεις ήταν υποκείμενο: εκφράζει την ίδια πράξη, με μία σκόπιμη αοριστία τόσο ως προς τον δρώντα όσο και ως προς τον δέκτη, π.χ. πέφτει ξύλο = κάποιοι δέρνουν κάποιους, δε μας αφορά, πάμε πιο πέρα καλύτερα.

Το αντικείμενο του ρίχνω και του τρώω και το υποκείμενο του πέφτω εκφέρονται συνήθως με κάποια αοριστία ως προς την ποσότητα: αν μεν πρόκειται για μη μετρήσιμο ουσιαστικό, όπως το ξύλο, εκφέρεται χωρίς άρθρο ή μαζί με δείκτες όπως πολύ, λίγο. Αν είναι μετρήσιμο, τότε εκφέρεται στον μεν ενικό με αόριστο άρθρο (π.χ. ρίχνω έναν πούτσο) ή με την αόριστη αντωνυμία κανένας, (π.χ. θα ρίξω καμιά Χριστοπαναγία), στον δε πληθυντικό με άλλες αόριστες αντωνυμίες όπως κάτι, τίποτα (π.χ. φάγαμε κάτι κολλήματα) ή ασυνόδευτο (π.χ. ρίχνω ύπνους).

Υπάρχουν και εξαιρέσεις, π.χ. του 'ριξα δυο σκαμπίλια, αλλά σε γενικές γραμμές ένας κάποιος βαθμός αοριστίας αποτελεί επιδίωξη.

*Πηγή: Μπάμπης.

ρίχνω ξύλο - τρώω ξύλο - πέφτει ξύλο
ρίχνω ένα κατούρημα ρίχνω μάσες - πέφτουν μάσες
ρίχνω ένα βρισίδι - τρώω ένα βρισίδι - πέφτει βρισίδι
ρίχνω ύπνους - έπεσαν (κάτι) ύπνοι
τρώω ήττα
τρώω φλασιά
τρώω φρίκη
τρώω πακέτο
τρώω σούπα / χύμα / σαβούρδα / γλίστρα
ρίχνω ένα καβγά - έπεσε ένας καβγάς
ρίχνω χυλόπιτα / τρώω χυλόπιτα / έπεσε [η] χυλόπιτα
ρίχνω ένα σάλτο
έπεσε ένα τηλεφώνημα
ρίχνω διάβασμα / πέφτει διάβασμα
ρίχνω δουλειά / πέφτει δουλειά
ρίχνω ένα συγύρισμα / ξεσκόνισμα / σφουγγάρισμα
ρίχνω έναν πήδουλο / έπεσε ο σχετικός πήδουλος
ρίχνω έναν πούτσο / τρως έναν πούτσο (εσύ, εγώ ποτέ!) / πέφτει ένας πούτσος
ρίξαμε κάτι χορούς / έπεσαν κάτι χοροί
ρίχνω μια πενιά / έπεσαν κάτι πενιές (δηλαδή παίχτηκε και λίγη μουσική)
έφαγα 5Φ / μου 'ριξε 5Φ / θα πέσουν πολλά Φ (5Φ = πέντε μέρες φυλακή, στο στρατό)
ρίχνω πρόστιμο / τρώω πρόστιμο / πέφτουν πρόστιμα

...και πλείστα όσα άλλα.

Άλλα απολεξικοποιημένα της αργκό: πατάω, πετάω, τραβάω, χτυπάω, χώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση δυσπιστίας έναντι επικαλουμένων ιδιοτήτων κομπορρήμονα συνομιλητή. Δηλαδή, εννοείται «πού τα 'χεις δει αυτά που λες», «πού γίνονται αυτά» κ.λπ., αντικαθιστώντας την ανύπαρκτη χρονική διάσταση των εικαζομένων επιτευγμάτων «πότε;», το οποίον υφίσταται μόνον ως απάντηση (βλ. παλιά στο Τέξας κ.λπ.) με αναφορά σε τοπική αναρμοδιότητα. Συνήθως, χρησιμοποιείται με το πρόσφυμα «μωρέ», ενώ το «πού» μπορεί να επαναλαμβάνεται.

Χαρακτηριστικά, η επίθεση τόνου στην αντωνυμία «πού», την τρέπει από αναφορική σε ερωτηματική, αλλάζοντας εντελώς το νόημα της πρότασης. Π.χ. (Καββαδίας 7 Νάνοι στο S/S Cyrenia): «Ραμάν αλλήθωρε τρελέ, που λύνεις μάγια» σε «Ρε αμάν αλλήθωρε τρελέ, πού λύνεις μάγια;» (δηλαδή σιγά μη λύνεις και μάγια τρομάρα σου, δεν κοιτάς την τύφλα σου)...

  1. - Εγώ που λες αυτήν εκεί πέρα, την έχω γαμήσει!
    - Πού μωρέ σκουράτζο; Πού;

  2. - Όταν ήμουν λοιπόν σημαιοφόρος στο σχολείο...
    - Άσε ρε βίδα! Πού βρε; Σε σχολείο πυγμαίων πήγες;

εδώ Τσάρος (από johnblack, 06/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια ειδική περίπτωση του σλανγκικού αυτού σχήματος θα βρείτε στο λήμμα λίγο πιο χαζός και πεθαίνεις. Εδώ θα αναφερθούμε γενικά (χωρίς πολύ ανάλυση, μη σας κουράσω τώρα πρώτη μέρα).

Πρώτα τα παραδείγματα :
[I]
- Και να σου πω, αυτός ο φίλος σου ο Γαβριήλ είναι γκέι;
- Όχι απλά γκέι, πιο γκέι πεθαίνει.

- Καλά ε, μεγάλος μαλάκας ο Αλέξανδρος, από τότε που χωρίσαμε μου στέλνει καθημερινά 460 sms και βάλε.
- Εγώ στα 'λεγα ότι είναι μαλάκας και δεν άκουγες. - Πιο μαλάκας πεθαίνει σου λέω...

- Για πάρε το σφίχτη εκεί που κορδώνεται.. Πιο σφίχτης δεν πάει, μετά πεθαίνει.
[/I]
Μιλάμε λοιπόν για κάποιον που έχει μια ιδιότητα σε υπερβολικό βαθμό. Τόσο που δεν πάει άλλο -η μόνη περίπτωση να πάει κι άλλο είναι και καλά να πεθάνει...

Εντός ορισμού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified