Further tags

Εκτελώ την πρώτη στεκιά στο αμερικάνικο μπιλιάρδο, με σκοπό την διάσπαση του σχηματισμού των σφαιρών και τον διασκορπισμό αυτών επί της επιφάνειας του παιγνίου με απώτερο σκοπό την βύθιση τουλάστιχον μιας εξ αυτών.

- Ποιος σπάει;
- Ο Νίκος.
- Τρελός είσαι ρε, άσε να σπάσει κάνας άλλος, αυτός δεν χάνει στεκιά άμα αρχίσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γαλλικό μπιλιάρδο.

Το γαλλικό μπιλιάρδο είναι αυτό που παίζεται σε τραπέζι χωρίς τρύπες και με τρεις μπάλες. Συνήθως οι δύο μπάλες είναι άσπρες, η μία από αυτές (λέγεται και «πικέ», έχει ένα μικρό σημαδάκι σαν κύκλο για να ξεχωρίζει από την άλλη, και η τρίτη μπάλα είναι χρώματος μπορντό. Ο κάθε παίκτης διαλέγει μία από τις άσπρες και σκοπός του παιχνιδιού είναι, με το χτύπημα, να βρει τις άλλες δύο, δηλαδή να κάνει μια καραμπόλα, όπως λέγεται. Υπάρχουν και παραλλαγές του παιχνιδιού. Η πιο γνωστή κατηγορία, και σε αυτή που γίνονται επαγγελματικά τουρνουά είναι το τρίσποντο.

Σλανγκ ορολογία του γαλλικού:

- κορδόνι: ένα κορδόνι ισούται με 25 καραμπόλες. Το σκορ στο γαλλικό κρατιέται σε ένα πινακάκι, που θυμίζει άβακα και προσαρμόζεται στον τοίχο. Είναι ένα κάδρο ξύλινο με τρεις σειρές (κορδόνια) από στρογγυλές μάρκες (25 μάρκες σε κάθε κορδόνι, ανά πέντε μία μάρκα με άλλο χρώμα, για να βοηθάει στον υπολογισμό), περασμένες σε ένα σύρμα. Η πάνω και η κάτω σειρά, που αντιστοιχούν στους δύο παίκτες, είναι οι μονάδες (μία καραμπόλα) και η μεσαία μετράει κορδόνια.

- διαμάντι: τα τραπέζια του μπιλιάρδου έχουν στο ξύλινο γείσο τους, σημάδια που βοηθούν στη στόχευση. Επτά στη μεγάλη σπόντα και τρία στη μικρή. Αυτά τα σημάδια έχουν το σχήμα διαμαντιού, οπότε και λέγονται διαμάντια. Με αυτόν τον τρόπο χωρίζεται με το καρτεσιανό σύστημα όλη η επιφάνεια του τραπεζιού. Στο γαλλικό, αντίθετα με το αμερικάνικο, τα διαμάντια βοηθούν πολύ στους υπολογισμούς για τις στεκιές.

- σερί (γαλ. série): σειρά από πετυχημένα χτυπήματα. Στο γαλλικό, ο παίχτης που βγάζει καραμπόλα συνεχίζει μέχρι να αποτύχει, οπότε και παίρνει σειρά ο αντίπαλος. Μονάδα μέτρησης ικανότητας στο άθλημα. Ο καλός παίκτης είναι αυτός που έχει και το μεγαλύτερο σερί.

- τζόγος (ιταλ. giocco) : ο όρος αναφέρεται σε όλα τα είδη του μπιλιάρδου. Τζόγος σημαίνει ότι, αφού βάλεις μια μπάλα (αμερικάνικο), ή μετά από μια καραμπόλα (γαλλικό), οι μπάλες καταλήγουν σε πλεονεκτική θέση για το επόμενο χτύπημα, ώστε να συνεχιστεί το σερί.

- μακαρόνι: η άφαλτση δυνατή στεκιά κατά μήκος της μεγάλης σπόντας. Τα μακαρόνια, είναι κλασσικές βολές αρχάριων και ψιλοάσχετων, γιατί θεωρούνται άτεχνες στεκιές, και κυρίως γιατί δεν φέρνουν καλό τζόγο.

- (τα έφερα) ματάκια: η κατάσταση στην οποία οι δύο μπάλες που πρέπει να χτυπήσουμε απέχουν μεταξύ τους γύρω δυο πόντους το πολύ, και τις έχουμε απέναντι από την δικιά μας. Δηλαδή θυμίζουν μάτια (σαν του μίκι μάους ένα πράμα).

- σαλίγκαρος: κλασσική δίσποντη ή τρίσποντη στεκιά, που οι δύο μπάλες είναι σχεδόν κολλημένες στη μεγάλη σπόντα (απέναντι η μία από την άλλη κοντά σχετικά στη μικρή σπόντα) και η δικιά μας είναι περίπου στη μέση του τραπεζιού, στο ύψος των άλλων δύο. Παίζοντας απαλά, πρώτη μπάλα, μεγάλη σπόντα μικρή σπόντα, και μετά μεγάλη σπόντα και μπάλα, βγάζουμε τον σαλίγκαρο (η μπάλα μας κάνει έναν κύκλο θεωρητικά) και τζογάρουμε τις μπάλες ματάκια στη μέση του τραπεζιού.

- αμερικέν: η ικανότητα τιτανοτεράστιου παίχτη που άπαξ και τζογάρει τις τρεις μπάλες ματάκια στη γωνία, μετά τις πάει κωλοφεράντζα, γύρω γύρω το τραπέζι επί ώρες, καταφέρνοντας να μην απομακρυνθούν πάνω από ένα πόντο η μία από την άλλη. Αυτός που κάνει το αμερικαίν είναι έτοιμος να περάσει στο τρίσποντο, γιατί το απλό γαλλικό πια το έχει.

- μπρικόλα (ιταλ. bricolla): λέγεται η μονόσποντη (με την χρήση της μεγάλης σπόντας) καραμπόλα, όπου η μπάλα μας διαγράφει την τροχιά μιας γωνίας 90μοιρών, με όρτσα φάλτσα. Στο ιταλικό μπιλιάρδο, μπρικόλα είναι η στεκιά που βρίσκει πρώτα σπόντα.

- πικέ ή μασέ (γαλ. piqué(e), masser): το χτύπημα της μπάλας κρατώντας την στέκα κάθετα σχεδόν στο τραπέζι. Αυτό το χτύπημα δίνει στην μπάλα καμπύλη πορεία και ανάποδα φάλτσα. Αν δεν το ξέρετε, σκίζει και την τσόχα.

- ελευθερατζής: ο παίκτης του γαλλικού που παίζει το «ελεύθερο» γαλλικό, δλδ χωρίς περιορισμούς (π.χ. απαγορεύονται τα ματάκια στις γωνίες, ή το τρίσποντο, μονόσποντο ή δίσποντο κ.ο.κ.). Ο ελευθερατζής είναι ή πολύ καλός και κάνει φιγούρα (διότι ένας πολύ καλός παίκτης μπορεί να παίζει για ώρες), ή αρχάριος που μαθαίνει.

  1. - Πάμε για γαλλικό;
    - Τι σερί έχεις ρε μπάμια, που θέλεις να παίξουμε μαζί;
    - Δεκαπέντε, το καλύτερό μου.
    - Άντε ας παίξουμε. Αλλά πάρε και μια μπύρα να την απολαύσεις, γιατί θα σου ρίξω τουλάχιστον δύο κορδόνια, αν παίξουμε στα πέντε (κορδόνια, 125 καραμπόλες). Ή σκέφτομαι να παίζω χωρίς να φέρνω τζόγο, για να έχει ενδιαφέρον.
    - Ίσα ρε τιτανομέγιστε. Πολλά μας τα λες, και σε βλέπω να πηγαίνεις πάγκο.

  2. - Ρε, έχει σκάσει μύτη ένα παιδί στο μπιλιαρδάδικο που βγάζει μάτια!
    - Δηλαδή;
    - Μπήκε μέσα κι έπαιζε μόνος του κανά δίωρο. Ματάκια της έφερνε στην τρίτη στεκιά από σπάσιμο. Κοντά στην έκτη στεκιά ματάκια στη γωνία, και μετά αμερικέν. Κουφάθηκα! Και μου είπε να παίξουμε μαζί μετά γιατί βαριόταν.
    - Ανέβηκες κατηγορία δηλαδή;
    - Ναι, αυτός έπαιζε με μπρικόλες, εγώ κανονικά, και πάλι έφαγα δυο κορδόνια διαφορά!

(από electron, 25/09/09)αμερικέν, και δεν είμαι εγώ!!! (από electron, 07/12/10)

Δες και φάβα/φάφα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθένα από τα τέσσερα καλυμμένα με ελαστικό εσωτερικά πλευρά του τραπεζιού του μπιλιάρδου.

Από σπόντα: όχι απευθείας, αλλά αφού προηγουμένως η μπίλια χτυπήσει σε κάποιο σημείο της σπόντας.

Πετώ/ρίχνω σπόντες: κάνω υπαινιγμούς για να προκαλέσω την αντίδραση κάποιου, να πληροφορηθώ κάτι. [ιταλ. sponda]

Από σπόντα το βρήκα το σαλάνγκρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κιμωλία που τρίβεται στη μύτη της στέκας στο μπιλιάρδο. Προέρχεται από την τουρκική λέξη για την κιμωλία, tebeşir. Πιό αργκό συνώνυμα: φάλτσο, μαντέκα.

  1. Όσο τα σκέφτομαι [...] τόσο μου θυμίζει τις εκπληκτικές δικαιολογίες που σκαρώναμε για να δικαιολογήσουμε στην κυρία, γιατί δεν ετοιμάσαμε την εργασία που είχαμε για το σπίτι. Ή [...] τον τύπο που κερατώνει την γυναίκα του και πριν μπει στο σπίτι τρίβει λίγο τεμπεσίρι στα χέρια του και τα ρούχα του. Όταν η κυρά του τον αρπάζει από τα μούτρα και του φωνάζει «που ήσουν;», εκείνος ομολογεί την ύπαρξη ερωμένης, για να γυρίσει η σύζυγος τα χέρια του και όλο καμάρι για το αστυνομικό της δαιμόνιο να του φωνάξει «πάλι μπιλιάρδο έπαιζες!». (από ιστολόγιο)

  2. Λίγο τεμπεσίρι στην άκρη της στέκας, ένα χαμόγελο αυτοπεποίθησης και οι καραμπόλες ορίζουν τη βραδιά με βερεσέ αναψυκτικά. (από 'δώ)

  3. Παίζω μπιλιάρδο στην Κεϋλάνη / με ένα χαμάλη απ' το λιμάνι / Μα εκείνος έκανε χαρακίρι / γιατί είχε χάσει το τεμπεσίρι («Ζόμπι, το ξύπνημα των νεκρών», Τζίμης Πανούσης)

Νήσος Τεμπέσιρος (από GATZMAN, 26/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε παιχνίδι στο οποίο οι (πάνω από δύο) παίκτες παίζουν όλοι εναντίον όλων. Προκειμένου συγκεκριμένα για παιχνίδια που τυπικά παίζονται ανάμεσα σε δύο μόνο ομάδες ή παίκτες, ο μαχαιροβγάλτης ή κοψολαίμι είναι μία παραλλαγή που μπορεί να αφορά και δύο και τρεις ή και παραπάνω ομάδες ή παίκτες –και έτσι να αποτελεί ιδανική λύση για συναθροίσεις ατόμων περιττού πλήθους.

Παραδείγματα μαχαιροβγάλτη είναι στα βελάκια το γνωστό κρίκετ (δείτε εδώ) και στο μπριτζ το ραμί (δείτε επίσης και εδώ).

Συγκεκριμένα στο μπιλιάρδο, το κοψολαίμι για τρία άτομα παίζεται ως εξής: οι μπάλες διακρίνονται όχι πλέον σε δύο ομάδες (μονόχρωμες και δίχρωμες), αλλά σε τρεις, τις κάτω ή μικρές (μπάλες 1 ώς 5), τις μεσαίες (μπάλες 6 ώς 10, μαζί και η μαύρη δηλαδή) και τις πάνω ή μεγάλες (11 ώς 15)· οι μπάλες στήνονται στο τρίγωνο αυθαίρετα· ο πρώτος που βάζει μπάλα διαλέγει μία από τις τρεις ομάδες και ο δεύτερος μία από τις δύο που απομένουν, ενώ ο τρίτος αυτόματα έχει την τελευταία· κάθε παίκτης αποσκοπεί στο να βάζει μπάλες των άλλων παικτών ώστε να μείνει ο μόνος που θα 'χει μπάλες στο τραπέζι· το παιχνίδι δεν είναι δηλωτό και συγκεκριμένα ένας παίκτης χάνει τη σειρά του μόνον αν (α) δεν βάλει μπάλα (αν βάλει από τύχη ή κι' αν βάλει δικιά του ακόμα, συνεχίζει), (β) βάλει την άσπρη (η οποία ξαναμπαίνει στο τραπέζι απ' τον επόμενο αυθαίρετα), ή (γ) δεν έχει δική του μπάλα στο τραπέζι (οπότε και έχει χάσει).

Η εμπειρία δείχνει ότι οι μαχαιροβγάλτες είναι παιχνίδια για δεμένες παρέες, μια και η ένταση του ανταγωνισμού, σε σύγκριση με το τι συμβαίνει στην εκάστοτε τυπική βαριάντα του παιχνιδιού, είναι συχνά τόσες φορές πολλαπλάσια όσοι και οι αντίπαλοι.

Οι λέξεις αποδίδουν το αγγλικό cutthroat. Εκτός από το μεταφραστικό προηγούμενο του μαχαιροβγάλτη, προτείνεται και η μπρουτάλ λεξιπλασία κοψολαίμι, ως πιο ταιριαστή στα στυγνά ένστικτα που ξυπνάει το παιχνίδι (τσεκάρετε και τις αργκό σημασίες του cutthroat στο Ούρμπαν ντίξιονάρι).

Συνώνυμο: όλοι εναντίον όλων.

ΚΟΥΛΗΣ: Έπ! Καυλώς τηνε την πέρδικα που περπατεί λεβέντικα!...
ΣΟΥΛΗΣ: Έλα ρε σαχλαμάρα, τί γίνεται;... Απο 'δώ ο φίλος μου ο Τούλης που σού 'λεγα.
ΚΟΥΛΗΣ: Χαίρω πολύ Τούλης. Και στεκάτος βλέπω!...
ΤΟΥΛΗΣ: Δώρο της γκόμενας, μή μασάς.
ΚΟΥΛΗΣ: Αυτά ειναι... Κι' ο Μπούλης πού είναι, θά 'ρθει μόνος του;
ΣΟΥΛΗΣ: Δέν θά 'ρθει μωρ' ο φαλαινοθήρας, μού 'στειλε μήνυμα. Έκανε λέει χθές κάτι ακροβατικά με την καινούργια κι' έπαθε θλάση στον ώμο.
ΚΟΥΛΗΣ: Μπινιάαα... Και τώρα εμείς τί θα παίξουμε, πρωταθληματάκια;
ΤΟΥΛΗΣ: Εγώ παιδιά λέω να πάμε 'ναν μαχαιροβγάλτη μέχρι να σκάσει κάνας άλλος στο μαγαζί.
ΚΟΥΛΗΣ: Τί 'ν' αυτό;
ΣΟΥΛΗΣ: Τσάκω τις οδηγίες, τις τύπωσα τ' απόγευμα.
ΚΟΥΛΗΣ: «Σλάνγκ τζι άρ»;... Τί λέ' ρε φίλε...
ΣΟΥΛΗΣ: Μή κοροϊδεύεις ρε μάπα. Οι άνθρωποι εκειπέρα ξέρουν τα πάντα.
ΚΟΥΛΗΣ: Κααλά. Γιά να δούμε... «Κάθε παιχνίδι» μπλά μπλά «όλοι εναντίον όλων» μπλά μπλά μπλά «παραλλαγή» μπλά «συναθροίσεις» μπλά μπλά μπλά «κρίκετ» μπλά «μπρίτζ» μπλά «ραμί»... Καλά, ποιός μαλάκας τα γράφει αυτά ρε;
ΣΟΥΛΗΣ: Γιατί;
ΚΟΥΛΗΣ: Τί «ραμί» και «κρίκετ» στα ελληνικά ρε π'στ', να ξεχάσουμε κι' αυτά που ξέρουμε θέλει;... Ψωνάρες, το κέρατό μου μέσα... Τέ'ς πά'... «Συγκεκριμένα στο μπιλιάρδο» –ά, νά εδώ τα λέει... Χμμ... Μά'ιστα... Χμμ... Αχά... Βάζουμε και δικές μας άμα θέμε δηλαδή;
ΤΟΥΛΗΣ: Αμέ, άμα σε βολεύει.
ΚΟΥΛΗΣ: Μά'ιστα... ... Χμμ... ... ;... ;!... !!!... !!!!!... Ρε μαλάκες;!... Εδώ ρε μας έχει κι' εμάς ρε!... Εδώ ρε μιλάει για 'μάς!... Ρέ!... Έχει ακριβώς τι λέμε τώρα ρε μαλάκα!...
ΣΟΥΛΗΣ: Οι άνθρωποι εκειπέρα ξέρουν τα πάντα λέμε!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική έκφραση μανάδων και θειτσών, με την οποία αναφέρονται στα γνωστά «σφαιριστήρια» ή «μπιλιαρδάδικα», τις αποκαλούμενες και αίθουσες ψυχαγωγίας. Ειδικότερα κατά τη δεκαετία του '70 οι αίθουσες ψυχαγωγίας, με μπιλιάρδα και επιτραπέζια ξύλινα ποδοσφαιράκια, ήταν οι χώροι στους οποίους σύχναζαν οι μάγκες τύπου «Επαναστάτης χωρίς αιτία» της εποχής. Ως γνωστόν, το μπιλιάρδο ειδικότερα θεωρείται παιχνίδι των ζόρικων και σκληρών νεολαίων, που δεν σηκώνουν και πολλά πολλά. Οι μάνες και θείες μας, με δεδομένη τη διαφορά ηλικίας, ταυτίζουν τις αίθουσες ψυχαγωγίας με το παιχνίδι που είχαν δει από τα παιδικά τους χρόνια, δηλ. τα ξύλινα ποδοσφαιράκια.

- Μαμά, έχεις κανένα 500ρικο;
- Γιατί, τι το θέλεις;
- Θα βγω μια βόλτα.
- Πάλι στα ποδοσφαιράκια θα πας; Μαζεύεστε εκεί με όλους τους αλήτες και καπνίζετε, μού τα έχουν πει. Θα μιλήσω στον πατέρα σου, για να σταματήσει αυτή η ιστορία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τοίχος του μπιλιάρδου σε μορφή υποκοριστικού. Προκύπτει από το «μπρικόλα» που σημαίνει το ίδιο.

Μάλλον παράγεται από το αγγλικό μπρικ (τούβλο), εξ ου και ο τοίχος. Η κατάληξη ιταλίζει όμως και ίσως να οφείλεται στο ότι το έχω ακούσει να λέγεται έτσι από επτανήσιους.

Χρησιμοποιείται μεταφορικά στη φράση «μου 'φυγε το μπρικολέτο» και έχει την έννοια ξαφνιάστηκα, εξεπλάγην, μου 'φυγε το τσερβέλο, το καφάσι, κλπ.

Η λέξη και η έκφραση κυκλοφόρησε για λίγο στα τέλη του '80 και μετά εξαφανίστηκε, τουλάχιστον εγώ δεν την ξανάκουσα. Όποιος γνωρίζει κάτι παραπάνω, ελεύθερα να συμπληρώσει και να τροποποιήσει τον ορισμό.

  1. Έλα, δεν είναι δύσκολη στεκιά, παίξε την πράσινη με μπρικόλα στη μέση και θα μπει.

  2. Τι λε ρε φίλε, δεν το πιστεύω, μού 'φυγε το μπρικολέτο!

Βλέπε και γαλλικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του γαλλικού μπιλιάρδου (carom, carambolage, το τραπέζι χωρίς τρύπες με τις τρεις μπάλες).

Στο κανονικό γαλλικό, στόχος είναι η μπάλα μας να πετύχει τις άλλες δύο. Αυτό λέγεται καραμπόλα. Στο τέλος, όποιος φτάσει πρώτος τον απαιτούμενο, προσυμφωνημένο, αριθμό από καραμπόλες, είναι και ο νικητής.

Στο τρίσποντο, καραμπόλα μετριέται μόνο αν η μπάλα μας χτυπήσει τρεις φορές σε σπόντα προτού βρει την τελευταία από τις άλλες δύο μπάλες (κάπου στην διαδρομή, πριν τις τρεις σπόντες, μετά ή ενδιάμεσα, εννοείται ότι έχει χτυπήσει και την πρώτη). Αυτή η καραμπόλα λέγεται και τρίσποντη.

Τρίσποντο παίζουν οι τιτανοτεράστιοι παίκτες, διότι είναι δύσκολο, και εκτός από το ότι πρέπει να κατέχεις γενικά το άθλημα, απαιτείται συγκροτημένη σκέψη, λόγω των υπολογισμών που χρειάζονται. Βέβαια υπάρχουν και τυφλοσούρτες μέθοδοι, αλλά απλά βοηθάνε στα πρώτα στάδια.

- Πάμε «ακαδημία» για τρίσποντο;
- Γάμησέ το, θα με πιάσει το κεφάλι μου. Δεν παίζουμε χαλαρά ένα απλό γαλλικό, να πιούμε και τις μπύρες μας;
- Νταξ, πάμε «ρόξι» τότε, να μπανίσουμε και κάνα κοριτσάκι, καθώς θα σενιάρω το κωλαράκι σου.

(από electron, 24/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται σε μια παρτίδα μπιλιάρδου τύπου γαλλικό, μια καραμπόλα που βγαίνει με απροσδόκητο, κωλόφαρδο τρόπο.

Συγκεκριμένα, στο γαλλικό υπάρχουν δύο άσπρες και μία βυσσινί μπάλα και σκοπός του παίκτη είναι να χτυπήσει με μια από τις άσπρες, τις άλλες δύο. Αν αυτό συμβεί με κατάφωρη τύχη μετά από ένα αδέξιο χτύπημα, τότε μιλάμε για φάφα.

Τοκερατόμου, πάλι φάφα έβγαλε το άτομο!

Βλέπε και φάβα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συγκεκριμένο λήμμα έχει προφανές έτυμον από το αριθμητικό τρία και το ουσιαστικό μπάλα, και έχει διττή σλανγκίζουσα σημασία:

Α) Το σκορ σε ποδοσφαιρικό αγώνα που έχει ανέλθει ως προς την νικήτρια ομάδα στα τρία γκολ.

Β) Το Γαλλικό μπιλιάρδο που παίζεται με τρεις μπάλες και το σκορ καταγράφει τις καραμπόλες αυτών. Μετά από κάθε καραμπόλα ο παίκτης την σημειώνει σε ένα ιδιότυπο επιτοίχιο μετρητή ομοιάζοντα ως παιδικό αριθμητήριο, μετακινώντας κάθε φορά μια πεπλατυσμένη μπαλίτσα (ή μάρκα) εκ δεξιών προς τα αριστερά, καταγράφοντας έτσι το σύνολο των καραμπόλων.

Α. ... φετος ειναι φετος.θα παθαιτε οπως παθατε και χθες.υποτημησατε τους τουρκους να το τριμπαλο.προσεξτε μην παθετε την κυριακη το ιδιο με την υπεροψια σας.και βλεπω απο δευτερα το πρωι καρτα ανεργιας ο τενκατε και να φυγουν παιχτες σας.δεν ειπα οτι θα ειστε ευκολος αντιπαλος απλα μην κανετε το ιδιο λαθος που κανατε εχθες και φατε κανενα τριμπαλο και απο εμας..

από ένα εκ των απείρων ποδοσφαιρικών ιστοσελίδων -έχω αφήσει άθικτη την ορθογραφία του συντάκτου

Β: ...τώρα όσο για το μπιλιάρδο που το ξέρω πιο καλά -αν κ το σνούκερ (εγώ σνούκερ ξέρω αυτό που παίζεται στην Αγγλία κ είναι διαφορετικό-σε μεγαλύτερο τραπέζι- από το αμερικάνικο κ ποιο καλό κατά τη γνώμη μου)έχει μεγάλο ενδιαφέρον-ψηφίζω καραμπόλες(γαλλικό) ή τριμπαλο,όπως το είπε ο Πάνος (πιστεύω να εννοεί αυτό)...αυτά...κ περιμένουμε την
ημέρα ποίησης...;-)

... από κάποιο μπλογκ.

ετοιμος για καραμπολα (από perkins, 12/09/10)γαλλικο.... μπιλιαρδο (από perkins, 12/09/10)τριμπαλο έριξε η Σκόντα. (από perkins, 12/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified