Selected tags

Further tags

Το όνομα Χουντάλας είναι συνώνυμο της γούνας στην Ελλάδα. Αυτό βέβαια δεν είναι διαφήμιση, γιατί εμείς στο slang.gr δεν γουστάρουμε ούτε τις γούνες ούτε αυτές που τις φοράνε και υπερασπιζόμαστε τα δικαιώματα των ζώων, οπότε να πάει να #@!%*& ο εν λόγω κύριος...

Στο θέμα μας τώρα... Εκτός από γουνεμπόρους στην Ελλάδα είχαμε και πολλά πραξικοπήματα, με πρώτη μούρη το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 (την γνωστή «χούντα των συνταγματαρχών»). Κάποιοι ανεκδιήγητοι τύποι αποφάσισαν να σώσουν την Ελλάδα από τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» κάνοντας «επανάσταση» και στέλνοντας τους αντιφρονούντες σε Γυάρο και Λονγκ Άιλαντ (Μακρόνησο). Τελικά, μετά από μια επταετία (κατά την οποία μοιράστηκαν πολλές άδειες για ταξί και περίπτερα στα «καλά παιδιά»), με την εξέγερση του Πολυτεχνείου και με μισή Κύπρο λιγότερη, η χούντα έλαβε το τέλος της. Θα ήταν σενάριο για κωμωδία με ξεκαρδιστικούς πρωταγωνιστές (βλέπε τα βίντεο με τον Παττακό), αν δεν ήταν τραγωδία.

Ο χουντάλας λοιπόν είναι ο χουντικός ή ο νοσταλγός της χούντας. Λέγεται με σαφή ειρωνική διάθεση και συναντάται επίσης ως χούνταλο. Γενικά πάντως μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν χαρακτηρισμός για κάποιον που συμπεριφέρεται σαν φασίστας (παράδειγμα 3).

Ο χουντάλας ονομάζει το πραξικόπημα του 1967 «επανάσταση». Δεν παραλείπει να λέει τι καλά και ηθικά παιδιά που υπήρξαν οι συνταγματάρχες, τι ησυχία, τάξη και ασφάλεια που επικρατούσε τότε και, κλασικά, ότι «ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται»...

Τώρα τελευταία μάλιστα, ο χουντάλας αρχίζει να πιστεύει πως ο Αλαβάνος είναι ο Αντίχριστος και πως η άνοδος των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ είναι η τελευταία τρομπέτα της Αποκαλύψεως...

  1. (Από blog)
    «Και μια ιδιαίτερη προσφορά του blog: Όποιος θέλει να δει από κοντά τον Παττακό, μπορεί να πάει μια Κυριακή πρωί στην Αγία Βαρβάρα, τέρμα Πατησίων. Πιστός χριστιανός, φυσικά, ο χουντάλας, σχεδόν 100 ετών πια, εκκλησιάζεται όποτε μπορεί να περπατήσει! Έχει καθαιρεθεί στο βαθμό του στρατιώτη, αλλά ο κ. Χριστόδουλος τον προσφωνεί ακόμα «στρατηγό»!»

  2. - Πώς τα πέρασες τα Χριστούγεννα;
    - Πώς να τα περάσω... Είχα πάει στους συγγενείς της δικιάς μου και άκουγα όλο το βράδυ τον παππού της τον χουντάλα να λέει τι καλά που ήταν τότε που τους τεντιμπόηδες τους έστελναν για διακοπές στη Μακρόνησο!

  3. (από το Facebook)
    «Άρα αυτός ή ο οποιοσδήποτε κουκουλοφόρος (nickname, μούφα εικόνα) που το μου έσβησε τα posts προάγει σκοπιμότητες εκτός facebook, ή απλά είναι σκατοχούνταλο του ελέους στο μυαλό.»

Βλέπε και χουντόσκυλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος χρησιμοποιούμενος στην καθομιλουμένη Ελληνική και κατά κόρον στον γυναικείο τύπο (αναζήτηση στα Ελληνικά με γούγλε γούγλε δίνει 4,100 επιστροφές - βλ. και παραδείγματα).

Φασιονίστα, πληθυντικός φασιονίστας: απευθείας μεταφορά του ξενικού χαρακτηρισμού fashionista, που προκύπτει από το αγγλικό fashion (μόδα, στιλ). Πρόκειται για άτομο το οποίο δίνει μέγιστη προτεραιότητα στην εμφάνισή του, ξέρει σχεδόν τα πάντα για τη μόδα, την ψάχνει και θέλει να ξεχωρίζει επιλέγοντας τα περισσότερο στιλάτα ρούχα ή αξεσουάρ (συνήθως ακριβά και επώνυμα). Η τυπική εκπρόσωπος διαβάζει Vogue σε κανονική βάση.

Οι όροι φάσιον βίκτιμ και τρέντυ δεν είναι συνώνυμοι. Αυτοί περιγράφουν άτομα που ακολουθούν κατά γράμμα τις τάσεις της μόδας με αποτέλεσμα ορδές πανομοιότυπων εμφανίσεων. Αντιθέτως, στόχος της φασιονίστα είναι να κάνει εμφάνιση ξεχωριστή με την καλή την έννοια (δηλαδή οι άλλοι να την θαυμάζουν, όχι να γελάνε με τα χαΐρια της), χωρίς όμως και να περιπέσει σε στιλιστικό λάθος βάσει των τρεχουσών επιταγών της μοδός. Μιλάμε για μεγάλες προκλήσεις τώρα.

Φασιονίστα έγινε και η Barbie που πέρασε σε άλλη σφαίρα, εξελισσόμενη όπως κάθε καλό προϊόν (βλ. και μήδι).

Τα καυτά της μόδας: Ο πασίγνωστος γαλλικός οίκος Chanel παρουσίασε στο Παρίσι τις προτάσεις του για το γυναικείο make up 2009/2010.To smoky αποκτά νέα οπτική γωνία και το eyeliner γίνεται ο βασικός σύμμαχος για την φασιονίστα του χειμώνα 2009/2010!

Κατσίκι:
...τα ενεργοβόρα Καγιέν, τα υποδήματα Μανόλο Μπλάνικ και οι λοιπές εξτραβαγκάντσες δεν είναι πλέον καθόλου σικ, τουναντίον στοχοποιούν τους ευλαβείς φασιονίστας που επιθυμούν πάντα να ξεχωρίζουν. [...] το φλασοφόρον ερίφιον, [...] θα αφήσει άναυδους τους θαμώνες στο Akrotiri και τα λοιπά πολιτιστικά κέντρα στα οποία θέλουν να κάνουν γκράντε εμφανίσεις οι ψαγμένοι φασιονίστας.

Πάθος για γούνα: Τα 101 σκυλιά της Δαλματίας είναι μια από τις πιο κλασικές ταινίες της Disney. [...] απέσπασε τις καλύτερες κριτικές και για το υπερρεαλιστικό σχέδιο που στιγμάτισε το στυλ της ταινίας και φυσικά για τη σούπερ φασιονίστα υπερκακιά Κρουέλα Ντε Βιλ.

Απαγόρευση της κουκούλας: Πολύ πονηρό άτομο ο Λάκης Γαβαλάς που προ καιρού διατυμπάνιζε πως απόλυτο fashion item της εποχής είναι το hood, η κουκούλα δηλαδή κατά τους φασιονίστας. Γιατί νομίζετε είναι ευέξαπτοι και εριστικοί οι ράπερ;

Κολωνάκι πάντα αγαπημένο, παραμένει η πιο γοητευτική γωνιά της πόλης [...] στο Carouzos Sketch η urban φασιονίστα (σ.ς. το urban αγγλικόν, το φασιονίστα κανονικά στα ελληνικά) υποκλίνεται στους John Varvatos, Marc Jacobs, Givenchy...

(από Galadriel, 21/06/10)(από Galadriel, 21/06/10)feshionista (από perkins, 21/06/10)feshionista (από perkins, 21/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φέρων τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας ομάδας συνήθως εναλλακτικής και αντεργκράουντ αλλά ταυτόχρονα ίν.

Ο φασαίος δηλαδή δε μπορεί να ανήκει σε μια αφανή εναλλακτική ομάδα με λίγους υποστηρικτές. Αντιθέτως, ανήκει σε ομάδες που ενώ αυτοχαρακτηρίζονται αντεργκράουντ, τα εξωτερικά τους γνωρίσματα υιοθετήθηκαν από πολλούς καταλήγοντας έτσι μέινστριμ (βλέπε μούσι, τατού).

Η ιδιότητα του φασαίου ωστόσο δεν περιορίζεται στα εξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα αλλά στο γενικότερο άτιτιουντ. Ο φασαίος απαντάται σε συγκεκριμένα μαγαζιά-στέκια όπου συχνάζουν άλλα άτομα «της φάσης του», έχει συμβατά μουσικά ακούσματα με «τη φάση», πηγαίνει διακοπές σε συγκεκριμένα μέρη κλπ.

Τελευταίο και σημαντικότερο, η ιδιότητα του φασαίου δε συνίσταται στην εξωτερική εμφάνιση και στο άτιτιουντ από μόνα τους αλλά στην έλλειψη κοινωνικής ζωής και προσωπικότητας εκτός «της φάσης του». Ο φασαίος ζει, αναπνέει και τρέφεται μέσα από «τη φάση» και δε μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτή. Έτσι, ακόμα και αν κάποιος φέρει κάποια εξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα φασαίου, εάν κινείται με την ίδια ευκολία έξω από τον φασαίικο κοινωνικό κύκλο, εάν έχει άλλα πράγματα και ασχολίες που τον γεμίζουν πέρα από αυτόν, δε μπορεί να χαρακτηριστεί εξολοκλήρου φασαίος.

- Πού 'σαι μαν μου? Πάμε Γκάζι το βράδυ?
- Μπα, όχι. Έχω βαρεθεί όλους τους φασαίους εκεί πέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός, επιθετικός προσδιορισμός της πολύ αδύνατης και μικροκαμωμένης νεαράς κοπέλας.

Είναι σλανγκ που διαδόθηκε ευρύτατα κάπου στα λήγοντα 60αζ - αρχίζοντα 70αζ, όταν η διάσημη νεαρά ηθοποιός και σταρλετίτσα της εποχής, Twiggy, έκανε πάμπολλες εμφανίσεις στον κινηματογράφο, αποτελώντας ένα από τα νέα, ολόφρεσκα πρότυπα του χθες για την εξάπλωση ακόμα και της σύγχρονης ανορεξικής ομορφιάς, δίνοντας τέλος στην πρωτοκαθεδρία των στρουμπουλών, ζουμερών σεξ σύμπολς, όπως η Bebe.

Έτσι, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, Twiggy - Bebe, σημειώσατε άσο.

Ρομαντικός πρώην χίπης μπαμπάς:
- Καλά, το κορίτσι του Βαγγέλη είναι πολύ αδύνατο, βρε αγόρι μου! Σκέτη τουίγκι!
Κάγκουρας γιος με παπί: - Ναι ρε πατέρα, αυτήν κάποια μέρα θα τη γαμήσει και θα ψοφήσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στιχάκι που υποδηλώνει πόσο έχει εξευτελιστεί το γούστο τον σημερινών κορασίδων, που αντίς για τους αρρενωπούς παλίκαρους σαν και το γράφοντα, προτιμούν τους θηλυπρεπείς τζιτζιφιόγκους που φέρουν την ξενόφερτη επωνυμία trendy.

- Καλά τι στο μπούτσο; Ποιος είναι αυτός ο μπάμιας με τις ανταύγειες που χουφτώνει τη Λίλιαν;
- Άσε ρε φίλε, δεν το ξέρεις; Τον άντρα παλιά τον ήθελαν λεβέντη. Τώρα τον θέλουν αδελφή και τον φωνάζουν τρέντι.

Βλ. και βλαχοτρέντι, τρέντυς, τρέντι, τρέντουλo

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που ειπώθηκε προ καιρού από γνωστό μόδιστρο, με σκοπό να χαρακτηρίσει κοπέλα η οποία είχε ντυθεί λες και είχε μετωπική με την ντουλάπα του Φλωρινιώτη.

Νομίζω το παράδειγμα περιττεύει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Στιρέλλα είναι σύστημα σιδερώματος συνεχούς ατμοποίησης και, όπως υποστήριζε γνωστός μόδιστρος στη σχετική διαφήμιση, είναι θαυματουργό γιατί εξαφανίζει κάθε ίχνος από τσαλάκωμα σε κάθε είδους ύφασμα. Ο μόδιστρος βρίσκεται σε κάποια επίδειξη των ρούχων του και μόλις βρίσκει τσαλακωμένο το φόρεμα που ήταν να βγει στην πασαρέλα, φωνάζει με πολύ αέρινο στυλ σίγουρος για το αποτέλεσμα: «Τη Στιρέλλα, τη Στιρέλλα!».

Τη Στιρέλλα την επικαλούμαστε, όταν μια κατάσταση αρχίζει και στραβώνει και ζητάμε λύση επιτόπια, άμεση.

Τη Στιρέλλα την επικαλείται και η Φωφώ (η οποία έχει πρόσφατα πατήσει τα δεύτερα –ήντα, αλλά θέλει να πιστεύει ότι βρίσκεται ακόμα λίγο μετά τα είκοσι) και έχει να αντιμετωπίσει έναν μεγάλο εχθρό: τους πλισέδες στο σώμα της και τις ρυτίδες στο πρόσωπό της. Στην αρχή που παρουσιάστηκαν κάλυψε τις ρυτίδες με το μακιγιάζ. Μετά ο εχθρός επανήλθε με περισσότερες δυνάμεις και κατέφυγε στις μπότοξ. Ο εχθρός επανέρχεται δριμύτερος και καταφεύγει στο ρετουσάρισμα χρησιμοποιώντας τη Στιρέλλα μοντέλο «Φουστάνος», που θεωρείται κορυφή στο σιδέρωμα πλισέδων.

  1. Αγουροξυπνημένη προσπαθώ να φτιάξω καφέ, αλλά μου πέφτει το κουτί με τον καφέ. Δεν με ένοιαξε η ατσαλιά και φώναξα στον εαυτό μου: τη Στιρέλλα τη Στιρέλλα και άνοιξα το ράφι και έβγαλα δυο φακελάκια που τα είχα για καβάντζα...

  2. Η Φωφώ κοιτάζεται στον καθρέφτη και ανακαλύπτει δυο καινούριες ρυτίδες. Συμφοράαα! Τη Στιρέλλα τη Στιρέλλα!!! Και έτρεξε να πάρει τηλ. να κλείσει ραντεβού για ρετούς.

(από vip, 01/03/09)(από Galadriel, 02/03/09)Στο 1\'13" η διαφήμιση. Σπεκ στον assosmalakos. (από poniroskylo, 09/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τζιτζής, τζιτζού

Υπερβολικά φιλάρεσκη και λίγο κακόγουστη και "φτηνιάρικη" γυναίκα.

Αυτή όλη μέρα ντύνεται και στολίζεται: Πολύ τζιτζού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επώνυμα, χλιδάτα και γκλαμουράτα αντικείμενα-ονειρώξεις και (κατ' επέκταση) τα υποκείμενα που τα φέρουν ή τα κραδαίνουν.

Εκ του γαλλικού signé («υπογεγραμμένο») δηλ. ρούχα, έπιπλα, πορσελάνες, αυτοκίνητα, πίπες με σήμα το λιοντάρι, γουατεύα, με την υπογραφή ή σφραγίδα γνωστού σχεδιαστή ή πρωτομάστορα.

- Κάτι ενοχλητικό σε πολλά 'σινιέ' εστιατόρια (...) σου φέρνουν υποχρεωτικά ένα μπουκάλι νερό χωρίς να σε ρωτήσουν (και το οποίο χρεώνουν γύρω στα 3 euros). Το πιο ενοχλητικό όμως είναι τις φορές που όταν το τελειώνεις σου ξαναφέρνουν και σου ξαναφέρνουν μπουκάλι χωρίς να σε ρωτήσουν και στο χρεώνουν βέβαια. Την επόμενη φορά θα πω στον/στην σερβιτόρο 'ευχαριστώ για το κέρασμα!' (εδώ)

- Ονειρώξεων λεκέδες και σινιέ κουστούμ' λακέδες (εκεί)

- Taylor Swift: η σινιέ εκδοχή του country girl. (παραπέρα)

- πολυ σινιε ρουχα και σε καταπλικτικες τιμες..πραγματικα μπραβο....υπαρχουν ακομα ανθρωποι που καταλαβενουν τις αναγκες του καταναλωτη!! (παραδίπλα)

Υπάρχουν και τα σχετικά παράγωγα του σινιέ, όπως σενιάρω κάτι, σένιος, σενιαριστός, και ταλιμπάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Στρατιωτικές Φυλακές Αυλώνας παραφρασμένες σε Σχολή Φωτομοντέλων Αυλώνας.

Ημουν με απόσπαση φύλακας στη Σχολή Φωτομοντέλων Αυλώνας και το τι γινόταν εκεί μέσα τα βράδια δεν περιγράφεται..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified