Σκεπάζομαι με αρκετά κλινοσκεπάσματα από την κορφή ως τα νύχια.
Χθες όταν γύρισα σπίτι ημουν πολύ κρυωμένος. Τουρτούριζα. Την έπεσα για ύπνο αφού πρώτα ταφώθηκα κανονικά κάτω από φλοκάτες και βελέντζες και σήμερα είμαι περδίκι.
Σκεπάζομαι με αρκετά κλινοσκεπάσματα από την κορφή ως τα νύχια.
Χθες όταν γύρισα σπίτι ημουν πολύ κρυωμένος. Τουρτούριζα. Την έπεσα για ύπνο αφού πρώτα ταφώθηκα κανονικά κάτω από φλοκάτες και βελέντζες και σήμερα είμαι περδίκι.
Got a better definition? Add it!
Ο ύπνος ή τα προεόρτια αυτού (βλ. κουτουλάω, κάνει νύστα).
Όμορφος γιαγιαδισμός από την Δημητσάνα (Ορεινή Αρκαδία)
- Έρχεται ο κουκουλομάτης, βλέπω!
(γιαγιά Ελένη, R.I.P.)
Got a better definition? Add it!
Τα αφρισμένα κύματα της θάλασσας έτσι όπως φαίνονται από μακριά, σαν κοπάδι πρόβατα που βόσκουν στον θαλασσινό ορίζοντα.
Η παλιά μέθοδος κατά της αϋπνίας, η οποία κττμγ δεν αποδίδει: αν δεν μας πιάνει ο ύπνος, προσπαθούμε να φανταστούμε έναν φράχτη από τον οποίον πηδάνε ένα-ένα τα πρόβατα ενός κοπαδιού. Και λέμε: «ένα προβατάκι πηδάει τον φράχτη, δύο προβατάκια πηδάνε τον φράχτη, τρία προβατάκια πηδάνε τον φράχτη» -κοκ μέχρι να μας πάρει, από τη μονοτονία του πράγματος, ο ύπνος.
- Έρχεται αέρας, κλείσε τα παράθυρα!
- Τελέρε μαλάκα, χαρά θεού είναι, θα σκάσουμε!
- Άκου τι σου λέω, σήκωσε μπουρίνι, δεν βλέπεις στο βάθος τα προβατάκια; Κοντά εφτάρι βαράει και έρχεται γαμιώντας!
- Πάλι δεν είχα ύπνο χθες...
- Ε κάνε και συ προβατάκια μια φορά...
- Αμ δεν έκανα; Δεν πέτυχε όμως... Μετά το όγδοο προβατάκι πλακώσαν όλα μαζί κι έχασα το μέτρημα...
- Ε δεν ξανάρχιζες από την αρχή;
- Το έκανα, και πάλι τα ίδια. Στο τέλος σηκώθηκα και άναψα την τηλεόραση και έβλεπα τελεμάρκετινγκ μέχρι τα ξημερώματα.
για το 2., βλ. και κωλοχαρτομετρία
Got a better definition? Add it!
Προκύπτει από το επίθετο οριζόντιος, ήτοι αυτός που είναι ευθύς.
Περισσότερο χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια οριζόντια, ξαπλωτή κυρίως, φάση.
Ρήμα που χρησιμοποιείται τόσο στην ενεργητική, όσο και στην παθητική φωνή, διαφοροποιώντας την σημασία αντίστοιχα:
Οριζοντιώνω κάποιον / α, κάτι κ.τ.λ. = τον / την φέρνω σε οριζόντια θέση, κυρίως μετά από απότομη μετάβαση (κοινώς για να δηλώσει είτε ευθεία απειλή, είτε τετελεσμένη πράξη συντριπτικής βίας και ποδοπατήματος).
Οριζοντιώνομαι = φέρω εαυτόν σε οριζόντια θέση, κυρίως με σκοπό την ανάπαυση.
- Φίλε, κάτσε ήσυχα μη σε οριζοντιώσω...
- Πώπω, ερείπιο είμαι... Κάτσε να οριζοντιωθώ κανενα τρίωρο μηπως και πάρω τα ίσα μου...
Got a better definition? Add it!
Πέφτω σε βαθύ ύπνο.
Θα πάρω τα χάπια μου και θα φυτευτώ.
Πάλι φυτεμένη ήσουν και δεν απάνταγες το τηλέφωνο;
Got a better definition? Add it!
Ο υπνόσακος, το sleeping-bag στα Θεσσαλονικιώτικα. Η γέμιση σε αυτή τη μπουγάτσα έχει γεύση χιλιοφορεμένης σαγιονάρας.
-
Got a better definition? Add it!