Η μούφα, η μαϊμού, το ντεμέκ.

Ως γνωστόν οι ονομαζόμενοι Βλάχοι αυτοαποκαλούνται Armani, έτσι λοιπόν στα βλάχικα το λήμμα σημαίνει κυριολεκτικά από το εμπόριο/μαγαζί (τα βλάχικα βρίθουν ελληνικών δανείων) των Βλάχων.

Δεδομένου ότι και ιστορικά πολλοί Βλάχοι διεκρίθησαν ως έμποροι (σε Βιέννη, Τεργέστη, Οδησσό κτλ.) από τον 17ο έως και τον 19ο αιώνα, το λήμμα αποκτά και μία ιστορική υπόσταση.

Τώρα, για το πραγματικό Emporio Armani μην γλείφεστε οι έχοντες, και το Γιωργιό μάλλον θκο μας παιδί ήτανε (ναι, αλλά τίνος;)

Συναφή: Artisti Gargaliani, Χαρμάνι, Μπιτσιάνι

- Εεε ι ααα, α; (=άτσα κουστουμιά ο ανάπηρος!)
- Αρι χαμένε, Emporio d' Armani είν΄δεν το τράς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γυαλιά απομίμηση των Ray Ban, αλλά από περίπτερο (στα περίπτερα της Ομόνοιας βρίσκεις τα πάντα).

-Ο πούστης ο Βαγγέλας πάλι καινούρια γυαλιά πήρε;
-Μην ψαρώνεις ρε μαλάκα, περιπτερέημπαν είναι. 5 ευρώ τα πήρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε ένα ρολόι μούφα.

Officine panerai είναι μία ιταλική εταιρεία που κατασκευάζει ρολόγια. Για την ακρίβεια κατασκευάζει όλα τα εξαρτήματα, εκτός από τους μηχανισμούς, που είναι ελβετικοί και ελαφρώς τροποποιούνται από την εν λόγω εταιρεία. Είναι πολύ παλιά εταιρεία και βεβαίως το πιο φτηνό πανεράι (έχει μεγάλη αναγνωρισιμότητα, διότι είναι και τεράστιο) πωλείται στην εξευτελιστική τιμή των 3.500 ευρώ.

Πού να γνώριζαν βέβαια οι δύσμοιροι οι ιταλοί ότι στα ελληνικά το όνομα της εταιρείας, θυμίζει το πανέρι των μικροπωλητών (βλέπε και βγάζω στο πανέρι). Ως εκ τούτου, ο όρος αρχίζει σιγά σιγά να χαρακτηρίζει τη μούφα. Οι οποίες μούφες, δεν κάνουν τη θραύση που έκαναν την κιτσοδεκαετία, αλλά ακόμα ζουν και βασιλεύουν.

Για τα ρολόγια συγκεκριμένα, μπορείτε να βρείτε ρέπλικα οποιουδήποτε ακριβού ρολογιού με 250 ευρώ στο ιντερνέτι. Και μιλάμε για ρολόι τζιτζί, αυτόματο, με γιαπωνέζικο μηχανισμό. Οπότε αν χτυπάτε γκόμενα πλουσιέξ, το αποκτάτε ως αρχικό κεφάλαιο για μακρόχρονη επένδυση, σε περίπτωση που σας κάτσει και την νυμφευθείτε. Τότε ο πεθερός, σας κάνει δώρο ένα Pateκ Philippe και από πανεράϊ ξηγιέστε σαμουράι.

- Ωραίο ρολογάκι πάλι Κωστάκη. Από Βουκουρεστίου μεριά;
- Απο ιντερνετικό πανεράϊ αυτή τη φορά, λόγω κρίσης. Ντάμπλιγιου, ντάμπλιγιου, ντάμπλιγιου, τελεία, μούφα, τελεία, κομ. Δουλεύει όμως μια χαρά και κανά δυο βούρλα γκόμενες το χάψαν ότι είναι ακριβό.

(από electron, 01/09/09)(από Vrastaman, 02/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρούχο μαϊμού, η απομίμηση ακριβής φίρμας σε είδη ένδυσης, υπόδησης και αξεσουάρ (γυαλιά, ρολόγια κλπ). Χρησιμοποιείται και ως αυτοαναφορικό για το άτομο που τα φοράει. Λέγεται επίσης και για ρετρό παντελόνι με υπερβολική καμπάνα, π.χ. «ήρθε κι ο Μήτσος, σαν το βλάχο ήτανε, ντόλτσε καμπάνα 50 πόντους».

  1. Τι φοράει ρε ο ντόλτσε καμπάνας;

  2. - Ήρθε η Αλεξάνδρα!
    - Ωπ, τι γυαλικό μοστράρει ρε το άτομο;
    - Μη μασάς, ντόλτσε καμπάνα είναι. Αφού δεν έχει μία!

Ο Μήτσος (από panos1962, 01/11/09)(από panos1962, 01/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ορφανό χωρίζεται σε δυο κατηγορίες:

  1. Το ορφανό σουβλάκι που δεν περιέχει κρέας ή υποκατάστατα κρέατος, όπως είναι το κοτόπουλο (σε σουβλάκι/καλαμάκι ή γύρο). Το ορφανό σουβλάκι περιλαμβάνει τα υπόλοιπα αναγκαία σαλατικά (ντομάτα, κρεμμύδι και για τους πιο απαιτητικούς μαρούλι, ψιλοκομμένο καρότο και άνηθο) καθώς και το απαραίτητο τζατζίκι (και αλλού κέτσαπ/μουστάρδα, κάποιους τύπους αδιευκρίνιστης από πλευράς υλικών σως και κάτι μυστήριες κόκκινες σάλτσες) αλλά και τις πλέον απαραίτητες τηγανιτές πατάτες. Υπάρχει και η άποψη πως το ορφανό σουβλάκι απλά δεν περιλαμβάνει κάποια ή όλα από τα επιμέρους συστατικά (π.χ. κρεμμύδι ή τζατζίκι), αλλά περιλαμβάνει το κρέας ή τα άλλα υποκατάστατα του. Η μεγάλη απόκλιση μεταξύ των εννοιών δηλώνει απλά την αντίστοιχη ερμηνεία του ορφανού βάσει των γαστρονομικών προτιμήσεων του εκάστοτε καταναλωτή. Επίσης, η νέα τάση προτείνει την αντικατάσταση του κρέατος με θαλασσινά (π.χ. καλαμαράκια ή χταποδάκι) και λαχανικά σε μπιφτεκοειδή μορφή. Οι ειδικοί δεν έχουν ακόμη αποφανθεί αν αυτά τα σουβλάκια εντάσσονται στην κατηγορία των ορφανών.

  2. Ως ορφανά αποκαλούνται τα φαγητά που δεν περιλαμβάνουν κρέας σε οποιαδήποτε μορφή του (π.χ. κιμάς). Τρανό παράδειγμα τα ορφανά γεμιστά.

Εναλλακτικές εκφράσεις του ορφανού: Οικολογικό (ναι, κάτι μας είπε τώρα...), του αγρότη, νηστίσιμο (ανάλογα με την εποχή και την εορταστική περίοδο).

  1. - Eγώ παραδέχομαι οτι στη Θεσσαλονίκη ξέρουν απο μπουγάτσες, τυρόπιτες, σάντουιτς και τέτοια. άντε και τα τρίγωνα, ό,τι σουβλάκι έχω φάει απο κεί δεν έχει καμία σχέση με εδώ. άσε που είχα ζητήσει μια φορά ένα ορφανό και με κοροιδεύανε...πατατόπιτες τά λένε εκεί, έλεος! (Πάρε εδώ)

  2. - Λυπάμαι τα φοιτητόπαιδα που τη βγάζουν με κανά σουβλάκι. Τους εκμεταλλεύονται κυρίως αυτούς στο έπακρον. Ζορίζονται ακόμα και σε ρεφενέ. Αυτόν τον οικονομικό πολιτισμό προσφέρουμε. Το Ρέθυμνο διαγκωνίζεται με τη Ρόδο στην ακρίβεια. Μια Κίνα μας σώζει. Μόνη λύση να παραγγέλνουμε σουβλάκι...ορφανό!!! (Εκεί)

  3. - Έτσι ακριβώς τα φτιάχνω και εγώ 'ορφανά' (χωρις κιμά δλδ) δοκιμάστε και σε μία γωνίτσα του ταψιού να βάλατε και μία χουφτούλα μπάμιες γίνονται εξαιρετικές!!! (Εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψεύτικος, ο άχρηστος στα Γιαννιώτικα.

Απαντάται και ως πασλέ (το προϊόν απομίμηση ή «μαϊμού») ή πασλίμι (ό.π.).

Κατά μη διασταυρωμένη πληροφορία, προέρχεται από το επίθετο παλιού Εβραίου των Ιωαννίνων του οποίου ο γιος ήταν διανοητικά καθυστερημένος.

- Αγόρασα ένα φοβερό ρολογάκι σήμερα. Μόνο 50 ευρώ!
- Άντε ρε! Καμιά πάσλα θα σου πλάσαραν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η απομίμηση φιρμάτου ρούχου, που κυκλοφορεί συνήθως στις λαϊκές αγορές ή σε κινέζικα, στο 1/10 της τιμής του αυθεντικού. Έτσι μπορεί ο καθένας να δηθενιάζεται, φορώντας το κροκοδειλάκι Lacoste ή το σήμα της Nike, χωρίς να ξηλωθεί και πολύ.

- Αλβανός-Αλβανός, αλλά η μπλούζα lacoste!
- Μάλλον λαϊκόστ, επειδή την πήρε από την λαϊκή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξελληνισμός της ιταλικής λέξης greco η οποία σημαίνει ελληνικός.

Άρχισε να αναφέρεται από κοσμημοτοπώλες τουριστικών νησιών (Μύκονος, Σαντορίνη, Πάρος κ.τ.λ.) στο τέλος των '80s αρχές '90s, περιγράφοντας διάφορα κοσμήματα με ελληνικές παραστάσεις και θέματα, όπως διάφορα δελφινάκια, κίονες, ακροπόλεις, προτομές αρχαίων σοφών και ηρώων (Περικλής, Μέγας Αλέξανδρος, Λεωνίδας κ.τ.λ.), μαίανδρους, Μινώταυρους και χίλια δύο άλλα μυθικά ή μη πρόσωπα.

Τις περισσότερες φορές δε είναι αμφιβόλου αισθητικής, παραφορτωμένα και κακής ποιότητας. Παράταιρες πέτρες, κακά υλικά και καλούπια και πολλές φορές κατασκευασμένα από άτομα τα οποία δεν είχαν καμιά γνώση ιστορίας, μιας και απεικόνιζαν άλλα πρόσωπα και στις τυχούσες περιγραφές είχαν άλλα ονόματα. Κλασσική περίπτωση ήταν μία μεγάλη παρτίδα από «Μεγαλέξανδρους» που όμως απεικόνιζαν τον Περικλή με την κλασσική μορφή που είχε στο παλαιό 20άρικο!!!

Πέρασε λοιπόν πλέον η λέξη να έχει το νόημα της κακής απομίμησης, αλλά και του αντικειμένου ευτελούς αξίας και κακής αισθητικής.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για νεοέλληνες με μεραγκλαντάν αισθητική.

- Μάντεψε τι μου άφησε κληρονομιά η θεία μου η Μέλπω. Ένα νόμισμα των κλασσικών χρόνων δεμένο σε μενταγιόν!!!!
- Μα είσαι εντελώς χάπατο!!! Αυτό είναι γκρέκα από πλανόδιο στην Ίο!!!!

Στέλλα Γκρέκα. Τώρα, αν έχει και καμιά σχέση με τη Γκρέκα φίλμς, who knows? (από GATZMAN, 28/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «μούφα».

Αυτός/αυτό δηλαδή, που δεν έχει την ποιότητα που θα περιμέναμε, και είναι είτε ψεύτικο, είτε χαλασμένο.

Μπορεί φυσικά να χρησιμοποιηθεί για οποιαδήποτε δυσάρεστη κατάσταση.

- Τη δοκίμασες τη νέα «φάντα» με γεύση καρπούζι;
- Άσε ρε φίλε, μην πάρεις, είναι πατσαρδέ. Δεν πίνεται με τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified