Selected tags

Further tags

Παλιά έκφραση που σημαίνει μεθάω ελαφρά. Συνώνυμο του «τα κοπανάω».

- Μαμά γιατί είναι έτσι σήμερα ο μπαμπάς;
- Ε, τα έτσουξε χθες λιγάκι με τους φίλους του, δεν είναι τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει λιώμα στα αρβανίτικα, κυρίως από μεθύσι.

Μπε λιάρδα = έγινε λιώμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντάσσεται με τη λέξη μπουκάλι, ή με το είδος ή την επωνυμία του ξιδιού που θα αγοραστεί. Το ξίδι ή το μπουκάλι μπαίνει συνήθως χωρίς άρθρο, αν πρόκειται για ένα, ή το πολύ με λέξεις τύπου «κάνα», βλ. παραδείγματα.

Λέγεται στο έτσι, συνήθως χωρίς χωρικό προσδιορισμό και χωρίς υπονοούμενα, εννοώντας αγορά φιάλης με ξίδι προς ομαδική κατανάλωση. Συνήθως σε μπαρ, κλάμπ, μπητσόμπαρο ή μπαρόκλαμπο, ενδεχομένως δε και σε μπητσόκλαμπο, αλλά όχι περιοριστικά.

Λογικά, η φράση είναι σύντμηση του «βάζω ρεφενέ για μπουκάλι», αλλά ίσως να μην είναι κ πολύ τραβηγμένο να το ετυμολογήσει κανείς απ' το ότι όταν παίρνεις μπουκάλι σε μαγαζί το βάζουν σε τραπέζι με τα σχετικά να το διακοσμούν. Κλίνω υπέρ της πρώτης πάντως.

  1. - Πώς θα την παίξουμε απόψενες;
    - Εμένα θα μ' έψηνε να βάλουμε κάνα μπουκαλάκι μπακάρντι.
    - Ού ρε φλώρε. Ρε Γιάννη, πιάσε ένα μπουκάλι άμπσολουτ με τα παρελκόμενα.

  2. - Ρε θείο, έχουμε ξεμείνει από ξίδια στο γραφείο και μάθς χωρίς αλκοόλ δεν γκένεν.
    - Να βάλουμε κονιακάκι;
    - Μέσα.

  3. - Τι είπε χτες;
    - Χαλαρά μωρέ. Βάλαμε ένα μπουκαλάκι στο Captain's corner, αλλά το λήξαμε νωρίς τελικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.

  2. Συντόμευση της καβάντζας, βλ. καβάντζα.

  1. Μωρό μου έχω πιει μια κάβα, μόνο εσύ λείπεις.

  2. - Με τη Γιάννα τι έγινε τελικά;
    - Τίποτα, την έχω για κάβα τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της αλκοόλας. Λέγεται και για τα δύο φύλα. Άκρως υποτιμητικό (ενώ το αλκοόλα έχει και μια χαριτωμενιά).

Πάρ' την από δω αυτή τη μπέκρα, μας χαλάει το μαγαζί ναουμ'.

Drunk Effect (από nick, 10/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διεθνής και υπεραιωνία κατηγορία πότη που καταναλώνει μόνο ουίσκι και δεν καταδέχεται άλλο ποτό. Ο χαρακτηρισμός αυτός έχει κύρος, σε αντίθεση με το ουισκάκιας που δηλώνει τον ντεμέκ ουισκά, ή τον φτηνιάρη ουισκά, τον ουισκά που κατρακύλησε από την υπερκατανάλωση, τεσπα όχι τον ουισκά με πεντιγκρί.

Και για άλλα ποτά παίζει η κατάληξη -άς (κονιακάς, μπυράς) αλλά πολύ πιο σπάνια, νομίζω.

  1. Διαβάζοντας τα διάφορα δελτία τύπου που έχουν ήδη γραφτεί για το Double Black ξεχωρίζω κάποιες κοινές λέξεις ανθρώπων του marketing όπως, κομψότητα, μυστήριο, σκοτεινός χαρακτήρας, υψηλών απαιτήσεων και κάποια ακόμη. Μπερδεύομαι λίγο με όλα αυτά και για να πω την αλήθεια, μιας και είμαι ουισκάς, δεν μου πολυαρέσουν. Πίνω ένα διπλό σκέτο Double Black ακούγοντας Τζαζ. Τότε ακούγοντας την μυστηριώδη φωνή της Billie Holiday στο P.S. I Love You σε μουσική του Gordon Jenkins και στίχους του τεράστιου Johnny Mercer σε μια ηχογράφηση του 1954 βλέπω το φως το αληθινό! Αυτό είναι το Double Black. Ένα ταξίδι σε άλλη εποχή. Δεν μπορείς να το πιεις στην κουζίνα σου που φτιάχνεις και τον φραπέ σου. Δεν μπορείς να το πιεις σε ένα καναπέ γεμάτο κουτάκια μπύρας, κουτιά πίτσας και τσαλακωμένες εφημερίδες. Δεν μπορείς να το πιεις ακούγοντας φασαριόζικη μουσική. ... Είναι το ουίσκι του Humphrey Bogart στην ταινία The Big Sleep του 1946. ... Το Double Black ανοίγει νέα κεφάλαια αναμνήσεων από άλλες πιο κλασάτες εποχές.

  2. Αυτό το έχω πει με μερικά καλά μολτ (τι καλά; Θεϊκά. Τι θεϊκά; Ημίθεα!). Για τα καλύτερα απ' αυτά, έλεγα «Τύφλα να 'χουνε τα μπράντια, τα κονιάκια κι όλα τ' άλλα τα φαρμάκια». Ωστόσο, από ευρωπαϊκά ποτά, είμαι μάλλον ουισκάς (για κάποιες άριστες μπράντες τουλάχιστον) παρά κονιακάς.

  3. Εσύ είσαι ουισκάς, ε? ή θυμάμαι λάθος?.. Ναι ουισκάς είμαι, αλλά το καλοκαίρι φέρνει πολύ ζέστη το ουίσκυ..

Όλα από το νέτι, στα πρώτα αποτελέσματα της αναζήτησης της λέξης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πιώμας, ο μπεκρούλιακας, αλλά σε city φάση. Δηλ. αυτός που πάει σταθερά και την πίνει σε ένα μπαράκι ή στο σπίτι του, αλλά δεν του φαίνεται τόσο. Ο αλκοολικός, ειρωνικά και εξευγενισμένα συγχρόνως.

Ως λέξη ανήκει στην νέας κοπής κατηγορία χαρακτηρισμών τ. αριστερούλης κττ.

(ντισκλέιμερ: προσώπικλυ την σιχαίνομαι την κατάληξη αυτή)

- Ρε δεν ήξερα ότι ο Αντρέας την έπινε χρόνια ολόκληρα στο Λώρας!
- Ναι ρε συ, μέγας ποτούλης λέμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την ισχυρή σύνδεση της αφραγκίας με τον αλκοολισμό, αλλά και με συγκεκριμένο τύπο οινοπνεύματος (ο αλκοολικός μεγιστάνας δεν πίνει μπύρα, πίνει Henessy).

- Κοίτα τον Θανάση, νοίκι δεν έχει να πληρώσει, 10 κάιζερ χτύπησε πάλι...
- Τι να πεις, όπου φτωχός κι η μπύρα του...

(από Khan, 22/01/14)(από Khan, 12/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιωσίδι, οι κυριότερες κατηγορίες:

Ανάδοχος εκ του δουπού: Γαλαδριήλ.

1. Στο σταθμό της Ομόνοιας μπήκε ένα λιωσίδι (καμμένος), που έστριβε σα τζέτλεμαν το τσιγάρο του, και έκατσε στην απέναντι απο εμένα τετράδα. Το λιωσίδι αυτό έμελλε να παίξει καίριο λόγο στην ιστορία μας. Αφού ξεκίνησε ο συρμός, άρχισα να τρώω ξανά το σαντουιτς μου, το οποίο πια είχε φτάσει στη μέση του. Τότε συνέβη το εξής.

2. Οι Wolf είναι κατά την ταπεινή μου γνώμη, η καλύτερη Heavy/Power Metal μπάντα της προηγούμενης δεκαετίας. το δε Black Flame ο καλύτερος δίσκος του είδους. Ο αριθμός ακροάσεων του δίσκου είναι σε γελοία νούμερα, λιωσίδι κανονικό.

3. Αρνείσαι ότι είσαι λιωσίδι. Ναι σε σένα μιλάω, που όταν σου το λένε, πάντα έχεις μια φθηνή δικαιολογία του στιλ: «Τώρα μπήκα για να στείλω ένα μήνυμα». Όταν είσαι έξω, κάθεσαι όλη την ώρα με το κινητό στο χέρι και τσάκα τσούκα στη home screen να δεις (όλοι ξέρουμε τι..). Βγάλε τώρα το Facebook (fb) από home page στον browser σου, πάτα log out μετά από λίγο και μην μπαίνεις κάθε 10'. Μετά έλα να το αρνηθείς..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση μέθης. Προέρχεται από παρομοίωση της χαρακτηριστικής γυαλάδας ματιών μετά από κατάχρηση ουσιών, αλκοόλ κλπ, με την αντίστοιχη μιας καλογυαλισμένης ζάντας 21''. Συντάσσεται και με το ΦΕ. Εξαιρετικά δόκιμη χρήση στα πέριξ Θεσσαλονίκης.

Πίναμε, πίναμε, πίναμε, ζάντα γίναμε. ζάντα ΦΕ, σου λέω.

Κάποιος έγινε ζάντα χτες βράδυ... (από Galadriel, 25/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified