Further tags

Αναλώνω τον όχι και τόσο πολύτιμο χρόνο μου σε αδράνεια, κωλοβαράω, πλήττω.

Ισχύει τόσο λόγω πραγματικής έλλειψης δουλειάς (πχ ελλείψει πελατών σε κατάστημα) όσο και λόγω ιδεολογικής στάσης ζωής.

Ανάθεμά σε ΙΚΕΑ, όλοι οι μαραγκοί βαράμε μύγες!

Σόκ και δέος (από Vrastaman, 11/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευδοαγγλική εκδοχή του κλάσε μου τα αρχίδια, δηλαδή χέσε με, παράτα με, σάλτα και γαμήσου.

Πρόκειται για κλασική έκφραση, άκουσμα τουλάστιχον από τα σέβεντηζ.

- Κλας μάι πουτς, ρε φρεντ. Τόσες ώρες κάθεσαι και «σερφάρεις στο net», κάνε τον κόπο να ψάξεις λιγάκι για κανένα ενδιαφέρον πράγμα.
(δαμαί)

- Σπυρετο κλας μαι πουτς...
- Ποιός τον έχασε και τον βρήκες; :o
- να το χοντρυνω δεν μπορω γιατι ειμαι συντονιστης... (τζιαμαί)

- Κλας μάι πουτς ρε μπουνταλά κουραδόμαζα. Άντε μην ξυπνήσεις κάποια μέρα χωρίς αυτιά...
(τζιαχαμαί)

(από Vrastaman, 08/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναυτική ορολογία για τις υδρορροές ενός πλεούμενου. Εάν το παπόρι φορτωθεί «έως τα μπούνια» κινδυνεύει να μπάσει νερά από το κατάστρωμα· πιο πολύ βουλιάζει.

Εξ ου και οι σλανγκιές:

Εκ του ιταλικού bugna, η άκρη του πανιού του καραβιού (σ.ς. καμιά σχέση με τα (α)πλωτά bunga-bunga του Silvio). Αρχαιοκαυλιστί: οι ευδιαίοι.

Ασίστ: Doctor, ironick.

  1. ♪♫ Είχα ράψει στο σακάκι
    Δυο σακούλες με μαυράκι
    Και στα κούφια μου τακούνια
    ηρωίνη ως τα μπούνια ♪♫
    («Ηρωίνη και μαυράκι», Σωτήρης Γαβαλάς)

2.
Μπαίνουν μέσα με τα ΜΠΟΥΝΙΑ τα συντρόφια της «Ελευθεροτυπίας»...Που είδαν ευκαιρία να κονομίσουν ανασταίνοντας την πεθαμένη Ελευθεροτυπία με το όνομα «Εφημερίδα των Συντακτών» ...

το βέλος δείχνει προς ένα μεταλλικό στρογγυλό σιφόνι (δεν χώραγε στο πλάνο) (από ironick, 04/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σοφή παροιμία των αρχαίων Σουμερίων, επίσης συναντάται και στην μορφή τρεις τον πούτσο κλαίγανε με πολλαπλές χρήσεις στην καθομιλουμένη. Για έμφαση μπορεί πριν την έκφραση να χρησιμοποιηθεί και το άιντεεεεεεε και για ακόμα μεγαλύτερη έμφαση να συνοδεύεται από χαρακτηριστική κίνηση παλινδρόμησης της χούφτας.

Με την έκφανση αυτή, συχνά χρησιμοποιείται ανάλογα με την περίσταση, ως συνώνυμη με άλλες εκφράσεις (χαμηλότερου και λαϊκότερου επιπέδου ασφαλώς) όπως άρες μάρες κουκουνάρες, άρτσι μπούρτζι και λουλάς, ό,τι να 'ναι να ‘χαμε να λέγαμε, καλά κρασιά, εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται ή σε διάφορους συνδυασμούς αυτών.

Σε κάθε περίπτωση χρησιμοποιείται ως σχόλιο σε κάποιο γεγονός ή κάποια δήλωση άλλου, σε έκφραση διαφωνίας, απαξίωσης, αποδοκιμασίας, περιφρόνησης, βδελυγμίας κ.λπ. ή και ως διαπίστωση πλήρους ασυνεννοησίας μεταξύ δύο ομιλητών.

- Άσε με ρε έχω φορτώσει, πήρε η διευθύντρια και μου ζήταγε μέσα στον χαμό, να της στείλω σε excel ανάλυση ανά τμήμα για το ετήσιο κόστος του χαρτιού υγείας.
- Άιντεεεεεεεεε, τρεις τον πούτσο κλαίγανε πέστης…

- Μωρέ Σούλα, έχω τραπέζι τους κουμπάρους μου, πες κάτι εύκολο και γρήγορο να φτιάξω εσύ που είσαι μαστόρισσα σε αυτά.
- Α, μια ωραία συνταγή είναι το ζαρκάδι με μύρτιλλα και σως πριμαβέρα.
- Αμάν ρε Σούλα, τρεις τον πούτσο κλαίγανε, εύκολο και γρήγορο σου είπα…

- …και του λέω, πες ρε Γιώργο κανα πικάντικο νέο τις τελευταίες μέρες που δεν μιλήσαμε… και τι μου λέει το άτομο; «βρήκα ένα κόλπο με το spacebar και πέρασα στην επόμενη πίστα»
- Πώωω, τρεις τον πούτσο κλαίγανε, το άτομο είναι εντελώς καμένο.

(από Galadriel, 24/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλο χάλι, απερίγραπτο. Ο Μιχάλης κολλάει χάριν ρυθμού και ρίμας.

  1. - Καλά δεν ήταν χθες, τελικά;
    - Τι καλά ρε μαλάκα, το χάλι του Μιχάλη ήταν το μαγαζί... Σκατομουσική, σκατόκοσμος, σκατοποτά, γάμησέ τα, δεν καθόμουν σπίτι καλύτερα αντί να σ' ακούσω...

  2. - Βγάλ' το αυτό το φόρεμα, δεν σου πάει καθόλου. Το χάλι του Μιχάλη είσαι μ' αυτό.

(από patsis, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Ποσοτικός χαρακτηρισμός υπερθετικού βαθμού.

Αναφέρεται κυρίως σε απτά (παρ.1) παρά σε νοητά πράγματα (παρ.2) στις περιπτώσεις εκείνες που θέλουμε να δείξουμε ότι ένα σύνολο είναι ολοκληρωμένο σε τέτοιο βαθμό που υπερβαίνει την απόλυτη πληρότητα μιας και από 'κει δε λείπουν καν οι ίδιοι οι γονείς.

Η έκφραση επανήρθε στο προσκήνιο και έγινε ευρύτερα γνωστή και αναγνωρίσιμη από γνωστό διαφημιστικό σποτάκι κινητής τηλεφωνίας.

Συνώνυμα: μόνο εγώ λείπω από εδώ μέσα, τα πάντα όλα κ.α..

  1. -Μιλάμε, νταξ', ο τύπος μαλάκα, γάμησε..
    -Έλα ρε!
    -Νταξ', τι να σου λέω ρε μαν, έβαζε μέσα, γάμησε, τον πατέρα του και τη μάνα του.
    -Γάμησε τον πατέρα του και τη μάνα του;
    -Όχι ρε 'συ, εννοώ, να, ότι φίλε, κοίτα, έβαζε στο σάντουιτς τα πόδια του ρε μαν, τα πάντα όλα δηλαδή.
    -Γάααμησε!

2.-Μιλάμε, νταξ', ο τύπος μαλάκα, γάμησε..
-Έλα ρε!
-Νταξ', τι να σου λέω ρε μαν, έπαιζε, γάμησε, τον πατέρα του και τη μάνα του.
-Γάμησε τον πατέρα του και τη μάνα του;
-Όχι ρε, εννοώ, να, ότι φίλε, κοίτα, έπαιζε στο πιάνο τα πόδια του ρε μαν, τα πάντα όλα δηλαδή.
-Γάααμησε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το έπιπλο, το οποίο ο νεοέλληνας χρησιμοποιεί ως ακουμπιστήρι για τα συμπράγκαλα τα οποία τον βαραίνουν όλη τη μέρα. Κομπολόι, κινητό, κλειδιά και τσιγάρα. Η μοντέρνα ελληνίς τα έχει όλα στην τσάντα, την οποία και αυτή αφήνει στο εν λόγω έπιπλο. Ενίοτε, με αυτόν τον όρο εννοούμε και τον ευρύτερο χώρο, στον οποίο αυτό το έπιπλο βρίσκεται. Είθισται να υπάρχει και ένας καθρέφτης, στον οποίον αφού φτιαχτεί, ο νεοέλληνας φτύνει δίνοντας τα εύσημα στη μάνα του για τα πνευματικά δικαιώματα της δημιουργίας.

Να σημειωθεί, ότι η ανυπαρξία ενός όρου να περιγράψει το εν λόγω έπιπλο, φτωχαίνει αφάνταστα την, κατά τα άλλα, πλουσιοτάτη ελληνική γλώσσα. Και ο σοφός λαός, αφού οι πνευματικοί ταγοί δεν εφευρίσκουν μία λέξη, διέφυγε στον αδόκιμο αυτό όρο.

  1. - Πού είναι ρε αγάπη το τηλεκοντρόλ;
    - Νομίζω ότι το είδα στο καθώς μπαίνεις.
    - Ένα χάλι σε αυτό το σπίτι, μα τίποτα να μην είναι στη θέση του; .....Α! νά το! (βλέμμα στον καθρέφτη) Φτου σου παλικάρι μου! Πού 'σαι ρε μάνα να δεις τι έβγαλες!!!
    - Μιλάς μόνος σου ρε θεοπάλαβε;
    - Ναι, λέω πόσο κωλόφαρδη είσαι που με τύλιξες!

  2. - Μην ξεχάσεις να μου αφήσεις τις φωτογραφίες του παιδιού, να πάω να του βγάλω διαβατήριο.
    - Μην ανησυχείς, το πρωί θα σου τις αφήσω στο καθώς μπαίνεις, πλάι στα τσιγάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ορισμός που συνήθως χρησιμοποιείται για να καταδείξει καταστάσεις αμφίβολου αισθητικής και ομοιογένειας.
Με άλλα λόγια αντικατοπτρίζει ένα αλαλούμ αντικρουόμενων πραγμάτων που δεν δένουν μεταξύ τους κ αποδίδουν ένα αποτέλεσμα που στην τελική είναι για γέλια όπως και ο καραγκιόζης πίσω από τον μπερντέ!

- Πήγα προχτές στο καινούριο σπίτι του Μιχάλη ωραίο μεγάλο άλλα από διακόσμηση το γάμησε το καημένο,καραγκιόζ μπερντέ το έκανε ο κάγκουρας!

- Άσε, τά 'χω πάρει!
- Γιατί ρε;
- Πήγα στο σπίτι κι η γυναίκα μου έβαψε το σαλόνι τρία διαφορετικά χρώματα! Άμα το δεις θα καταλάβεις, καραγκιόζ μπερντέ εντελώς!

- Που κολλάει η αεροτομή στο Yugo ρε το μαλάκα; Καραγκιόζ μπερντέ το κάνε το καημένο το αμαξάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τους ήδη υπάρχοντες ορισμούς, έχω να προσθέσω και τους εξής:

  1. «Κόβω βόλτες» (οχούμενος ή μη): πάω κι έρχομαι ανυπομονώντας να γίνει αυτό που περιμένω (να παρκάρω, να βγει ο γιατρός από το δωμάτιο της άρρωστης μάνας, να περάσει η ώρα, να περάσει ο πόνος, η αϋπνία, κλπ)

  2. στην έκφραση «Κόφ' το» = πάψε!: παύω, σταματάω αυτό που λέω ή αυτό που κάνω.

  3. «Κόβει» η μαγιονέζα ή το αυγολέμονο: χαλάει, δεν δένει, το αυγό γίνεται κομματάκια και χωρίζουν τα συστατικά της.

  4. Αλλοιώνεται η έκφρασή μου επειδή είμαι άρρωστος

  5. «Κόβω την τράπουλα»: την χωρίζω στα 2 για να ξαναγίνει ένα μάτσο και να μοιράσει ο επόμενος

  6. Σταματάω την φιλία μου με κάποιον /-α (στο δημοτικό λέγαμε «Μμμμ, κόψε!» και δίναμε στη φίλη μας τον μέσο και τον δείκτη ενωμένους ώστε αυτή να πιστοποιήσει το τέλος της φιλίας χωρίζοντάς τους. Πιο πολύ για πλάκα.)

  7. Στην έκφραση «μου κόβει»: είμαι έξυπνος, παίρνει στροφές το μυαλό μου.

Επιπροσθέτως βλ. και κομμένος 1 και 2.
Σα να μη θυμάμαι τώρα κάτι άλλο. Το λανσάρω λοιπόν -για να μη μείνει στο πρόχειρο κανα δεκάμηνο- και, όποιος έχει κάτι να προσθέσει, ιζ βέλκαμ.

  1. Πενήντα λεπτά έκοβα βόλτες μες τη νύχτα σε όλη τη γειτονιά να βρω να παρκάρω, γαμώ τα έργα μου γαμώ!

  2. Για δεν το κόβεις πια ρε μεγάλε, αρχίζει και κουράζει σου λέω!

  3. «Χτύπα τα πόδια σου Κινέζα
    για να μην κόψ' η μαγιονέζα»
    (από την «Λιλιπούπολη», και μετά σου λέει ότι οι αριστεροί δεν είναι ρατσιστές)

  4. Βάλε μπόλικο διορθωτικό σήμερα γιατί έχεις κόψει πολύ, τόσες μέρες άρρωστη. (παραλλαγή = «είσαι πολύ κομμένη»)

  5. Κόψε ρε μαλάκα να τελειώνουμε, όλο το σταυρώνεις με το καλό το δαχτυλάκι!

  6. - Τώρα τελευταία δεν βλέπω συχνά τη Λίλιαν με την Λάουρα, τι παίζει;
    - Καλά δεν τά 'μαθες ότι έκοψαν από τότε που η Λάουρα έσκασε μύτη με το ίδιο φουστάνι;

  7. Από το παράδειγμα του λήμματος γκιούμι:
    - Μα πού έβαλες τα κλειδιά;
    - Κάτω απ' το πατάκι, σου είπα!
    - Για να τα βρει όποιος θέλει και να μπει σαν κύριος στο σπίτι; Τι γκιούμι! Καλά τόσο δεν σου κόβει;

Η προέλευση του "κόβω λάσπη". (από Cunning Linguist, 11/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως επίρρημα: (α) τέλεια, πολύ καλά. Συνώνυμα: γαμάτα, μπόμπα, σούπερ, τζάμι, τζιτζί, φίνα. (β) (επιτατικό) πολύ, εντελώς. Συνώνυμα: κάργα, φουλ. Χρησιμοποιείται και ως επίθετο (βλέπε γαμάτος).

Συντάσσεται είτε ως κατηγορούμενο, είτε συνηθέστερα με το ουσιαστικό έναρθρο, στον πληθυντικό και σε αιτιατική: (και) γαμώ τους/τις/τα <ουσ. σε πληθ.>. Συγκεκριμένα, η κανονική σύνταξη <επίθ.> + <ουσ.> αποφεύγεται.

  1. (απο συνέντευξη του Evnus, εδώ)
    Την τελευταία φορά που πέρασα και γαμώ ήταν ένα πρωί που είχα πάρει ένα τόξο με βεντούζα και σημάδευα σκατόφατσες [...] στην τηλεόραση.

  2. (από το διαδίκτυο)
    Πρέπει να ομολογήσω ότι ο τύπος είναι και γαμώ τα άτομα. Παρ' όλο που έχασε την πτήση από το Λονδίνο και έφτασε στις 1 μετά τα μεσάνυχτα, βγήκε στην σκηνή [...] και έδωσε και γαμώ τις συναυλίες.

  3. (από το διαδίκτυο)
    Αυτό πρέπει να το πω. Οι Γερμανίδες είναι και γαμώ τις γκόμενες. Σταμάτα να είσαι Στάθης Ψάλτης και να τις σκέφτεσαι με σαντάλι και ξεπλυμένο σορτς. Ντυμένες κανονικά είναι φα-ντα-στι-κές. Και γδυμένες ακόμη περισσότερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified