1. Θέαμα του οποίου θεατής έτυχα μικρός. Στήνεται σε μια αλάνα ένα πελώριο ξύλινο βαρέλι στα εσωτερικά τοιχώματα του οποίου εκτελούνται ακροβατικά πάνω σε μοτοσυκλέτες και μικρά αυτοκίνητα (μου 'παν και για γουρούνες, αλλά δεν έτυχα μάρτυς οπότε κι επιφυλάσσομαι κάργα), εκμεταλλευόμενοι τη φυγόκεντρο που εμφανίζεται λόγω ταχύτητας. Προκαλεί ενθουσιασμό μέσα σε εκκωφαντικά ντεσιμπέλ και μπόχα εξάτμισης. (Δεν το θεωρώ slang).

  2. Όρος-φιγούρα του παραπέντε (του σπορ όχι του σήριαλ). Ο παραπεντίστας διαγράφει κύκλους παράλληλους με το έδαφος και πολύ κοντά σ' αυτό (εδώ κι η μαγκιά).

  3. Το 'χω ακούσει να το λένε και φοιτητές του εξωτερικού (καραεπιφύλαξη λόγω αναξιόπιστης πηγής) για Παρασκευάτικα μπεκρουλιάσματα στυλάκι «ποιος θ' αντέξει μέχρι τέλους», οπότε και αναφέρεται (επιπλέον) στην τελευταία γύρα που 'χουν μείνει δύο κι όλοι οι άλλοι ντίρλα γύρω - γύρω ξερνοβολούν τ' άντερά τους περιμένοντας το νικητή.

Το αφιερώνω με σεβασμό, στον Vrastaman που μου έδωσε την ιδέα του ανεβάσματος.

  1. - Μα πώς το 'παθε; - Πήγε να κάνει το γύρο του θανάτου και σαβουρντίστηκε άσχημα ο μαλάκας. Αφού δεν το κατέχεις το σπορ που πας ρε Καραμήτρο;

  2. Δείτε πως το χρησιμοποιεί η Μάρω Βαμβουνάκη δια λαλιάς Φίλιππου Πλιάτσικα:

«Στα ηλεκτρισμένα ξενυχτάδικα οι γυναίκες μισοκρύβονται πίσω απ' τη λήθη
Στα κολασμένα παζάρια της λεωφόρου οι αστυνόμοι
οι πλούσιοι επαρχιώτες μηχανόβιοι
μάσκες ακάλυπτες μικρές στο γύρο του θανάτου
που τρεμοπαίζουν τον άγγελο ή τον δαίμονα
στις άκρες των δακτύλων τους, ξημέρωμα Σαββάτου»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για κάποιον που, αν και θεωρείται άμεσα υποψήφιος για να εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο (βλ. λ. απογείωση) λόγω ιδιαίτερα προχωρημένης ηλικίας ή εύθραυστης υγείας, εντούτοις, εκείνος αρνείται να παραδώσει πινακίδες και ζει περισσότερο (outlives) έναντι άλλων ατόμων με φαινομενικά περισσότερα ψωμιά.

Παράδειγμα πολιτικού ανδρός που έχει φάει το στάρι πολλών νεότερων συναδέλφων του, είναι ο Μητσοτάκουλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ακραία απειλητική έκφραση του στυλ «θα σε κλάψει η μάνα σου στο μνήμα», η οποία προσβάλει καθαρά την ίδια τη ζωή του παραλήπτη. Αναφέρεται στον αριθμό (τέσσερις) των κορακιών κασοφόρων, των οποίων αποστολή είναι η μεταφορά του φέρετρου στην ύστατη κατοικία του.

Χρησιμοποιείται συνήθως από ακίνδυνους μαχαλόμαγκες - κουραδόμαγκες που πουλάνε μαγκιά από χόμπι, ενώ στην πραγματικότητα ποτέ δεν κάνουν πράξη τις απειλές τους, γιατί όπως ορίζει η λαϊκή σοφία: «σκυλί που γαβγίζει δε δαγκάνει» (και τούμπαλιν).

- Τι κοιτάς ρε; Την κοπέλα μου κοιτάς; Θα πεθάνεις ρε! Θα σε πάνε τέσσερις! Θα σου πιω το αίμα! Θα...θα...

κλπ, κλπ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για τα σώματα ασφαλείας (καπελάκηδες, τροχομπάτσοι, ΜΑΤατζήδες, ασφαλίτες, εδικοί φρουροί, ΟΠΚίτες, ΜΕΑ, δεσμοφύλακες, βασανιστές, ζητάδες, συνοριοφύλακες, τελωνειακοί, κτλ) τα οποία πληρώνουμε με τους φόρους μας για να μας υπηρετούν και να μας δίνουν ένα γενικότερο αίσθημα ασφάλειας, πράγμα που επιτυγχάνουν άριστα.

Μπάτσοι γιατί να. Γουρούνια γιατί καταλαβαίνει όποιος έχει δει μπάτσο μπροστά του (αν και δε συμφωνώ απόλυτα γιατί είναι προσβολή για το γνωστό ζώο). Το γιατί δολοφόνοι μας το υπενθυμίζουν σε τακτά χρονικά διαστήματα.

Το σύνθημα φοριέται πολύ σε πορείες και διαδηλώσεις, αλλά τώρα πια και σε σχολεία, νηπιαγωγεία, εργασιακούς χώρους, σπίτια, αυλές, πάρτυ, κοσμικές συγκεντρώσεις, γάμους, βαφτίσια και γιορτές.

Εν συντομία: μπα-γου-δο.

  1. Τη χέστρα πάλι βούλωσα κι έσπασε το σιφόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  2. Απ' όλα τα φρούτα μ' αρέσει το πεπόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  3. Μικρό μου πόνυ, μικρό μου πόνυ,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  4. Είμαστε στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  5. Μ' αρέσει η μουσική, παίζω και τρομπόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  6. Μ' έφτυσε η γκόμενα απ' τ' απέναντι μπαλκόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  7. Τσάι με λεμόνι στο μπαλκόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  8. Άσε το ... και πιάσε το καδρόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  9. Με το παπάκι έπεσα κι έσπασε το τιμόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  10. Την αφίσα κρέμασα με ούπα και στρυφώνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  11. Ψάχνω ένα σύνθημα, σε -όνοι τελειώνει,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  12. Ένα είναι το σύνθημα που όλους μας ενώνει,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  13. Οι μπάτσοι είναι αδέλφια μας κι εμείς αδελφοκτόνοι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  14. Ο σκύλος μου τρελάθηκε με γάτες ζευγαρώνει,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  15. Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι,
    εσείς πουλάτε την άσπρη σκόνη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση-κατάρα που 'λεγαν οι παπούδες μας. Υπονοεί ότι αυτός που την εξακοντίζει επιθυμεί τον θάνατο και μαζί ασθένεια που προκαλεί την τριχόπτωση του υποκειμένου.

Παραλλαγή του μόρα και κασίδα που χρησιμοποιείται ως ανταπάντηση στο «μωρή» και στο «μωρέ». Το νέκρα και κασίδα αντίστοιχα σε «ναι» που σπάει τα νεύρα, ακόμη καλύτερα και σε επαναλαμβανόμενα «ναι» που σπαν' τα νεύρα.

Στη βουλή ψηφίζεται το ειδικό τέλος στα ακίνητα.
Η τηλεόραση μεταδίδει απ' ευθείας:

- Τσουρνόπουλος.
- Ναι.
- Λαμογιόπουλος.
- Ναι.
- Κλεφτοκοτόπουλος.
- Ναι.

Και η γιαγιά μου απ' τον καναπέ:
- Νέκρα και κασίδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρχικός ορισμός φυσικά αφορά τις τοιχοκολλημένες ανακοινώσεις που αναγγέλλουν την κηδεία κάποιου αποδημήσαντα από τον μάταιο τούτο κόσμο φουκαρά.

Ο μετεξελιγμένος ορισμός είναι απείρως πιο μακάβριος: παραπέμπει στα φρικιαστικά έως σπλατερικά συνθήματα που υποχρεωτικά αναγράφονται στα πακέτα τσιγάρων με σκοπό να κλάνει πετούγιες ο κάθε καπνιστής: τού προαναγγέλλουν έναν βίο αβίωτο εν μέσω μυριάδων ολέθριων παρενεργειών, με αθωότερη την στυτική δυσλειτουργία και τον αργό και βασανιστικό θάνατο τόσο του ιδίου, όσο και των παθητικών εκείνων θυμάτων που έχουν την ατυχία να συγκαταλέγονται στους φίλους και συγγενείς του.

Επίσης αποκαλείται κηδειόσημο.

- Το Υπουργείο Υγείας προειδοποιεί. Εγώ όχι. - Το κάπνισμα προκαλεί καρκίνους, ζυγούς, λέοντες, υδροχόους, ιχθείς, κλπ. - Δεν είμαστε καλά. Σαν νεκρόσημο κάνανε το πακέτο τα υπουργεία υγείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
- Το Υπουργείο Υγείας προειδοποιεί: μην καπνίζετε, μην τρώτε, μην πίνετε, μην πηδάτε. - Το ξέρω αλλά είμαι αδύναμος χαρακτήρας. - Σ' αυτό το χώρο, το Υπουργείο Υγείας προσπαθεί να σας τρομάξει. - Το Υπουργείο Υγείας προειδοποιεί: Οι παθητικοί καπνιστές δεν έχουν άλλη ελπίδα παρά να αρχίσουν να καπνίζουν. - Καπνίζω, άρα ελπίζω. - Σε λίγα χρόνια θα καπνίζουμε μόνο σε γιάφκες.
- Άρχισα το τσιγάρο σαν παθητικός καπνιστής. - Το κάπνισμα προκαλεί ασθένειες κι έτσι είμαι άρρωστος για σένα. - Το Υπουργείο Υγείας προειδοποιεί: καλύτερα μέσα και παθητικοί καπνιστές παρά να βγείτε έξω και να κρυώσετε. - Το κάπνισμα δεν είναι έξη, είναι σέξυ. - Καλύτερα πλούσιος καπνιστής, παρά φτωχός και άρρωστος. - Καπνίζω, άρα είμαι ακόμα υγιής. - Γκόμενα που καπνίζει, είναι σαφώς πιο easy. (Από το μανιφέστο της Καπνιστικής Αντιεξουσιαστικής Προοδευτικής Νέοσοσιαλιστικής Οργάνωσης Κ.Α.Π.Ν.Ο.)

Γιατί να κόψω το τσιγάρο; Υπάρχει λόγος; Γιατί ζω; Οι καπνιστές, λέει, πεθαίνουν πρόωρα, σύμφωνα με το σημερινό κηδειόσημο του Old Holborn. Η κρητικιά γιαγιά μου πως πέθανε με το φουγάρο στο στόμα σε ηλικία 110 ετών από ατύχημα; (από forum)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πεθαίνω, χάνομαι, αποδημώ εις Κύριον.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι η λέξη «καλιά» αρχικά σήμαινε τη φωλιά των πτηνών, αλλά αργότερα επικράτησε στη φράση τούτη, λειτουργώντας ως ευφημισμός σε περιπτώσεις που θα θέλαμε να πούμε με τρόπο ότι κάποιος «έφυγε» από τον μάταιο τούτο κόσμο, ότι επέστρεψε «στο σπίτι του», δηλαδή.

Γυναίκα - Νίκος Καββαδίας

Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ εδώ Μαρία
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει
Το χέρι σου που χάϊδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου
για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι
Γεμάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι
πρώτη φορά σε μια σπηλιά στην Αλταμίρα.

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που μ' είδες.
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.

Στο 3.10 του ανυπέρβλητου άσματος (από Khan, 27/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποδημώ εις Κύριον, «αναπαύομαι». Η έκφραση πιθανόν να οφείλεται σε χαρακτηριστική σύσπαση των ποδιών του αλόγου κατά την οποία πιθανόν να εκτιναχθούν ένα ή περισσότερα πέταλα. Λέμε ακόμη και «τα τίναξε» (εννοώντας τα πέταλα). Συνήθως λέγεται για άτομα τα οποία δεν έχαιραν ιδιαίτερης συμπάθειας, αλλά αυτό δεν αποτελεί κανόνα.

  1. - Τι γίνεται ρε συ εκείνος ο παλιός διευθυντής του Ταμείου, ο Μανόπουλος;
    - Δεν τα 'μαθες; Τίναξε τα πέταλα, ανήμερα τα Χριστούγεννα. Ε, δεν ήταν και μικρός. Έφυγε πλήρης ημερών, Θεός σχωρέσ' τον.

  2. Είδα τον Γιώργο και μου είπε ότι εκείνος ο ελεεινός ο Μαχαίρας τα τίναξε τελικά.

Τίναξε τα πέταλα (από panos1962, 10/11/09)Τινάζω πέταλα (από panos1962, 10/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που σημαίνει πως, όσα γκαφρά και να μαζέψει κανείς σ’ αυτόν τον κόσμο, όταν τα κακαρώσει θα «φορέσει» το φέρετρο και στην άλλη ζωή δεν θα πάρει μαζί του μία.

Είναι μια υπενθύμιση για το τι δεν είναι σημαντικό στη ζωή: να έχεις λεφτά αισθήματα και να κάνεις τη ζωή τη δική σου και των άλλων πατίνι, όσο κι αν είναι το χαρτί.

Άλλωστε, τα σημαντικότερα πράγματα στη ζωή είναι δωρεάν...

- Μαστοράκο μου, μόνο μια χάρη να μου κάνεις, κι εγώ στο γάμο σου νερό με το κόσκινο...
- Τι είναι ρε Παυλάκη;
- Θα μου τη κάνεις τη δουλειά βερεσέ;
- Να σου την κάνω ρε φίλε. Σφίξαν οι κώλοι;
- Γάμησέ τα κι άφησέ τα... Είμαι στον λάκκο με τα κωλοδάχτυλα κι έχω και τον σπιτονοικοκύρη να με απειλεί για δυο νοίκια. Λες και τά 'χει ανάγκη ο Σκρουτζ...
- Το ξύλινο παλτό δεν έχει τσέπες να του πεις του Σπαγκάϊ Λάμα. Νεκροφόρα με κοτσαδούρα έχεις δει ποτέ;
- Σταμάτα να μιλάς και φίλα με καρντασάκι! Ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε και ό,τι αρπάξει ο κώλος μας...

(από patsis, 21/04/09)(από Jonas, 29/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σακάκι το οποίο φοριέται σε κηδείες, γάμους, βαφτίσια, λοιπές εκδηλώσεις, αλλά και σε συνεντεύξεις για δουλειά και άλλες επίσημες εμφανίσεις, από άτομο το οποίο συνήθως δεν φοράει τέτοιου είδους ρούχα (γεροντοφρικιό, λέτσος, μπίχλας, άνετος, μοντέρνος κλπ, κλπ, το πιάσατε το νόημα ελπίζω) ή τα φοράει σε συνδυασμό με τελείως φευγάτα ρούχα, χρώματα, αξεσουάρ, κλπ.

Ονομάζεται έτσι, γιατί είναι σαν να το έχει υφαρπάξει ο φορών από το φέρετρο του παππού του λίγο πριν τον παραχώσουν. Όπερ, στραβοχυμένο, τριμμένο, παλιάς μόδας, ψιλο-λερωμένο και χοντρο-τσαλακωμένο, και κάνα δυο νούμερα μικρότερο ή μεγαλύτερο από το δικό του.

- Και εκεί που περίμενα στην σειρά μου για συνέντευξη, σκάει μύτη ρε ένας παίχτης με εμφάνιση γάμησέ τα, λέχρα, αλλά με σακάκι του παππού! Ξεκαρδίστηκα στο γέλιο…
- Και τι έγινε την πήρες την δουλειά;
- Τα αρχίδια μου πήρα… ο τύπος ήταν ο υπεύθυνος Ανθρωπίνου Δυναμικού… Τώρα θα συνδυάσω το δικό μου Armani με γραβάτα του κρεμασμένου…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified