Κανονικά, η χαμοκελάηδα ή χαμοκελάδα είναι ένα πουλάκι (τσίου-τσίου και τέτοια). Επιστημονιζέ λέγεται Anthus campestris και αγγλιστί tawny pipit.
Στην αργκό όμως έχει ιδιαίτερη σημασία:
Α) Της αμφιβόλου υπολήψεως (γιατί παρακαλώ;) γυναίκας που σκύβει πάνω απ' τα προβλήματα του κ. Jim Bookie (δηλ. «κελαηδήστε ωραία μου πουλάκια»),
Β) Του υποκριτή, ύπουλου και εν τέλει χαφιέ που κελαηδάει, δηλ. ξερνάει – «λέει το ποίμα» (βλ. «Ένα Γελαστό Απόγευμα», 1979, σενάριο Φρέντυ Γερμανός, όπου ο Γ. Μιχαλακόπουλος υπενθυμίζει στο Ν. Κούρκουλο το παρελθόν του πατέρα του επί Κατοχής, λέγοντας «μερικά πουλάκια κελαηδάνε από πολύ μικρά», βλ. και αξιοσημείωτα ανατρεπτική ιστορία του μικρού Λιά στο ανθολόγιο του 1978, που «έψαχνε να βρει το πουλάκι που τα λέει όλα στη μαμά», να του στρίψει το λαιμό!) και
Γ) Γενικόλογο απαξιωτικό χαρακτηρισμό ή χιουμοριστική ψευτο-αδερφίστικη προσφώνηση (κυρίως μεταξύ ανδρών), όπως π.χ. χαμούρα, κουφάλα, ξελότσα, φραγκολουμπίνα, σκλεπού, Λάουρα, πρέσβειρα καλής θελήσεως, μουχρίτσα, κορδελλιάστρα κτλ-κτλ (π.χ. «άντε μωρή κουφάλα, τα κονόμησες πάλι»!)
Δεν είναι η μοναδική περίπτωση που έχουμε το φαινόμενο της προσωποποίησης ζώων για κάποιο ανθρώπινο χαρακτηριστικό (η μυθολογία, η δημοτική ποίηση κλπ έχουν χιλιάδες τέτοια).
Εδώ όμως, στο συμπαθές πετούμενο δεν αποδίδεται -σ’ αυτό καθ’ αυτό- κάποιο γνώρισμα ανθρώπινο ώστε να γίνει η αντιπαραβολή, αλλά είναι λόγω του αστείου ονόματός του, που γίνεται το λογοπαίγνιο (κελαηδάω + χάμω).
Π.χ. Κελαηδάω στην αργκό, σημαίνει «λέω το ποίημα» (ο ρουφιάνος λέγεται και «ποιητής»!), τραγουδώ, παραληρώ (συνήθως υπό επήρεια ουσιών) ή αναπαράγω οποιονδήποτε παράξενο ήχο.
Άλλωστε, ο λαιμός στην κλασσική αργκό λέγονταν τραγουδιστής (το στομάχι ψωμοσάκκουλο ή κουραδομηχανή, τα μάτια γκαβά κλπ) ενώ το αηδόνι ήταν εργαλείο διαρρήξεως όπως σκύλλα, καρακούτσος κλπ που εκτίθενται σε εγκληματολογικά μουσεία.
Το «χάμω» παραπέμπει σε χθαμαλές ή ύποπτες δραστηριότητες (π.χ. χαμοτρώω, χαμηλοβλεπούσα, χαμηλοπέφτης, χαμουτζής) κ.α.
Ούτω πως, στη νεοελληνική έχουμε τις εξής (ενδεικτικά) προσωποποιήσεις ζώων ή φυτών:
- Μεγαλοκαρχαρίας = μεγαλουσιάνος, ταλαριούχος κλπ (σημειωτέον στην αγγλική loan shark λέγεται ο τοκοσλούρπ),
- Κοκοβιός = μικρο-μαλάκας
- Γαλιάντρα = τσαούσα μπαγιάτικη σύζυγος
- Αλεπού = πονηράκιας (άκου και Μπουγά, που τα εξηγεί ωραία)
- Νυφίτσα = ύπουλο ζιζάνιο, που χώνει τη μύτη του και σπέρνει διχόνοιες
- Φάλαινα ή φώκια = υπέρβαρη κι ανοικονόμητη σύζυγος (ή πεθερά)
- Βουβάλι = θηριώδους διαπλάσεως αλλά συνήθως μικρόνους τύπος
- Σουσουράδα = σεμνότυφη που τον κρυφοπαίρνει
- Μοσχάρι = αναίσθητος, αδιάφορος ή βλαξ
- Κατσίκα ή γίδα ή γκιόσσα = η γλωσσού ή θρασεία γυναίκα
- Τσαπερδόνα (αρβανίτικο τζαπερντόνε = σαύρα) = πεταχτούλα γκομενίτσα
- Φυτό = σπασίκλας ή κατάκοιτος σε κώμα (νομίζω το τελευταίο είναι γαλλισμός)
- Τσουκνίδα = κωλόγρια
- Χαμομήλι = κοντοπίθαρος
- Μούσμουλο = χρήμα, ηλίθιος ή σφαίρα (βλ. και ταυτόσημο «δαμάσκηνο» και άκου ρεμπέτικο «από πίσω απ’ τη στρατώνα» 1930 Κ. Καρίπης – Κ. Μπέζος)
Τζάνερο = χαζός (Ρουμελιώτικα το κορόμηλο ή ρίκι)
κ.α. ων ουκ έστιν αρθιμός (sic) χώρια τα σύνθετα (π.χ. γατομούστακος = ο πάσχων από αλωπεκίαση του προσώπου όπως και σπανομαρίας, ποντικομαμή = το μουλωχτήρι κλπ), ενώ τρυγόνα, περιστέρα, παγώνα, ζαργάνα, κουκουνάρα κλπ, αποτελούσαν πάλαι ποτέ ερωτικές προσφωνήσεις της ελληνικής υπαίθρου.
Τέλος, σημειωτέον ότι στην ονοματοπλασία των λαών δεν έφταναν τα υπάρχοντα είδη της χλωρίδας και της πανίδας, αλλά επινοούσαν και φανταστικά όντα, όπως:
- Πιθηκολιόνταρο
- Δικέφαλος μαλακοχτυπητής
- Νοξιανό ζαφούρι (κάτι που δεν ξέρουμε τί ακριβώς είναι)
- Ζουλάπι
- Αλεποδράκουλο
- Αλ(ε)ποκούναβο
- Αλποτσάκαλο
- Ο Τίμιος Δικηγόρος (οι Εγγλέζοι που ξέρουν από χιούμορ έχουν στήσει παμπ στην Chancery Lane του Λονδίνου, όπου βρίσκονται τα δικαστήρια με τ’ όνομα «The Honest Lawyer»)
- Ο Συνεπής Υδραυλικός
- Ο Μάστορας που δεν κάνει ατσαλιές
- Ο Πονετικός Γιατρός
- Ο Δουλευταράς Δημοσιοϋπάλληλος
- Ο Καλλιγράφος Φαρμακοποιός
- Ο Μέσος Κοινωνικός Άνθρωπος
- Ο Καραγκιόζης Φούρναρης
- Η Γοργόνα με το Μεγαλέξαντρο
- Ο Σούπερμαν (κατά κόσμον Κλαρκ Κεντ, σύγχρονο παλικάρι του παραμυθιού στο οποίο εναποθέτουν την σωτηρία τους οι μικροαστοί)
- Ο Καγκασέιρο (Μπραζιλένιος υπερήρωας)
- Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς (βαλκανικές ιστορίες με βακαλάους-τηγάνια και κόκκινες μηλιές)
Ο Μουτρωμένος Αυτοκράτορας (απω-ανατολικές ιστορίες με σούσι-γουώκ και πράσινες κερασιές) κ.α.
Χωρίς βέβαια να ξεχνάμε την καταγραφή του Χοσέ Λουίς Μπόρχες «Το Βιβλίο των Φανταστικών Όντων» (Μπουένος Άιρες 1967), όπου παρελαύνουν μεταξύ άλλων:
Οι Άγγελοι του Σβέτενμποργκ
- Η Αλυσοδεμένη Γουρούνα της Αργεντινής
- Ο Α Μπάο-Α Κού
- Οι Αμπτού και Άνετ
- Η Αμφίσβαινα
- Οι Αντιλόπες με τα έξι πόδια
- Οι Άρπυιες
- Ο Βασιλίσκος
- Οι Βαλκυρίες (στον κόσμο είναι λιγοστές, όπως μας πληροφορεί λαϊκός αοιδός)
- Η Γάτα του Τσέσαϊρ και του Κιλκέννυ
- Οι Γνώμοι
- Ο Γρύπας
- Ο Ελέφαντας που πρόβλεψε τη γέννηση του Βούδα
- Τα Έλφα
- Το Ζαρατάν
- Τα Θερμικά Όντα
- Ο Ισοπεδωτής
- Ο Ιχθυοκένταυρος
- Το Κάμι
- Τα Καλικατζαράκια
- Το Καρβουνάκι (Carbuncle)
- Ο Κατώβλεπας
- Ο Κένταυρος
- Ο Κέρβερος
- Η Κινέζικη αλεπού
- Ο Κινέζικος δράκοντας
- Ο Κουτζάτα
- Οι Κουτσοί Βούφνικς
- Το Κράκεν
- Ο Λαγός της Σελήνης
- Οι Λάμιες
- Οι Λέμουροι
- Η Λερναία Ύδρα (και οι πολυμαθείς Σπέτσες)
- Το Μαλλιαρό Τέρας της Φερτέ-Μπερνάρ
- Ο Μανδραγόρας
- Το Μαντιχώρα
- Ο Μινώταυρος
- Ο Μπάλνταντερς
- Η Μπάνσχη (κέλτικα Banshee < ban = γυναίκα)
- Το Μπάρομετζ
- Το Μπάχαμουτ
- Ο Μπούρακ
- Ο Μυρμηγκολέων
- Τα Νάγκα (και θεοί πείθονται)
- Ο Νεκροφάγος
- Ο Νέσνα
- Οι Νόρνες
- Οι Νύμφες (και τα νυμφίδια Θερμαϊκού και λοιπών κόλπων και κολπίσκων)
- Το Οντραντέκ
- Ο Ουροβόρος
- Ο Όφις με τις Οκτώ Διχάλες (και ο Εργοτέλις με τις Εννιά)
- Η Πανίδα των Καθρεπτών
- Ο Πέριτον
- Το Πουλί της Βροχής
- Το Ρεμόρα
- Το Ρούκχ
- Η Σαλαμάνδρα
- Οι Σάτυροι (γαλλιστί comme fromage)
- Οι Σειρήνες (ίου-ίου)
- Το Σιμούργκ
- Το Σκουώνκ (lacrimacorpus dissolvens)
- Η Σκύλλα
- Οι Συλφίδες
- Η Σφίγγα
- Ο Τάλως
- Ο Τ’ αο Τ’ ιέχ
- Ο Αχέροντας (ό,τι θυμάται)
- Τα Τζιν
- Οι Τρόλς (γνωστοί και μη εξαιρετέοι)
- Το Φαστιτόκαλον
- Ο Φοίνικας (πας με το 3 Λεωφορείο από Β. Όλγας)
- Οι Χάνιελ, Κάφζιελ, Άζριελ και Άνιελ
- Ο Χαοκάχ ο θεός της βροντής
- Η Χίμαιρα (άχιε με να χιαγαπάω χίμαιρα κλπ)
- Ο Χοτσιγκάν
Ο Χουμπαμπά,
καθώς και αμέτρητα άλλα που συνάντησαν στις περιπλανήσεις τους οι πιωμένοι ναυτικοί των 16ου – 19ου αιώνα, οι σαλταρισμένοι χίπηδες των 60’ς και ο Λιακόπουλος...
- Πού’ σαι μωρή χαμοκελάηδα;
- Που’ σαι ρε πεθαμένε;
(φίλοι)
- Τελικά τί θα γίνει, θα βγούμε το βράδυ με τη Μαίρη;
- Τσου.
- Γιατί ρε συ; Αφού σε γουστάρει το εργαλείο...
- Βρε άσε με, με τη χαμοκελάηδα! Έχει πάρει το μισό Παγκράτι, θες ν’ αρπάξω κανα σκουλαμέντο, για τέτοια είμαστε;
- Καλός άνθρωπος ο κυρ-Γιώργης...
- Ποιος, ο ψιλικατζής; Κούνια που σε κούναγε κακομοίρη μου! Ξέρεις τί χαμοκελάηδα είν’ αυτός; Αναστέναξε η γειτονιά επί Χούντας με το μπούστη...
