Λυκειακό σλόγκαν, προτροπή προς χαλάρωση ή απεμπλοκή από μανούρα, συνώνυμο του «ξεφούσκωσε», κατούρα και λίγο.

- Κωλόγαυροι, πάλι πέτσινο πρωτάθλημα! Γαμώ την παράγκα σας!
- Άντε φάε καμιά χαλαρόπιτα και πιες καμιά ηρεμίτα, που θα μιλήσεις για τον θρύλο ρε χουντικέ!

(από doodoon, 16/04/11)(από doodoon, 16/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα τηλεοπτική, από τον Δόγκανο, στο άκουσμα της οποίας ακόμα και μη ενδιαφερόμενοι σπεύδουν να συμμορφωθούν. Εξαιρετικά βίαιο παράγγελμα, δέον να μην χρησιμοποιείται ασυλλόγιστα.

- Ψήσε μου ένα καφεδάκι μωρό μου, εσύ, που τον κάνεις ωραίο.
- Βαριέμαι, φτιάξε μόνος σου.
- Τρέχουμε τώρα με το ντόμινο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρούφα ή ρούφα το/τη. Είναι εκδικητικό επιφώνημα που φανερώνει τη χαρά του υποκειμένου για κάτι που έπαθε το αντικείμενο και του άξιζε. Χρησιμοποείται πολύ στα σπορ από φιλάθλους και παίχτες, καθώς και σε περιπτώσεις πολύ πετυχημένης τάπας.

1) Θα χάναμε παλιομαλάκα ε; Ρούφα την τριάρα τώρα. Πονάει, πονάει;

2) Γιώργος: Θα σε γαμήσω...
Θέμης: Καθώς θα μου γλείφεις την πλάτη...
Παρατηρητής: Ρούφα την (τάπα σου) Γιωργάκη και μην πεις κουβέντα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «ρε άει γαμήσου» και προφέρεται ως μία λέξη: ραγαμήshhh.

-Ραγαμής που θα πάω να σου πάρω και τσιγάρα! Μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέχρι τις αρχές των '90, τα περισσότερα νοικοκυριά είχαν την ίδια γκρι τηλεφωνική συσκευή με τον μύλο – καβουρδιστήρι. Τις αναλογικές αυτές συσκευές προμηθευόταν ο Σ. Κόκκαλης μπυρ-μπαρά από την Ανατολική Γερμανία, τις αποσυναρμολογούσε και επανασυναρμολογούσε στην Ψωροκώσταινα (για να έχουν Ελληνική προστιθέμενη αξία) και τις μοσχοπουλούσε στον ΟΤΕ.

Όσοι μεταξύ μας πρόλαβαν ασπρόμαυρη τηλεόραση θα θυμούνται πως, κάθε φορά που η τηλεφωνική γραμμή ήταν κακή ή πέφταμε σε συνακροάσεις, λέγαμε το μαγικό: «για πάρε το μηδέν!» και, ως εκ θαύματος, η γραμμή γινόταν καμπάνα -ή έτσι επιλέγουμε να θυμόμαστε.

Στα μέσα των '90, ο ίδιος Σωκράτης και οι συν αυτώ ολοκλήρωσαν το εθνικό τους έργο με την πλήρη ψηφιοποίηση του δικτύου του ΟΤΕ, με παράπλευρο θύμα την περί ου ο λόγος έκφραση, η οποία οδηγήθηκε σε μαρασμό.

Η έκφραση ωστόσο παρέμεινε βαθιά ριζωμένη στο συλλογικό υποσυνείδητο και επανεμφανίστηκε θριαμβευτικά ως σλανγκ. Πλέον λέμε «για πάρε το μηδέν» όταν:

- βρισκόμαστε σε σύνδεση με Κάιρο με κάποιον, - ζητάμε από κάποιον που δεν τα λέει λιανά να τα σπάσει και να τα ξαναρίξει, - υπάρχει τεχνικό πρόβλημα σύνδεσης με πάσης μαραφέτι (διαδίκτυο, WiFi, GSM, κλπ).

  1. Αρνητικό επακόλουθο της δυτικής εκδοχής του έθνους-κράτους στη Νεωτερικότητα (πανθομολογούμενο σε διεθνή βιβλιογραφία) είναι το χάσμα (ρήξη, αντίθεση, αντιπαλότητα) ανάμεσα στην κοινωνία των πολιτών και στους μηχανισμούς του κράτους. Αν και τους διαχειριστές των μηχανισμών τους λέμε «κοινωνικούς λειτουργούς», το φαινόμενο αυτονόμησης των στόχων και επιδιώξεων του κράτους από τις ανάγκες και προτεραιότητες του κοινωνικού σώματος είναι κανόνας στη σημερινή διεθνή πραγματικότητα. Οι εξαιρέσεις δεν αναιρούν τον κανόνα....
    - Για πάρε το μηδέν ρε Γιάννη....

  2. - Το φελέκι μου μέσα, ο πλοηγός μου πιάνει δορυφόρο!
    - Τι νασπώ, πάρε το μηδέν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός των φράσεων πάρε τον πούλο (σήκω φύγε και άει γαμήσου) + πάρε δρόμο (φύγε ταχέως από μπροστά μου, εξαφανίσου). Η νέα φράση συνδυάζει πρακτικότατα τον επιτακτικό και επείγοντα χαρακτήρα με τη χαρά του σιχτιρίσματος.

- Αν ήρθες να μου πρήξεις το παπάρι για άλλη μια φορά με το μπούρου-μπούρου σου, καλύτερα να πάρεις πουλόδρομο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσταγμα ή προτροπή που προτρέπει τον πλησίον να αφήσει τα δύσκολα μονοπάτια, και να κάνει κάτι ευκολότερο από αυτό των δυνατοτήτων του. Εμπνευσμένο από το γνωστό παιχνίδι μπουλώ (bouleaux) ή αλλιώς γνωστό ως πιλλότα, όπου το να παίξεις τα κόζια ή αλλιώς ατού, δείχνει την σίγουρη και απλή κίνηση.

- Σήμερα άμα πάμε για μπάλα, θα παίξω στόπερ...
- Ρε παίξε κόζια, που θες να παίξεις στόπερ, μέχρι χτες δεν ήξερες τι σχήμα έχει η μπάλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να προειδοποιήσει το ανυποψίαστο κοινό σχετικά με την επικινδυνότητα μιας άσκησης ή ενός κασκαντεριλικίου που πρόκειται να ακολουθήσει.

Προσδίδει κύρος στον περφόρμερ και δημιουργεί το απαραίτητο θριλ και δέος στους θεατές.

- Δε στάντζς μπιλόου αρ μπίνγκ περφόρμντ μπάι πρόφεσιοναλς, σο ντοντ τράι δεμ ατ χόουμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση προέρχεται από το τουρκικό bırak lakırdıyı που σημαίνει κυριολεκτικά «άσε την κουβέντα», και στα καθ' ημάς πα να πει διάφορα πράματα, από «άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε» μέχρι «κόφτο, δε σε παίρνει».

Είναι πιστεύω μία από τις αργκοτικές εκφράσεις οι οποίες ενώ δεν επιβιώνουν στην καθημερινή ομιλία (τουλάστιχον στην Αθήνα), εν τούτοις εντοπίζονται ζωντανές στο νέτι ή στον γραπτό λόγο. Ίσως, λέγω, θα έπρεπε εδώ μέσα να γίνει μιά σχετική κατηγοριοποίηση, ταξινόμηση ή όπως διάολο το λένε τεσπα...αλλά άμα βαριέστε, δε γαμιέται...

Την έκφραση την χρησιμοποιούσε πολύ, αν ενθυμούμαι καλώς, ο Νίκος Τσιφόρος στα γραπτά του (εκεί στα '50-'60), αλλά δεν έχω κανένα βλιβλίο του πρόχειρο, τι θέτε τώρα, τσαμπουκά;

  1. Τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε: ούτε γάτα, ούτε ζημιά! μπρακ-λακριντι.

ΜΠΡΑΚ ΛΑΚΡΙΝΤΙ ΛΟΙΠΟΝ ΛΕΒΕΝΤΙΑ ΜΟΥ ΑΝΑΡΧΟ-ΑΠΛΥΤΗ...!!!

Και μη μας κανετε τον κορηο. [...] Σας ανθιστηκανε. Μπρακ λακριντί.

Αν πάλι τυχαίνει ο σχολιογράφος να μην είναι ασόβαρος άνθρωπος, τότε κάνει τουμπεκί ψιλοκομμένο και μπρακ λακιρντί, μέχρι να βρεθούν επαρκή στοιχεία [...]

[...]και αρχίσουν το μπρακ-λακιρντί και μας φλομώσουν με το άσχετο κουτσομπολιό τους.

(Όλα από το νέτι. Μη με βάζετε να λινκάρω τώρα, μπρακ λακιρντί...)

  1. Αναμνήσεις μυτιληνιού βετεράνου της Μικρασιατικής 1919-22. Ο αφηγητής προσπαθεί να διατηρήσει την συνοχή του στρατεύματος, προστατεύοντας αγαθιάρη φαντάρο από τις κοροϊδίες των συναδέλφων του (στις οποίες βεβαίως συμμετείχε μιά χαρά και ο ίδιος ο αφηγητής). Απο το βιβλίο του Τάκη Κόντου «Μικρασία τέλος», Αθήνα 1980.

- Όποιος μου το ξαναπεί, θα τον σκοτώσω! [...]
- Παιδιά, τους λέω, το πράμα σκούρηνε. Ο Παναωτάκης είνε που δεν είνε στα καλά...Η καζούρα μπράκ...

  1. [...]ο επαρχιώτης [...] συμβαίνει [...] να μην ξεχωρίζει αρκετά καλά τα λογιωτατίστικα από τα τούρκικα [...] Ετσι, «Συγχωρέσετέ με, λέει, αν δεν ηξέρω να κάνω κ' εγώ 'σαν την αφεντιά σας ώμορφο λακρεντί». Νομίζοντας το λακρεντί λογιωτατίστικο. Ανδρ. Λασκαράτος, από το «Ιδού ο Ανθρωπος».

  2. Το τουρκόφωνο νέτι βρίθει εκφράσεων όπως:
    bırak boş lakırdıyı = άσε τα κούφια λόγια.
    bırak lakırdıyı, icraata bak = άσε τα λόγια, κοίτα τα έργα.
    bırak lakırdıyı, işine bak = άσε τις κουβέντες και κοίτα τη δουλειά σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ποιητής θέλει να πει: «Κόψε την πρωινή μαλακία». Η ατάκα αυτή έχει νόημα να λέγεται πρωινές ώρες. Πίσω από τα λόγια του ποιητή υπάρχει η θεώρηση μεταξύ της συσχέτισης της πεοκρουσίας και της αποδιοργάνωσης του νοητικού κέντρου ελέγχου, με αποτέλεσμα η κυριολεκτική παραγωγή μαλακίας να μπορεί να οδηγήσει τόσο σε λεκτική μαλακία, όσο και σε άλλες μαλακισμένες πρακτικές.

Κάποιο πρωί σε ένα στρατόπεδο: Ο μονιμάς λοχίας έχει δώσει εντολή σε νεοσυλλέκτους να εκτελέσουν κάποιες συγκεκριμένες ασκήσεις ακριβείας, ασκήσεις που τις εκτελούσαν καλά την προηγούμενη αλλά τώρα η επίδοση τους είναι πολύ κάτω του μετρίου. - Τι μαλακίες κάνετε ρε γκάβακες; Κόφτε επιτέλους την πρωινή. Φαίνεται καθαρά πως σας πειράζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified