Εκ του αγγλικού «cheat»: εξαπατώ, απατώ, παραβαίνω τους κανόνες παιχνιδιού, απατεώνας.

Ανάλογα με την περίσταση λοιπόν, μπορεί να σημαίνει:

  • Πως κάτι (ή κάποιος) τα σπάει, είναι σούπερ γουάου!!, γαμάτο, και γαμώ, άπαιχτο, αμαρτία σκέτη.

  • Το κλου μιας ιστορίας, το χάιλαϊτ ενός θεάματος.

  • (Στο σύμπαν των γκέιμερ) Το σπαστήρι, το κρακ, το προγραμματάκι που χρησιμοποιεί κάποιος για να πάρει λέβελ ή να νικήσει τους αντίπαλους ιντερνετικούς συμπαίχτες ξεγελώντας το παιχνίδι με το να αποκτήσει κάποιο πλεονέκτημα που θα κάνει τη διαφορά (περισσότερα εφόδια, όπλα, ζωές κλπ). Συντάσσεται συχνά με τα «κάνω», «μπαίνει», «βάζω».
    Σ’ αυτό το σύμπαν, χρησιμοποιείται και σαν πρώτο συνθετικό σε σχεδόν οτιδήποτε μπορεί να εκτελέσει την απατεωνιά.

  • Σε διαλέκτους (π.χ. Ποντιακά, Πλωμαριανά), χρησιμοποιείται με την ίδια ακριβώς έννοια με το καταγεγραμμένο «τσίτι»: το βαμβακερό ύφασμα με τυπωμένα εμπριμέ σχέδια (αυτό εκ του τούρκικου «çit» με περσική καταγωγή) σαν μέρος συνήθως της γυναικείας φορεσιάς.

  • Τα τσιτ-μιλ / τσιτ-μηλ (εκ του αγγλικού «cheat meal»), παίζουν πολύ μεταξύ όσων κάνουν δίαιτα ή, όπως π.χ. στα μποντιμπλιντεράδικα σινάφια, διατροφή.
    Σημαίνουν το προβλεπόμενο εκείνο γεύμα, που λαμβάνει χώρα μια στις τόσες και όπου ο εν διαίτη την καταστρατηγεί προκειμένου να μην κρασάρει ψυχολογικά και την εγκαταλείψει, τρώγοντας ό,τι απαγορευμένο ποθεί κολασμένα, σε ελεγχόμενη ποσότητα βεβαίως-βεβαίως.

  1. Kι εγώ στο save μου το 2015 είμαι, αλλά ρε φίλε ο Κυριάκος Παπαδόπουλος πολύ ΤΣΙΤ!!

  2. - Γιατί ρεε;;;; Εμένα o fierro με έχει κάνει πολύ δουλειά.
    - Κι εμένα ο Sanogo!!!!!!! Σεντερφοράρα!!!!!!!!
    - Εννοείται για αυτό έγραψα ότι είναι τσιτ.

  3. …Tο λεγόμενο τσιτοσούτ, που να δεις τα knuckle εν κινήσει που είναι επίσημα δεν είναι τσιτ, τις ακυρωμένες ντρίπλες που και αυτό θέλει να είσαι γρήγορος και να έχεις βάλει αυτόματη άμυνα, αλλά και το απίστευτο το τσιτοφουλ που η μπάλα λόγω glitch είχε προωθηθεί (στο online δεν γίνεται και στο offline θέλει άπειρη προσπάθεια) ...ρε σου λέω ξέρω τι παίζω γι αυτό είχα ξενερώσει το καλοκαίρι με το προ και το έβριζα, απλά δεν μπορώ να μου βρίζουν το προ και να λέμε το φίφα ότι δεν έχει προβλήματα ...εκεί σπάζομαι φέτος το φίφα πέρα από τα αρνητικά που γράφω (κυρίως για να τα προσέξετε οι fan) εμένα μου άρεσε αρκετά δλδ αν δεν ήταν τόσο φτιαγμένο το προ, φίφα θα έπαιρνα χαλαρά.
    …..
    ΥΓ3. Το τσιτοσούτ το 'ξέραν όλοι οι έλληνες. Οι ξένοι επειδή έπαιζα online μένανε βλάκες.

  4. Οι πλούσιοι και οι άρχοντες φορούσαν ακόμα ποτούρ από σαγιάκι (αμπάν) και τσόχα από το ίδιο ύφασμα, σκέπαζαν δε το κεφάλι τους με κουκούλα από δέρμα αρνιού και αργότερα φέσι, που το περιτύλιγαν με μαύρο τσίτι.
    Πολύ απλή ήταν και η φορεσιά των γυναικών αποτελείτο από ζουπούναν, τσόχαν , σπαλέρ και τσιτ.

  5. - Κατερίνα έχουν πει οι κοπέλες πως η σφολιάτα ανεξαρτήτως υλικών έχει 1 μονάδα τα 3 κομμάτια.
    - Με ποια λογική; Δεν κοιτάμε τα συστατικά για να μετρήσουμε μονάδες; Εγώ αυτές τις συνταγές με σφολιάτα τις βρίσκω κοροϊδία. Καλυτέρα φάε ένα κανονικό γλυκό και πες ότι έκανες ένα τσιτ μιλ, όχι να θεωρείς ότι είναι σωστό κομμάτι υγιεινής διατροφής. Γνώμη μου.

στο 14:12\' (από sstteffannoss, 19/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητική έκφραση που σημαίνει ότι κάποιος έχει ψυχολογικά προβλήματα, ότι πάει να του τη σβουρίξει, λόγω μελαγχολίας κατά κύριο λόγο.

«Απατός» + γενική της προσωπικής αντωνυμίας στην Κρήτη σημαίνει εαυτός, ο ίδιος, όπως λ.χ. στη φράση «θωρείς κι απατός σου», παναπεί «το βλέπεις κι ο ίδιος». Σύμφωνα με το λεξικό Ξανθινάκη προκύπτει από τη φράση απ' αυτός.

Γιατί, όμως, όταν κάποιος είναι ή φαίνεται σαν τον απατό του, δηλαδή, όταν είναι ή μας φαίνεται... σαν τον εαυτό του, να σημαίνει λίγο πολύ ότι το χάνει;

Χαοτικό ρισπέκτ στον Homo sapiens Cretensis, που σκέφτεται τόσο ωραία: ναι, κάποιος που είναι και φαίνεται σαν τον εαυτό του, είναι αυτός ο οποίος μελαγχολώντας, παίρνει τον εαυτό του και την κατάστασή του υπερβολικά σοβαρά, τόσο ώστε να φέρει και κουβαλάει τον εαυτό του σε βαθμό που να (του, μας) γίνεται ένα φορτίο που φαίνεται, που οι άλλοι το(ν) βλέπουν. Κάπως όπως σε αυτά τα βιντεάκια με την κατάθλιψη, η οποία εμφανίζεται σαν μια μαύρη σκιά ή ένας μαύρος σκύλος (-->) να συντροφεύει και να βαραίνει τον καταθλιπτικό, αλλά ο καταθλιπτικός ξέρει ότι η κατάθλιψη έχει μάλλον τη μούρη της αφεντομουτσουνάρας του (αλλά μην του πείτε, γιατί θα νιώσει αδύνατο να απαλλαγεί, ίσως...). Κάποιος είναι σαν τον απατό του, δεν είναι ο εαυτός του, είναι σκιά του εαυτού του, από υπερβολικό εαυτό.

Αλλά ως γνωστόν όταν η κατάθλιψη, το πένθος κι η μελαγχολία σοβαρεύουν, φτάνουν στην ψύχωση. Εκεί ο καταθλιπτικός αρχινάει κανονικότατα να είναι σαν τον απατό του, δηλαδή, όχι μόνο σαν τον εαυτό του, αλλά και σαν από μόνος του, σουλατσάρει στο δρόμο κι είναι στην κοσμάρα του. Σαν τον απατό του... Κάπου στις Ψυχώσεις γράφει ο Λακάν ότι ναι μεν ο κοινός θνητός που νομίζει ότι είναι βασιλιάς είναι τρελός, αλλά κι ότι και ο βασιλιάς που νομίζει ότι είναι βασιλιάς είναι τρελός.

Γιατί, όμως, λέει, η έκφραση ότι είναι σαν τον απατό του, κι όχι απλά ο απατός του; Νομίζω ότι συντρέχει κι άλλος λόγος, πέρα από τα όσα πιο πάνω μισο-έγραψα: με αυτό το σαν η λαϊκή σκέψη απέφευγε την αμετροέπεια.

- Χρήστο, είδα μωρέ το φίλο σου το Μαθιό κι ήτονε στο δρόμο σαν τον απατό του, μούδε με χαιρέτηξε μούδε πράμα...
- Μάνα, σταμάτα να με ψαρεύεις...
- Ίντα μωρέ λέεις, δεν είναι καλά το κοπέλι...
- Μάνα...
- ...
- Ε, ρε Ρόιτερς, πράμα δε σου ξεφεύγει, και χρωστεί τα μαλλιοκέφαλά ν-του, κι η γυναίκα του τον απατάει...
- Ιιιιιι! Καλά το κατάλαβα εγώ, με το φίλο σας το Λευτέρη, ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συκοφαντία. Μη σλανγκική λέξη (κανένα πρόβλημα), σε ευρύτατη χρήση στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Μαρτυρείται και χρήση της τον 20ο αιώνα.

Στο κατά Μπάμπην Ευαγγέλιο ετυμολογείται από το τουρκικό avan < αραβικό awan (ύπουλος, προδότης).

Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης [...] έχουν δημιουργήσει κοινό ταμείο για να αντιμετωπίζουν τις διάφορες «αβανιές» των Τούρκων και για να καλύπτουν τις άλλες δαπάνες της φυλής τους.

Ως την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους κάθε εκκλησία είχε δικαίωμα να χρησιμοποιεί δυό καμπάνες. Ο νέος κατακτητής πρόσταξε να μεταφερθούν όλες οι καμπάνες των χωριών στην πόλη. Πολλοί όμως έκρυβαν τις καμπάνες τους και τις παράδιναν από πατέρα σε γιό. Τώρα ο πασάς, όταν θέλει να εκβιάσει μιά πλούσια οικογένεια για να αποσπάσει χρήματα, την κατηγορεί πως τάχα έχει κάπου θαμμένη καμπάνα. Ύστερα από αυτή την «αβανιά» φυλακίζει τα θύματά του και δεν εννοεί να τα ελευθερώσει πριν καταβλήθούν λύτρα.

(Κυριάκου Σιμόπουλου, «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1700-1800»).

[...] Είχαν πεζούλες και καθότανε ο κόσμος. Μάλιστα είχε γράψει ένας τότε κι έλεγε

Δεν πάω πιά στο Πισκοπιό να κάτσω στην πεζούλα γιατί μου βγάλαν αβανιά πως αγαπώ μια δούλα.

(Αγγελικής Βέλλου - Κάιλ «Μάρκος Βαμβακάρης, αυτοβιογραφία»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως φοβάται ο διάολος το λιβάνι. Ακόμα μία all time classic πελοποννήζιαν έκφραση που, για ανεξήγητους λόγους, το νετ την αρμενίζει ως παροιμία. Εννοείται ότι υπάρχει διδακτικό περιεχόμενο – αν το δεις, το βλέπεις ε, vikar;

Ο κούρος, το κούρεμα, η κουρά των αιγοπροβάτων είναι παράδοση να γίνεται σε γιορτινό κλίμα με σφαχτάρια, με κρασά και με μπόλικο βέλαγμα γιδός στη θέα του ψαλιδιού. Συνολικά πρόκειται για θέαμα που προκαλεί τον γέλωτα του Πελοποννησίου και τρέφει τον εγωισμό του, καθότι ο ίδιος θα βίωνε την ίδια διαδικασία με αντρισμό. Μια μόνιμη φοβία έχει λοιπόν η μπίτι αναξιοπρεπής γίδα στην πολυκούρευτη ζωή της κι αυτή δεν είναι άλλη από το σκουριασμένο τριζάτο ψαλίδι του βοσκού.

Πριν τις μηχανές κουράς και τις λοιπά σύγχρονα κομφόρ που ακόμα δεν τα λες καθιερωμένα στο γιουνανιστάν, το ψαλίδι έκοβε (και κόβει) για κάθε τούφα μαλλί και μια λωρίδα πέτσα. Θέλει τέχνη το όλο κόλπο κι αμα δεν ξέρεις και δουλειά δε γίνεται και πάει η παναγία σύννεφο. Αν επιχειρήσω δε να μπω στο μυαλό της γίδας, η ακινητοποίηση και τα χρατς χρουτς γύρω απ’ την ουρά μου μάλλον δε μου χρειάζονται. Κι ας λένε οι βοσκοί ότι υποφέρω από τη ζέστη. Καλά κάνω.

Ειρήσθω εν παρόδω, αν τολμήσεις να μιλήσεις για animal rights κάτω απ’ τ’αυλάκι, ετοιμάσου για κράξιμο που δεν έχεις ματαξαναφαγωμένο. Ζώο και πετ είναι έννοιες ασυμβίβαστες, για να μην πω ότι η δεύτερη είναι άγνωστη και ως λέξη και ως ιδιότητα ζωντανού στους άνω των –άντα πελοποννησίους, μονίμως διαβιούντες στη νήσο.

- Ε, λοιπόν δεν πάω προφορικά ρε Μηνά, πώς το λένε; Με τον κάθε καραγκιόζο καθηγηταρά που την έχει δει επιστήμων. Δε μου φτάνει το άγχος μου, πρέπει να δω και την φάτσα τους στο ένα μέτρο; Και την ειρωνεία; Και τα χαρτάκια που περνάει ο ένας μαλάκας στον άλλον; Ένα μάθημα θέλω να τελειώνω, ας μ’ αφήσουν να γράψω... Μήπως πρέπει να τους την παίξω κιόλας;
- Σιγά μωρή ρούσα πως κάνεις έτσι; Σαν τη γίδα από το ψαλίδι... Πήγαινε δώστο να πάει στο διάολο να πάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που τη λένε για αυτούς που δεν μπορούν να συνεννοηθούν λόγω εγωισμού ή μαλακοτριφτικότητας εγκεφάλου. Δεν μπορούν να κάνουν με άλλους παρά μόνο αν ακούγονται μόνο μα μόνο αυτοί. Έτσι διαλύουν τις παρέες τους ή τους συνεταιρισμούς στα επαγγελματικά ή τις οποιεσδήποτε σχέσεις τους, επειδή δεν μπορούν με άλλον. Αυτοί οι τύποι είναι κατά κανόνα μόνοι τους. Όταν λοιπόν βρεθούν δυο ή περισσότεροι τέτοιοι μαζί, πριν ακόμη μαλώσουν ή μετά, λέμε: «Τα γαϊδούρια κοπάδι δεν γίνονται».

Φράση συνηθισμένη στην κεντρική και ανατολική Μακεδονία.

  1. - Ο Χάρης με τον Μπάμπη άνοιξαν νετ καφέ.
    - Τα γαϊδούρια κοπάδι δεν γίνονται, γρήγορα θα το κλείσουν.

  2. - Καθόταν στο καφέ και οι τρεις χωριστά, ο καθένας από ένα τραπέζι. Είναι συνομήλικοι και πήγαν μαζί σχολείο και νομίζεις δεν γνωρίζονται.
    - Τα γαϊδούρια κοπάδι γίνονται ρε Γιάννη; Λες και δεν ξέρεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός που αφορά εταίρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση που έπαψαν να είναι κουτόφραγκοι και να τρώνε βελανίδια ενώ εμείς τρώμε κοκορέτσια.

- Πήγα να πάρω δάνειο για εκείνο το εξοχικό στα Σέκλανα και δεν με δώσαν οι μαλάκες
- Ε καλά σε κάναν ρε ψηλέ, τι δάνειο και συ, αφού δεν πάνε καλά τα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας.
- Ναι έχουν θυμώσει οι Ευρω-πέοι, αντί να μας δώσουν δάνειο θέλουν να μας κόψουν και το δώρο, τα μουνιά της λάσπης.

(από kapetank, 23/02/10)(από kapetank, 23/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάντηση στην προσφιλή των νεοελλήνων ερώτηση «από πού είσαι;» (βλ. και «τίνος είσαι συ;»), προκειμένου να διαμορφώσουν άποψη (sic) για το ποιόν κάποιου.

Η έκφραση λέγεται με καζαντζίδικη περηφάνεια και υπονοεί καταγωγή πάνω απ’ το αυλάκι = καλό παιδί (αλλά άτυχο).

Βέβαια, καίτοι πάνω απ’ το αυλάκι είναι και η Αθήνα κι ο Πειραιάς, που ανήκουν στη Στερεά Ελλάδα (Ρούμελη), ωστόσο αποκαλούνται συλλήβδην καταχρηστικά «χαμουτζία». Καίτοι ουδείς αμφισβητεί (ούτε ασχολείται με) το αν οι νησιώτες και οι Κρήτες είναι «καλοί αθρώποι» ή όχι, την έκφραση φαίνεται να έχουν οικειοποιηθεί αποκλειστικώς οι βορειοελλαδίτες.

Περί του ποίοι και γιατί θεωρούνται «καλοί αθρώποι» στην Ελλάδα, για να μην πλατειάζουμε (και για να μην ρίξω κανά γαμώσταυρο), ας λάβει τον κόπο ο αναγνώστης να κοιτάξει τα λήμματα-σχόλια-ορισμούς: απέκης, Eίδες Bλάχο; Σ' είδε πρώτος!, μένω στον τόπο κ.α.

- Απο πού είσαι, πατρίδα;
- Απο ’κεί που βγαίνουνε οι καλοί αθρώποι.
- Όπα της! Καρντάσι είσαι βρέ; Εγώ είμαι τεμέτερον απο την Αριδαία! ΠΑΟΚάρα και τα μυαλά στα κάγκελα!
- Εγώ Μανιάτης απο τον Πειραιά...
- Μμμμ... Μπερδεύτηκα τώρα...
- Να σε ξεμπερδέψω εγώ άμα θές!

Έργα Ισθμού: Σκάβοντας το λάκκο τους... (από HODJAS, 29/01/10)Κουίζ: Ποιά είναι η καλή και ποιά η κακή μεριά? (από HODJAS, 29/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματική έκφραση από την Ήπειρο. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει δυο άτομα αρσενικού γένους με τα εξής χαρακτηριστικά: είναι αδαείς, ατσούμπαλοι και ατζαμήδες. Οι πράξεις τους είναι εκτός τόπου και χρόνου και οι χειρισμοί τους ακυρώνουν οποιαδήποτε πιθανότητα είχαν να πετύχουν τον σκοπό τους. Ενδιαφέρουσα η δυναμική που αναπτύσσεται όταν, όχι ένας, αλλά δυο ατζαμήδες συγχρόνως αφήνουν τις δεξιότητές τους ελεύθερες να αναπτυχθούν, με απρόβλεπτες συνέπειες επί δικαίων και αδίκων.

Η έκφραση είναι σχεδόν αποκλειστικά δηλωτική της κινήσεως ή της αφίξεως. Η ετυμολογία της άγνωστη, προφανής όμως η εθνική προέλευση των ηρώων της, Yusouf και Jamal. Συνειρμικά οι δυο τους παραπέμπουν στον Φίλιππο και τον Ναθαναήλ ή ακόμα στον τέντζερη και το καπάκι του.

Το «Τζ» του Τζαμαλή ασφαλώς δασύ, ηπειρώτικο.

  1. Ξεκινήσανε οι δυο τους Κυριακάτικα, σαν ο Iσούφης με τον Τζαμαλή, να πάνε στην Εφορία να καταθέσουν τη Δήλωση.

  2. Τι μου 'ρθατε πρωινιάτικα επίσκεψη, σαν ο Iσούφης με τον Τζαμαλή; Δεν βλέπετε που 'χω δουλειά;

(από nord, 09/09/09)(από nord, 10/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόδοση στα Ελλαδικά του Ποντιακού: «έστνε π’ έστνε έμορφος, έρθες και όντας έβρε».

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το μέγεθος της ασχήμιας ενός ανθρώπου σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Ασχήμια βέβαια προϋπάρχουσα που γιγαντώθηκε όμως για κάποιον λόγο. H χρήση της εν λόγω φράσης εκμηδενίζει κάθε πιθανότητα σεξουαλικής συνευρέσεως των δύο μερών και προκαλεί άμεση πτώση ηθικού του χαρακτηριζομένου προσώπου

- Καλά Κώστα, σε είδες καμία αλλαγή πάνω μου (σ.ς. πάει γυρεύοντας…)
- Αλλαγή;
- Δε βλέπεις διαφορά στα μαλλιά μου; Κουρεύτηκα!
- Α, ναι, τώρα που το λες!
- Λοιπόν, πώς σου φαίνομαι; (σ.ς. εξακολουθεί να πηγαίνει γυρεύοντας)
- Τι να σου πω, ήσουν που ήσουν όμορφη, ήρθες κ’ όταν έβρεχε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχική σημασία: Εκ του τουρκικού çapraz που σημαίνει σταυρός, σταυρωτός, σταυρωτά, αλλά και γυρτά, έως και (συνεκδοχικά) ανάποδα.

Παράγωγα: τσαπράζωμα, τσαπράζης.

Τρέχουσες σημασίες (ακουσμένες στην κεντροδυτική Μακεδονία):

  1. Το γυναικείο κόσμημα που φοριέται στον λαιμό, και ιδιαίτερα αυτό με το κοντό περιλαίμιο (βλ. μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν).

  2. Το περιλαίμιο του σκύλου. Εξ αυτού και το τσαπράζωμα, το ζέψιμο δηλαδή του σκύλου.

Το τσαπράζωμα χρησιμοποιείται μεταφορικά και για να πούμε ότι περάσαμε σε κάποιον κολάρο, τον ελέγχουμε ή, αν πρόκειται για γυναίκα-σκυλί, για έμπειρη παρθένα, για δαγκανόμουνο, για να δηλώσουμε περιπαικτικά, ως προτροπή, ότι δαγκώνει και πρέπει να τεθεί υπό έλεγχο.

Τσαπράζης είναι ο ανάποδος άνθρωπος, ο σπασαρχίδας, ο ενοχλητικός.

Για ιδιαίτερες σημασίες στην Αγιάσο Λέσβου, δείτε εδώ.

  1. - Για δε ρε, για δε... Άτσα η Βασούλα! Μούνεψε και μου βγήκε με τα μίνια έξω;
    - Έχει όμως πολλά να μάθει ακόμα... Το τσαπράζ στο λαιμό που είναι σαν πόμολο δεν το βλέπεις;

  2. - Τι ακούγεται ρε Λιάνα, πού είσαι;
    - Έξω μωρό, στο πάρκο στα Εξάρχεια που σου έλεγα. Είμαστε μεγάλη παρέα, παίζει μια μπάντα και πίνουμε μπύρες στα παγκάκια. Φρηστάιλ φάση.
    - Καλά εσύ δεν θα έμενες μέσα για να διαβάσεις;
    - Εντάξει ρε μωρό, ήρθαν και με πήρανε, να μη βγω κι εγώ;
    - Ήρθαν και σε πήρανε; Ε ρε τσαπράζωμα που σου χρειάζεται.
    - Τι είναι αυτό μακεδονίτικο;
    - Δεν θα κατέβω; Θα σε πω εγώ...

  3. - Σιγά με τα ροδάκινα! ΣΙΓΑ! Τα καφάσια! ΤΑ ΚΑΦΑΣΙΑ! Πάρ' τα πόδια σου!
    - Τώρα ρε αφεντικό με συγχωρείς, έτσι θα πάμε; Τέσσερα καλοκαίρια μαζεύω στα δέντρα σου, κάθε χρονιά τα ίδια;
    - Ναι ρε! Εσύ θα πας να τα παραδώσεις; Εγώ θα πάω! Δέκα χτυπημένα να δουν, μου ρίχνουν την τιμή, για πέταμα τά 'χω;
    - Πολύ τσαπράζης είσαι ρε μάστορα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified