Το «manashoo» είναι η μεταφορά των φράσεων: «μάνας σου» και «μάνα σου» στα greeklish. Πρόκειται για μία λέξη ιδιαίτερα προσβλητική και κακιά στον κόσμο των online παιχνιδιών και όχι μόνο!

Όπως όλοι ξέρουμε οι φράσεις: «της μάνας σου» και «η μάνα σου» είναι ιδιαίτερα άγριες και στοχεύουν κατευθείαν στην ψυχή των ανθρώπων.

Συνεπώς με την κομψή λέξη «manashoo» μπορούμε να βρίζουμε όποτε θέλουμε τους συνανθρώπους μας, έχοντας πάντα στιλ και φινέτσα.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: «της μάνας σου» => «μάνας σου» «η μάνα σου (κάνει κακά πράματα)» => «μάνα σου»

Αξίζει να επισημάνουμε ότι η λέξη «manashoo» μπορεί να δοθεί σαν απάντηση σε οποιαδήποτε ερώτηση, ή ακόμα και σε απλές προτάσεις όπου ο συνομιλητής μας προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί μας επειδή μας αγαπάει (διαβάστε τα παραδείγματα.)

Χρησιμοποιήστε το και θα με θυμηθείτε.

  1. Το «manashoo» ως απάντηση σε ερώτηση:

Chat σε κάποιο online παιχνίδι:
- Re filee poios sou eipe na xwtheis se fight;
- Manashoo.

  1. Το «manashoo» έπειτα από απλή πρόταση:

Chat στο Facebook:
- πωπω ρε πούστη μου πεινάω και σου μιλάω επειδή σε αγαπάω.
- manashoo.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτική ατάκα με την οποία, αν και φαινομενικά αναιρούμε, στην πραγματικότητα τονίζουμε μια βρισιά που μόλις έχουμε ξεστομίσει.

Κανονικά, το μπιπ μπαίνει ως λογοκρισία στη θέση της βρισιάς, όμως δίκην σλανγκιάς βάζουμε το μπιπ στη θέση μιας άλλης, αθώας λέξης που συνόδευε τη βρισιά, αφήνοντας τη βρισιά ανέπαφη.

Δείχνουμε δλδ ότι έχουμε το τακτ να καταλαβαίνουμε και να επανορθώνουμε για μια παρεκτροπή του προφορικού ή γραπτού λόγου μας, αλλά στην ουσία δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να την επιβεβαιώνουμε και να την επιτείνουμε.

Το λήμμα μας το μεταχειρίστηκε ο σλάνγκαρχος Μητσικώστας μιμούμενος τον Big Mac - Αγαπούλα- Ψωμιάδη, αλλά αφθονεί σε πολλά παραδείγματα του προφορικού και του ιντερνετικού λόγου.

Για τη σημασία του «μπιπ» καθ' αυτό, βλ. το Μέσειο λήμμα μπιπ.

  1. από εδώ
    Είναι χειμώνας, έξω κάνει ψωλόκρυο (βάλε μπιπ στο «κάνει»). Γυρνάς σπίτι σου αργά το βράδυ, μετά από μια πολύ κουραστική μέρα στην δουλειά.Τσιμπάς κάτι στα γρήγορα, και χωρίς πολλά-πολλά την πέφτεις στο κρεβάτι για να κοιμηθείς.ΌΜΩΣ...
    Η πουτάνα η κουβέρτα είναι πολύ μικρή για τα ατέλειωτα στρέμματα του κορμιού σου!!

  2. από εδώ
    Εμένα πάντως το tethering δεν λειτουργεί - συγνώμη, αλλά μας πιάσανε μαλάκες. Και βάλτε μπιπ στο συγνώμη.

  3. από εδώ
    Όσοι πηγαίνετε σε club με «χορεύτριες» να δείτε κάνα ξέκωλο (βάλε ένα μπιπ στο χορεύτριες) δεν είναι ανάγκη, καθώς τα βλέπετε όλα στο δρόμο... κυριολεκτικά... βλέπετε... δεν μεθάει ποτέ η νεολαία της Αγγλίας... cheers mates. Και όταν λέμε ξέκωλο... εννοούμε ξέκωλο... Και βάλτε μπιπ στο εννοούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γτπ: για τον πούτσο.

Στο Youtube υπάρχει σίγουρα, μπήκε και στο slang.gr.

-Τη βλέπεις εκείνη τη γκόμενα εκεί κάτω; Τρελό καβλί.
-Κόψε κάτι ρε, γτπ είναι, πλάκα βυζί, χάλια μούρη, μην το ψάχνεις, θέλει πολύ σιλικόνη για να στρώσει

Και στο slang.gr με άλλους δύο ορισμούς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικός χαρακτηρισμός για μια πανταχόθεν και πλήρως διακεκορευμένη γυναίκα ή λουγκρίτσα, αυτή της οποίας το μουνί ή / και η σούφρα έχουν κυριολεκτικά υπερχειλίσει από σπέρμα.

Βλ. επίσης: στα μπούτια τα γιαούρτια.

- Γιαουρτομούνης δημοσιογράφος: Σε ποια λάθη δείχνεις τη μεγαλύτερη επιείκεια;
- Π. Χατζηστεφάνου: Στις κοντοψώλες σαν και σένα.
- Γιαουρτομούνης δημοσιογράφος: Τι συναισθήματα σου προκαλεί ένα ωραίο γυναικείο κορμί;
- Π. Χατζηστεφάνου: Εμετό.
- Γιαουρτομούνης δημοσιογράφος: ...και ένα αντρικό κωλί;
- Π. Χατζηστεφάνου: Καύλα. Όχι όμως το δικό σου που είμαι σίγουρος ότι είσαι γιαουρτομούνα.

(Συνέντευξη του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου σε Κύπριο δημοσιογράφο που δημοσιεύτηκε από τον blogger Ππουστόπαιδο εδώ)

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

δημαρχέσα, δημαρχέσος

Κακεντρεχές λολοπαίγνιο που μπορεί να σημαίνει:

  • Γυναίκα δήμαρχος (δημαρχέσα),
  • Άνδρας δήμαρχος (δημαρχέσος)
  • Γκέη δήμαρχος (δημαρχέσα, δημαρχέσος),
  • Σύζυγος δημάρχου (δημαρχέσα).

    Εκ του δήμαρχος και τού χέσε μέσα. Ενίοτε γράφεται και με δύο σ.

Σλανγκασίστ: Δων Μήτσος.

1. Ονειρεύεται να γίνει δημαρχέσσα η Τζάκρη!

2. Δε το ξέρω το παλικάρι, κατεβαίνει για Δημαρχέσος;

3. Πω πω, μην με σκας κούκλα μου, που λέγε και η λατρεμένη δημαρχέσα ο Ψινάκης!

3. Η Πατούλαινα δημαρχέσα από τον πρώτο γύρο. Η απόδειξη ότι ο αίλλυνας στηρίζει τη διαφορετικότητα.

4. ποιος ακαρδος χωρισε στη γεννα τη δημαρχέσσα αμαρουσιου και τη ντονατελα βερσατσε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

...γιατί κάπου χάνεις!

Το λεπόν, τζιμπάτε ανεκδοτολογική αφήγηση:

Όταν κάποιος τρόμπας παπαρολογεί, τού λες «κάνε φσσς!»· μόλις αρχίσει να κάνει φσσς, αμέσως ακουμπάς το δαχτυλό στο κεφάλι του, κι εκείνος σταματάει έκπληκτος. Τότε ανακοινώνεις διθυραμβικά «από εδώ χάνεις».

(municipal school slang, ασίστ από Vrastakids)

(Γ.Α.Π., αγορεύοντας στο Ελ.Κοινοβούλιο)

- Πρέπει να είμαστε αξιόπουστοι έναντι της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του χρηματοπιστωτικού συστήματος...
- Κάνε φσσς...

Κάνε μου λιγάκι φσσσ... (από Vrastaman, 05/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο για κάθε κασιδιάζοντα ναζό, εκ του ταξιδιάρα ψυχή και του ονόματος του βολευτή της Χ.Α. Ηλία Κλασιδιάρη.

Τσιμπάω έναν εξαιρετικό ορισμό από το ιντερνέτι: «Κασιδιάρα ψυχή: Όταν η ψυχή μας αποκτά ψωρίαση στο κεφάλι (τη λαϊκά ονομαζόμενη ως κασίδα), υπάρχει ο φόβος να εισχωρήσει η ασθένεια και στον εγκέφαλο της ψυχής, γεμίζοντάς τον με νεκρά κύτταρα και κάνοντάς τον να σκέφτεται νεοναζιστικά, πράττοντας βίαια και παράλογα.»
(εδώ)

1.
- Πως λεγεται ενας Χρυσαυγιτης που εχει παει Νορβηγια, Αμστερνταμ, Γαλλια;; - Κασιδιάρα ψυχή (αααααααααααχαχαχαχαχααχα)

2.
Γιατί τελικά δεν φτάνει να κορδώνεσαι πως κυνηγάς το θηρίο… Πρέπει κατ’ αρχήν να μην το έχεις μέσα σου. Δηλαδή να μην έχεις… κασιδιάρα ψυχή.

3.
Είδαμε πως χορεύει μια Κασιδιάρα Ψυχή στα έδρανα της Βουλής και την Χρυσή Αυγή να περνιέται για κόμμα.

4.
- Κι οι ναζήδες σ' έχουν αγαπήσει, κασιδιάρα έγινες ψυχή
κι από δράκουλας των Εξαρχείων, στου Μιχαλολιάκου την αυλή
(από γιουτουμπάκι ΚΝΑΤ κατά τζιπάκου)

Contra Jimakii (από σφυρίζων, 25/02/15)(από Khan, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άντε κατούρα τα πόδια σου, ρε!

Σημαίνει την απαξίωσή μας προς κάποιον, ή τα λεγόμενά του, είτε προσωπικώς, είτε δια μέσου αυτού, προς τρίτον, ... Στην κυριολεξία, υποδεικνύει σε κάποιον να ασχοληθεί με την διούρηση επί των κάτω άκρων του, ήτοι να κατουρήσει τα πόδια του, πράγμα εύκολο δηλαδή αν δεν του είναι κάγκελο, διότι εν μαρασμώ (μαρασμένη), αν κατουρήσει, σίγουρα τα πόδια θα κατουρήσει -έκφραση υποδηλώνουσα και τον διαρκώς εν μαρασμώ ευρισκόμενο.

Συνήθως χρησιμοποιείται ως εναλλακτική λύση από την προτεινόμενη (π.χ. λέω να πάω από Χαλκούτσι, το βραδάκι...
Άντε κατούρα τα πόδια σου, ρε, στο Χαλκούτσι βραδιάτικα...)

Συχνά αντικαθίσταται και από την συνώνυμη έκφραση:
«Άντε φτύσ' τα μπούτια σου ρε» , υποδηλώνουσα και πάλι την πλήρη απαξίωση προς τον καθ’ ού αυτή απευθύνεται!

Με εκτίμηση
Ωρωπιώτης

  1. Ο Σήφης ντελμπεντέρης;
    Άντε κατούρα τα πόδια σου ρε!

  2. - Άμα κατέβω από το αυτοκίνητο, θα γίνει μεγάλος σαματάς!
    - Σαματάς; Φτύσ’ τα μπούτια σου μωρή παλιοτσουτσουνοτσακίστρα!, που θα κάμεις σαματά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικος αναγραμματισμός της φράσης «γελάς, μουνάκι».

Δεν αποτελεί υποχρεωτικά μέρος διαλόγου. Απαντάται και σε ρητορικούς μονολόγους όπου ο ευρισκόμενος σε κλητική πτώση εν τη αγνοία του γελά ανέμελος προ κάποιας επικείμενης ενέδρας. Ο δε τονισμός της φράσης κλιμακώνεται όπως ακριβώς και στην επική φράση του ταξίαρχου Θεοχάρη «...σκουλήκι...», διατυπωμένη από αμφότερους τους δύο τρισμέγιστους διδάσκαλους Βασιλείου και Σεφερλή.

Ο αναγραμματισμός ακολουθεί την πεπατημένη του δήθεν εξευγενισμού γνωστών παλιοκουβεντών του τύπου τσαπού, λακαμάς κλπ.

  1. (Σουρρεαλιστική προσθήκη σε ιστορικό διάλογο)

- Με θυμάσαι ρε πούστη;;
- Όχι (χαμογελώντας)
- ... μουνάς, γελάκι...

(... ακολουθεί το γνωστό μακελειό)

  1. (Εκτός διαλόγου - απόσπασμα από το μονόπρακτο «Περιμένοντας τον κοντό που μου έφαγε την γκόμενα»)

... Α, ρε πουσταρά, αρχίδι του δάσους... έβγα απ'τ' αμάξι, ρε ξεκωλιάρη και θα μαζέψεις και για το σπίτι... μουνάς, γελάκι...

(από Abas, 14/01/10)

βλ. και χασίστες και φουντικοί, γλωσσεύω την μπέρδα μου, φρόας τας σένας, καθώς και τα εκάστοτε σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδής, ποτέ των ποτών δεν θα υπεπίπτα σε σεχ με το συγκεκριμένο ατομάκι. Γιατί είναι μπάζο τ. «να μασάς σκατά και να φτύνεις» ή/και μαλακισμένο ή/και δεν γουστάρω να παίξω ρώσικη ρουλέτα μη τσιμπήσω κάνα σκουλαμέντο ή τίποτε καργιόλια.

Χρησιμοποιείται από όλα τα φύλα.

Εναλλακτικά: ούτε με ξένο (μ)πούτσο.

- Λίλιαν, είσαι μια αραχνοΰφαντη πικροθαλασσιά του πάθους που με στέλνει με ένα βλέμμα στο ανθοπωλείο να αγοράσω τριαντάφυλλα...
- Ούτε με χίλιες καπότες, ΜΧΣ!

- (...) μα εγώ δεν μιλάω για αυτόν που είναι μίλια μακριά, αλλά για αυτόν που στα λιμέρια μας μικρόβια κουβαλά, που οι συναναστροφές του είναι μολυσματικές και ούτε με χίλιες καπότες δεν γλιτώνεις απ’ αυτές...
(χιπχοπάκι, εδώ)

0.27 (από Vrastaman, 04/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified