Περισσότερο αξίωμα της νύχτας παρά σλάνγκικη έκφραση (όχι ότι δεν λέγεται).

Σύμφωνα λοιπόν με αυτό το αξίωμα, οι πιθανότητες να γίνουν τρία καρφιά σε έξοδο είναι μηδαμινές καθ' ότι η σύνθεση και μόνο της ομάδας είναι απωθητική.

Εννοείται ότι από τρία μπακούρια και πάνω γίνεται ακόμα χειρότερη η κατάσταση και παραπέμπει στο λήμμα για μπάσκετ θα πάτε; (ή και για ποδόσφαιρο σε προχωρημένες καταστάσεις)

- ΠΣΚ θα πάμε Μύκονο με τα παιδιά.
- Ποιοι θα είστε;
- Εγώ, ο Σάκης και ο Τάκης.
- Καλά τρεις θα πάτε; Τρεις δεν έγιναν ποτέ ρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που άκουσα από στρατιώτη οδηγό Καναδέζας, όταν αντίκρυσε πανέμορφη νεαρά κορασίδα, να περπατά στο δρόμο με μίνι. Ως γνωστόν, όταν μεταλαμβάνουμε πίνουμε το αίμα του Κυρίου (κρασί) και τρώμε το σώμα του (ψωμί-μεταλαβιά). Η βέβηλη αυτή φράση αναφέρεται στην γυναικεία περίοδο, η οποία αν προέρχεται από πανέμορφη γυναίκα, φαντάζει ωσάν το κρασί της μετάληψης.

Πω πω κωλόψαρα, τι μουνί είναι αυτό που έρχεται... Αγάπη μου, πες μου πότε έχεις περίοδο, να 'ρθω να μεταλάβω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την υπέρτατη ταινία-σλανγκορυχείο Pulp Fiction.

Δηλώνει την (συνήθως απρόσμενη) επιτυχία κάποιου άντρα - κυνηγού στην ταυτόχρονη προσέγγιση ενός αριθμού ατόμων του αντίθετου φύλου (το ιδανικό είναι να είναι δύο, αλλά η φράση μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για παραπάνω χωρίς βλάβη της γενικότητας).

Αν ο συγκεκριμένος φίλος - κυνηγός μοιάζει και με αράχνη, έχουμε τις ιδανικές συνθήκες εκφοράς του λήμματος.

  1. - Κοίτα ρε τον καρχαρία τον Άρη που κατάφερε να πιάσει κουβέντα στα νιαμού.
    - Όντως, η αράχνη έπιασε δυο μύγες...

  2. (sms σε μέλος της παρέας που επέλεξε να μην πάει με τους άλλους στο club και κοιμάται με την κοπέλα του)
    «Χάνεις. Η αράχνη έπιασε δυο μύγες.»

(από notheitis, 05/05/10)(από notheitis, 05/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Greek kamakiσε τουρίστριες που δεν καταλαβαίνουν τι τους λένε και ρωτάνε «what;»

βλ βιντεο

(από λεξικλάστης, 02/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αθάνατη ατάκα του Χάρρυ Κλυνν από την εποχή των 80ς και του σιδηρού παραπετάσματος. Την έλεγε Νεοέλληνας που είχε μόλις γυρίσει από την Σοβιετική Ένωση. Εννοούσε ότι η ανέχεια ήταν τόσο μεγάλη απ' την άλλη μεριά του σιδηρού παραπετάσματος, που είχανε ξεφύγει από τη νομισματική οικονομία και είχαν περάσει σε οικονομία ανταλλακτική ειδών, και μάλιστα πρωτευόντων ειδών, όπως η οδοντόκρεμα Κολινός, γνωστή παρακμιακή οδοντόκρεμα, που άκμασε στα 80ς. Τώρα ο Πούτιν προσπαθεί να βγάλει την Ρωσία από την εποχή Γιέλτσιν, αλλά η χαρρυκλυννική ατάκα χρησιμοποιείται ακόμη για χώρες-παραδείσους του σεξοτουρισμού.

Από φόρουμ:

Η αλήθεια είναι πως η φράση «κλέβω εκκλησία» που έχει τυποποιηθεί δεν είναι καθόλου τυχαία. Όσο ξεφτιλισμένος και να ήταν ένας Έλληνας κακοποιός, εκκλησία δεν έκλεβε.
Τώρα τα ... (σ.ς.: Αναφέρεται σε κατοίκους συμπαθους χώρας που δεν φταίει σε τίποτα) κλέβουν και ρόδα, και γριά παράλυτη, και πιτσιρίκι, και παστέλι άμα λάχει. Με κολινός βγάζεις γκόμενα. Όποιος ισχυρίζεται το αντίθετο και κατηγορεί τους άλλους για ρατσισμό απλώς γίνεται ο ίδιος γελοίος. Αλλά αυτό συμβαίνει συνήθως μέχρι την ώρα που θα τον κλέψουνε. Μετά αλλάζει φιλοσοφία.

Η Κολινός κι η γκόμενα. (από Dirty Talking, 05/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετον εκ του πουρός (=γέρων) + τουρίστας.
Σημαίνει τον τσαχπίνη κι αμοράλ νεαρόν που περιδιαβαίνει τα ελληνικά νησιά το καλοκαίρι προκειμένου να ψαρέψει γυναίκες προκεχωρημένης ηλικίας (συνήθως αλλοδαπές), στις οποίες στη συνέχεια κάνει τα γούστα, έναντι αντιτίμου όχι απαραιτήτως χρηματικού (π.χ. ένα ακριβό δώρον, μια γνωριμία σε κύκλους εξουσίας κτλ).

Δηλαδή ζιγκόλα του θέρους.

Τα παλιά χρόνια, στου Ζωναρά και στην πλατεία Κολωνακίου, τα κομψότατα ζιγκολάκια κάθονταν και πίνανε μακαρίως τον καφέ τους, έως ότου κάποια μανδάμ σήκωνε όρθιο τον ακριβό αναπτήρα της να στηθεί στο τραπέζι, που σήμαινε: «Ψάχνομαι». Όλο και κάποιος ευγενής νεαρός θ' άναβε το τσιγάρο της βάβως...

(Βλ. σχετικά «Ο ζεστός μήνας Αύγουστος» με το νεαρό Φέρτη, «Ερωτικές ιστορίες» με το ζεν πρεμιέ Κούρκουλο κ.α.).

Σημειωτέον, ο Τζέι-Τζέι Ρουσσώ, ήτανε προστατευόμενος μια μεγαλοκυράς που τονε σπούδαξε γράμματα (και όχι μόνο).

- Είδες τον Μάκη κουρσάρα;
- Ε, καλά! Χρόνια πουρίστας ο Μάκης. Έχει λέει μια θεία στη Ρώμη και πάει κάθε τόσο και της τα μασάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα από σύντομο ανέκδοτο που έχει περάσει στην καθομιλούμενη, είτε σαν χοντράδα από αποτυχημένα καμάκια, είτε ως αστεϊσμός ιδίως σε ανδροπαρέα για ασαράντιστους.

Συνήθως δε, προσθέτουμε ενδιάμεσα και κάτι ακόμη πιο σαχλό για να δέσει το γλυκό, όπως «πιες ένα ποτό» ή «δες την συλλογή γραμματοσήμων μου». To «πάμε σπίτι μου», που θα έπρεπε να προηγείται, παραλείπεται ή υπονοείται.

  1. (σκηνή από Greek καφετέρια. Αυτή πιπίνι τριζάτο, αυτός βερμουδιάρης χλέμπουρας)
    - Μωρό, πάμε για ένα ποτάκι μετά...;
    - Α μπα*, έχω να διαβάσω για εξετάσεις…(μαζεύει τα τσαμασίρια της)
    - Έλα μωρέ μωράκι, ένα ποτάκι θα πιούμε, δεν θα σε δαγκώσω.
    - Δεν μπορώ σου λέω, με περιμένουν οι φίλες μου… (έτοιμη να φύγει)
    - Κοίτα, έλα, πίνεις ένα ποτό, κι άμα δε σ' αρέσει ντύνεσαι και φεύγεις! - Α, να χαθείς, γελοίε! (φεύγει τρέχοντας…)
    - Πάλι μόνος σήμερα, γαμώτο… Τι να φταίει άραγες;

  2. (συνάδελφοι, Παρασκευή βράδυ μετά το γραφείο…)
    - Πάμε για μιά μπυρωίνη με τα παιδιά να κουλάρουμε, θα ‘ρθεις μεγάλε ;
    - Α μπα*, πάω σπίτι, με περιμένει η γυνή, το πυρ (γιος) και η θάλασσα (κορούλα)…
    - Έλα μωρέ για καμιά ώρα, θα έχουμε μπυροκατάσταση, δεν θ 'αργήσουμε!
    - Όχι σου λέω, είναι μπερδεγουέη η φάση (και θα ξενυχτήσω και στο slang.gr…)
    - Έλα ρε συ, πιες ένα ποτό, κι άμα δε σ' αρέσει ντύνεσαι και φεύγεις!
    - (το σκέφτεται, και για να μην τον περάσουν και για μάπα…) Καλά τότε, για ένα ποτάκι μόνο, ε ;

*@ φίλε Gatz ούτε εδώ υπάρχει αναφορά στους ΑΒΒΑ…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση-καμάκι, η οποία απευθύνεται στην υπέρτατη θεογκόμενα. Έχει μάλλον φανταρίστικη προέλευση και παραπέμπει σε παλιές καλές εποχές ιπποτισμού, όπου κάποιος αποτίει φόρο τιμής με τη μορφή της απόλυτης αυτοθυσίας στον τυχερό που φιστικώνει το κελεπούρι.

Ποιος σε γαμεί, να του πάρω πίπα, μανάρα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που εκστομίζεται κυρίως από άντρες για να δηλώσουν ότι, ασχολούνται μεν με το ευγενές άθλημα του καμακίου, όχι όμως ιδιαίτερα σοβαρά αλλά περισσότερο για το παιχνίδι και τον τζέρτζελο της φάσης.

Τώρα υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων που έχουν λόγο να το κάνουν αυτό: είτε οι γλυκοτσούτσουνοι που έχουν κορεστεί και θέλουν να κάνουν ένα διαλειμματάκι, είτε (πειστικότερο) όσοι έχουν το φόβο της παντόφλας και δεν τους παίρνει το βίβερε περικολοζαμέντε.

- Μας έφεξε κολλητέ! Αυτή η μικρή μουνοθύελλα που μπούκαρε είναι η παρέα της αδερφής μου! Ζήτω το ξανθόν γένος! Πάω να τις φέρω κατά δω, να φάμε τίποτα.
- Φέρ' τες αλλά σού 'χω πει. Είμαι ακόμα στα μέλια με την δικιά μου και γουστάρω, θα κάνω μόνο παιχνίδι για χαβαλέ. Αυτήν την περίοδο κυνήγι δεν πάω, ψαροτούφεκο πάω. Άμα λάχει κρατάω και το φανάρι, δεν τρέχει μία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλυκοκοιτάζω, κάνω καμάκι. Παλαιάς κοπής σλανγκιά τση σχολής του Τσιφόρου.

Περισσότερα τσιφορικά εις ῥίχνω: ρίχνω κοκκαλιές (παίζω ζάρια), ρίχνω κολατσό (κάνω το τραπέζι), ρίχνω μπαταρέλα (κοροϊδεύω), ρίχνω προζύμι (δίνω πληροφορίες), ρίχνω χαλίκι (προετοιμάζω).

  1. - Έριξα λουκούμι στην Καυλάουρα μήπως ρίξω έναν κρύο!
    - Τελικά σού έριξε άκυρο;
    - Όχι, μού έριξε δυο μουνιά <3
    - Άτιμη κενωνία, άλλοι γλυκοτσούτσουνοι κι άλλοι χερογλύκανοι...

  2. ῥίχνω λουκούμι = κάνω κόρτε
    (Γλωσσάρι Νίκου Τσιφόρου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified